Αγώνας Επιβίωσης (Κεφάλαιο 16) "Ο δρόμος της επιστροφής"


Κεφάλαιο 16 «Ο δρόμος της επιστροφής»



  Δάγκωσα τα χείλη μου ντροπιασμένη για ακόμη μια φορά. Πόσο περισσότερο θα μπορούσα να ρεζιλευτώ σε μία οικογένεια!
  Κοίταξα τη Μία με απολογητικό βλέμμα και αυτή με κάρφωσε για μια στιγμή με ένα νευριασμένο και επικριτικό ύφος και αμέσως χαμογέλασε πλατειά. Έτρεξε σχεδόν χοροπηδώντας προς το μέρος μου και βολεύτηκε δίπλα μου.
  «Το δες, το δες!!;;» μου είπε με ψιλή φωνή υπερφορτωμένη από χαρά και ενθουσιασμό.
  Της ανταπέδωσα το χαμόγελο και προσπάθησα πραγματικά να συμμεριστώ την χαρά της αλλά δυστυχώς δεν  μπορούσα… Όχι με όλα αυτά που είχα να αντιμετωπίσω. Για ακόμη μία φορά ευχήθηκα να ήμουν και εγώ έτσι ανέμελη και ανεπηρέαστη από όλες τις ‘’συμφορές’’ μου. Παρόλα αυτά, όταν βρισκόταν μαζί μου η Μία μερικές φορές κατάφερνε και μου μετέδιδε μερική από την ενέργειά της οπότε δεν μου έμενε τίποτα άλλο από το να περάσω λίγη εποικοδομητική ώρα ηλιθιότητας μαζί της πριν ξεκινήσουν τα δύσκολα.
  «Πίξι και μαλακίες! Εμένα θέλει, λιώνει για πάρτυ μου!»
  «Ως κατά τύχη μάρτυρας του συμβάντος, για το οποίο τονίζω ότι δε φταίω που βρήκατε να εκτονωθείτε εκεί που κοιμόμουν, αυτό που έχω να πω είναι ότι και οι δυο έχετε ψυχολογικά οπότε ταιριάζετε».
  «Έλα μωρή χαζή!!» κατσούφιασε ψεύτικα. «Πες αλήθεια πώς σου φάνηκε;; Α! Και συγνώμη που σε ξυπνήσαμε!» απολογήθηκε με ένα κουταβίσιο βλέμμα.
  «Εμμ ξέρω εγώ.. Εσύ λυσσάρα και αυτός στερημένος».
  «Το γαμάς».
  «Εντάξει σόρρυ… Ταιριάζετε πολύ αλήθεια! Την επόμενη φορά που θα σας δω να το κάνετε κι όλας θα σου πω στα σίγουρα» είπα και χαμογέλασα παιχνιδιάρικα.
  Αυτή, ανέγγιχτη από τις συνεχόμενες ειρωνείες μου αποκρίθηκε με υφάκι ντίβας «Όκευ μωρό, θα φροντίσω να είσαι εκεί» και μου έκλεισε το μάτι γλύφοντας αισθησιακά τα χείλη της.
  «Σίχαμα», ανταπάντησα κοφτά.
   Κοιταχτήκαμε για λίγο και αμέσως ακολούθησαν γέλια.
«Χαίρομαι που το διασκεδάζεται κοριτσάκια αλλά μήπως θα μπορούσατε να μας κάνετε την τιμή να ετοιμαστείτε για να ξεκινάμε σιγά σιγά;»
  Τα γέλια κόπηκαν μαχαίρι από την ψυχρή και κοφτερή φωνή του Τόνυ.
  Σοβάρεψα αμέσως και δάγκωσα τα ούλα μου ενώ η Μία απηύδησε με την αγενής συμπεριφορά του και πριν προλάβω να τη συγκρατήσω είχε σηκωθεί απότομα και είχε φτάσει σε ανάσα αναπνοής από τον Τόνυ.
  «Να σου πω φίλε, είμαστε όλοι εδώ διακινδυνεύοντας τις ζωές μας για τα μούτρα σου για αυτό το λιγότερο που έχεις να κάνεις είναι αν όχι να δείξεις λίγη ευγνωμοσύνη, είναι να μην μιλάς καν. Και είτε σου αρέσει είτε όχι, τα οφείλεις όλα στην Λορέλ για αυτό κανόνισε την πορεία σου γιατί θα έχεις να κάνεις μαζί μου» του είπε με μία ανάσα και ύστερα τον καρφώνοντας τον με το διαπεραστικό της βλέμμα.
