Τα Τέσσερα Στοιχεία (Κεφάλαιο 9)

Γυρίσαμε στο σπίτι έχοντας συγχωρέσει ο ένας τον άλλον. Ο πατέρας μου βάλθηκε να μου ζητά συγγνώμη, το ίδιο και η μητέρα μου. Ευτυχώς όταν επανέφερα το θέμα για την συζήτηση που είχανε, δέχτηκαν να μου εξηγήσουν τι είχε συμβεί.
Όλα όσα άκουσα για τους Θεούς Ηγέτες και την μάχη, ήταν σωστά. Οι Ηγέτες του Νερού πληροφόρησαν τους γονείς μου πως επρόκειτο να γίνει σύσκεψη των Οκτώ, προκειμένου να αποφασιστεί εάν θα πολεμήσουν μαζί μας. Σύμφωνα με όσα είπαν, οι δύο Θεοί Ηγέτες της Φωτιάς, είχαν την φαεινή ιδέα να εξετάσουν τις ικανότητες μας στην πάλη μέσω μιας μονομαχίας μαζί τους. Δηλαδή, θέλουν εγώ με τη Σύνθια να πολεμήσουμε την Ελίζαμπεθ Άλεν, ενώ ο Τριστάνο με τον Κόνορ τον Μάρκους Έλτον. Δεν μπορώ να καταλάβω σε τι θα ωφελήσει μια τέτοια μάχη. Το μόνο που θα καταφέρουν, είναι να μας εξουθενώσουν. Η λογική τους είναι τελείως λανθασμένη και ελπίζω να το συνειδητοποιήσουν πριν είναι πολύ αργά.
Τώρα κατευθύνομαι στο σημείο προπόνησης μαζί με την Οριάνα και τους υπόλοιπους εκπαιδευτές μου. Τέσσερις μέρες προετοιμασίας πριν την τελετή έναρξης της δοκιμασίας εκλογής και μετά τέλος η εξάσκηση μια για πάντα. Δεκατρία χρόνια προπονήσεων φτάνουν στο τέλος τους.
Ακολουθώ την Άλισον (μια από τους πέντε εκπαιδευτές μου), έχοντας το βλέμμα μου καρφωμένο στο έδαφος. Έχω ήδη εντοπίσει τον Τριστάνο μαζί με τους εκπαιδευτές του πλάι σε ένα μεγάλο πεύκο, ωστόσο προσπαθώ να μην του ρίχνω πολλές ματιές. Ίσως του ζητήσω συγγνώμη αργότερα, ίσως.
Σταματάμε ανάμεσα σε δύο μεγάλα δέντρα και ο Φράνκ μαζί με τον Κρίστοφερ τοποθετούν πέντε καρέκλες σε σειρά. Ο Ντρέικ, ο μοναδικός κούκος εκπαιδευτής μου, με ξανθά μακριά μαλλιά, έρχεται προς το μέρος μου και σκύβει για να μου ψιθυρίσει. «Είσαι έτοιμη;»
«Μάλιστα» λέω. Εκείνος μου σφίγγει τον ώμο και πηγαίνει να βοηθήσει τους υπόλοιπους με τα πράγματα. Ο Ντρέικ έρχεται ελάχιστες φορές στις εκπαιδεύσεις μου, όμως ποτέ πριν δεν έδειξε παρόμοια υποστήριξη, πράγμα που καθιστά την χειρονομία του περίεργη.
Τα μάτια μου πέφτουν πάνω στον Κόνορ καθώς πλησιάζει προς τον μέρος μου. Η αθώα εικόνα που είχα στο μυαλό μου, έχει πλέον εξαφανιστεί. Το μόνο που αντικρίζω τώρα όταν τον κοιτάζω, είναι το χέρι του να τυλίγεται γύρω από τον χτυπημένο αγκώνα μου και να με πετάει προς τα πίσω. Αποστρέφω το βλέμμα και τρέχω δίπλα στον Μπλέικ για προστασία. Κάνω πως καθαρίζω τις πλαστικές καρέκλες, ωστόσο ο Κόνορ δεν μασάει από αυτά. Έρχεται από πάνω μου και σταυρώνει τα χέρια, χτυπώντας ρυθμικά το παπούτσι του στο σκληρό έδαφος.
