Η Μέλοντι του Πολιτισμού της Όλγας Σ.

Η Τζένι Χάναγκαν, από τότε που θυμόταν τον εαυτό της ήταν το μοναδικό παιδί που ζούσε στο χωριό Έλντερβιλ. Ένα χωριό που μέχρι και το όνομά του ήταν μια σατανική σύμπτωση, μια ειρωνεία της φύσης, καθώς οι κάτοικοί του ήταν κυρίως ήσυχοι και ξεχασμένοι υπερήλικες, αλλά και μοναχικοί , χωρίς φιλοδοξίες μεσήλικες. Μέχρι και οι σπάνιοι επισκέπτες του χωριού για κάποιον ανεξήγητο λόγο ήταν τουλάχιστον μεσήλικες που είτε έφευγαν αμέσως μόλις το επισκέπτονταν, ή ρίζωναν σ’ αυτό, λες και το χωριό ήταν καταραμένο, καταδικασμένο από κάποια μυστηριώδη δύναμη να μαραζώσει και να σβήσει.
Έτσι η Τζένι, στα δεκατρία της χρόνια, ξεχώριζε σαν μια δροσερή σταγόνα βροχής σε μια αχανή έρημο, σαν ένα εύθραυστο λουλούδι σε ένα ακίνητο χειμωνιάτικο τοπίο. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο όλοι οι συγχωριανοί της την αγαπούσαν και τη φρόντιζαν και τους αγαπούσε και τους νοιαζόταν και αυτή. Φρόντιζε να μην τους κακοκαρδίζει, τους σεβόταν και τους άκουγε και προσπαθούσε να περνά χρόνο με όλους τους μαθαίνοντας απ’ αυτούς και μεταδίδοντάς τους τη δροσιά της. Ήταν πάντοτε ευγενική, πρόθυμη , δοτική και χαμογελαστή, αλλά πολύ σοβαρή, ήσυχη και μελαγχολική για την ηλικία της. Πώς όμως να μην ήταν έτσι ένα παιδί που ποτέ δεν είχε παίξει με συνομήλικους, δεν είχε κάνει σκανταλιές, δεν είχε γελάσει και τρέξει ελεύθερο και πάντα ακολουθούσε τη συμβουλή της γιαγιάς του, με την οποία ζούσε, να μην κάνει φασαρία και να μην ενοχλεί ή να κουράζει τους συγχωριανούς του;
Ναι, η Τζένι αγαπούσε το χωριό της και τους κατοίκους του, αλλά πάντοτε ένιωθε ένα ανεξήγητο κενό μέσα της, που χρόνο με το χρόνο μεγάλωνε και γινόταν θηλιά στο λαιμό της που την έπνιγε. Ένιωθε το ζωτικό της χώρο πολύ περιορισμένο σε σημείο που αισθανόταν πως δε ζούσε ουσιαστικά, αλλά απλά υπήρχε, καταδικασμένη να σβήσει μαζί με το χωριό της κι αυτό της φαινόταν άδικο γιατί ένιωθε – παρά ήξερε – πως κάπου εκεί έξω, μακριά από το οροπέδιο που βρισκόταν το χωριό και γύρω από τα δάση που το περιστοίχιζαν, υπήρχαν άλλοι άνθρωποι που ζούσαν πολύ διαφορετικά και έκαναν πράγματα που η Τζένι ήξερε πως μπορούσε και έπρεπε να κάνει για να νιώσει ξανά ζωντανή.
Η μόνη λοιπόν κρυφή επιθυμία της, ήταν να ξεφύγει από αυτό το μέρος που ήταν γι’ αυτήν ταυτόχρονα καταφύγιο, αλλά και φυλακή και συνάμα το μόνο σπίτι που γνώρισε ποτέ.
Τα πράγματα γίνονταν πάντα χειρότερα στην αποχαύνωση του καλοκαιριού που όλα έδειχναν να κινούνται με πιο αργούς ρυθμούς. Τον τελευταίο καιρό η ανιαρή καθημερινότητά της την έκανε να νιώθει άρρωστη, αποστραγγίζοντας κάθε ίχνος ζωντάνιας και όρεξης από πάνω της και κάνοντας τη γιαγιά της να ανησυχεί για την υγεία της. Η Τζένι όμως δεν ήθελε να της αποκαλύψει τις σκέψεις και τα συναισθήματά της, μήπως και στενοχωρηθεί, γεγονός που την έκανε να νιώθει πιο μόνη και απελπισμένη.
