Τα Τέσσερα Στοιχεία (Κεφάλαιο 30)

Δύο Εβδομάδες Μετά

Αύριο. Ω, δεν το πιστεύω. Αύριο θα γίνω και επίσημα Θεά Ηγέτης. Ειλικρινά δεν ξέρω αν αυτό το γεγονός με χαροποιεί ή με τρομάζει. Ίσως κάτι και απ’ τα δύο. Από τη μία θέλω να γίνω Ηγέτης του στοιχείου μου, μια ζωή προετοιμαζόμουν για αυτό…αλλά από την άλλη, είμαι έτοιμη να διοικήσω ένα ολόκληρο στοιχείο; Είμαι έτοιμη για αυτή την αλλαγή; Το ελπίζω.
Ανακάθομαι στο στρώμα του ξύλινου κρεβατιού μου, το δώρο των Θεών Ηγετών της Γης πριν δυόμιση χρόνια. Η σκέψη μου προκαλεί ένα σφίξιμο στο στομάχι. Γραπώνω το πάπλωμα και το ανεβάζω έτσι ώστε να καλύπτει το σώμα μου, που από στιγμή σε στιγμή θα αρχίσει να τρέμει. Κοιτάζω τα κρύα δάκτυλα των χεριών μου κι έπειτα μεταφέρω το βλέμμα μου στο παράθυρο.

Τα κύματα της θάλασσας σκάνε ορμητικά πάνω στον τοίχο, πιτσιλίζοντας με μικρές σταγόνες το παράθυρό μου. Εισπνέω βαθιά, όσο πιο βαθιά μπορώ ώστε να αντλήσω αρκετή δύναμη κι έπειτα γέρνω πίσω στο μαξιλάρι.
«Φοβάσαι;» ρωτάει ο Τριστάνο που κάθεται πλάι μου. Η ερώτηση του με ξαφνιάζει, ωστόσο καταφέρνω να αποδιώξω το ερωτηματικό βλέμμα απ’ το πρόσωπό μου και να του ρίξω μια σοβαρή ματιά. Τα μάτια του είναι επικεντρωμένα στον καθρέφτη απέναντι και παρατηρεί την αντανάκλασή του ανέκφραστος.
«Λίγο» παραδέχομαι και κατεβάζω το βλέμμα στα χέρια μου. Το άγχος μου μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο με αποτέλεσμα να νιώθω ένα μεγάλο κόμπο μέσα στο στήθος μου να με πνίγει, στερώντας μου το οξυγόνο.
Πριν το καταλάβω, ο Τριστάνο ακουμπά το χέρι του πάνω στο δικό μου και πλέκει τα δάκτυλά μας μεταξύ τους. Παγώνω για μια στιγμή, αλλά έπειτα γέρνω το κεφάλι μου πάνω στο ώμο του και σφραγίζω τα βλέφαρα μου νιώθοντας αγαλλίαση.
«Σ’ αγαπάω. Το ξέρεις, έτσι;» λέει και η καρδιά μου σκιρτά. Γνέφω εξακολουθώντας να έχω τα μάτια μου κλειστά. Τον ακούω να αναστενάζει.
«Αύριο» λέει.
«Αύριο» επαναλαμβάνω. Αύριο θα γίνω Θεά Ηγέτης και μαζί με τον Τριστάνο να θα συγκαλέσουμε τους Οκτώ σε σύσκεψη προκειμένου να αφαιρέσουμε το νόμο που απαγορεύει στους Θεούς Ηγέτες να παντρευτούν και να κάνουν οικογένεια. Εύχομαι με όλη μου τη καρδιά να έχει αποτέλεσμα.
«Ο Γκρέισον πότε θα βγει;» ξεφουρνίζω και αμέσως το μετανιώνω αφού το σώμα του Τριστάνο τσιτώνει. Απελευθερώνει το χέρι μου και σταυρώνει τα χέρια στο στήθος.