  Κοιτάχτηκαν για ένα ατέλειωτο λεπτό. Δολοφονικά βλέμματα και από τους δύο, μέχρι που ο Τόνυ απλά αποκρίθηκε με αδιάφορο τόνο, σαν να μην τον είχαν αγγίξει ούτε στο ελάχιστο αυτά που είχε μόλις ακούσει ,«Πάντα πίστευα ότι ο αδερφός μου δεν έχει καλό γούστο» και έκανε αναστροφή κατευθυνόμενος έξω από τη σπηλιά. Ο ήχος της ψυχρής φωνής του αντηχούσε ακόμα στη σπηλιά λόγο του αντίλαλου και μου τρύπαγε τα αυτιά και τη καρδιά μου.
  «Πο ρε κορίτσι μου, όσο μανάρι είναι άλλο τόσο μαλάκας είναι… Τέλος πάντων , δεν αξίζει. Έλα να πάμε να βρούμε τους υπόλοιπους. Είναι έξω και κάνουν αναγνώριση του τόπου. Ξέρεις να προσανατολιστούν, να αποφασίσουν ποιο δρόμο θα πάρουμε και τέτοιες βλακείες» μου είπε η Μία γυρνώντας προς το μέρος μου και πλησιάζοντάς με για να με βοηθήσει να σηκωθώ.
  Βλέποντας την έκφρασή μου, με το απλανές βλέμμα, τα τρεμάμενα χείλη και τα βουρκωμένα μάτια έκανε κάτι που πραγματικά με συντάραξε.
  Σλαπ..
  Δεν περίμενα το χαστούκι που έσκασε με φόρα στο αριστερό μου μάγουλο τη στιγμή που μόλις με είχε βοηθήσει να σηκωθώ και στεκόμουν ξανά στα πόδια μου.
  «Ρε! Τι κάνεις;!» διαμαρτυρήθηκα έντονα.
  «Τα μούτρα σου τα βλέπεις; Κάθεσαι και σε τρώει η κατάθλιψη για έναν κάφρο; Σε έχω για περισσότερα… Είσαι πιο δυνατή από αυτό και το ξέρω…» μου μίλησε σοβαρά. Η φωνή της που αρχικά ήταν δυνατή και επιβλητική, χαμήλωσε και έκλεισε τον σύντομο λόγο της με μία γλυκιά φωνή και μάτια λυπημένα, απογοητευμένα.
  Άρπαξε τα υπόλοιπα πράγματα που είχαν μείνει στη σπηλιά, μου γύρισε τη πλάτη και ξεκίνησε να βγαίνει προς τα έξω από τη σπηλιά συμπληρώνοντας «Έλα, είναι ώρα να φύγουμε. Τα έχουν βγάλει ήδη έξω όλα τα πράγματα».

                                       ***

  Το κλίμα ήταν βαρύ… Ο Σεμπάστιαν περπατούσε μόνος του μπροστά καθοδηγώντας μας με την πυξίδα του και όντας διαρκώς βυθισμένος στις σκέψεις του. Τα δύο αδέρφια είχαν αποστασιοποιηθεί από την υπόλοιπη ομάδα και περπατούσαν συνειδητά πιο αργά ώστε να ξεμείνουν πιο πίσω και να χαίρονται την επανασύνδεσή τους και ο Ίντιγκο πορευόταν από πίσω τους. Η Μία τσαντισμένη που ο Άιζακ την αγνοούσε επιδεικτικά, είχε στριμώξει τον Λόγκαν και προχωρούσαν παίζοντας, χαζολογώντας και φλερτάροντας.