Έτσι κι εκείνο το πρωινό ακουμπούσε νωχελικά μπροστά στο περβάζι του παραθύρου της κουζίνας, απορροφημένη στις ζοφερές της σκέψεις και παραδομένη στην ανία της. Ένιωθε τόση αγανάκτηση που το κεφάλι της πονούσε και μερικά, καυτά δάκρυα πάσχιζαν να ελευθερωθούν απ’ τα δεσμά των ματιών της. Η φύση όμως δε συμμεριζόταν τη διάθεσή της καθώς ένας λαμπερός, ήλιος της χαμογελούσε από τον καταγάλανο ουρανό και έδινε ζωή στο δάσος, που ξεκινούσε μερικά μέτρα από το σπίτι της, ενώ μια δραστήρια μικρή αράχνη ύφαινε με γρήγορες και επιδέξιες κινήσεις τον ιστό της σε μια γωνία του παραθύρου.
“Είσαι καινούρια εδώ, έτσι κυρία … Σου;”, είπε η Τζένι βαφτίζοντας την αράχνη. “Μπορεί να σ’ αρέσει εδώ τώρα, αλλά θα βαρεθείς σύντομα. Όφειλα να σε προειδοποιήσω κυρά μου… Αν και ο κόσμος μας θα φαντάζει τόσο μεγάλος για ‘σένα … Πόσο μικρός όμως είναι για μας εδώ στ’ αλήθεια;” συνέχισε η Τζένι με την απελπισία να την πνίγει. “Καταραμένο μέρος ”,ψιθύρισε τέλος και σηκώθηκε με την ελπίδα πως μια βόλτα στο δάσος θα την έκανε να νιώσει λίγο καλύτερα και να ξεφύγει από την ασφυξία του σπιτιού της, που την έπνιγε σαν ανθρώπινος ιστός από ηλικιωμένα σώματα.
Βγήκε από το σπίτι και περπάτησε προς το δάσος με τις ψηλές και επιβλητικές οξιές, μέσα από τις φυλλωσιές των οποίων ξεγλιστρούσαν παιχνιδιάρικα οι ηλιαχτίδες δημιουργώντας χρυσά μονοπάτια. Η άπνοια, η υπερβολική ζέστη και το μονότονο τραγούδι των τζιτζικιών προσέδιδαν στο δάσος ένα νωχελικό τόνο σα να βαριόταν κι αυτό. Η Τζένι άρχισε να τρέχει γρήγορα μέσα στο δάσος σα να προσπαθούσε να τιμωρήσει τον εαυτό της για την αγανάκτησή της και σα να προσπαθούσε να ξεφύγει απ’ τα προβλήματα και τις έγνοιες της. Μετά από λίγη ώρα η αναπνοή της ήταν κοφτή και λαχανιασμένη, το οξυγόνο που έφτανε στα πνευμόνια της δεν ήταν ποτέ αρκετό και οι μύες της ούρλιαζαν για ξεκούραση, αλλά αυτή συνέχισε να τρέχει γιατί ο πόνος την έκανε να νιώθει ζωντανή. Όταν πια σταμάτησε το τρέξιμο και συνέχισε περπατώντας, είχε απομακρυνθεί από το συνηθισμένο μονοπάτι που ακλουθούσε κανείς για να μπει στο δάσος κι είχε φτάσει πολύ πιο βαθιά απ’ ό,τι είχε μπει ποτέ της.
Μετά από λίγη ώρα ένα μεγάλο ξέφωτο ξεπρόβαλε ανάμεσα απ’ τα δέντρα στο κέντρο του οποίου η Τζένι είδε κάτι που ποτέ της πραγματικά δεν περίμενε να δει. Το κορίτσι ήταν ξαπλωμένο ανάσκελα στο έδαφος με τα χέρια του για προσκεφάλι και το βλέμμα του στον απογευματινό πια ουρανό. Ήταν κοντά στην ηλικία της Τζένι, το πρώτο παιδί που έβλεπε μπροστά της. Στα μάτια της έδειχνε απόκοσμο, σχεδόν εξωπραγματικό, καθηλώνοντάς τη στη θέση της και κάνοντας την καρδιά της να χτυπά δυνατά από επιθυμία, αμφιβολία και προσμονή.