«Μπορείς να σταματήσεις επιτέλους να ρωτάς για εκείνον;».
«Όχι» λέω και αναστενάζω, «μου έσωσε τη ζωή. Δεν του αξίζει να βρίσκεται στη φυλακή».
«Μη σε απασχολεί, ο Γκρέισον είναι μια χαρά» μου αποκρίνεται σχεδόν αδιάφορα, λες και το γεγονός ότι ο αδερφός του βρίσκεται στη φυλακή είναι κάτι συνηθισμένο και διόλου άσχημο.
«Ορισμένες φορές με τρομάζει η αδιαφορία σου» λέω και σηκώνομαι από το κρεβάτι για να ελέγξω αν επέστρεψαν οι γονείς μου. Ανοίγω την πόρτα και αφουγκράζομαι. Ευτυχώς δεν ακούγεται τίποτα, έχουμε ακόμα λίγο χρόνο πριν φύγει.
«Αλήθεια σε τρομάζω;» ρωτάει και περιέργως, ένα χαμόγελο τρεμοπαίζει στα χείλη του.
«Όχι εσύ. Η αδιαφορία σου» τον διορθώνω και επανέρχομαι στη θέση μου στο κρεβάτι. Τυλίγει το χέρι του γύρω μου και με τραβάει πάνω του.
«Καρίνα, δεν αδιαφορώ για τον Γκρέισον…απλώς…»
«Βλέπεις» τον διακόπτω, «ούτε ‘αδερφό’ δεν τον αποκαλείς πια».
«Έτυχε» μου αποκρίνεται και ανασηκώνει τους ώμους.
Ξεφυσάω και βγαίνω από την αγκαλιά του έτσι ώστε να μπορώ να τον κοιτάζω μέσα στα μάτια.
«Όχι, δεν έτυχε. Δεν σε έχω ακούσει να τον αποκαλείς ‘αδερφό’ ούτε μια φορά από τότε που σε ξανάδα».
«Ωραία λοιπόν. Για πες μου…που ακριβώς θέλεις να καταλήξεις;» λέει με τον τόνο της φωνής του φανερά ανεβασμένο. Χαμηλώνω το βλέμμα. Δεν μ’ αρέσει να τον εκνευρίζω, ιδίως μετά από εκείνη τη μέρα στο ιατρείο.
Παίρνω μια βαθιά εισπνοή και λέω: «Θέλω να μάθω, αν ο λόγος που συμπεριφέρεστε τόσο εχθρικά ο ένας απέναντι στον άλλο έχει να κάνει με εμένα».
Σφραγίζει τα βλέφαρά του και αναστενάζει. Όταν τα ξανά ανοίγει, τα μάτια του είναι θλιμμένα.
«Ο Γκρέισον με πρόδωσε, Καρίνα» λέει και μπορώ να νιώσω τον πόνο που ξεχύνεται μέσα του. «Σε έκλεψε, σε πήρε από εμένα. Πήγε να σε παντρευτεί ενώ ήξερε πως σ’ αγαπούσα και έψαχνα να σε βρω».
Στο δωμάτιο πέφτει νεκρική σιγή. «Δεν είναι αδερφός μου πια» προσθέτει σιγανά έπειτα από λίγο και ρίχνει το κεφάλι του προς τα πίσω, έτσι που να κοιτάζει το ταβάνι.
«Εντάξει» λέω και ακουμπώντας το χέρι μου στο μάγουλό του, αρχίζω να το χαϊδεύω. «Απλώς…σε παρακαλώ, βγάλτον από εκεί μέσα. Μου έσωσε τη ζωή».
Ο Τριστάνο συγκατανεύει. Μένουμε σιωπηλοί για μερικά λεπτά, ώσπου ακούγεται ο ήχος της πόρτας και ξέρουμε πως ήρθε η ώρα να φύγει.
«Ήρθαν» λέω. Μου ρίχνει ένα στραβό χαμόγελο και σηκώνεται ατσούμπαλα από το κρεβάτι.
