Τα Τέσσερα Στοιχεία (Κεφάλαιο 20)

Έχω μείνει εκεί, να στέκομαι σαν άγαλμα και να τον κοιτάζω άφωνη. Λέξεις σχηματίζονται στην άκρη των χειλιών μου, αλλά δεν καταφέρνουν ακουστούν. Νιώθω υπεύθυνη και μάταια μέσα μου αναζητώ τρόπους να αντιστρέψω όλη αυτή την κατάσταση.
«Πάμε» επαναλαμβάνει σιγανά και κάνει νόημα στον Γκρέισον για να ακολουθήσει. Παρά τις συνεχόμενες προσπάθειες μου να ξεφύγω, εκείνος εξακολουθεί να με τραβάει από τον αγκώνα δίχως να χαλαρώσει τη λαβή του. Ακόμη και όταν τον κοιτάζω στα μάτια λυπημένα, δεν γυρίζει να με αντικρίσει. Ούτε καν αντιλαμβάνεται πόσο με πονούν τα μακριά του δάκτυλα.

Μόλις απομακρυνόμαστε αρκετά από το κτήριο, επιτέλους καταφέρνω να μιλήσω. «Τριστάνο, άσε με! Με πονάς!» λέω δίνοντας έμφαση στην τελευταία λέξη. Ο Γκρέισον έρχεται στο πλάι μου και παρότι στην αρχή νόμιζα ότι θα παρέμβει, εκείνος περπατάει σκυφτός.
«Συγγνώμη» λέει ο Τριστάνο και απελευθερώνει το χέρι μου. «Απλώς δεν ήθελα να πας στην Ελίζαμπεθ».
Τρίβω τον αγκώνα μου και τον κοιτάζω στα μάτια, επιδεικνύοντας του πόσο με εκνεύρισε η συμπεριφορά του. «Τι στο καλό έκανες, μπορείς να μου πεις; Παραιτήθηκες από τη δοκιμασία εκλογής;!» τσιρίζω με αποτέλεσμα να γίνω το κέντρο της προσοχής των περαστικών. Αγνοώ τα βλέμματα όλων και συνεχίζω απτόητη, «Δεν μπορείς να τα αφήσεις όλα, τόσα χρόνια προετοιμάζεσαι για αυτή τη στιγμή! Δεν μπορείς να αφήσεις έτσι τα όνειρά σου!»
«Τα όνειρα μου δεν αφορούν πλέον εκείνη την ανόητη νίκη…» λέει σιγανά, λες και μιλάει περισσότερο στον εαυτό του παρά σε μένα.
«Α ναι; Και τι ακριβώς αφορούν τότε;» ρωτάω και σταυρώνω τα χέρια. Σηκώνει το βλέμμα του και οι ματιές μας διασταυρώνονται.
«Εσένα…» λέει και με τραβάει πάνω του. Τα χέρια μου φυλακίζονται ανάμεσά μας. Νιώθω άβολα γνωρίζοντας ότι ο αδερφός του στέκεται ακριβώς πίσω μου και βλέπει τη σκηνή. Αισθάνομαι τα μάγουλά μου να καίνε.
«Τριστάνο… είναι λάθος…»
«Λάθος θα ήταν να πολεμήσω ξανά εναντίον σου. Μόνο μια φορά τόλμησα να σε χτυπήσω, αυτό δεν πρόκειται να ξαναγίνει» λέει αναφερόμενος σε εκείνη τη μέρα όπου ο Φράνκ μας ανάγκασε να πολεμήσουμε.
«Αδερφέ, η Καρίνα έχει δίκιο, δεν μπορείς να παρατήσεις τη δοκιμασία εκλογής» λέει ο Γκρέισον και τότε απομακρύνομαι από την αγκαλιά του Τριστάνο νιώθοντας για ακόμη μια φορά ντροπή.
«Και από πότε εσύ με συμβουλεύεις;» ρωτάει ο Τριστάνο καρφώνοντας το βλέμμα του πάνω στον αδερφό του. Η ομοιότητα των δύο αδερφιών δεν θα μπορούσε ποτέ να περάσει απαρατήρητη, μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό, λες και είναι δίδυμα.
Τα μάτια μου πηγαινοέρχονται ανάμεσα τους ψάχνοντας για διαφορές, πέραν εκείνων του ύψους και του κουρέματος. Η μόνη που καταφέρνω να βρω είναι στα χείλη. Του Τριστάνο είναι πιο σαρκώδη, ενώ του Γκρέισον πιο μικρά αλλά και πιο κόκκινα.