«Τι γίνεται, Καρίνα;» λέει. Καταπίνω με δυσκολία. Τα μάτια όλων είναι στραμμένα πάνω μας προκαλώντας μου εκνευρισμό. Σηκώνω το βλέμμα μου και προσποιούμε την αδιάφορη.
«Καλά» αποκρίνομαι και τον παραμερίζω για να βρεθώ κοντά στον Μπλέικ. Ευτυχώς δεν με αποτρέπει.
«Συμβαίνει κάτι;» ρωτάει ο Μπλέικ παρατηρώντας την έκφρασή μου. Του κάνω νόημα για να διώξει τον Κόνορ. Περιμένω να αρνηθεί να μου προσφέρει βοήθεια, ωστόσο εκείνος παίρνει την συνηθισμένη, σκληρή του έκφραση και μπαίνει μπροστά μου προστατευτικά.
«Τι συμβαίνει νεαρέ μου;» ρωτάει ακουμπώντας τα χέρια στη μέση. Ο Μπλέικ έχει το ίδιο ύψος με τον Κόνορ οπότε δεν φαίνεται και ιδιαίτερα σκληρότερος μπροστά του. Πάντως εγώ, όπως πάντα, τον βρίσκω τέλειο.
«Ήρθα να ρωτήσω την Καρίνα αν είναι καλά» του αποκρίνεται καρφώνοντας τον με το έντονο βλέμμα του.
Ο Μπλέικ γυρίζει προς το μέρος μου, «όπως βλέπεις, είναι μια χαρά» λέει και με δείχνει με το χέρι. Έπειτα επαναφέρει το βλέμμα του πάνω του. «Μπορείς να πηγαίνεις λοιπόν».
Με κοιτάζει επίμονα, λες και περιμένει τη δική μου έγκριση. Τελικά, κάνει στροφή και κατευθύνεται προς του εκπαιδευτές του.
«Υποκριτή» μουρμουρίζω. Πετάω ένα ξερό ευχαριστώ στον Μπλέικ και βάζω σε εφαρμογή το σχέδιο “συγχώρεση του Τριστάνο”.
Φεύγω σαν σίφουνας απ’ το σημείο μας και πηγαίνω στο μέρος οπού έχουν τακτοποιηθεί ο Τριστάνο και οι πέντε εκπαιδευτές του. Τα χέρια μου ιδρώνουν καθώς προσπαθώ να σκεφτώ τα λόγια που θα του πω. Φτάνοντας κοντά του, βάζω τα χέρια στις τσέπες και σταυρώνω τα δάκτυλά μου.
«Γεια» λέω ντροπαλά. Τα μάτια μου περιφέρονται τριγύρω προτού σταματήσουν στα δικά του. Γιατί έχω νευρικότητα; Ένα συγγνώμη θα πω μόνο.
«Γεια» μου αποκρίνεται αδιάφορα. Είναι ολοφάνερα ακόμη θυμωμένος μαζί μου. Πρέπει να κάνω κάτι για να φτιάξω τα πράγματα μεταξύ μας.
Και τότε δίχως καμία προειδοποίηση, χωρίς να το έχω καν σκεφτεί, του πιάνω το χέρι. Κάνει να απομακρυνθεί, αλλά δεν τον αφήνω. Σφίγγω δυνατά την παλάμη του μέσα στη δική μου. Νιώθω το χέρι του ζεστό και ένα κύμα θερμότητας με κατακλύζει. Ακούω τους χτύπους της καρδιάς μου να επιταχύνονται καθώς χάνομαι στο βαθυγάλανο των ματιών του.
Προσπαθώ να επαναφέρω τον εαυτό μου, αλλά δεν τα καταφέρνω. Θέλω να τον φιλήσω και το θέλω απεγνωσμένα. Μακάρι να μπορούσα να αγνοήσω τα μάτια όλων των εκπαιδευτών και να έχωνα το πρόσωπό μου στην καθησυχαστική του αγκαλιά.
