Αλήθεια ή Ψέματα (Κεφάλαιο 10)

 «Τι στο…»
«Ηρέμησε Φώτη, δεν είναι ότι δεν το ήθελες κι εσύ» ακούστηκε μια γνώριμη φωνή και έπειτα πίσω από τον μαφιόζο εμφανίστηκε ο Ερμής.
«Ζεις;» ψιθύρισα και ένιωσα το χέρι του Μάξιμου μέσα στο δικό μου να τρέμει.
«Σε χτύπησαν. Δεν γίνεται να έζησες» είπε κι εκείνος έκπληκτος και είδα τον Ερμή να γελάει.
«Ναι αν εξαιρέσεις ότι δεν έχουν τόσο καλό σημάδι. Το ξέρεις από προσωπική εμπειρία έτσι;» του απάντησε και γύρισε για να δείξει τον ματωμένο ώμο του.
«Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε ο Κίμωνας έχοντας γουρλώσει τα μάτια.
«Ο πεθαμένος ή ο πυροβολημένος;» ρώτησε η Ελευθερία και γύρισα να την κοιτάξω τρομαγμένη. Πως είχε όρεξη για πλάκα αυτή τη στιγμή;  
«Βάλ’ τον μέσα γρήγορα, έτσι και μας δουν οι γείτονες την βάψαμε. Ελπίζω να φρόντισες να μην σε είδε κανείς» είπε ο πατέρας μου και μαζί με τον Μάρκο βάλανε τον μαφιόζο μέσα. Παρατήρησα πως η μητέρα μου δεν είχε πει λέξη όλη την ώρα, απλώς κοιτούσε τον μαφιόζο με γουρλωμένα τα μάτια. Όταν τον έβαλαν μέσα στο σπίτι και έκλεισαν την πόρτα πήγε κοντά του με θλιμμένο ύφος και έκλεισε τα ανοιχτά, τρομακτικά μάτια του. Ο Ερμής μπήκε μέσα στο σπίτι σαν κύριος και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Τα μάτια μου εστίασαν και πάλι στην μητέρα μου που είχε καθίσει στο πάτωμα και κρατούσε το χέρι του μαφιόζου.
«Μαμά» είπα αλλά δεν γύρισε να με κοιτάξει. Πήγα να την πλησιάσω αλλά ο Μάξιμος με κράτησε κάνοντάς μου νόημα να την αφήσω ήσυχη.
«Ας την λίγο. Χρειάζεται χρόνο να το συνειδητοποιήσει» μου είπε και τον κοίταξα περίεργα.
«Ξέρεις… για αυτούς. Εννοώ… όλη την ιστορία;» τον ρώτησα και κούνησε θετικά το κεφάλι του.  Το άφησα να περάσει έτσι γιατί ήξερα ότι δεν ήταν καιρός για κουτσομπολιά και απομακρύνθηκα από τη μητέρα μου για να της αφήσω λίγο χώρο.
«Τι έγινε ακριβώς;» άκουσα τη φωνή του πατέρα μου και προχώρησα κι εγώ στην κουζίνα για να δω τον Ερμή να σερβίρει στον εαυτό του ένα ποτό. Τον κοίταξα μπερδεμένη. Πως μπορούσε να είναι τόσο ψύχραιμος;
«Τα τσιράκια του τρελού με χτύπησαν και όταν πέρασαν από δίπλα έκανα τον πεθαμένο. Όταν τους είδα να απομακρύνονται και να προσπαθούν να κυνηγήσουν την κόρη σου σηκώθηκα και έφυγα. Πήγα στο αρχηγείο σας και βρήκα μερικά από τα τσιράκια. Έκανα ότι ήμουν ένας από αυτούς, ένας απ’ τους εμπιστευτικούς του μαφιόζου. Γρήγορα μείναμε μόνοι μας χωρίς τους άλλους»
«Δεν το κάνει ποτέ αυτό» είπε ο πατέρας μου και είδα τον Μάξιμο να συμφωνεί.
«Τότε μάλλον ήταν αρκετά τρελαμένος για να το κάνει. Όταν ήμουν σίγουρος ότι ήταν η κατάλληλη ευκαιρία τον πυροβόλησα. Εγώ σε αντίθεση με τα τσιράκια του τρελού ξέρω πώς να ρίχνω σωστά»
«Πως δεν σε καθάρισαν οι εμπιστευτικοί του;» ρώτησε ο Μάξιμος σηκώνοντας τα φρύδια του.
«Θα σου πω αυτό που είπα και σε εκείνους. Αν δεν τον σκότωνα δεν θα ήσουν τώρα ελεύθερος» απάντησε ο Ερμής χαμογελώντας.
«Δηλαδή;» ρώτησα και με κοίταξε γυρίζοντας τα μάτια του προς τα επάνω. Εκείνα τα όμορφα μάτια που τώρα μου φαίνονταν πιο απόμακρα και απόκοσμα από ποτέ.