«Από τότε που κατάλαβα ότι δεν μπορείς να ξεχωρίσεις το σωστό από το λάθος» του αποκρίνεται και στο πρόσωπό του εμφανίζεται ξανά εκείνο το πονηρό χαμόγελο που τον αντιπροσωπεύει.
Ο Τριστάνο σφίγγει την γροθιά του, αλλά δεν κάνει ούτε βήμα. Δεν θα μπορούσε άλλωστε, μπήκα αμέσως ανάμεσά τους.
«Γκρέισον, πάψε να κάνεις τον ξερόλα» λέω ρίχνοντας του ένα απειλητικό βλέμμα. Τα πανέμορφα γαλανά του μάτια, ολόιδια εκείνων του αδερφού του, πέφτουν πάνω μου και δεν ξεκολλάν ούτε στιγμή από τα δικά μου. Για ακόμη μια φορά παγώνω και νιώθω τα μάγουλα μου να ζεσταίνονται και να βάφονται κόκκινα. Αυτή τη φορά είναι ο Τριστάνο μπροστά και δεν υπάρχει περίπτωση να υποκύψω, σ’ αυτήν την κατά τα άλλα, ανόητη γοητεία του.
Του γυρίζω την πλάτη και αρπάζω το χέρι του Τριστάνο. Τον τραβάω ελαφρώς και εκείνος με ακολουθεί σιωπηλός, καθώς δεν γνωρίζει τι ακριβώς έχω στο μυαλό μου, αλλά σίγουρα θεωρώντας ότι θα προσπαθήσω να του αλλάξω γνώμη.
Τον οδηγώ στο αυτοκίνητο όπου περιμένει η Οριάνα και όταν επιβιβαζόμαστε, πέφτω στην αγκαλιά του και σφραγίζω τα βλέφαρα μου. Αναστενάζω δυνατά και έπειτα αποτραβιέμαι για να τον κοιτάξω με θυμό ευθεία μέσα στα μάτια.
«Μην νομίζεις ότι το θέμα έληξε» λέω και αποστρέφω το βλέμμα μου, επικεντρώνοντας την προσοχή μου στον Γκρέισον που περπατάει με αργό βήμα προς το αμάξι, λες και δεν τον περιμένουν τρία άτομα μέσα. Για μια στιγμή μου φαίνεται πως τα μάτια του γυαλίζουν, σαν να είναι έτοιμος να κλάψει. Ωστόσο δεν διαρκεί για πολύ οπότε δεν είμαι απόλυτα σίγουρη για αυτό που είδα.
«Πόσα χρόνια μεγαλύτερος είναι ο Γκρέισον;» ρωτάω δίχως να κοιτάξω προς το μέρος του Τριστάνο.
Τον ακούω να ξεφυσάει. «Είναι ένα χρόνο μεγαλύτερος, δεκαεννέα» μου αποκρίνεται. Κατανεύω και συνεχίζω να παρακολουθώ έξω από το παράθυρο.
«Ευχαριστώ που με περιμένατε» λέει ο Γκρέισον μόλις μπαίνει μέσα. Κάθεται πίσω, ακριβώς δίπλα μου, ενώ θα μπορούσε να πάει μπροστά στη θέση του συνοδηγού. Κρατάω το βλέμμα μου καρφωμένο ευθεία μπροστά μιας και μου έκοψε τη θέα από το παράθυρο.
«Μπορείς να κοιτάξεις προς τα εδώ, εγώ είμαι καλύτερο θέαμα από έναν δρόμο» λέει και νιώθω τα μάτια του να πηγαινοέρχονται σε όλο μου το σώμα. Χώνω το πρόσωπό μέσα στο χούφτα μου και κουνάω το κεφάλι επιδεικνύοντάς του την απελπισία μου.
«Ο δρόμος αποτελεί ωραιότερο θέαμα από ένα ψώνιο» του αποκρίνομαι με ένα σαρκαστικό τόνο στη φωνή μου. Ο Τριστάνο παίρνει το χέρι μου μέσα στο δικό του και το κρατάει εκεί. Μολονότι πίστεψα ότι γελούσε, τώρα που γυρίζω το να τον κοιτάξω, παρατηρώ ότι το πρόσωπό του είναι επισκιασμένο από σοβαρότητα. Έχει μια βαθιά προσήλωση, λες και το μυαλό του δουλεύει πυρετωδώς για να βρει τη λύση σε ένα ζήτημα που δεν γνωρίζω.