Το ξένο κορίτσι παρατηρούσε τον απογευματινό ουρανό με μια έκφραση απόλυτης ικανοποίησης, σκαρφαλωμένη στις άκρες των χειλιών της, σαν αυτή η ενατένισή να ήταν η μεγαλύτερη πηγή ευχαρίστησής της. Η Τζένι την πλησίασε αργά και ήσυχα, μη θέλοντας να ταράξει τη γαλήνη της και πασχίζοντας να πείσει τον εαυτό της ότι το κορίτσι δεν ήταν δημιούργημα της ζωηρής φαντασίας της και της λαχτάρας της καρδιάς της.
“ Τι κοιτάζεις;”, τη ρώτησε σταματώντας επιφυλακτικά μερικά μέτρα μακριά της, ανησυχώντας μήπως την τρομάξει. Παρ’ όλα αυτά το κορίτσι δεν τρόμαξε, ούτε ξαφνιάστηκε, αλλά συνέχισε να ατενίζει τον ουρανό ατάραχο, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά προς τη Τζένι, σα να μην ήθελε να αποσπαστεί ούτε λεπτό από τις ευχάριστες ονειροπολήσεις της.
“Παρατηρώ τα πουλιά”, απάντησε μετά από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής, με μια ήρεμη, γεμάτη σιγουριά φωνή. “Πολλά σμήνη διασχίζουν τον ουρανό τώρα που το καλοκαίρι βαίνει προς το τέλος του, μετακινούμενα σε πιο ζεστές περιοχές”, συνέχισε αποφεύγοντας και πάλι να κοιτάξει τη Τζένι.
Ακολουθώντας το βλέμμα της, η Τζένι κοίταξε τον τριανταφυλλένιο, απογευματινό ουρανό και διέκρινε ένα κοπάδι αγριόχηνες να τον διασχίζουν γοργά, σε απόλυτο συγχρονισμό και αρμονία κατευθυνόμενες προς τον Νότο. Επιστρατεύοντας όλο το θάρρος της η Τζένι ξάπλωσε δίπλα στο κορίτσι μιμούμενη τη στάση του και αφέθηκε στην ενατένιση του ουρανού και στις δικές της ονειροπολήσεις, νιώθοντας μια πρωτοφανή γαλήνη και ευχαρίστηση, που θαρρείς και πήγαζε από αυτό το κορίτσι.
“Σου αρέσουν τα πουλιά;” ,τη ρώτησε εκείνο, όταν πια το κοπάδι είχε σχεδόν χαθεί στον ορίζοντα. Η ερώτησή της ξάφνιασε τη Τζένι και την έκανε να διστάσει μια στιγμή αμφιταλαντευόμενη αν έπρεπε να την εμπιστευτεί και να της ανοίξει την καρδιά της.
“Ναι”, απάντησε τελικά αποφασίζοντας να την εμπιστευτεί. “είναι τόσο όμορφα και περήφανα καθώς πετούν. Μοιάζουν να χορεύουν στον ουρανό με τις αρμονικές κινήσεις τους... Επίσης τα ζηλεύω. Είναι τόσο… ελεύθερα και ανεξάρτητα . Μπορούν να πετάξουν σε όποια μέρη θέλουν και έχουν δει τόσους όμορφους τόπους που θα πρέπει να ‘ναι τόσο… σοφά και ευτυχισμένα, νομίζω…” , συμπλήρωσε σχεδόν ψιθυριστά, φοβούμενη μήπως οι απόψεις της φανούν γελοίες, στο άλλο κορίτσι και ρίχνοντάς του μια επιφυλακτική ματιά.
Τότε το κορίτσι στράφηκε για πρώτη φορά προς το μέρος της και άφησε το βλέμμα του να διεισδύσει σ’ αυτό της Τζένι εξεταστικά, σαν να προσπαθούσε να ζυγιάσει την ψυχή της. Στα φωτεινά, ανοικτο-κάστανα μάτια της ξεχώριζαν χρυσές και μελένιες ανταύγειες, ενώ το βλέμμα της ήταν διαπεραστικό, ήπιο μα και παιχνιδιάρικο και απέπνεε μια ήρεμη σιγουριά και σοφία που μαγνήτισε και συγχρόνως προκάλεσε τον θαυμασμό της Τζένι, κάνοντάς τη να αποφασίσει να την εμπιστευτεί ολόψυχα.