«Έχεις καταλάβει τι έχει γίνει; Δεν ζει πια για να σε εκβιάζει. Κανέναν από εσάς» μας κοίταξε όλους και ήπιε μια γουλιά απ’ το ποτό του «Τι με κοιτάτε σαν χάνοι; Θα έπρεπε να με ευχαριστείτε που έσωσα το τομάρι σας» είπε και έδειξε με το δάχτυλό του τον πατέρα μου «Και σε εσένα δεν χρωστάω τίποτα πια. Παραλίγο να πεθάνω για χάρη σου»
«Είσαι ελεύθερος από μέρους μου» είπε ο πατέρας μου σηκώνοντας τα χέρια στον αέρα σαν να παραδινόταν.
«Μην χαίρεστε τόσο πολύ. Δεν έχουμε γλυτώσει έτσι όπως νομίζετε» ακούστηκε η φωνή της μητέρας μου και όταν γύρισα να την κοιτάξω είδα τα κόκκινα μάτια της να μας καρφώνουν.
«Εγώ έχω τελειώσει μην με ανακατεύετε άλλο» είπε ο Ερμής και με μια γουλιά ήπιε όλο το ποτό του και προχώρησε προς την πόρτα προσπερνώντας τον μαφιόζο με ένα περιφρονητικό βλέμμα.
«Είχε βοηθούς» είπε η μητέρα μου αγνοώντας τον Ερμή «Το ότι απαλλαγήκαμε από αυτόν δεν σημαίνει ότι έχουμε απαλλαχτεί κι από εκείνους»
«Μα σε εκείνους δεν χρωστάμε τίποτα» παρενέβη η Ελευθερία και την κοίταξα λυπημένη.
«Ναι έχει δίκιο, δεν έχουμε καμιά υποχρέωση προς εκείνους τώρα που ο βρωμομαφιόζος πέθανε» συμπλήρωσε ο Κίμωνας.
«Λευτέρη» είπε η μητέρα μου μέσα από τα δόντια της «Τον λέγανε Λευτέρη»
«Λες και έχει σημασία» είπε περιφρονητική ο Μάρκος και τον κοίταξε άγρια.
«Έχει για εμένα» είπε απειλητικά και ξαναπήγε κοντά στο πτώμα του μαφιόζου προσπαθώντας να ηρεμήσει.
«Και τι πρέπει να κάνουμε τώρα;» ρώτησα και ο πατέρας μου με κοίταξε ανέκφραστος.
«Δεν ξέρω εσύ τι λες;» με κοίταξε με νόημα και γύρισα να κοιτάξω τη μητέρα μου που είχε κάτσει στο πάτωμα. Την πλησίασα και γύρισα να κοιτάξω τους άλλους.
«Λοιπόν… Νομίζω ότι το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να τον θάψουμε» είπα και είδα με την άκρη του ματιού μου την μητέρα μου να σηκώνει το κεφάλι της για να με κοιτάξει με περίεργα αλλά δακρυσμένα μάτια.
«Είσαι σοβαρή;» ρώτησε ο Μάρκος και σήκωσα τους ώμους.
«Δεν θα ήταν και το καλύτερο να τον κρατήσουμε εδώ έτσι όπως είναι» είπα κάνοντας μια γκριμάτσα. Έτσι λοιπόν κι έγινε… Ναι… Βασικά, όχι ακριβώς.
«Όταν είπα να τον θάψουμε κάπου σίγουρα δεν εννοούσα στον κήπο μας» είπα κοιτάζοντας την μητέρα μου με ορθάνοιχτα μάτια. Βρισκόμασταν στο πίσω μέρος του κήπου με ένα φτυάρι στο χέρι και μια έκφραση σοκ στα πρόσωπά μας.
«Θέλω να τον αισθάνομαι δίπλα μου» απάντησε η μητέρα μου και έκανα μια έκφραση αηδίας.
«Ανατριχιαστικό» ψιθύρισε η Ελευθερία στο αυτί μου και συμφώνησα.
«Δική σου ιδέα ήταν, σκάβε τώρα» είπε ο Κίμωνας κοιτάζοντάς με άγρια και αναστέναξα.
«Δεν εννοούσα αυτό στο είπα πριν. Εγώ έλεγα κάπου αλλού όχι στο σπίτι μας αν είναι δυνατόν»
«Σταματήστε να τσακώνεστε και πιάστε δουλειά» μας διέκοψε ο πατέρας μου αν και από τον τόνο της φωνής του φαινόταν ότι ήταν καθαρά κάθετος ως προς την ιδέα της ταφής του μαφιόζου στον κήπο.
«Γιατί δεν προσπαθείς να την λογικέψεις; Άντρας της είσαι» του είπα ενοχλημένη και με κοίταξε με μελαγχολικό ύφος.
«Γιατί πρέπει να τηρήσω μια συμφωνία» απάντησε μονότονα και γυρίσαμε όλοι εκτός της μητέρας μας να τον κοιτάξουμε.
«Μετάφραση;» ρώτησε ο Μάρκος αφήνοντας το φτυάρι του στο έδαφος.
«Μου υποσχέθηκε πως θα απομακρυνόταν από αυτόν και της υποσχέθηκα πως αν κάτι πήγαινε λάθος και κατέληγε να πέσει στα δίχτυα του ίδιου του του κυκλώματος θα της επέτρεπα να τον έχει δίπλα της»
«Ε δεν θα ‘μαστε καλά» σχολίασε η Ελευθερία σηκώνοντας τα χέρια ψηλά.