«Καρίνα, τι κάνεις;» λέει και αμέσως επανέρχομαι στην πραγματικότητα. Αφήνω το χέρι του και καταπίνω τον ανύπαρκτο σάλιο μου. Τα μάτια μου κατακλύζονται από δάκρυα, αλλά βλεφαρίζω για να τα αποδιώξω.
«Συγγνώμη… εγώ… δεν…» τραυλίζω. Νιώθω ένα ρίγος να διαπερνά τη ραχοκοκαλιά μου. Τα μάτια όλων είναι στραμμένα επάνω μας. Γίναμε και δημοσίως ρεζίλι. Δαγκώνω το κάτω χείλος μου, ενώ παίζω νευρικά με το φερμουάρ της ζακέτας μου. Θα βρούμε και οι δύο τον μπελά μας και αυτό εξαιτίας μου.
Καρφώνω το βλέμμα μου στο σκούρο καφέ έδαφος και περιμένω τα επόμενα λόγια του. Τον ακούω να αναστενάζει.
«Μας κοιτάνε όλοι, γι’ αυτό πες ότι ήρθες για να πεις, γρήγορα» μου ψιθυρίζει. Σηκώνω το βλέμμα μου, αλλά το απομακρύνω αμέσως.
«Ήρθα να ζητήσω συγγνώμη για…» λέω, αλλά με διακόπτει πριν ολοκληρώσω την πρότασή μου.
«Δεν χρειάζεται να απολογηθείς για τίποτα. Είχες απόλυτο δίκιο, είμαστε μόνο αντίπαλοι και τίποτα παραπάνω» αισθάνομαι το βλέμμα του καρφωμένο επάνω μου.
«Μα..» κάνω να πω, αλλά με διακόπτει για δεύτερη φορά.
«Τώρα καλύτερα να επιστρέψεις στους εκπαιδευτές σου. Δεν φαίνονται και ιδιαίτερα χαρούμενοι με την απομάκρυνση σου». Ένα δάκρυ καταφέρνει να κυλήσει στο μάγουλό μου, αλλά το σκουπίζω πριν προλάβει να το δει.
Σηκώνω το κεφάλι και τον κοιτάζω στα μάτια. Κρύβει τα συναισθήματά του ως συνήθως. Καταπίνω μια φορά κι έπειτα, λέω: «Απλώς ήρθα να ζητήσω συγγνώμη». Κάνω μεταβολή και φεύγω ακριβώς έτσι όπως ήρθα.

***

Όλη την υπόλοιπη ώρα, αδυνατώ να συγκεντρωθώ. Κάνουμε κύκλους προσπαθώντας να πετύχουμε το κέντρο ενός στόχου με πάγο. Όλοι έχουν καταφέρει να ρίξουν τον πάγο σε έναν από τους κύκλους. Όλοι, έκτος από μένα. Το μόνο που έχω καταφέρει, είναι να χτυπήσω ένα δέντρο, μερικά εκατοστά πιο πέρα.
Ξεφυσάω όταν αποτυγχάνω για πέμπτη συνεχόμενη φορά. Η Σύνθια με κοιτάζει θριαμβευτικά, ενώ ο Κόνορ διερευνητικά. Ο Τριστάνο απ’ την άλλη, δεν μου ρίχνει ούτε ματιά. Κλείνω τα μάτια μου σφιχτά, επιχειρώντας να αποδιώξω την σκέψη του μια για πάντα. Έκτη αποτυχία.
«Καρίνα» λέει η Οριάνα πλησιάζοντας προς το μέρος μου, «τι σου συμβαίνει; Είναι ολοφάνερο ότι δεν μπορείς να συγκεντρωθείς».
Κουνάω το κεφάλι. «Δεν ξέρω, απλώς δεν μπορώ να το πετύχω».
«Προσπάθησε να ηρεμίσεις. Άδειασε το μυαλό σου από κάθε αρνητική σκέψη και συγκεντρώσου στον στόχο. Μπορείς να τα καταφέρεις, το ξέρω ότι μπορείς» με χτυπάει χαϊδευτικά στον ώμο ενώ μου χαρίζει ένα πλατύ χαμόγελο. Νεύω κι στρέφω το πρόσωπό μου προς το μαύρο στόχο απέναντί μου.