«Θα πάω να τους καθυστερήσω. Εσύ φύγε από την πίσω πόρτα».
«Ξέρω, μην ανησυχείς» λέει και με φιλάει τρυφερά στα μαλλιά.
Γνέφω και κατευθύνομαι προς την πόρτα. Λίγο προτού βγω γυρίζω και του στέλνω ένα φιλί.
«Σ’ αγαπώ» σχηματίζει με τα χείλη του και με κοιτάζει να φεύγω.


***
Περπατάω αργά και επιφυλακτικά προς τη θάλασσα. Έχω το βλέμμα μου χαμηλωμένο, ανήμπορη να αντικρίσω τον ορίζοντα. Δεν θέλω να σκεφτώ το καράβι με το άψυχο σώμα της Σύνθια που έπλεε εδώ πριν μερικές μέρες. Λυγίζω τα πόδια και κάθομαι στην αμμουδιά, ενώ τα μάτια μου πλημμυρίζουν με ανεπιθύμητα δάκρυα. Η σκέψη όλων όσων συνέβησαν τα τελευταία χρόνια που προκαλεί θλίψη και πόνο. Πέθαναν δύο Θεοί Ηγέτες. Πέθανε η Σύνθια.
Φέρνω στο μυαλό μου την πρώτη μας συνάντηση. Εκείνο το κατάλευκο δωμάτιο με τον καναπέ. Η ανάμνηση με κάνει να χαμογελάσω πικρά. Πόσο διαφορετικά ήταν τα πράγματα τότε; Το μόνο που με ένοιαζε ήταν να συναντήσω τους αντιπάλους μου και να πολεμήσω σύμφωνα με τις υποδείξεις των εκπαιδευτών μου, ώστε να βγω Θεά Ηγέτης. Και να που σήμερα η μεγαλύτερη επιθυμία των γονιών και των εκπαιδευτών μου γίνεται πραγματικότητα.
Δάκρυα κυλούν στα μάγουλά μου. Δεν ήθελα να πεθάνει η Σύνθια, δεν ήθελα να μπει ο Γκρέισον στη φυλακή, δεν ήθελα να συναντιέμαι στα κρυφά με τον Τριστάνο. Η ζωή μου έχει καταστραφεί ολοσχερώς και εγώ αυτή τη στιγμή πατάω στα συντρίμμια. Τα έχω κάνει θάλασσα, έχω καταστρέψει τις ζωές τόσων ανθρώπων. Δεν μου αξίζει να γίνω Θεά Ηγέτης. Αλλά ούτε της Σύνθια της άξιζε, φωνάζει μια φωνούλα μέσα μου.
Αναστενάζω παρατεταμένα και με μεγάλη θέληση, σηκώνω το βλέμμα μου και αντικρίζω τη μπλε θάλασσα και τον συννεφιασμένο ουρανό. Η εικόνα του μουντού ουρανού και της σκοτεινής θάλασσας, μαυρίζει την ψυχή μου και φουντώνει τα δάκρυά μου. Πόσο θα ήθελα να επιστρέψω στην εποχή που ήμουνα παιδάκι. Τότε που ακόμη δεν είχαν εμφανιστεί οι Ξεχωριστές μου δυνάμεις, τότε που ήμουν μόνο εγώ και οι γονείς μου.
«Καρίνα;». Αναπηδώ στο άκουσμα του ονόματός μου και γυρίζω το κεφάλι μου προς το σημείο που ακούστηκε η φωνή. Σμίγω τα φρύδια και κοιτάζω εξεταστικά τον άντρα που πλησιάζει με φούρια προς τα μέρος μου. Όταν η απόσταση μεταξύ μας έχει μειωθεί, σηκώνομαι όρθια και τον παρατηρώ εξεταστικά.