«Εξάλλου, αν δεν τον θάψουμε εδώ θα στεναχωρηθεί πολύ, και δεν θέλω να έχω μετά την κακοθυμία της να περιβάλει το σπίτι»
«Γιατί το σώμα του μαφιόζου που θα είναι ακριβώς δίπλα στο σπίτι είναι πολύ καλύτερο» είπα και ο Μάρκος συμφώνησε.
«Τόσο καιρό προσπαθούμε να ξεφύγουμε από αυτόν και τώρα θα τον έχουμε πιο κοντά από ποτέ»
«Είναι ένα νεκρό σώμα δεν πρόκειται να γίνει τίποτα» είπε ο πατέρας μου ξεφυσώντας. Ένιωσα ένα ρίγος να διαπερνά το σώμα μου. Και μόνο στην ιδέα ότι θα είχα το μαφιόζο νεκρό δίπλα μου με τρέλαινε. Στο μεταξύ παρατήρησα ότι ο Μάξιμος είχε ήδη αρχίσει να σκάβει ενώ εμείς τσακωνόμασταν. Τον πλησίασα και ακούμπησα το χέρι μου στον ώμο του κάνοντάς τον να σταματήσει και να γυρίσει να με κοιτάξει.
«Όσο το γρηγορότερο τόσο το καλύτερο» δικαιολογήθηκε και του χαμογέλασα.
«Είναι φρικιαστικό» του είπα και σήκωσε τους ώμους του.
«Της ήταν σημαντικός. Το λιγότερο που μπορεί να γίνει είναι αυτό»
«Της φέρθηκε άσχημα» κατσούφιασα και αφήνοντας το φτυάρι ήρθε να περάσει τα χέρια του στις δύο μεριές του προσώπου μου.
«Εκτός από άσχημα όμως της φέρθηκε και καλά. Μην το ξεχνάς αυτό. Μπορεί να την βασάνισε αλλά ήταν ο μόνος άνθρωπος στον οποίο έδειξε και ένα μέρος της καλής μεριάς της ψυχής του. Και αυτό για τον μαφιόζο ήταν πολύ σημαντικό. Φαντάσου πόσο θα ήταν για την μητέρα σου» με κοίταξε στα μάτια και έσμιξα τα φρύδια.
«Ναι αλλά και πάλι. Μας έχει κάνει τόσα. Δεν καταλαβαίνω πως μπορεί ακόμα να νοιάζεται τόσο γι αυτόν όταν ξέρει πως έχει κάνει κακό στα παιδιά της, τον άντρα της, την οικογένειά της»
«Κάποια άτομα απλώς δεν μπορούν τόσο κακό στον κόσμο και προσπαθούν να βλέπουν μόνο τα θετικά στους άλλους. Ξέρεις Ζωή, η βιαιότητα σε αυτόν τον κόσμο μπορεί να σε τρελάνει. Γι αυτό κι όταν βλέπεις τα θετικά παραβλέποντας τα αρνητικά νιώθεις πιο ασφαλής και σίγουρος για τα πράγματα. Κι ας ξέρεις κατά βάθος ότι είναι μια απλή ψευδαίσθηση». Τον κοίταξα μπερδεμένη. Δεν ήταν ότι αυτό που έλεγε δεν είχε λογική απλώς δεν ήθελα να παραδεχτώ το γεγονός πως η μητέρα μου έβλεπε κάτι καλό στον άνθρωπο που μας βασάνισε τόσο πολύ όλον αυτόν τον καιρό.
«Τέλος η συζήτηση. Δεν θέλω άλλες αντιρρήσεις» άκουσα από λίγο πιο μακριά τον πατέρα μου και κατέβασα το κεφάλι.
«Έλα καρδιά μου. Ας τελειώνουμε με αυτό» μου είπε ο Μάξιμος και δίνοντάς μου ένα φιλί στο μέτωπο, έπιασε πάλι το φτυάρι του και άρχισε να σκάβει. Τον μιμήθηκα αμέσως και ξαφνικά περιτριγυριστήκαμε από τα αδέλφια μου και τον πατέρα μου. Πέντε λεπτά αργότερα ο Μάξιμος και ο πατέρας μου βάλανε το σώμα του μαφιόζου μέσα στην τρύπα που σκάψαμε και αρχίσαμε να ρίχνουμε το χώμα από πάνω. Κοίταξα την μητέρα μου διακριτικά και την είδα να κοιτάει τον μαφιόζο με λυπημένη έκφραση. Δεν ήξερα τι να κάνω στην πραγματικότητα. Δεν ήξερα αν έπρεπε να την παρηγορήσω ή να την κατηγορήσω. Κοιτάζοντας τον πατέρα μου έβλεπα το μίσος για το μαφιόζο. Ίσως λοιπόν το μίσος του για εκείνο δεν ήταν μόνο ότι του χρωστούσε. Πλέον ήταν φανερό. Τον μισούσε γιατί τον είχε κυνηγήσει. Τον μισούσε γιατί είχε προσπαθήσει να τον σκοτώσει. Και πάνω απ’ όλα τον μισούσε γιατί με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο του είχε στερήσει τη γυναίκα της ζωής του. Την μητέρα των παιδιών του. Το άλλο του μισό.