  Και εγώ… Εγώ απλά περπατούσα πίσω από τον Σεμπάστιαν και ακολουθώντας το παράδειγμά του, είχα βυθιστεί στις σκέψεις μου. Ήλπιζα απλά να φτάσουμε πίσω στην αντίσταση το συντομότερο δυνατόν. Δεν άντεχα να βρίσκομαι άλλο εδώ έξω, στην κόλαση. Η ανασφάλεια και ο φόβος με έτρωγε από μέσα και μου κυρίευε το μυαλό μου. Άγχος και αβεβαιότητα για το μέλλον. Ποιο θα ήταν το επόμενο βήμα;
  Και σαν ο Σεμπάστιαν να διάβασε τη σκέψη μου σταμάτησε απότομα και στράφηκε προς τα πίσω, κοιτώντας έτσι από μακριά τους δύο ευτυχισμένους αδερφούς στο βάθος.
  «Παίδες, για τιμήστε μας με την παρουσία σας εδώ μπροστά»,  αυτό είπε μόνο και έφτανε για να σοβαρέψουν και οι δύο και να κατευθυνθούν με ταχύ βήμα προς το μέρος μας.
  «Σε ακούμε αρχηγέ», απευθύνθηκε με στρατιωτική πειθαρχία ο Άιζακ στον Σεμπάστιαν.
  «Ίσως δεν είναι και η πιο κατάλληλη στιγμή αλλά δεν μπορώ να το αφήσω να περιμένει άλλο. Σας άφησα να χαρείτε με την επανένωσή σας αλλά μην ξεχνάμε τον σκοπό μας… Τόνυ θα μιλήσω στα ίσα. Θα μας βοηθήσεις ή όχι;»
  «Μπορώ να κάνω και αλλιώς;!» απάντησε αδιάφορα.
  «Άκου σε με προσεκτικά αγόρι μου, δεν ξέρω πως είχες συνηθίσει τόσο καιρό αλλά εδώ εγώ είμαι επικεφαλής για όλα και εκτός από την υπακοή που περιμένω, αναμένω και σε μια καλύτερη συμπεριφορά και σεβασμό. Για αυτό άσε την ειρωνεία στην άκρη και απάντησέ μου σε αυτό που σε ρώτησα». Έμοιαζε απειλητικός, διατηρώντας ταυτόχρονα τον πλήρη έλεγχο του εαυτό και της ψυχραιμίας του.
Ο Τόνυ έσφιξε τα δόντια και ο Άιζακ σφίχτηκε επίσης, αγωνιώντας για την εξέλιξη της συζήτησης. Ήταν ολοφάνερο πως ο Τόνυ είχε συνηθίσει να είναι ο αρχηγός του εαυτού του, οπότε του ήταν τρομερά δύσκολο να σκύψει το κεφάλι σε κάποιον υποτιθέμενα ανώτερό του.
  Ο Ίντιγκο γρύλισε απειλητικά στον Σεμπάστιαν, πράγμα που δεν φάνηκε να τον πτοεί καθόλου.
 Ευτυχώς, εκτός από αλαζόνας και εγωκεντρικός, ήταν και έξυπνος οπότε πήγε με τα νερά του Σεμπάστιαν και αρκέστηκε σε μία κοφτή και σαφής απάντηση. «Μάλιστα κύριε».
  «Χαίρομαι που καταλαβαινόμαστε γιε μου, πίσω στη βάση θα συζητήσουμε περεταίρω για το θέμα. Και τώρα ας συνεχίσουμε», είπε και γύρισε ξανά ξεκινώντας το βαθυστόχαστο περπάτημά του καθοδηγώντας την ομάδα.

                                      ***

  Περπατούσαμε πολλές ώρες διατηρώντας το κλίμα όπως ήταν και στην αρχή του ταξιδιού μιας και που κανένας δεν έδειχνε ενδιαφέρον να κάνει κάτι για αυτό αφού ακόμα και ο Λόγκαν είχε αφοσιωθεί πλήρως στη Μία αδιαφορώντας για όλους τους υπόλοιπους.
  Ο Σεμπάστιαν μπροστά, εγώ με την Μία και τον Λόγκαν από πίσω και τέλος τα αδέρφια με τον υπερφυσικό σκύλο.
  Μπαμ…
  Ακούστηκε ένας διαπεραστικός και βαρύς ήχος από  πυροβολισμό ακριβώς από πίσω μας και όλοι παγώσαμε. Στράφηκα γρήγορα πίσω μου φοβούμενη για το τι θα αντίκριζα…
  Ο Τόνυ σημάδευε με το όπλο που το είχε δοθεί προς την πυκνή βλάστηση πλάγια από το μονοπάτι που διασχίζαμε εμείς.