Κλείνω τα μάτια και εστιάζω την προσοχή μου στη δύναμη που ρέει μέσα μου. Σηκώνω το χέρι ψηλά, έτσι ώστε να έρθει στην ίδια ευθεία με τον στόχο και απελευθερώνω ένα κομμάτι κρυστάλλου. Περιμένω για δύο δευτερόλεπτα κι έπειτα ανοίγω τα μάτια. Κοιτάζω το στόχο. Τίποτα δεν έχει καρφωθεί επάνω του. Ψάχνω με τα μάτια μου το σημείο που εκτοξεύτηκε ο πάγος, αλλά δεν βρίσκω τίποτα. Μάλλον έπεσε σε κάποιο σημείο εκτός τους οπτικού μου πεδίου. Αναστενάζω.
Ακούω βήματα πίσω μου, αλλά δεν στρέφω το πρόσωπό μου. Είμαι σίγουρη ότι είναι η Οριάνα που έρχεται να με καθησυχάσει. Τρίβω το μέτωπό μου.
«Τόσα χρόνια εκπαιδεύεσαι και αυτό είναι το αποτέλεσμα;» ακούω την εξαγριωμένη φωνή του Φράνκ και αισθάνομαι τη γη ναι σείεται από κάτω μου. Η καρδιά μου είναι έτοιμη να εκραγεί, τόσος είναι ο φόβος μου. Ξεροκαταπίνω και φέρνω στη μνήμη μου την κρύα λεπίδα του μαχαιριού να διαπερνά το δεξί μου χέρι.
Είμαι έτοιμη να αντιμετωπίσω την έκρηξη θυμού του πιο οξύθυμου εκπαιδευτή μου. Γυρίζω προς το μέρος του περιμένοντας να ακούσω αισχρές λέξεις να ξεπετάγονται απ’ το βρώμικο στόμα του. Αντ’ αυτού, βλέπω την μεγάλη παλάμη του να έρχεται με ανυπέρβλητη ταχύτητα προς το μέρος μου. Δεν προλαβαίνω να καλυφθώ ή να αμυνθώ με κάποιον τρόπο, έτσι μένω σύξυλη καθώς το χέρι του χτυπά με απίστευτη δύναμη το μάγουλό μου. Ολόκληρο το σώμα μου πετάγεται προς τα πίσω και παραπατάω, με αποτέλεσμα να βρεθώ μπρούμυτα στο χώμα.
Το μάγουλό μου τσούζει και είμαι σχεδόν βέβαιη πως έχει γίνει κατακόκκινο. Τα μάτια μου σηκώνονται προς τα πάνω και τότε είναι που συνειδητοποιώ πως γύρω στα είκοσι τέσσερα άτομα, συμπεριλαμβανομένου και του Τριστάνο, με παρακολουθούν άναυδα. Κάπου εκεί είναι που και τα δάκρυα κατρακυλούν αβίαστα, στα πλέον κόκκινα μάγουλά μου.
Κάποιος τρέχει να με βοηθήσει, αλλά ο Φράνκ τον σταματά. «Αφήστε την!» φωνάζει, εξακολουθώντας να είναι θυμωμένος. Ρουφάω τη μύτη μου και βάζω όση δύναμη μου έχει απομείνει για να σταθώ και πάλι όρθια.
Όταν στέκομαι ξανά στα πόδια μου, ρίχνω μια φευγαλέα ματιά τριγύρω. Τα μάτια μου καρφώνονται στο Τριστάνο. Με παρατηρεί με τέτοια ένταση, λες και μετά βίας συγκρατεί τον εαυτό του απ’ το να έρθει κοντά μου και να με χώσει στην αγκαλιά του. Πιάνω τον εαυτό μου να εύχεται να το κάνει.
«Τώρα» λέει ο Φράνκ, «δοκίμασε πάλι να πετύχεις τον στόχο». Είμαι έτοιμη να υπακούσω, όταν τον ακούω να μιλάει. Βλέπω τα λαμπερά μαύρα μαλλιά του να λάμπουν υπό το φως του ήλιου καθώς κατευθύνεται προς το μέρος μου. Κρατάω την ανάσα μου, ώσπου να φτάσει.