Πριν λίγο καιρό αναρωτιόμουν γιατί οι γονείς μου δεν φαίνονταν τόσο ερωτευμένοι όσο μου είχαν πει τα αδέλφια μου. Η εξομολόγηση του πατέρα μου όμως τα είχε ξεκαθαρίσει όλα. Είχε κάνει συμφωνία μαζί της να μείνει μακριά απ το μαφιόζο. Αλλά αυτή η απόσταση αντί να κάνει καλό στη σχέση τους είχε το αντίθετο αποτέλεσμα. Όσο πιο μακριά έμενε η μητέρα μου από το μαφιόζο τόσο πιο πολύ της έλειπε. Μπορεί να μην τον έβλεπε ερωτικά, μπορεί να τον έβλεπε φιλικά ή αδελφικά αλλά αυτό δεν σήμαινε κάτι. Η αγάπη παίρνει πολλές μορφές. Και το ερωτικό είδος δεν είναι ανώτερο των άλλων. Η αγάπη για τους φίλους και τα αδέλφια σου μπορεί να σε τρελάνει τόσο όσο και για το άλλο σου μισό. Ε λοιπόν η μητέρα μου τόσα χρόνια απομακρυνόταν όλο και πιο πολύ από τον φίλο κι αδερφό της. Κι αυτό της είχε στοιχίσει. Κι εκείνης αλλά και του πατέρα μου. Γιατί έμμεσα εκείνος είχε βάλει το εμπόδιο ανάμεσά τους.
«Και τι να έκανα; Να την άφηνα να αυτοκαταστραφεί; Ήταν και είναι η γυναίκα μου. Το μόνο που πάντα ήθελα ήταν το καλό της. Και ο Λευτέρης σε καμιά περίπτωση δεν της παρείχε το καλό της. Ότι έκανα το έκανα γιατί την αγαπούσα. Κι εκείνη το ήξερε αλλά πολλές φορές τα άτομα τυφλώνονται επειδή δεν έχουν αυτό που θέλουν και διαστρεβλώνουν τα γεγονότα στον εγκέφαλο τους» αυτό μου είχε πει ο πατέρας μου εκείνη την ημέρα μετά την ταφή του μαφιόζου. Είχαμε μείνει οι μόνοι ξύπνιοι στο σπίτι, ο Μάξιμος είχε φύγει και είχαμε κάτσει οι δυο μας στον κήπο δίπλα από τον τάφο του μαφιόζου.
«Μα δεν είχες κι άλλη επιλογή. Άμα δεν τον είχες απομακρύνει από κοντά της τώρα θα είχαμε άλλα προβλήματα» προσπάθησα να τον παρηγορήσω.
«Όταν είχε αποδεχτεί τη συμφωνία να μείνει μακριά του είχα χαρεί. Μου είχε φανεί τόσο εύκολο και απλό. Να είχα πει. Ήρθε στα συγκαλά της και πλέον τα πράγματα θα φτιάξουν. Τώρα βλέπω ότι όσο περνάει ο καιρός τα πράγματα φτάνουν στο απροχώρητο. Και με το σημερινό συμβάν θα γίνουν ακόμα χειρότερα»
«Πως θα μπορούσε να γίνει αυτό;» αναρωτήθηκα και παρόλο που η ερώτηση ήταν ρητορική ο πατέρας μου απάντησε με τρεμάμενη φωνή.
«Ξέρω τι θα κάνει η μητέρα σου. Τώρα που ο μαφιόζος δεν ζει θα θελήσει να κάνει πράγματα που θα τον έκαναν χαρούμενο» είπε και τον κοίταξα μπερδεμένη.
«Δεν κατάλαβα» σχολίασα και κούνησε το κεφάλι του.
«Θα δεις σύντομα. Θα το καταλάβεις όταν έρθει η ώρα. Απλώς σε παρακαλώ όταν έρθει αυτή η ριμάδα η ώρα φρόντισε να φέρεις κάποια αντίσταση αν και το σίγουρο είναι ότι και πάλι το δικό της θα περάσει, δεν υπάρχει αμφιβολία»
«Μπαμπά, σταμάτα τους γρίφους και πες μου συγκεκριμένα τι είναι αυτά που λες» τον κοίταξα κουρασμένη. Αρκετές εκπλήξεις είχα τον τελευταίο καιρό. Μου έφταναν αυτές.
«Πήγαινε να κοιμηθείς. Νομίζω ότι αύριο θα πρέπει να έχεις μεγάλες αντοχές» μου είπε και δεν εξήγησε τίποτα παραπάνω. Σηκώθηκε και έφυγε αφήνοντάς με μόνη στον πίσω κήπο. Έφυγα κι εγώ γρήγορα μπαίνοντας στο σπίτι και βρήκα καταφύγιο στο ζεστό μου κρεβάτι.
Είχε δίκιο. Η επόμενη μέρα απαιτούσε γερή αντοχή. Το κατάλαβα όταν βρήκα την μητέρα μου μ’ έναν καφέ στο χέρι δίπλα στον τάφο του μαφιόζου. Να πάρει.
«Μήπως θα κατασκηνώσεις κι εδώ;» τη ρώτησα και δεν γύρισε καν να με κοιτάξει.
«Το σκέφτηκα αλλά κάνει κρύο εδώ έξω»
«Πάλι καλά δηλαδή που πιάνει χειμώνας» σχολίασα και κάθισα δίπλα της.