“Πολύ όμορφες οι σκέψεις σου”, είπε τελικά το κορίτσι, “αλλά ένιωσα κατά κάποιον τρόπο μια σύγκριση της δική σου ζωής με αυτή των πουλιών. Σα να νιώθεις πως η δική σου ζωή είναι ακριβώς αντίθετη από τη δική τους. Παγιδευμένη;” , είπε το κορίτσι διαλέγοντας προσεκτικά τη λέξη. “ Έτσι νιώθεις; ”
“Ναι”, απάντησε τελικά η Τζένι, χαμηλώνοντας το βλέμμα της στα χέρια της.
“Και θέλεις να φύγεις απ’ το χωριό σου; Εκεί μένεις έτσι; Στις παρυφές του δάσους;”
“Ναι”, απάντησε και πάλι η Τζένι, συνειδητοποιώντας για πρώτη φορά πως το κορίτσι θα πρέπει να ‘χε έρθει από τον Έξω Κόσμο. Το πρόσωπό της φωτίστηκε. “Εσύ ήρθες απ’ ‘Έξω; ” , τη ρώτησε με λαχτάρα.
“Όχι”, απάντησε το κορίτσι. “Η μαμά μου ήρθε απ’ έξω λίγο πριν με γεννήσει. Εγώ γεννήθηκα εδώ, στο δάσος σε μια ξύλινη παράγκα κι έζησα μαζί της μέχρι που πέθανε πριν από λίγους μήνες. Η μαμά ήξερε για το χωριό σας αλλά ποτέ δε θέλησε να έρθουμε εκεί. Μου είχε πει πως θα γυρνούσαμε στον Πολιτισμό κάποτε –έτσι αποκαλούσε η μαμά μου τον έξω κόσμο-… Αλλά απ’ ό,τι φαίνεται θα το κάνω μόνη μου τελικά.” Για πρώτη φορά η λάμψη χάθηκε στιγμιαία από τα μάτια του κοριτσιού και τη θέση της πήραν η μελαγχολία και η θλίψη, τα οποία όμως έσπευσε να κρύψει αμέσως, παίρνοντας ξανά την ανέμελη και ζωηρή της έκφραση.
“Λυπάμαι πολύ για τη μαμά σου.” ,είπε η Τζένι και μετά από λίγο πρόσθεσε με λαχτάρα: “Θα με πάρεις μαζί σου;”
“Ναι, γιατί όχι.” , απάντησε το κορίτσι μετά από μερικές στιγμές σκέψης. “Έλα αύριο το πρωί εδώ για να σου πω πώς θα ταξιδεύσουμε και να σου μάθω όσα ξέρω για τον Πολιτισμό, ώστε να είσαι προετοιμασμένη και έτοιμη γι’ Αυτόν.” , είπε το κορίτσι και σηκώθηκε όρθιο. Ήταν λίγο πιο κοντή από τη Τζένι, αλλά αρκετά πιο αδύνατη κρίνοντας από τα κοκαλιάρικα πόδια της που διαγράφονταν κάτω από το φθαρμένο παντελόνι της.
“Εντάξει” , απάντησε εύθυμα η Τζένι και σηκώθηκε κι αυτή, γυρνώντας να φύγει χαρούμενη.
“Είμαι η Μέλοντι” , είπε το κορίτσι κάνοντάς τη Τζένι να στραφεί προς το μέρος της.
“Τζένι”, συστήθηκε κι αυτή με τη σειρά της, χαμογελώντας στη νέα της φίλη και έφυγε τρέχοντας προς το σπίτι της για να προλάβει να φτάσει πριν ο ήλιος χαθεί στη Δύση.
Το επόμενο πρωινό ήταν από τα ελάχιστα που θυμόταν τον τελευταίο καιρό, να ξυπνά νιώθοντας προσμονή, αισιοδοξία και ζωντάνια. Σηκώθηκε νωρίς, βοήθησε τη γιαγιά της στις καθημερινές πρωινές δουλειές του αγροκτήματος κι έφυγε τρέχοντας για το δάσος.