«Είναι προφανές πως δεν έχει την ψυχική δύναμη να χτυπήσει τον στόχο» λέει με δυνατή φωνή. Το στομάχι μου σφίγγεται απρόσμενα. Ο Φράνκ θα τον σκοτώσει, ή αν δεν το κάνει αυτός, θα το κάνουν σίγουρα οι εκπαιδευτές του.
«Και ποιος είσαι εσύ που θα το κρίνει αυτό;». Ο Τριστάνο καρφώνει τα μάτια του απειλητικά στα δικά του. Οι γροθιές του είναι κλειστές, έτοιμες για δράσει.
«Κάποιος που μπορεί» αποκρίνεται ανασηκώνοντας το ένα φρύδι. Ο Φράνκ έχει αρχίσει να χάνει την υπομονή του. Ρίχνω μια ματιά προς τους εκπαιδευτές του Τριστάνο και μένω άναυδη με την πλήρη αδιαφορία τους. Απλώς κάθονται στις πλαστικές καρέκλες και κοιτάζουν το θέαμα, μόνο το πόπ κορν τους λείπει.
«Ωραία λοιπόν» λέει ο Φρανκ με ένα σαρδόνιο χαμόγελο να χαράζεται στα χείλη του, «όπως εσύ μπορείς να αντιμιλάς σε ανώτερο σου, έτσι κι εγώ μπορώ να σε βάλω να παλέψει μαζί της αυτή τη στιγμή»
Το στόμα μου απομένει μισάνοιχτο. Αποκλείεται να άκουσα καλά. Δεν έχει το δικαίωμα να το κάνει αυτό, πρέπει να πάρει πρώτα την έγκριση των υπόλοιπων εκπαιδευτών. Κοιτάζω τριγύρω περιμένοντας με κομμένη την ανάσα, κάποιον να φέρει αντίρρηση, όμως κανένας δεν φαίνεται ιδιαίτερα πρόθυμος να έρθει σε σύγκρουση με τον Φράνκ πάνω στο συγκεκριμένο θέμα. Ούτε καν η Οριάνα. Παίρνω μερικές κοφτές ανάσες στην προσπάθειά μου να ηρεμίσω.
«Άντε λοιπόν, τι περιμένεις;» ρωτάει ο Φράνκ, μειώνοντας τη μεταξύ τους απόσταση κατά ένα βήμα. Τα χέρια μου τρέμουν. Δεν μπορώ να πολεμήσω τον Τριστάνο. Δεν μπορώ ακόμη κι αν είμαι αναγκασμένη να το κάνω.
Παρατηρώ τις γροθιές του Τριστάνο να συσπούνται. Μπορώ να αισθανθώ το αίμα του να σιγοβράζει κάτω από το απαλό του δέρμα. Θα φέρει αντίρρηση, είμαι σίγουρη. Ωστόσο, μένω με το στόμα ορθάνοιχτο μόλις τον βλέπω να υπακούει.
Γυρίζει την πλάτη στον εκπαιδευτή μου και στρέφεται σε μένα. Όλο μου το σώμα παγώνει. Σχηματίζει λέξεις με τα χείλη του, προσπαθεί να μου δώσει ένα μήνυμα, ωστόσο εγώ αδυνατώ να καταλάβω τι λέει. Βάζω τα δυνατά μου να συγκεντρωθώ στα ελκυστικά του χείλη, αλλά και πάλι δεν πετυχαίνω τίποτα. Νομίζω πως λέει ‘μείνε ακίνητη’, αλλά δεν είμαι και απόλυτα σίγουρη. Πλησιάζει με αργά βήματα προς το μέρος μου λες και μ’ αυτή του την αργοπορία, θα κερδίσει παραπάνω χρόνο για να σκεφτεί. Τελικά φτάνει κοντά μου. Μένω ακίνητη, περιμένω μέχρι την τελευταία στιγμή να πεταχτεί κάποιος και να μας σταματήσει.