«Καρίνα. Δεν το πιστεύω» λέει όταν φτάνει κοντά μου. Εξακολουθώ να τον κοιτάζω, σκαλίζοντας τη μνήμη μου. Είναι πολύ ψιλός και γεροδεμένος. Ω! Είναι…
«Ο Κόνορ είμαι, δεν με θυμάσαι;». Η καρδιά μου σταμάτα για μια στιγμή και έχω την αίσθηση πως όλος ο κόσμος παγώνει. Ο Κόνορ, ο ενοχλητικός, ηλίθιος αλλά ταυτόχρονα έξυπνος αντίπαλός μου…ή μάλλον…την τελευταία φορά που τον είδα είμασταν ομάδα.
Έχω μείνει να χάσκω και είμαι σίγουρη ότι φαίνομαι σαν χαζό οπότε, κλείνω το στόμα μου και δίχως πολύ σκέψη, τον αγκαλιάζω. Είναι μια αυθόρμητη πράξη, αλλά το είχα ανάγκη. Ο Κόνορ είναι ο μόνος που μου θυμίζει το παρελθόν τόσο έντονα.
Τυλίγει τα χέρια του γύρω μου, εντελώς ξαφνιασμένος με την κίνησή μου, αλλά ευτυχώς δεν πάει να με απωθήσει.
«Σε ευχαριστώ» λέω αν και δεν ξέρω το λόγο. Απλώς νιώθω την ανάγκη να το πω.
«Καρίνα, ειλικρινά δεν το πιστεύω πως σε βλέπω!» λέει και τραβιέται ελαφρώς για να με κοιτάξει. Τα μάτια του περιεργάζονται το πρόσωπό μου και ακτινοβολούν ζωντάνια.
«Ούτε κι εγώ» λέω και απομακρύνομαι από κοντά του χαρίζοντάς του ένα μικρό, αλλά αυθεντικό χαμόγελο.
«Πάει τόσος καιρός. Έχεις αλλάξει…» λέει και ο τόνος του πέφτει απότομα. Δαγκώνω το κάτω χείλος μου και αποφεύγω το βλέμμα του νιώθοντας ξαφνικά ντροπή.
«Τα μαλλιά σου είναι πιο κοντά και τα μάτια σου…πιο κουρασμένα. Έτσι νομίζω τουλάχιστον».
«Έχω περάσει πολλά» λέω κάπως απότομα. Ο Κόνορ γνέφει και μοιάζει να επεξεργάζεται τα λόγια μου.
«Είσαι καλά; Έμαθα ότι θα γίνεις Θεά Ηγέτης τώρα που…που η Σύνθια…» διστάζει. Πρώτη φορά βλέπω τον Κόνορ να διστάζει. Γενικά πρώτη φορά βλέπω τον Κόνορ τόσο… δεν ξέρω, είναι παράξενο.
«Προσπαθώ» λέω και καρφώνω το βλέμμα μου στην άμμο.
«Χαίρομαι που σε βλέπω πάντως» λέει και μου σκάει ένα πλατύ χαμόγελο.
«Εσύ πως είσαι; Δεν έχω ιδέα τι έκανες όλον αυτό τον καιρό, πρέπει να μάθω».
«Θα ήθελες να περπατήσουμε;» ρωτάει. Τον κοιτάζω ευθεία μέσα στα μάτια. Ο Κόνορ έχει αλλάξει τόσο πολύ.
«Ναι».


Δύο ώρες μετά βρίσκομαι έξω απ’ το κύριο κτήριο του στρατηγείου μας και περιμένω τον Τριστάνο. Έχω τόσα πολλά να επεξεργαστώ όσον αφορά τον Κόνορ. Ποιος θα το περίμενε ότι είναι ερωτευμένος; Δύο χρόνια τώρα διατηρεί δεσμό με μια Κάσιντι. Φοβερό.
«Είσαι έτοιμη;» ακούω ξαφνικά τον Τριστάνο.
«Ναι, είμαι» λέω αν και στην πραγματικότητα θέλω να το βάλω στα πόδια.