  Είχαμε μείνει να τον κοιτάμε με απορία, περιμένοντας μία εξήγηση και αυτός απλά γύρισε και μας κοίταξε επίσης παραξενεμένος «Τι;», ήταν το μόνο που μας είπε.
  Ο Σεμπάστιαν κατακλυσμένος από οργή κατευθύνθηκε με γοργό και αποφασιστικό βηματισμό προς το μέρος του. Παρά το μικροσκοπικό ανάστημά του, ο αέρος που ανέδιδε έκανε τους πάντα γύρω του να τον φοβούνται και να τον σέβονται.
  Εκτός από τον Τόνυ φυσικά.
  «Είσαι τρελός; Πες μου έναν σοβαρό λόγο που το έκανες αυτό! Έναν σοβαρό λόγο που να αξίζει να τραβήξεις την σκανδάλη προξενώντας τόσο θόρυβο και προσελκύοντας ανεπιθύμητη προσοχή πάνω μας! Είσαι μαζί μας ή εναντίων μας;;;» του φώναζε και το πρόσωπό του είχε μεταμορφωθεί σε μία μάσκα οργής
  «Άραξε λίγο! Μας παρακολουθούσε ώρα τώρα, τον είχα παρατηρήσει», απάντησε ψύχραιμα και αδιάφορα.
  «Έχεις εγκεφαλική βλάβη βρε αγόρι μου;; Και είναι αυτός λόγος να τον πυροβολήσεις έτσι;»  Πήρε μια βαθιά εισπνοή και εξέπνευσε σε μία προσπάθεια να αποβάλει τον εκνευρισμό του και να ηρεμήσει. Πλησίασε τον Τόνυ απειλητικά, σε απόσταση αναπνοής και του είπε «Μη με κάνεις να το μετανιώσω που ήρθα να σώσω το άχρηστο μυαλό σου. Πίστεψέ με δεν το θες», απομακρύνθηκε από τον Τόνυ ο οποίος τον κοίταγε παγερά αδιάφορος για οτιδήποτε του έλεγαν και στράφηκε προς τον Άιζακ «Με απογοητεύεις, είχες εγγυηθεί για αυτόν».
  Αυτά είπε και γύρισε την πλάτη στα δύο αδέρφια αφήνοντας τον Άιζακ με σφιγμένα δόντια και τρεμάμενα χείλη και τον Τόνυ με ένα απηυδισμένο βλέμμα.
  Δεν μπορούσαν να ψυχολογήσω τον Σεμπάστιαν… Από την μία μαζί μου ήταν τόσο καλός και στοργικός, αλλά έβλεπα και την άλλη του πλευρά. Μία πλευρά σκληρή, κυρίαρχη, επιβλητική…
  «Συνεχίζουμε», μας φώναξε ο Σεμπάστιαν έχοντας ανακτήσει πλέον και πάλι τον έλεγχο του εαυτού του.
  Καθώς περπατούσα άκουγα έναν τσακωμό να εξελίσσεται πίσω μου…
  «Γιατί το έκανες αυτό;;», ακούστηκε η νευριασμένη φωνή του Άιζακ.
  «Και εσύ θα μου κάνεις κήρυγμα ρε φίλε τώρα;», απάντησε αγανακτισμένος ο Τόνυ.
  «Σοβαρέψου γαμώτο επιτέλους. Απάντησέ μου», ανταπάντησε προσπαθώντας να επιβληθεί στον αδερφό του.
  «Ξεκόλλα».
  «Δεν θα αλλάξεις ποτέ. Μαλάκας ήσουν και έτσι θα μείνεις», είπε ο Άιζακ και μπορούσα να διακρίνω στη φωνή του την απογοήτευση που ένιωθε… Άκουσα βαριά βήματα να με πλησιάζουν και υπέθεσα ότι ο Άιζακ είχε γυρίσει τη πλάτη του στον αδερφό του και επιτάχυνε το βήμα του για να τον αποφύγει.
  Με προσπέρασε και συνέχισε να προχωράει παίρνοντας θέση πίσω από τον αρχηγό και ρίχνοντας κοφτές ματιές στη Μία που εξακολουθούσε να χαζογελάει με τον Λόγκαν για πολλοστή φορά.