Όταν πια έφτασε στο ξέφωτο ήταν λαχανιασμένη και ιδρωμένη. Η Μέλοντι ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα και στηριζόταν πάνω στους αγκώνες της, έχοντας το πρόσωπό της στραμμένο προς τον ήλιο, απολαμβάνοντας τη ζεστασιά του με τα βλέφαρά της κλειστά. Αυτό το κορίτσι δείχνει να απολαμβάνει τα πάντα, σκέφτηκε ασυναίσθητα η Τζένι, νιώθοντας θαυμασμό. Τα χρυσά μαλλιά της έπεφταν μεταξένια πάνω στα μπράτσα της, το πρόσωπο και τα χείλη της ήταν λεπτά, τα χαρακτηριστικά της ήπια και ευγενικά, ενώ στα μάγουλά της ξεχώριζαν ανεπαίσθητα διάσπαρτες μικρές φακίδες που στο φως του ήλιου έλαμπαν μοιάζοντας με μικροσκοπικά σπαρμένα άστρα. Όμορφη, ήταν η λέξη που σκέφτηκε η Τζένι, καθώς την περιεργαζόταν.
Τότε η Μέλοντι αντιλήφτηκε την παρουσία της και άνοιξε τα μάτια της χαμογελώντας. “Καλημέρα. Σε περίμενα. Έφερα και μερικά πράγματα που θα σε βοηθήσουν να γνωρίσεις τον Πολιτισμό. Λέγονται περιοδικά” , είπε δείχνοντας μια μικρή στοίβα από χαρτιά, που η Τζένι δεν είχε προσέξει προηγουμένως. Η Τζένι κάθισε δίπλα της και πήρε στα χέρια της το περιοδικό που της έδωσε. Είχε ασυνήθιστη υφή, ήταν γυαλιστερό με έντονα χρώματα, αλλά και κάπως τσαλακωμένο και φθαρμένο, από τον χρόνο και την υγρασία. Στο εξώφυλλό του χαμογελούσαν ναζιάρικα οι δύο πιο όμορφες και λεπτές νέες γυναίκες που η Τζένι είχε δει ποτέ της. Τα χαρακτηριστικά τους ήταν τέλεια, τα μάτια τους ασυνήθιστα φωτεινά και όμορφα, το δέρμα τους λείο και αψεγάδιαστο, τα μαλλιά τους λαμπερά και τα χαμόγελά τους μεγάλα και κατάλευκα. Φορούσαν όμορφα, αλλά συνάμα ασυνήθιστα και κάπως προκλητικά για τα δεδομένα της Τζένι ρούχα, που η ίδια θα ντρεπόταν να φορέσει στο χωριό της. Η πρώτη εικόνα του Πολιτισμού την είχε ξαφνιάσει τόσο, ώστε είχε μείνει ακίνητη, κοιτώντας το εξώφυλλο με δέος, σχεδόν με συγκίνηση, φοβούμενη κατά κάποιον τρόπο να το ανοίξει.
Τότε η Μέλοντι γέλασε εύθυμα δίπλα της, διασκεδάζοντας με την αμηχανία της και είπε: “Ω ναι, αυτός είναι ο Πολιτισμός. Μην ανησυχείς, κι εγώ έτσι αντέδρασα την πρώτη φορά που είδα τα περιοδικά. Άντε, άνοιξέ το, έχεις κι άλλα να δεις.”
Και πράγματι είδε. Είδε κι άλλα λαμπερά, κοκαλιάρικα κορίτσια να επιδεικνύουν παρόμοια με αυτά του εξώφυλλου ρούχα, παρατηρώντας ότι υπό άλλες συνθήκες θα της φαίνονταν άρρωστα λόγω των πολύ αδύνατων σωμάτων τους. Αυτά όμως έδειχναν τόσο χαρούμενα και τέλεια που η Τζένι κατέληξε πως δεν είχαν κανένα απολύτως πρόβλημα. Σε άλλες φωτογραφίες υπήρχαν και αγόρια με υπερβολικά μυώδη σώματα και σιγουριά για τον εαυτό τους. Έτσι η Τζένι έβγαλε το συμπέρασμα πως το σώμα είχε πολύ μεγάλη σημασία στον Πολιτισμό και το σημείωσε νοερά στο μυαλό της.