«Θα πρέπει να με μισείς» ψιθύρισε με κατεβασμένο το κεφάλι και αναστέναξα.
«Όχι δεν σε μισώ αλλά δεν μπορώ και να σε καταλάβω. Σε καμιά περίπτωση» της εξήγησα και κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.
«Το ξέρω. Ούτε εγώ μπορώ να με καταλάβω μερικές φορές» παραδέχτηκε και γύρισα να την κοιτάξω.
«Το ότι έχεις μια θετική εικόνα γι αυτόν είναι που με τρελαίνει. Ο Μάξιμος ισχυρίζεται πως μερικές φορές οι άνθρωποι προτιμούν να βλέπουν το καλό στους άλλους για να μην νιώθουν ότι απειλούνται από τη συνεχόμενη βιαιότητα του κόσμου γύρω τους»
«Θύμισε μου να φιλήσω αυτό το παιδί» μου είπε κάνοντας και τις δύο μας να γελάσουμε «Έχει δίκιο πάντως. Αυτό ακριβώς προσπαθούσα να κάνω τόσο καιρό. Προσπαθούσα να σταματήσω να σκέφτομαι τα κακά και να επικεντρωθώ στα καλά. Να αγνοήσω τα πάντα που έχει κάνει και έχει βλάψει τόσα αθώα άτομα και να δω αυτές τις μικρές αλλά σημαντικές στιγμές που έκανε κάτι καλό. Όπως τότε που είχε μείνει μαζί μου στο νοσοκομείο όταν κινδύνευα να χάσω το Μάρκο»
«Αν εξαιρέσεις ότι δεν του καιγόταν καρφί για το Μάρκο αλλά για το αν θα ζήσεις εσύ» της θύμισα και ένευσε.
«Έτσι είναι. Αλλά και πάλι. Ήταν ο μόνος που στάθηκε δίπλα μου, άσχετα απ’ το αν νοιαζόταν για το μωρό μου ή όχι. Τρελό ε;» μου χαμογέλασε και κατσούφιασα.
«Λιγάκι»
«Το ξέρω. Πόσες φορές έχω μισήσει τον εαυτό μου και έχω επιτρέψει να πληγωθούμε όλοι τόσο πολύ και επανειλημμένα από τον Λευτέρη…» είπε βάζοντας το κεφάλι της στα χέρια της. Την παρατήρησα έτσι κουλουριασμένη στη θέση της και ένιωσα σαν να την έβλεπα για πρώτη φορά. Μόνο που δεν έβλεπα την καστανομάλλα με τα πράσινα μάτια που ήταν αποφασιστική και σωστή στο ότι έκανε. Έβλεπα μια γυναίκα που είχε μαραθεί, η θλίψη στα μάτια της ήταν πλέον προφανέστατη και η κουρασμένη ψυχή της ήταν σαν να της βάραινε τους ώμους. Δεν ήθελα να τη βλέπω έτσι. Πέρασα το χέρι μου γύρω από τους ώμους της και την έφερα πιο κοντά μου.
«Ίσως μια καλή αρχή θα ήταν να σταματούσες να τον φωνάζεις με το όνομά του. Ξέρεις... είσαι η μόνη που μπαίνει στον κόπο να το αναφέρει»
«Και γιατί να το κάνω αυτό;» με ρώτησε με περιέργεια στη φωνή της.
«Να ξέρεις, για να αρχίσεις να τον ξεχνάς… κάπως;» είπα και την ένιωσα να τραβιέται από την αγκαλιά μου.
«Και ποιος σου είπε ότι θέλω να τον ξεχάσω;»
«Τώρα εσύ η ίδια είπες ότι αισθάνεσαι άσχημα που επέτρεψες στον μαφιόζο να μας πληγώσει»
«Ναι αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θέλω να τον ξεχάσω» είπε με σίγουρο τόνο και κούνησα το κεφάλι μου μπερδεμένη.
«Εσύ θα με τρελάνεις. Έχεις ήδη τρελαθεί από μόνη σου και θα με τρελάνεις και εμένα» πήγα να σηκωθώ αλλά μου έπιασε το χέρι σταματώντας με.
«Περίμενε. Θέλω να μου κάνεις μια χάρη»
«Αρκεί να μπορώ» απάντησα σταυρώνοντας τα δύο μου χέρια μπροστά από το στήθος μου.
«Θέλω… Θέλω να κάνω αυτό που δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει εκείνος» είπε και την κοίταξα προειδοποιητικά.
«Θες να μπεις στο κύκλωμα; Θα με τρελάνεις;» μισοφώναξα και την είδα να κουνάει το κεφάλι της.
«Όχι εγώ»
«Τότε ποιος;» ρώτησα και έμεινε να με κοιτάει «Λοιπόν;» ρώτησα χτυπώντας ανυπόμονα το πόδι μου στο έδαφος. Εξακολουθούσε να με κοιτάει χωρίς να απαντάει και αναστέναξα «Αν δεν μου πεις τώρα θα φύγω. Μισό λεπτό δεν νομίζω να θες να μπλέξεις τον Κίμωνα ή την Ελευθερία;»
«Όχι. Δεν ήταν αυτό το όραμά του» απάντησε και τότε κατάλαβα. Είχε κάνει το μεγάλο χτύπημα. Ήταν αυτό για το οποίο με είχε προειδοποιήσει ο πατέρας μου.
