Lilith: The dark side of the moon (Κεφάλαιο 2) "Get Ready"

«Έχεις τον λόγο μας, Έλενα. Θα κάνουμε τα πάντα προκειμένου εσύ και η κόρη σου να είστε ασφαλής.» της είπε ο Στέφαν κοιτώντας την στα μάτια.
Ήθελε τόσο πολύ να τον πιστέψει. Μπορούσε όμως? Όταν όλα βγαίνανε στο φως θα τη μισούσαν και οι 2.Και ποιά θα ήταν η αντίδρασή τους στην κόρη της? Θα μπορούσε να το αντέξει? Και όμως το να γυρίσει θα ήταν το καλύτερο και για τις 2 τους. Θα ήταν κοντά σε ανθρώπους που τις αγαπούσαν και θα τους προστάτευαν όταν ερχόταν η στιγμή να πει την αλήθεια. Αλλά προς το παρόν το να επιστρέψει στο Mystic Falls φάνταζε ιδανικό σχέδιο. Τι θα γινόταν όμως με...
«Ωραία! Τώρα που τα ξεκαθαρίσαμε όλα αυτά δεν πας να ετοιμαστείς Έλενα?» της είπε ο Ντέιμον. «Δεν βλέπω την ώρα να αφήσουμε αυτό το μέρος. Αποθύμησα το σπίτι.»
Μα τι στο καλό του συνέβαινε? σκέφτηκε η Έλενα. Δεν την κοιτούσε στα μάτια φυσικά και δεν τον κατηγορούσε. Ειδικά μετά από ότι έγινε μεταξύ τους αλλά γιατί τέτοια βιασύνη να γυρίσει σπίτι? Ποτέ δεν ήταν του σπιτιού. Εκτός αν είχε κάποια να τον περιμένει πίσω. Την Κάθριν μήπως?
«Οκ.» είπα απευθυνόμενη και στους 2 προσπαθώντας να αποφύγει να πάνε οι σκέψεις της εκεί που δεν έπρεπε. «Πάω να μαζέψω τα πράγματα μας και σε λίγο θα είμαι έτοιμη. Μπορώ να την πάρω τώρα Ντέιμον να την ετοιμάσω?» τον ρώτησε τείνοντας τα χέρια της προς το μέρος του.
«Μια χαρά είναι. Τελείωνε Έλενα.» της γρύλισε. Κανονικά θα του ζήταγε τον λόγο για την συμπεριφορά του ή θα του ορμούσε αλλά όχι έχοντας το παιδί στα χέρια του. Έτσι επέλεξε να σιωπήσει, να κάνει μεταβολή και να κατευθυνθεί προς την κρεβατοκάμαρα,
«Τι στο καλό σε έπιασε Ντέιμον? Γιατί της μίλησες έτσι?» ρώτησε ο Στέφαν τον αδερφό του αμέσως μόλις έμειναν μόνοι. Δεν καταλάβαινε την ξαφνική επίθεση που είχε κάνει στην Έλενα. Βλέπετε, μέχρι τότε αγνοούσε τι είχε γίνει μεταξύ της τότε κοπέλας του και του αδερφού του.
«Στέφαν, ξεπέρνα το. Έχω δικαίωμα να της φέρομαι όπως θέλω. Εξάλλου συμφώνησε να έρθει πίσω μαζί μας. Μπορεί να μην το πιστεύεις αλλά έχω και εγώ 2 λογάκια να της πω όταν γυρίσουμε σπίτι. Και μέχρι να μου δώσει ΛΟΓΙΚΕΣ εξηγήσεις έτσι θα της φέρομαι. Φτάνει με την καλοσύνη.» του απάντησε ο Ντέιμον φανερά θυμωμένος. Αλλά όπως και η Έλενα δεν τον πίεσε να του πει περισσότερα παρόλο που ο ίδιος βρισκόταν σε σύγχυση. Εξάλλου και να προσπαθούσε, στην καλύτερη των περιπτώσεων ο Ντέιμον θα τον αγνοούσε τελείως.
«Ότι πεις.» είπε σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους του. Καθώς όμως έκανε να απομακρυνθεί ο Ντέιμον τον σταμάτησε βάζοντας το χέρι του στον ώμο του.
«Βαρέθηκα εδώ.» του είπε αηδιασμένα κοιτώντας γύρω του. <Πάρε την εσύ και πήγαινε να τσεκάρεις την Έλενα. Δεν θα το σκάσει ξανά.» του είπε χαμογελώντας επικίνδυνα.
«Γι' αυτό δεν της έδωσες το παιδί.» μουρμούρισε ο Στέφαν περισσότερο στον εαυτό του. «Αλλά Ντέιμον δεν μπορώ να την πάρω αγκαλιά. Θα κλάψει πάλι.» είπε κάπως θλιμμένα. Τον στεναχωρούσε αυτό το γεγονός. Δεν θα έβλαπτε ποτέ την κόρη της Έλενας. Για κανέναν λόγο. Ή τουλάχιστον... έτσι νόμιζε.
«Θα σε αφήσει.» του είπε γρήγορα ο Ντέιμον κοιτώντας το παιδί στα χέρια του. Και σηκώνοντας το βλέμμα του στον αδερφό του συνέχισε: «Απλά την τρόμαξαν οι φωνές της μητέρας της. Δοκίμασε»
Ο Στέφαν δεν πρόλαβε να αντιδράσω καθώς έβαζε το μικρό κορίτσι στην αγκαλιά του. Δεν φώναξε αυτή την φορά αντίθετα του χαμογέλασε γλυκά. Πειράζει που ήταν πολύ, πολύ μπερδεμένος?
«Θα περιμένω στο αυτοκίνητο. Και ηρέμησε λίγο. Αν είσαι αγχωμένος, θα το καταλάβει.» του είπε χαϊδεύοντας το κεφαλάκι του μωρού ταυτόχρονα. Ο Στέφαν εξεπλάγην από την συμπεριφορά του Ντέιμον. Από πότε φερόταν τόσο καλά στα παιδιά? Μόλις πήγε όμως να τον ρωτήσει τον σταμάτησε με ένα κούνημα του χεριού του.
«Στο αυτοκίνητο, Στέφαν. Πήγαινε τώρα στην μάνα του.» και εξαφανίστηκε σε δευτερόλεπτα.
Ο Στέφαν κοίταξε το μωρό στην αγκαλιά του. Ήταν πραγματικά πανέμορφη. Ίδια η μητέρα της, σκέφτηκε. Χαμογέλασε γλυκά και του ανταπέδωσε το χαμόγελο.
«Πάμε να δούμε την μαμά τώρα» της ψιθύρισε και κατευθύνθηκα προς το βάθος του σπιτιού.