  Τότε μπόρεσα με δυσκολία να ξεχωρίσω ένα μουρμουρητό που ερχόταν από πίσω μου, εκεί που είχε απομείνει μόνο ο Τόνυ με τον Ίντιγκο…
  «Ένας μαλάκας που σας έσωσε από πράκτορα της βάσης».
  Δάγκωσα τα χείλη μου και συνοφρυώθηκα…  Δεν μίλησα, απλά απόρησα. Γιατί; Γιατί επέμενε να είναι ένας τόσο εγωκεντρικός κάφρος;
  Ξαφνικά ύστερα από μερικά λεπτά μου ήρθε μια αναλαμπή και σταμάτησα απότομα. «Σεμπά…εε αρχηγέ!!» αναφώνησα με ενθουσιασμό.
  Σταμάτησαν όλοι και έστρεψαν την προσοχή τους πάνω μου.
  «Σε ακούω…»
  «Άσε με να πάρω δείγμα από αυτόν τον άνθρωπο!»
  Έσμιξε τα φρύδια του και φάνηκε παραξενεμένος με την παράκλησή μου… Εγώ είχα μείνει εκεί να τον κοιτάω με ένα όλο προσδοκίες βλέμμα ελπίζοντας να λάβω θετική απάντηση.
  Ξαφνικά παρατήρησα το πρόσωπό του να χαλαρώνει και ένα απροσδιόριστο χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του.
  «Έτσι σε θέλω… Βέβαια πήγαινε. Τόνυ μαζί της… Σας περιμένουμε εδώ»
  Η χαρά που με κατέκλυσε από την θετική του απάντηση εξανεμίστηκε στο επόμενο δευτερόλεπτο ακούγοντας ότι θα έπρεπε να περάσω μερικά λεπτά ολομόναχη με τον Τόνυ. Χλόμιασα, ξεροκατάπια και ψέλλισα «Μάλιστα…»
  Γύρισα και έριξα μια κλεφτή ματιά στον Τόνυ. Χαμογελούσε αυτάρεσκα για έναν λόγο που πραγματικά δεν μπορούσα να προσδιορίσω. «Σε ακολουθώ…» του είπα με αδύναμη φωνή.
  «Ίντιγκο μείνε εδώ».
  Με κοίταξε περιεργάζοντας με  από την κορυφή ως τα νύχια και ύστερα έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι του υποδεικνύοντας μου την κατεύθυνση που έπρεπε να ακολουθήσω.
  Ύστερα από μερικά λεπτά είχαμε φτάσει στο σημείο όπου ο Τόνυ είχε πατήσει την σκανδάλη. Φτάνοντας εκεί όπου κρυβόταν αυτός ο πράκτορας της βάσης αντίκρισα αμέσως ένα άψυχο σώμα να κείτεται στο χώμα. Η σφαίρα είχε τρυπήσει το κεφάλι του με απόλυτη ακρίβεια επαγγελματία… Το κοίταξα με γουρλωμένα μάτια και ύστερα τον Τόνυ…
  «Έχω και άλλα ταλέντα εκτός από αυτά που ήδη ξέρεις»,  απάντησε στο έκπληκτο βλέμμα μου και μου έκλεισε το μάτι επιδεικτικά… «Τελείωνε όμως, δε θέλω να είμαι εδώ όταν αρχίσει να βρωμάει», συμπλήρωσε ανακτώντας το ψυχρό τόνο του.
  Έβγαλα μερικά σακουλάκια και το μαχαίρι που είχα στον σάκο μου και το κράτησα σφιχτά στο χέρι μου. Έμεινα να κοιτάω το πτώμα μπροστά μου για λίγα δευτερόλεπτα και έσφιξα τα δόντια μου για αυτό που επρόκειτο να κάνω…
  Ξέθαψα από τα βάθη του μυαλού μερικές από τις πιο μισητές αναμνήσεις μου…. Την ανατομία…
  Ήθελα..έπρεπε να πάρω όσο το δυνατόν περισσότερα δείγματα.. μου τόνισα το γεγονός ότι έπρεπε να στοχεύσω στα πιο σημαντικά κύτταρα  του ανθρώπινου οργανισμού. Αυτά θα ήταν που θα είχαν προσβληθεί  σε μεγαλύτερο βαθμό από την συμμόρφωση..