Βλέπω κίνηση στα αριστερά μου και δεν μπορώ παρά να κοιτάξω τι συμβαίνει. Γυρίζω μόνο για μια στιγμή για να δω και τότε, ο Τριστάνο ορμάει κατά πάνω μου και με πετάει στο έδαφος. Το κεφάλι μου χτυπάει με δύναμη σε κάποιο σκληρό αντικείμενο και αρχίζω να ζαλίζομαι. Πιάνω το κεφάλι μου σε μια προσπάθεια να ακινητοποιήσω τον κόσμο γύρω μου. «Σήκω!», ακούω κάποιον να φωνάζει. Ωστόσο, μόλις πάω να το κάνω, ο Τριστάνο τρέχει ξανά προς το μέρος μου. Σκύβω για να αποφύγω το χτύπημα και στη συνέχεια του ρίχνω νερό στη μούρη. Μόλις συνέρχεται, αρχίζει πάλι να μου ψιθυρίζει κάτι. Αυτή τη φορά είμαι σίγουρη για το τι λέει. Υπακούω έχοντας του τυφλή εμπιστοσύνη.
Κλείνει τα δάκτυλά του σε γροθιά και έρχεται κατά πάνω μου. Κανονικά θα έπρεπε να δράσω, να κάνω οτιδήποτε για να αμυνθώ και να αποκρούσω το χτύπημά του. Αντ’ αυτού, καρφώνω τα πόδια μου στο έδαφος και στέκομαι σαν άγαλμα. Πέφτει πάνω μου και προσποιείται πως μου δίνει μπουνιά στο στομάχι.
«Σειρά σου» ψιθυρίζει στ’ αφτί μου και απομακρύνεται με ένα ψεύτικο χαμόγελο. Αμέσως μορφάζω από τον δήθεν πόνο. Του πετάω κομμάτια πάγου αποφεύγοντας επίτηδες να τα ρίξω πάνω στο καλλίγραμμο σώμα του. Εκείνος με κοιτάζει όλο νόημα για να πέσω πάνω του. Και το κάνω. Ωθώ το σώμα μου προς εκείνον και πέφτω με απίστευτη ταχύτητα πάνω στο στέρνο του. Ένα λεπτό αργότερα, είμαστε και οι δύο πεσμένοι στο έδαφος βαριανασαίνοντας.
«Αρκετά» λέει ο Φράνκ. Ο Τριστάνο με σπρώχνει απαλά για να σηκωθεί και έπειτα μου προσφέρει το χέρι. Το αγνοώ, όχι γιατί έτσι θέλω, αλλά γιατί έτσι είμαι αναγκασμένη να κάνω.
Ο Φράνκ έρχεται με γοργά βήματα προς το μέρος μας και καρφώνει τον Τριστάνο με το μοχθηρό του βλέμμα.
«Βλέπω δεν έχεις πρόβλημα στην πάλη» του λέει.
«Όχι» λέει εκείνος, «αλλά, έχω πρόβλημα στο να χτυπάς ένα κορίτσι χωρίς λόγο»
Ο Φράνκ ρουθουνίζει. «Πραγματικά δεν έχεις ιδέα τι σου γίνεται, αγοράκι. Τώρα πήγαινε στους εκπαιδευτές σου». Ο Τριστάνο μου ρίχνει μια λοξή ματιά και φεύγει.
Καθώς επιστρέφουμε στο σημείο μας, ο Φράνκ με αρπάζει απ’ το μπράτσο.
«Να μην επαναληφθεί» συρίζει μες στ’ αφτί μου. Ξεροκαταπίνω και γνέφω, δίχως να ξέρω τι εννοεί.
Φτάνοντας κοντά στους υπόλοιπους, σωριάζομαι σε μια από τις πλαστικές καρέκλες και αναλογίζομαι τα όσα συνέβησαν. Εγώ και ο Τριστάνο δεν πολεμήσαμε, αλλά προσποιηθήκαμε πως πολεμάμε. Αυτό ήταν ένα τρομερό λάθος. Γεννηθήκαμε για να αντιμετωπίσουμε ο ένας τον άλλον. Εάν κάποιος μάθει ότι δεν επρόκειτο να πολεμήσουμε στην επικείμενη μάχη, έχουμε καταστραφεί. Και οι δύο.

Δέσποινα Χρ.