«Είσαι καλά;» ρωτάω, αλλά απάντηση δεν έρχεται. Τον σκουντάω σιγανά φοβούμενη μήπως ξαφνικά βγει από τις σκέψεις του και τρομάξει.
«Ορίστε;» ρωτάει και κουνάει ελαφρά το κεφάλι σαν να προσπαθεί να αποδιώξει μια άσχημη εικόνα.
«Είσαι καλά;» επαναλαμβάνω. Γνέφει και γυρίζει το βλέμμα του προς το παράθυρο, ωστόσο δίχως να απελευθερώσει το χέρι μου.
«Μην τον παρεξηγείς, πότε πότε τον πιάνουν κάτι τέτοια» ψιθυρίζει ο Γκρέισον στο αφτί μου και εγώ απομακρύνομαι χαχανίζοντας. Κάθε φορά που κάποιος μιλάει ψιθυριστά κοντά στο αφτί μου εγώ σαν μικρό κοριτσάκι γαργαλιέμαι.
Ο Τριστάνο κατακεραυνώνει τον αδερφό του και με τραβάει πάνω του αφήνοντας ελαφρά το κεφάλι μου να πέσει στον ώμο του. Μαζεύομαι πάνω του και κλείνω τα μάτια. Μένουμε έτσι για την υπόλοιπη διαδρομή, ενώ εγώ μπερδεύομαι όλο και περισσότερο όσο προσπαθώ να καταλάβω τι κρύβεται πίσω από αυτή την απαράδεκτη συμπεριφορά του Γκρέισον. Πάντως κάτι μέσα μου λέει ότι δεν είναι όσο καλός δείχνει.




***


«Τελείωσε, Καρίνα! Κατάλαβέ το, δεν πρόκειται να επιστρέψω στη δοκιμασία εκλογής και μακάρι και εσύ να μην δεχόσουν να μπεις ξανά σε εκείνον τον ανόητο αγώνα για μια θέση που ουσιαστικά δεν επιθυμείς να κερδίσεις!» φωνάζει τόσο δυνατά που είμαι σίγουρη πως οι γονείς μου όπου να ναι θα ανέβουν να δουν τι συμβαίνει.
«Αν νομίζεις πως θα αφήσω τον Κόνορ να ανακηρυχθεί Θεός Ηγέτης, τότε είσαι πολύ γελασμένος!» λέω και εγώ στον ίδιο τόνο, με τους παλμούς μου να αυξάνονται στο κάθε λεπτό που περνάει. Νιώθω τα μάτια μου να καίνε έτοιμα από στιγμή σε στιγμή να ξεσπάσουν σε έναν χείμαρρο δακρύων.
«Προτιμώ να νικήσει αυτός, μόνο βάσανα θα τραβήξει».
Σωριάζομαι στο κρεβάτι ανήμπορη πια να αποδιώξω όλον εκείνο τον πόνο που έχει μετατραπεί σε ανεξέλεγκτα δάκρυα.
«Σε παρακαλώ, μην τα αφήσεις όλα για εμένα… ούτως ή άλλως στο τέλος δεν θα είμαστε μα…»
«Αυτό δεν το ξέρεις» με διακόπτει και αρχίζει να βηματίζει αδιάκοπα πάνω κάτω μέσα στο δωμάτιο. «Μπορεί να μη κερδίσεις».
«Θέλεις δηλαδή να αποτύχω;» ρωτάω σηκώνοντας το βλέμμα μου και ρίχνοντας του μια πληγωμένη ματιά.
«Εδώ και μισή ώρα μαλώνουμε για ένα θέμα που έχει πλέον αποφασιστεί, καταστρέφουμε τη σχέση μας για κάτι ανόητο».
«Η δοκιμασία εκλογής είναι κάτι ανόητο για σένα;» ρωτάω δύσπιστα, ενώ από τα μάτια μου ξεγλιστρούν τα δάκρυα που με τόσο κόπο κρατούσα εδώ και ώρα.
«Καρίνα…» λέει σιγανά. Πλησιάζει προς το μέρος μου και σηκώνει τα χέρια έτοιμος να με αγκαλιάσει.