  «Είναι συμμορφωμένος έτσι;», ρώτησα για επιβεβαίωση τον Τόνυ.
  «Προφανώς».
  Υπέροχα… σκέφτηκα…
  Επέλεξα να ξεκινήσω με κάτι απλό. Για αρχή, με χειρουργική ακρίβεια και προσοχή χάραξα το δέρμα του στο κέντρο του στήθους του.  Η αίσθηση ήταν απαίσια… Σαν να έκοβα ένα παχύ κομμάτι ωμού κρέατος… Μόνο που είχα απόλυτη συναίσθηση ότι αυτό που έκοβα εκείνη τη στιγμή ήταν ένας άνθρωπος… Συμμορφωμένος ή μη, ήταν ένας άνθρωπος και σίγουρα δεν του άξιζε να πεθάνει και να ξεχαστεί ακρωτηριασμένος στο χώμα, στη μέση του πουθενά. Σε κανέναν δεν άξιζε αυτό.
  Μόλις τελείωσα με την τομή, άφησα το μαχαίρι δίπλα μου και πήρα μια βαθιά ανάσα που αμέσως μετάνιωσα που την πήρα… Μία βαριά δυσοσμία αποσύνθεσης και σαπίλας χτύπησε βίαια τα ρουθούνια μου και το στομάχι μου δέθηκε κόμπος.
   Τοποθέτησα τα χέρια μου στη σχισμή που είχα μόλις δημιουργήσει κάνοντας στην άκρη όλες τις στρώσεις δέρματος…
  Και ήταν εκεί… η καρδιά του. Η μαυρισμένη καρδιά του και μιλάω κυριολεκτικά.. Βασικό χαρακτηριστικό των συμμορφωμένων ήταν η μαυρισμένη καρδιά τους. Ανίκανη να αγαπήσει, ανίκανη να νιώσει, να πιστέψει, να ζήσει. Προορισμός του ήταν μόνο να υπακούν τους ανώτερούς τους τυφλά. Ο ρόλος της καρδιάς τους ήταν καθαρά λειτουργικός.
  Έκοψα ένα κομμάτι της και το έβαλα μέσα στο ένα από τα σακουλάκια μου.
  «Δεν το κουβαλάω εγώ αυτό», είπε απλά ο Τόνυ.
  Τον αγνόησα και συνέχισα ακάθεκτη.
   «Θα χρειαστώ τη βοήθειά σου τώρα…», του είπα αποφεύγοντας πάντα να τον κοιτάξω στα μάτια.
  Ξεφύσησε, σαν να ήταν αναγκασμένος να το κάνει, σαν να μου έκανε τη χάρη.
  «Τι να κάνω;»
  Έκοψα με το μαχαίρι μου τις τρίχες από το πίσω μέρος του κεφαλιού του και τοποθέτησα το μαχαίρι μου κατακόρυφα με την κορυφή του να αγγίζει το κρανίο του.
  «Πίεσε με όλη σου τη δύναμη…»
  Γονάτισε δίπλα μου και πήρε το μαχαίρι στα χέρια του αποφεύγοντας κάθε επαφή με εμένα.
  Τα χέρια του σφίχτηκαν, φλέβες έκαναν την εμφάνισή τους και ακούστηκε ένας ανατριχιαστικός θόρυβος σπασίματός. Το κρανίο είχε ανοίξει με επιτυχία…
  «Σε ευχαριστώ…»
  Δεν έλαβα απάντηση…
  Με την μύτη του μαχαιριού μου έκοψα ένα κομμάτι από τον εγκέφαλό του, από το σημείο του βρεγματικού λοβού. Του σημείου του εγκεφάλου που ήταν υπεύθυνο μέσα σε ποικίλα άλλα, για την έκφραση τον σκέψεων και των συναισθημάτων.
  Ύστερα τοποθέτησα όμοια με πριν το μαχαίρι στο μέτωπο του άντρα και έγνεψα  στον Τόνυ.
  Κρακ..
  Άλλη μια πετυχημένη τομή. Αυτή τη φορά πήρα δείγμα από τον μετωπιαίο λοβό, το μέρος του εγκεφάλου στο οποίο πραγματοποιούνται οι ανώτερες πνευματικές λειτουργίες και οι νοητικές διεργασίες.