«Σε παρακαλώ πες μου ότι δεν εννοείς να μπω στα εσωτερικά του κυκλώματος» την παρακάλεσα και με κοίταξε απολογητικά «Μαμά έλεος, πως μπορείς να ζητάς από το παιδί σου κάτι τέτοιο; Πριν λίγες μέρες με απήγαγαν, με κυνήγησαν, παραλίγο να με σκοτώσουν. Και μου ζητάς κάτι τέτοιο;»
«Ναι» είπε απλά και γούρλωσα τα μάτια μου.
«Είσαι τόσο εγωίστρια» της γύρισα την πλάτη και πήγα να φύγω όταν άκουσα και πάλι τη φωνή της.
«Σκέψου το τουλάχιστον»
«Δεν υπάρχει περίπτωση» γύρισα να την ξανακοιτάξω εκνευρισμένη «Βγάλε το από το μυαλό σου. Δεν ξαναμπλέκομαι. Χρόνια ψάχναμε τρόπο να ξεφύγουμε και τώρα που μπορούμε μου ζητάς να χωθώ πιο βαθιά. Τι είδους μητέρα είσαι εσύ;» της είπα με απέχθεια και την είδα να κατεβάζει το κεφάλι της απογοητευμένη. Δεν έκατσα παραπάνω. Γύρισα και έφυγα αμέσως για να μην της πω κάτι χειρότερο. Όταν μπήκα μέσα στο σπίτι είδα τα αδέλφια μου και τον πατέρα μου συγκεντρωμένους στο σαλόνι.
«Να φανταστώ ότι στο είπε ήδη;» ρώτησε ο πατέρας μου και τον κοίταξα άγρια.
«Δεν ντρέπεται καθόλου πια; Πως μπορεί να μου ζητάει κάτι τέτοιο; Με ποιο δικαίωμα; Αντί να προσπαθήσει να με προστατέψει με ρίχνει στην φωτιά» ξέσπασα και ο Μάρκος ήρθε δίπλα μου.
«Ο μόνος λόγος που μπορώ να σκεφτώ γιατί το κάνει αυτό είναι επειδή είδε πόσο σκληρή είσαι. Είδε ότι τόσο καιρό μπόρεσες να ανταπεξέλθεις σε όλα αυτά και πιστεύει ότι μπορείς να το κάνεις και τώρα» μου εξήγησε και του χάρισα ένα άγριο βλέμμα «Φυσικά και δεν είναι σωστό, δεν υπονοώ ότι έχει δίκιο ή κάτι τέτοιο. Απλά σου λέω τι πιστεύω ότι σκέφτεται»
«Ε λοιπόν, δεν με νοιάζει. Ας το βγάλει απ’ το μυαλό της. Και εσύ πως μπόρεσες να πιστέψεις έστω και λίγο ότι δεν θα έφερνα αντίρρηση από την αρχή;» ρώτησα τον πατέρα μου και μου μισοχαμογέλασε.
«Σκέφτηκα ότι μπορεί να το έκανες λόγω των λεφτών» σήκωσε τους ώμους και ξεφύσησα.
«Ω έλα τώρα γιατί να… μισό λεπτό ποια λεφτά;» τον κοίταξα μπερδεμένη και ένευσε.
«Δεν εξαρτόμαστε από το μαφιόζο, που σημαίνει ότι μπορούμε να συνεργαστούμε με τους άλλους και αντί να τους χρωστάμε να μας χρωστάνε εκείνοι»
«Δεν κατάλαβα» είπα και ένιωσα το κεφάλι να γυρίζει. Τι ακριβώς είχε στο μυαλό του;
«Μόνο εμείς ξέρουμε για την ακριβή περιουσία του μαφιόζου. Μπορούμε να πάρουμε τη θέση του» εξήγησε ο πατέρας μου και τον κοίταξα τρομαγμένη «όχι έτσι όπως νομίζεις. Δεν θα γίνουμε σαν αυτόν. Δεν θα απειλούμε αθώους ανθρώπους ούτε θα μας χρωστάνε τίποτα. Όσοι χρωστούσαν στο μαφιόζο είναι πλέον ελεύθεροι. Ίσα-ίσα που θα πρέπει να τους πούμε και τα καλά νέα»
«Τότε ποια ακριβώς είναι η πρότασή σου;» κάθισα στον καναπέ απέναντί του με το κεφάλι μου στα χέρια μου.
«Να πάρουμε πίσω όλα τα λεφτά που έχουμε χάσει τόσα χρόνια»
«Νόμιζα ότι ήσουν κατά αυτής της ιδέας» του θύμισα και ένευσε.