Στα περιοδικά υπήρχαν επίσης πολλές “διαφημίσεις”, όπως τις αποκάλεσε η Μέλοντι, που έλεγαν πόσο χρήσιμα είναι διάφορα προϊόντα και πόσο ανάγκη τα έχει ο άνθρωπος για να είναι υγιής και ευτυχισμένος, παρουσιάζοντας ανάγκες που η Τζένι δεν ήξερε καν ότι είχε. Τα προϊόντα ήταν τόσα πολλά και απαραίτητα, που η Τζένι ένιωσε να ζαλίζεται, αλλά συνέχισε να ρουφά τα περιοδικά με τη βουλιμία του ανθρώπου που βρισκόταν στο σκοτάδι κι επιτέλους είδε το φως. Παντού έβλεπε υποσχέσεις για πράγματα που θα έκαναν τους ανθρώπους ξεχωριστούς και μοναδικούς, αλλά παντού έβλεπε τα ίδια τέλεια πρόσωπα, με τις ίδιες τέλειες συνήθειες και χαρακτήρες, με τα ίδια τέλεια ρούχα και αντικείμενα. Δυσκολευόταν να καταλάβει πως όλα αυτά τα καινούρια πράγματα που έβλεπε και έπρεπε να αποκτήσει θα την έκαναν ευτυχισμένη, αλλά είχε αποφασίσει να εμπιστευτεί τον Πολιτισμό, κι αφού έτσι υποσχόταν Αυτός, έτσι θα ήταν. Και η Τζένι ρουφούσε, ρουφούσε πληροφορίες και γινόταν όλο και πιο σοφή, η ψυχή της γέμιζε Πολιτισμό.
Ακόμα υπήρχαν και οι “διάσημοι”, με τα αυτάρεσκα και γεμάτα αυτοπεποίθηση χαμόγελα, που συνάρπαζαν τα πλήθη. Η Τζένι απορούσε πώς μπορούσαν τόσοι άνθρωποι, να ακολουθούν, να αντιγράφουν και να λατρεύουν τόσο, ένα άτομο που δε γνώριζαν πραγματικά, μόνο και μόνο επειδή ήξερε να τραγουδά, να χορεύει ή να παίζει θέατρο. Βέβαια και στο χωριό της Τζένι υπήρχαν κάποιοι γέροντες που όλοι σέβονταν, αγαπούσαν και συμβουλεύονταν συχνά, αλλά επειδή εκείνοι νοιάζονταν για όλους τους συγχωριανούς τους, ήταν σοφοί και δίκαιοι. Αυτό το είδος αγάπης ήταν τελείως καινούριο για την Τζένι.
Τέλος, στα περιοδικά διάβασε γράμματα αναγνωστριών των περιοδικών που ζητούσαν απεγνωσμένα τρόπους να χάσουν βάρος χωρίς να το χουν πραγματικά ανάγκη, τρόπους για να εντυπωσιάσουν τους άλλους, χωρίς να νοιάζονται πραγματικά , όπως τουλάχιστον της φάνηκε, για τα συναισθήματά τους, παρά μόνο για τη δική τους εικόνα, προβάλλοντας κυρίως την εμφάνισή τους και όχι το χαρακτήρα τους. Αλλά αφού αυτό ήταν ο Πολιτισμός που η Τζένι αναζητούσε όλη της τη ζωή και αφού έπρεπε να αλλάξει τον εαυτό της για να αποκτήσει μια καλή ζωή και ευτυχία, θα το έκανε.
Όταν πια ένιωσε χορτασμένη απ’ τον Πολιτισμό και αισθάνθηκε τη γλυκιά μέθη της γνώσης, λύνοντας όλες τις απορίες της, το μεσημέρι είχε πια φτάσει κι έτσι χαιρέτησε τη Μέλοντι και γύρισε στο σπίτι της για το μεσημεριανό γεύμα, αποφασίζοντας να μην πει τίποτα απ’ όλα αυτά στη γιαγιά της.
“Πώς θα πάμε στον Πολιτισμό;”, ρώτησε τη Μέλοντι το επόμενο πρωινό. Εκείνη την κοίταξε παιχνιδιάρικα, με μια ζωηρή φλόγα στα μελί της μάτια.
“Θα πετάξουμε.”, είπε απλά χαρίζοντας στη Τζένι ένα ζωηρό χαμόγελο. Βλέποντας όμως την απορημένη έκφραση στο πρόσωπο της Τζένι, συνέχισε γελώντας: “Για να είμαστε κατάλληλες για τον Πολιτισμό πρέπει να χάσουμε βάρος. Αλλά και για να μπορέσουμε να πετάξουμε πρέπει να είμαστε πολύ ελαφριές, όπως τα πουλιά. Οπότε, αν αδυνατίσουμε, θα μπορέσουμε να πετάξουμε και να βρεθούμε στον Πολιτισμό.”