  «Τελείωσα», είπα βάζοντας και το τελευταίο δείγμα στο σακουλάκι. Ο Τόνυ με κοίταξε με ανασηκωμένο το ένα του φρύδι και κατάλαβα πόσο αποκρουστική έπρεπε να ήταν η όψη μου. Λουσμένη με κρύο ιδρώτα και βουτηγμένη στο αίμα μέχρι τους αγκώνες.
  Στάθηκα και τον κοιτούσα αμήχανα αποφεύγοντας την απευθείας επαφή με τα μάτια.
  «Φύγαμε τότε…» μου απάντησε αδιάφορα και μου έκανε νόημα να προχωρήσω πρώτη.
  Καθώς έκανα την κίνησα να φύγω γρήγορα από εκείνο το μέρος σκόνταψα σε μία ρίζα δέντρου που προεξείχε από το έδαφος και άρχισα να πέφτω περιμένοντας το σκληρό χτύπημα του πατώματος με κλειστά τα μάτια, πράγμα που δεν συνέβη ποτέ.
  Άνοιξα τα μάτια μου και βρέθηκα στην κατάσταση που τόση ώρα απέφευγα… Τα βλέμματά μας είχαν διασταυρωθεί και τα δυο του καστανά μάτια με κάρφωναν ανελέητα αναγκάζοντάς με να ξεθάψω σκηνές του παρελθόντος. Εκείνη τη στιγμή πέρασαν μπροστά στα μάτια μου πολλές εικόνες από τις στιγμές τότε όταν τον πρωτογνώρισα. Τότε που με κόλλησε στον τοίχο έτοιμος να με πνίξει, τότε που ήταν μέσα μου και απολάμβανε κάθε σπιθαμή του γυμνού κορμιού μου, τότε που του έσπασα ένα βάζο στο κεφάλι και έφυγα σαν κλέφτης…
  Και σαν να είχαν συγχρονιστεί οι σκέψεις μας σε αυτές τις θλιβερές σκηνές του παρελθόντος, από εκεί που με κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του προστατεύοντάς με από την πτώση και παρατηρώντας με με προσοχή, κάτι τον τράβηξε πίσω και με μια  απότομη κίνηση με σήκωσε για να σταθώ στα πόδια μου και με άφησε γρήγορα φορώντας ξανά στο πρόσωπό του το σκληρό προσωπείο.
  «Φεύγουμε τώρα», αποκρίθηκε κοφτά αποφεύγοντας να με κοιτάξει.
  Πριν προλάβουμε όμως να κάνουμε ένα βήμα ακούσαμε από πίσω μας θορύβους και θροΐσματα φύλλων.
  Γύρισα τρομοκρατημένη προς τα πίσω και βιάστηκα να πιάσω ξανά στα χέρια μου το μαχαίρι που είχα βάλει μέσα στην τσάντα τελειώνοντας με τα δείγματα.
  Όταν είδα τους τρεις άντρες να ξεπροβάλλουν από τους θάμνους φορώντας την ίδια στολή με αυτόν που είχα μόλις χειρουργήσει, αισθάνθηκα πολύ ανόητη που δεν είχα προνοήσει να πάρω μαζί μου τίποτα άλλο πέρα από αυτό το μαχαίρι…
  Τελικά ο Τόνυ είχε όντως  προσελκύσει την υπόλοιπη ομάδα πρακτόρων της βάσης προς το μέρος μας…
  Άρχισα να τρέμω καθώς με πλησίαζαν απειλητικά οι τρεις άντρες με τα ηρεμιστικά (ήλπιζα)  όπλα και τα κοφτερά μαχαίρια στα χέρια τους.
  Μέσα στον πανικό μου δεν μπορούσα να βρω το μαχαίρι, είχα παγώσει από το φόβο μου και τα μάτια μου δάκρυσαν. 
  Όχι, δεν ήθελα να τελειώσει έτσι, όχι τώρα.
  Όχι μετά από όλα όσα πέρασα, τώρα που είχα βρει την αντίσταση και είχα ξανά ανθρώπους στο πλευρό μου και ελπίδα στη καρδιά μου…


AnnabelZ