«Όχι..» λέω και τον σπρώχνω μακριά, «κάνε ότι θες, γυρίσεις δεν γυρίσεις στη δοκιμασία εκλογής εμένα δεν μου καίγεται καρφί. Εμείς οι δύο τελειώσαμε…η Θεά Ηγέτης είχε δίκιο, σε μια τόσο σημαντική αποστολή δεν έχουν χώρο οι έρωτες. Μπορεί για εσένα η δοκιμασία εκλογής να είναι κάτι ανόητο, αλλά για μένα πάντα αποτελούσε ολόκληρη τη ζωή μου και πίστεψέ με, δεν είμαι διατεθειμένη να εγκαταλείψω τα όνειρά μου για σένα».
Η καρδιά μου ματώνει, όχι μόνο εξαιτίας όλων όσων μόλις βγήκαν απ’ τα χείλη μου, αλλά πολύ περισσότερο από το βλέμμα που έχει καλύψει το πρόσωπό του. Πόνος, οργή, μίσος, φόβος, απόγνωση… αλλά κάπου εκεί βαθιά μπορώ να διακρίνω και την αγάπη, εκείνη που όσο και αν χάνεται, ποτέ μα ποτέ δεν σβήνει.
«Τώρα φύγε…» λέω και σκουπίζω τα δάκρυα μου. Σμίγει τα φρύδια ενώ τα μάτια του μοιάζουν να γυαλίζουν.
«Τι είναι αυτά που λες;» ψελλίζει. Τα χέρια του είναι πεσμένα στο πλάι σαν νεκρά, όλο του το σώμα προδίδει τα συναισθήματα που τον κατακλύζουν. Ο πόνος του γίνεται και δικός μου, ωστόσο όσο σκληρά και αν του φέρθηκα ήδη, πρέπει να τον κάνω να καταλάβει ότι τα λόγια μου τα εννοώ.
«Αυτά που ακούς!» φωνάζω, «Δεν σε αγαπάω, δεν σε θέλω! Φύγε!»
Βλέπω το μήλο του Αδάμ να ανεβοκατεβαίνει και τα μάτια του να γεμίζουν με δάκρυα. Ο Τριστάνο κλαίει;
«Καρίνα, το ξέρω ότι λες ψέματα, αλλά για ποιο λόγο;» ρωτάει ενώ το πληγωμένο του ύφος με διαλύει.
«Λέω την αλήθεια, τώρα φύγε».
Με κοιτάζει σαν χαμένος, ενώ καταλαβαίνω ότι μετά βίας συγκρατεί τα δάκρυά του. Αποτρέπω τον εαυτό μου απ’ το να υποκύψει και του ανοίγω την πόρτα.
«Φύγε, Τρίσταν» λέω.
Μάλλον το ‘Τρίσταν’ ήταν και το κερασάκι στην τούρτα. Έρχεται προς το μέρος μου και κλείνει με δύναμη την πόρτα, αναγκάζοντάς με να πισωπατήσω τρομαγμένη.
«Ο Θεά Ηγέτης είχε δίκιο και σε κάτι άλλο» λέει ρίχνοντας όλο το βάρος του σώματός του στο δεξί του χέρι. Το κεφάλι του είναι σκυμμένο και ίσα που διακρίνω δάκρυα να κυλούν στα μάγουλα του. «διέλυσε αυτόν τον έρωτα».
Και με αυτά τα λόγια, ανοίγει την πόρτα και φεύγει. Απομένω μόνη μέσα στο πλέον μίζερο δωμάτιο να αφουγκράζομαι την κοφτή ανάσα μου, ενώ στα μάτια μου αναβλύζουν καυτά δάκρυα.


***


Έκατσα στο δωμάτιο μου για ώρες ατελείωτες να σκέφτομαι αν έκανα το σωστό. Έπρεπε να χωρίσω τον Τριστάνο, μόνο έτσι θα διέλυα εκείνη την ανόητη απροθυμία του να επιστρέψει στη δοκιμασία εκλογής.
Κάποια στιγμή και αφού είχα πείσει τον εαυτό μου ότι έκανα τη σωστή επιλογή, η μητέρα μου χτύπησε την πόρτα του δωματίου μου και με παρακάλεσε να κατέβω να φάω. Αρνήθηκα πεισματικά με τη δικαιολογία ότι δεν είχα όρεξη να μιλήσω στον πατέρα μου, αλλά ήξερα ότι είχε ακούσει και εκείνη τον καβγά μου με τον Τριστάνο και κάθε άρνηση ήταν μάταιη.