«Ακόμα είμαι. Το ότι μπορούμε να πάρουμε τα λεφτά πίσω δεν σημαίνει ότι θα σε βάλω σε κίνδυνο. Αν μπορούσα να μπω εγώ στο κύκλωμα και να το κάνω αυτό θα το έκανα. Ωστόσο αν μπλεχτώ εγώ, θα μπλεχτεί και η μητέρα σου. Και αυτό δεν πρέπει να γίνει σε καμία περίπτωση. Για την Ελευθερία και τον Κίμωνα δεν το συζητάω καν» είπε κοιτάζοντας τους «δεν έχουν καν προϋπηρεσία και δεν χρειάζεται κιόλας να αποκτήσουν. Ο Μάρκος… εντάξει όσο να ‘ναι εσύ είσαι γυναίκα και μπορείς να μπλεχτείς πιο εύκολα. Αλλά πάλι δεν θέλω κάτι τέτοιο για εσένα. Προτιμώ να συνεχίσουμε τη ζωή μας χωρίς μπλεξίματα και να φύγουμε εντελώς από τον χώρο της μαφίας παρά να αποκτήσω μαύρα λεφτά και θα με κυνηγούν σε όλη μου τη ζωή»
«Μην ξεχνάς όμως τα χρέη μπαμπά» είπε ο Μάρκος και γύρισα να τον κοιτάξω «Όπως και να ‘χει το πράγμα, τα χρέη μας έχουν πεθάνει. Όλα αυτά τα χρόνια που πληρώναμε το μαφιόζο όλες οι άλλες υποχρεώσεις πήγαιναν πίσω. Και τώρα είμαστε αντιμέτωποι με αυτές είτε το θέλουμε είτε όχι»
«Θα τα βγάλουμε πέρα. Όπως τα βγάζαμε με το μαφιόζο έτσι θα τα βγάλουμε και με τις άλλες υποχρεώσεις»
«Αυτό να το πεις στις τράπεζες που απειλούν σε λίγες μέρες να μας πάρουν το σπίτι» ακούστηκε η φωνή της μητέρας μου και κοίταξα τα μέλη της οικογένειάς μου με γουρλωμένα μάτια.
«Τι έκανε λέει;» είπε η Ελευθερία τρομαγμένη.
«Θα μας πάρουν το σπίτι;» ρώτησε ο Κίμωνας και ο πατέρας μου αγριοκοίταξε τη μητέρα μου.
«Θα λυθεί αυτό το πρόβλημα. Έχω κάποιες ιδέες μην σας νοιάζει προσωρινά»
«Και τώρα εσύ πιστεύεις ότι μας καθησύχασες» του είπα γυρίζοντας τα μάτια προς τα πάνω.
«Τέλος πάντων, άσχετα από το θέμα τις κατάσχεσης το οποίο δεν είναι δικό σας θέμα» μας κοίταξε όλους προσεχτικά «όσον αφορά το άλλο θέμα… εγώ δεν είμαι σύμφωνος. Δεν θέλω να μπλεχτεί κανένας από εσάς ξανά. Κάναμε το παν να σας γλιτώσουμε και τώρα θα ήταν βλακεία να κάνουμε τα ίδια και μάλιστα με δική μας θέληση»
«Μαζοχισμός λέγεται» είπε ο Κίμωνας και ο πατέρας μου του χαμογέλασε.
«Ναι έτσι λέγεται. Οπότε θέλω να ξέρετε ότι εγώ είμαι κάθετος. Όλοι ξέρουμε ποια είναι η άποψη της μητέρας σας. Τώρα η απόφαση είναι δικιά σας. Δεν είναι ότι αν αποφασίσετε να μπλεχτείτε δεν θα σας στηρίξουμε ίσα-ίσα θα φροντίσουμε να είστε καλά και σε οποιοδήποτε πρόβλημα θα είμαστε εδώ. Αλλά αν αποφασίσετε πως δεν θέλετε να μπλεχτείτε εγώ είμαι με το μέρος σας»
«Γιατί θέτετε το δίλημμα μόνο σε εμάς;» ρώτησε ο Κίμωνας και κατέβασα το κεφάλι. Ήξερα.
«Γιατί πλέον είστε μεγάλα παιδιά όλοι σας και μπορείτε να πάρετε τη ζωή σας στα χέρια σας. Πλέον κάνετε τις δικές αποφάσεις. Επομένως, είναι καθαρά δική σας επιλογή» είπε ο πατέρας μου και ένευσα.
«Εγώ σίγουρα δεν θέλω να εμπλακώ σε κάτι τέτοιο» είπε η Ελευθερία αμέσως. Φυσικά και δεν θα ήθελε. Ποιος θα ήθελε να εμπλακεί με τη μαφία στα καλά καθούμενα;
«Ούτε εγώ φυσικά. Δεν υπάρχει περίπτωση να θέσω τον εαυτό μου αλλά και εσάς σε τέτοιο κίνδυνο. Το ότι δεν θα χρωστάμε αλλά θα πληρωνόμαστε από αυτούς δεν σημαίνει ότι το κάνει λιγότερο επικίνδυνο απ’ ότι είναι ήδη» εξήγησε ο Κίμωνας. Επίσης λογικό. Συν του γεγονότος ότι εκείνος είχε και τη Λυδία. Πράγμα που δυσκόλευε ακόμα περισσότερο τα πράγματα για εκείνον. Είχαμε μείνει μόνο εγώ και ο Μάρκος.