“Μέλοντι, νομίζω πως έχεις μπερδευτεί, είμαστε άνθρωποι, δεν μπορούμε να πετάξουμε, δεν έχουμε φτερά.” , απάντησε με σιγουριά η Τζένι.
“Έχω προνοήσει και γι’ αυτό. Μην ανησυχείς.”, είπε η Μέλοντι με έναν ανεπαίσθητο τόνο αγανάκτησης και απογοήτευσης που η Τζένι την αμφισβήτησε. “Έχω φτιάξει λεπτούς ξύλινους σκελετούς σε σχήμα φτερών πάνω στους οποίους θα ράψουμε κομμάτια από σεντόνια κι έπειτα θα τα φορέσουμε στα χέρια μας σα φτερούγες. Αυτά σε συνδυασμό με το χαμηλό βάρος θα μας επιτρέψουν να πετάξουμε ”, είπε η Μέλοντι, αδυνατώντας να κρύψει τον ενθουσιασμό της.
Στη Τζένι το σχέδιο αυτό φάνηκε αλλόκοτο και απίθανο, αλλά δε μπορούσε να βρει κάποιο λόγο για να μη λειτουργήσει, ούτε να παραβλέψει τη σιγουριά της Μέλοντι, οπότε τελικά είπε: “ Ίσως πιάσει.”
“Ναι. Κι αν τελικά δε λειτουργήσει, θα βρούμε άλλο τρόπο να φύγουμε. Στο υπόσχομαι.” , απάντησε ανακουφισμένη η Μέλοντι, απλώνοντας τα χέρια της προς την Τζένι. Η Τζένι της έδωσε τα δικά της νιώθοντας κάθε αμφιβολία να σβήνει και την καρδιά της να φτερουγίζει από χαρά. Η Μέλοντι της υποσχέθηκε ότι θα τα κατάφερναν και η Μέλοντι έδειχνε να ξέρει τα πάντα, οπότε όλα θα πήγαιναν καλά.
Από την επόμενη κιόλας μέρα τα δύο κορίτσια άρχισαν να σχεδιάζουν το ταξίδι τους, να ξεφυλλίζουν ξανά και ξανά τα περιοδικά για να μυηθούν στα μυστικά του Πολισμού, να ονειροπολούν και να τρώνε όλο και λιγότερο, ώστε να καταφέρουν να υλοποιήσουν το σχέδιό τους. Η Τζένι έβαζε λιγότερο φαγητό στο πιάτο της, ή πετούσε ένα μέρος του κρυφά απ’ τη γιαγιά της στα γουρούνια του αγροκτήματος, ενώ άλλοτε προσποιούταν ότι την πονούσε η κοιλιά της για να μη φάει. Παρ’ όλο όμως που δύο μήνες μετά η Τζένι ήταν αισθητά λεπτότερη, προκαλώντας και πάλι την ανησυχία της γιαγιάς της για την υγεία της, η αλλαγή βάρους ήταν πολύ μεγαλύτερη στη Μέλοντι.
Η Μέλοντι ήταν ανέκαθεν πιο αδύνατη από τη Τζένη και πιο δυνατός και αποφασιστικός χαρακτήρας, Μπορούσε πολύ πιο εύκολα να αγνοήσει το πεινασμένο της στομάχι και να επικεντρωθεί στο στόχο τους και όχι στις θυσίες που αυτός απαιτούσε. Έτσι δύο μήνες μετά τη λήψη της απόφασής τους η Μέλοντι ήταν τόσο αδύνατη που η Τζένι φοβόταν μην την πάρει ο αέρας. Τα κόκαλά της ξεχώριζαν παντού στο σώμα της, που είχε γίνει μισό, παρά τις προσπάθειές της να το κρύψει κάτω από φαρδιά ρούχα. Τα μάγουλά της ήταν ρουφηγμένα, το δέρμα της είχε γίνει ξηρό και είχε αποκτήσει ερυθρά σημάδια, τα μαλλιά της είχαν χάσει τη λάμψη τους και φαίνονταν θαμπά και πιο αραιά, ενώ η ίδια κρύωνε σχεδόν συνέχεια και ήταν όλο και πιο συχνά κουρασμένη.