Κατέβηκα αργά τα σκαλοπάτια συγκρατώντας τα δάκρυα που ακόμη δεν είχαν στερέψει. Εκείνη την ώρα χτύπησε το κουδούνι και με την ελπίδα ότι ήταν ο Τριστάνο, έτρεξα να ανοίξω. Φυσικά και στο κατώφλι δεν στεκόταν εκείνος, αλλά η Οριάνα, με ένα πελώριο χαμόγελο να στολίζει το πρόσωπό της. Την κοίταξα με απορία και εκείνη ξαφνικά με αγκάλιασε με δάκρυα στα μάτια.
«Πήγαμε στη Θεά Ηγέτη και συζητήσαμε το θέμα, στην αρχή ήταν κάπως επιφυλακτική, αλλά τελικά δέχτηκε! Εγώ και ο Κρίστοφερ θα παντρευτούμε! Μόνο που δέχτηκε με μία προϋπόθεση… να γίνει ο γάμος αύριο, μετά την πρώτη δοκιμασία των Ξεχωριστώ της Φωτιάς μιας και πρέπει να είμαστε συνεχώς στο πλευρό σου από εδώ και μπρος» μου εξήγησε όταν καθίσαμε στο σαλόνι. Την αγκάλιασα και ήταν η πρώτη φορά από τη στιγμή που έφυγε ο Τριστάνο που ένιωσα κάπως καλύτερα.
Τώρα στέκομαι έξω απ’ το δοκιμαστήριο όπου η Οριάνα δοκιμάζει το εικοστό τέταρτο νυφικό.
«Ποιους θα καλέσεις στο γάμο;» ρωτάω και αρχίζω να βηματίζω πάνω κάτω περιμένοντας να βγει.
«Αρκετούς, έχω ήδη ενημερώσει τους κοντινούς μου ανθρώπους και μετά από εδώ τα στείλω πρόσκληση και σε φίλους και γνωστούς» λέει και ακούω τον ήχο του φερμουάρ.
«Ανάμεσα στους γνωστούς δηλαδή ποιοι ακριβώς θα είναι; Εννοώ… θα είναι και ο Τριστάνο;»
«Ναι, είμαι αναγκασμένη να προσκαλέσω την οικογένεια Αζόρ. Ο πατέρας του Τριστάνο έχει μακρινή συγγένεια με τον Κρίστοφερ».
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και γέρνω πάνω στον τοίχο. Υπέροχα, τώρα όχι μόνο θα αναγκαστώ να δω τον Τριστάνο, αλλά θα πρέπει να ανεχτώ και τον ενοχλητικό αδερφό του.
«Νομίζω πως αυτό είναι το ιδανικό» λέω μόλις η Οριάνα βγαίνει από το δοκιμαστήριο. Το σώμα της καλύπτεται από ένα γυαλιστερό, γαλάζιο σατέν ύφασμα, διακοσμημένο με στρας και παγιέτες. Είναι πανέμορφο και λατρεύω τον τρόπο που το ύφασμα ξεχύνεται από πίσω.
«Κι εγώ το ίδιο» λέει καθώς τα μάτια της καρφώνονται στον καθρέφτη και το νυφικό που τον κάνει να λάμπει.
Το επόμενο πρωί νιώθω χειρότερα. Υπό διαφορετικές συνθήκες θα πετούσα απ’ τη χαρά μου, που επιτέλους για πρώτη φορά θα παρακολουθήσω τη δοκιμασία εκλογής, αλλά μετά από όλα όσα συνέβησαν την προηγούμενη μέρα δεν καταφέρνω ούτε να χαμογελάσω. Με δυσκολία βάζω τη στολή και πιάνω τα μαλλιά μου σε μια ψιλή αλογοουρά. Αφήνω έναν μακρόσυρτο αναστεναγμό στη θέα των μαύρων κύκλων γύρω απ’ τα μάτια μου, τώρα όλοι θα καταλάβουν ότι δεν είμαι καλά.
Κατεβαίνοντας στον κάτω όροφο συναντώ τον πατέρα μου που μοιάζει να με κοιτά παραξενεμένος. Τα μάτια του εξετάζουν την όψη μου και μόλις αντιλαμβάνεται ότι τα μάτια μου έχουν γεμίσει δάκρυα, τυλίγει τα χέρια του γύρω μου και αρχίζει να μου χαδεύει απαλά τα μαλλιά.
«Τι συμβαίνει, Καρίνα;» ρωτάει και καρφώνει τα μάτια του στα δικά μου.