Το μυαλό μου περιπλανήθηκε στις χρόνιες απειλές του μαφιόζου. Όλον αυτόν τον καιρό τον είχα από πάνω μου να απειλεί εμένα και την οικογένειά μου. Μας έκανε κακό. Μας ξεκλήρισε. Απείλησε εκατομμύρια ανθρώπους, τους έφερε σε αδιέξοδο, κάποιους τους σκότωσε. Μας έκανε όλους σκυλάκια του, υποτακτικούς στρατιώτες του, μας οδήγησε στον κατήφορο. Σκέφτηκα πόσος κόσμος ήταν σε συνθήκες που σε καμία περίπτωση δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν επιβίωσης. Ένιωσα όλα τα μάτια να είναι καρφωμένα πάνω μου. Κοίταξα τον Μάρκο και τον είδα να νεύει. Με προέτρεπε στην απόφαση που είχα ήδη πάρει. Γύρισα να κοιτάξω τον πατέρα μου.
«Εμείς είμαστε μέσα»
Καθόμουν στο κρεβάτι μου προσπαθώντας να σταματήσω το τρέμουλο. Εντάξει μπορεί να είχα συμφωνήσει να μπλεχτώ στο κύκλωμα ξανά με τη συνοδεία του αδερφού μου αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι δεν φοβόμουν. Όταν είχα ανακοινώσει την απόφασή μου είχα παρατηρήσει το πατέρα μου να κουνάει αποδοκιμαστικά το κεφάλι του σε αντίθεση με τη μητέρα μου που είχε λάμψει το πρόσωπό της. Τα αδέλφια μου είχαν αρχίσει αν φωνάζουν , να προσπαθούν να με μεταπείσουν με κάθε τρόπο.
«Τέλος συζήτησης. Έχω πάρει την απόφασή μου» τους είχα πει και είχα ανέβει στο δωμάτιο για να αποφύγω το κατσάδιασμα τους. Μπορεί αν με θεωρούσαν τρελή αλλά είχα συγκεκριμένο σκοπό που είχα δεχτεί. Πέρα από το γεγονός ότι θα βοηθούσα την οικογένειά μου να σώσει το σπίτι αλλά και να αποκτήσει όλα τα χρήματά της πίσω, θα βοηθούσα και όλες τις άλλες οικογένειες που είχαν προβλήματα. Ήμασταν όλοι θύματα του μαφιόζου και κανείς δεν άξιζε να του συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο.
«Ζωή τους πήρα τηλέφωνο. Θέλουν να σε δουν τώρα» είπε ο πατέρας μου έξω από την πόρτα και σηκώθηκα γρήγορα για να ντυθώ. Έβαλα κάτι απλό και έπιασα τα μαλλιά μου κοτσίδα. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη συνειδητοποιώντας ότι πραγματικά είχε έρθει η ώρα. Κατέβηκα τις σκάλες στέλνοντας μήνυμα στον Μάξιμο να με συναντήσει σε μισή ώρα στο υπόγειο του μαφιόζου.
«Έχεις συνειδητοποιήσει ότι δεν παίζεις σε ταινία Μάτριξ ε;» άκουσα τον Κίμωνα και γύρισα τα μάτια μου περιπαιχτικά. Οκ το γεγονός ότι φορούσα μόνο μαύρα δεν σήμαινε κάτι. Προσπάθησα ωστόσο να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα.
«Το κάνω που το κάνω να μην το διασκεδάσω και λίγο;» είπα και είδα την μητέρα μου να γελάει.
Δεν φύγαμε αμέσως. Ο πατέρας μου έκανε μερικά τηλεφωνήματα ακόμα και μαζί με τον Μάρκο καθόμασταν στην κουζίνα όταν ένιωσα τα χέρια της μητέρας μου στους ώμους μου και τα έδιωξα ενοχλημένη. Δεν ήθελα να της δώσω λάθος εντύπωση γιατί η αλήθεια ήταν πως ότι έκανα δεν το έκανα για εκείνη. Ήμουν ακόμα εκνευρισμένη μαζί της καθώς όντας μητέρα μου προτιμούσε να με στείλει στου χάρου τα δόντια παρά να με προστατέψει. Και το γεγονός ότι είχα αποφασίσει τελικά να κάνω αυτό που ήθελε δεν σήμαινε ότι η στάση της με έβρισκε σύμφωνη. Με κοίταξε έκπληκτη και είδα τον Μάρκο να κατεβάζει το κεφάλι του. Αποφάσισα λοιπόν να βγω στον πίσω κήπο για να αποφύγω να μου πιάσει συζήτηση και να κερδίσω μερικά δευτερόλεπτα ηρεμίας. Κοίταξα τον υποτιθέμενο τάφο του μαφιόζου και δάγκωσα το κάτω χείλος μου με μανία.
«Ζωή είμαστε έτοιμοι» άκουσα τη φωνή του πατέρα μου μέσα από το σπίτι.
«Έρχομαι» φώναξα αλλά δεν κουνήθηκα. Αν με έβλεπε ο μαφιόζος τώρα μπορεί να ήταν χαρούμενος. Δεν μου άρεσε η ιδέα του να τον κάνω χαρούμενο.
«Μπορεί να κατέληξα σε αυτό που ήθελες εσύ, αλλά αυτή τη φορά θα γίνει με το δικό μου τρόπο» είπα σιγά και γύρισα για να μπω μέσα στο σπίτι χωρίς να ρίξω ξανά ούτε μια ματιά πίσω μου.