Και η Τζένι ανησυχούσε όλο και περισσότερο. Φοβόταν μήπως δεν έκαναν κάτι καλά , μήπως η Μέλοντι δεν έτρωγε αρκετά, μήπως ήταν άρρωστη κι έπρεπε να την πάει στο γιατρό του χωριού. Αλλά εκείνη συνεχώς την καθησύχαζε, λέγοντάς της πως ένιωθε καλά και πως απλώς είχε κρυώσει από την υγρασία και τις βροχές του φθινοπώρου. Και τότε η Τζένι την πίστευε και τη βασάνιζαν οι τύψεις για τη δική της αναποτελεσματικότητα, μέχρι η ανησυχία να την καταλάβει ξανά.
“Αύριο λέω να φέρω τα φτερά για να τα δοκιμάσουμε. Ίσως και να ‘μαστε έτοιμες για αναχώρηση.” , είπε μια μέρα η Μέλοντι. Το φθινόπωρο έβαινε προς το τέλος του και η Μέλοντι ήταν πια η σκιά του εαυτού της. Έμοιαζε τόσο εύθραυστη και αδύναμη που η Τζένι φοβόταν πως δε θα κατάφερνε ούτε να κουβαλήσει τα φτερά, αλλά αρκέστηκε σε ένα συγκαταβατικό γνέψιμο. Η Μέλοντι βλέποντας την ανησυχία στο βλέμμα της χαμογέλασε γλυκά, αλλά βεβιασμένα.
“Μην ανησυχείς Τζένι. Όλα θα πάνε καλά. Μαζί θα τα καταφέρουμε. Εμπιστέψου με.”, της είπε και σηκώθηκε με δυσκολία. “Τώρα πάω να κοιμηθώ γιατί είμαι πολύ κουρασμένη. Τα λέμε αύριο.”, είπε και μπήκε στο δάσος χωρίς να καταφέρει να καθησυχάσει εντελώς τη Τζένι που την παρακολουθούσε μέχρι που χάθηκε ανάμεσα στα δέντρα.
Το επόμενο πρωί η ανησυχία της Τζένι είχε εξανεμιστεί δίνοντας τη θέση της στην αδημονία και τον ενθουσιασμό. Νωρίς το πρωί έφτασε στο ξέφωτο και περίμενε τη Μέλοντι κάτω από τον γκρίζο, συννεφιασμένο ουρανό. Της φάνηκε περίεργο που εκείνη δεν ήταν ήδη εκεί, ως συνήθως, αλλά έκατσε στο έδαφος και την περίμενε.
Οι ώρες περνούσαν μα η Μέλοντι δεν εμφανιζόταν και η Τζένι ήξερε πως αυτό σήμαινε ένα πράγμα: Το σχέδιό τους είχε πετύχει. Η Μέλοντι είχε πετάξει χωρίς εκείνη.
Πόνος και απογοήτευση την κατέκλεισαν, ενώ όλα τα συναισθήματα μοναξιάς και απελπισίας, που κόντευε πια να ξεχάσει, επέστρεψαν στην καρδιά της. Αλλά δε θύμωσε. Η Μέλοντι δε θα την εγκατέλειπε ποτέ χωρίς λόγο. Η Τζένι ήταν σίγουρη. Θα την περίμενε στον Πολιτισμό και η Τζένι θα πήγαινε να τη συναντήσει. Θα τα κατάφερνε γιατί η Μέλοντι πίστευε σ’ αυτή. Σ’ αυτές τις σκέψεις ένα χαμόγελο καρφώθηκε στις άκρες των χειλιών της και σηκώθηκε ξεκινώντας για το χωριό ελπίζοντας να είναι και αυτή σύντομα έτοιμη για αναχώρηση.
Λίγα μέτρα μακριά από το ξέφωτο που η Τζένι άφησε πίσω της, ανάμεσα σε μερικούς θάμνους, ένα ρακούν ήταν πιο χαρούμενο από εκείνη, όντας απορροφημένο σε κάποια ασυνήθιστη και απρόσμενη τροφή. Η μέρα του είχε αρχίσει ανέλπιστα καλά και ήταν σίγουρο ότι θα γέμιζε επιτέλους το άδειο του στομάχι, αν άλλοι κάτοικοι του δάσους δεν διεκδικούσαν το φαγητό του ξαφνικά.
Η Τζένι είχε δίκιο. Η Μέλοντι ήταν ήδη μακριά.


Όλγα Σ.