«Τίποτα» λέω σχεδόν ψιθυριστά. Βλεφαρίζω για να αποδιώξω τα δάκρυα, ωστόσο είναι πλέον αργά, τα μάγουλά μου έχουν ήδη μουσκέψει. Για μια στιγμή ξεχνάω όλα όσα συνέβησαν ανάμεσα σε μένα και τον πατέρα μου, ξεχνάω την προδοσία του και την έλλειψη εμπιστοσύνης που μου έδειξε και τον αγκαλιάζω. Ο πόνος τρυπάει την καρδιά μου, έχω ανάγκη κάποιος να με παρηγορήσει.
«Δεν αξίζει να κλαις για εκείνον» λέει.
«Δεν φταίει εκείνος, πατέρα. Εγώ τον πλήγωσα, εγώ τον πόνεσα, εγώ τα διέλυσα όλα και τώρα δεν ξέρω αν πρέπει να μετανιώνω ή να χαίρομαι» λέω έχοντας ξεσπάσει σε αναφιλητά.
«Εντάξει, ηρέμισε τώρα. Θα μιλήσουμε για αυτό το θέμα κάποια άλλη στιγμή. Τώρα προσπάθησε να νιώσεις καλύτερα, μην δείξεις σε κανέναν ότι είσαι ευαίσθητη».
Γνέφω και σκουπίζω τα μάγουλά μου. Έχει δίκιο, δεν πρέπει κανένας να καταλάβει πως νιώθω.


***


Τα πάντα είναι ακριβώς όπως τα θυμόμουν, το στάδιο, οι κερκίδες, ο κόσμος. Τίποτα δεν έχει αλλάξει από την τελευταία φορά που ήμουν εδώ, λες και δεν πέθανε ποτέ κανείς πίσω από εκείνα τα κάγκελα που αποτελούν τον χώρο της δοκιμασίας.
«Από εδώ» λέει ο Κρίστοφερ. Τα μάτια όλων είναι στραμμένα επάνω μου οπότε κρατάω το κεφάλι μου χαμηλωμένο, καθώς τον ακολουθώ προς την πρώτη σειρά.
«Κάθισε εδώ, σε λίγο θα έρθουν όλοι οι Θεοί Ηγέτες».
«Που θα είστε εσείς;» ρωτάω θέλοντας να αποφύγω τον Κόνορ που κάθεται λίγο πιο δίπλα.
«Εκεί που ήταν τα τροχόσπιτα την προηγούμενη φορά, αν συμβεί τίποτα έλα να μας βρεις» και μ’ αυτά τα λόγια φεύγει.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και κάθομαι δίπλα από τον Κόνορ. Αισθάνομαι τα μάτια του να με κοιτούν επίμονα.
«Τώρα δεν μας χαιρετάς κιόλας;» ρωτάει.
«Γεια» του αποκρίνομαι αδιάφορα. Είμαι σίγουρη ότι η Σύνθια κοιτάζει προς τα εδώ με μίσος, αλλά δεν πρόκειται να γυρίσω για να βεβαιωθώ.
Παρακολουθώ τους διαγωνιζόμενους να μιλούν μεταξύ τους έξω από τα κάγκελα. Οι στολές τους δεν διαφέρουν πολύ από τις δικές μες, απλώς αλλάζει το χρώμα και το σύμβολο. Στο πίσω μέρος της ζακέτας είναι σχεδιασμένη η κόκκινη φλόγα του στοιχείου τους.
«Τι κάνεις εσύ εδώ; Νόμιζα ότι παραιτήθηκες από τη δοκιμασία εκλογής!» λέει ξαφνικά ο Κόνορ και εγώ γυρίζω αστραπιαία, με αποτέλεσμα να έρθω πρόσωπο με πρόσωπο με τον Τριστάνο. Ξεροκαταπίνω με την καρδιά μου να σφίγγεται και τον λαιμό μου να κλείνει ασφυκτικά.
«Λυπάμαι, αλλά δεν θα με ξεφορτωθείτε τόσο εύκολα. Επέστρεψα στη δοκιμασία εκλογής».
Με κοιτάζει ευθεία μέσα στα μάτια και νιώθω μια σουβλιά πόνου να διαπερνά όλο μου το σώμα. Το βλέμμα του είναι απόμακρο, τα μάτια του παγερά.
«Επέστρεψα έτοιμος να νικήσω όλους μου τους αντιπάλους».




Δέσποινα Χρ.