***


Γαμώτο! μονολόγησε η Έλενα όταν βρέθηκε στην ησυχία του δωματίου της και χτύπησε τα χέρια της πάνω στην μεγάλη καφέ βαλίτσα της. Τι στο καλό σε έχει πιάσει? Γιατί έπρεπε να με βρουν τώρα? Πάνω που όλα είχαν αρχίσει να μπαίνουν σε μια σειρά? Την τύχη μου! Όλο αυτό το κρυφτό φαίνεται ήταν άχρηστο. Σκοπός όλης αυτής της περιπέτειας ήταν να ξεχάσω. Ναι, εύκολο όταν όπου και να πας κουβαλάς ένα κομμάτι του παρελθόντος. Είχα γυρίσει τον κόσμο τον τελευταίο χρόνο και μόλις μου κούνησαν το δαχτυλάκι τους τα αδέρφια επέστρεψα! Χαζή! μουρμούριζε όση ώρα πετούσε τα ρούχα της μέσα. Ήταν πολύ… τι? Ούτε η ίδια δεν ήξερε! Άκουσε βήματα πίσω της και γύρισε για να δει τον Στέφαν έχοντας την κόρη της στην αγκαλιά του να στέκεται στην πόρτα. Αυτό ήταν! Και το τελευταίο ίχνος αυτοέλεγχου που είχε εξαφανίστηκε
«Τα παρατάω!» του φώναξε σε έξαλλη κατάσταση. «Τι της κάνετε, μπορείς να μου εξηγήσεις? Δεν ανέχεται κανέναν να την κρατάει, ούτε καν τον ίδιο μου τον αδερφό! Αλλά με εσάς δεν έχει προβάλει την παραμικρή αντίσταση!»
Ο Στέφαν δεν καταλάβαινε γιατί την ενοχλούσε τόσο. Θα έπρεπε να την ευχαριστεί δεδομένου ότι θα έμενε μαζί τους. Εκτός αν θα άφηνε κάποιον αγαπημένο εδώ. Αυτό θα εξηγούσε τα νεύρα της καθώς και τον πόνο στο στήθος του. Είχε την αίσθηση ότι κάτι είχε σπάσει μέσα της από την στιγμή που έφυγε. Την πλησίασε για να της δώσει το μωρό. Όμως καθώς έφτανε όλο και πιο κοντά της και το άρωμα της τον τύλιγε ήταν ανίκανος να κουνηθεί. Ώ Θεέ μου, πόσο την αγαπούσε. Ήταν σαν να μην είχε περάσει μέρα από τότε που έφυγε. Έκλεισε τα μάτια και άφησε τις αναμνήσεις να τον τυλίξουν....



Νadia