«Μόλις επιστρέψεις σπίτι θα είσαι Θεά Ηγέτης, είσαι σίγουρα έτοιμη για αυτό;».
Κλείνω τα μάτια και παίρνω μια βαθιά ανάσα. Όταν τα ξανά ανοίγω, βλέπω τον Τριστάνο να με παρατηρεί με σοβαρό ύφος. Κατανεύω.
«Ναι, είμαι έτοιμη».
Παίρνει το χέρι μου και το φέρνει στα χείλη του. Αφού το φιλάει, δένει τα δάκτυλά μας μεταξύ τους.
«Πάμε λοιπόν».


Ο χώρος που είχε διεξαχθεί η δοκιμασία εκλογής είναι ίδιος και απαράλλακτος. Κοιτάζω με βουρκωμένα μάτια τα κάγκελα και τις κερκίδες προσπαθώντας μάταια να καταλαγιάσω τα συναισθήματά μου, καθώς και τα δάκρυα που ανεβαίνουν ολοένα και περισσότερο στην επιφάνεια. Στρέφω το βλέμμα μου προς το σημείο που παλαιότερα βρίσκονταν τα τροχόσπιτα, τώρα δεν υπάρχει τίποτα παρά μόνο δέντρα και χώμα.
Κλείνω τα μάτια και επαναφέρω στο μυαλό μου όλα όσα έζησα σ’ αυτό εδώ το μέρος. Τη κρυφή μου συνάντηση με τον Τριστάνο, την δολοφονία του Μάρκους Έλτον, τη δοκιμασία εκλογής των Ξεχωριστών της Φωτιάς, τη δική μου δοκιμασία μέχρι και την ήττα μου όταν εξαιτίας του υπνωτικού της Σύνθια, έπεσα στο έδαφος σηματοδοτώντας το τέλος του αγώνα και τη νίκη της ομάδας του Τριστάνο.
Κατεβαίνω αργά-αργά τα σκαλοπατάκια που οδηγούν στα κάγκελα, συγκρατώντας μετά βίας τα δάκρυα μου. Δεν υπάρχουν πολλά άτομα, οι Οκτώ Θεοί Ηγέτες, οι εκπαιδευτές μου (μόνο η Οριάνα και ο Κρίστοφερ), οι γονείς μου, ένας εκφωνητής και γύρω στα τριάντα μέλη του στοιχείου μου που ήρθαν να καταγράψουν το γεγονός της εκλογής μου.
«Είσαι καλά;» ρωτάει ο Τριστάνο περνώντας το χέρι του γύρω απ’ τη μέση μου. Γνέφω καταφατικά και κατεβαίνω, λίγο πιο γρήγορα αυτή τη φορά, τα σκαλοπάτια.
Φτάνοντας μπροστά από τη σκηνή, ο Τριστάνο μου ψιθυρίζει μερικά καθησυχαστικά λόγια και αποσύρεται, αφήνοντάς με ολομόναχη μπροστά από τις σκάλες που οδηγούν στη σκηνή. Σηκώνω ελάχιστα το βλέμμα μου και παρατηρώ πως στη μέση είναι τοποθετημένο ένα χρυσό τραπεζάκι που μοιάζει περισσότερο με κολώνα. Πάνω του είναι ακουμπισμένο ένα στέμμα. Δεν το πιστεύω, είναι ολόχρυσο με μπλε διαμάντια.
Ο εκφωνητής με καλεί στη σκηνή κι εγώ υπακούω, αν και κάπως δειλά. Κρατάω το κεφάλι υψωμένο και προσέχω να μην πατήσω το μακρύ, ιβουάρ φόρεμα που μου αγόρασε ο Τριστάνο εχθές. Κατευθύνομαι με πιο αποφασιστικό βήμα προς το μέρος του εκφωνητή και μόλις φτάνω κοντά του, μου δίνει το χέρι. Του το σφίγγω και νεύω με ένα μικρό χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη μου.
«Καθίστε» λέει και μου υποδείχνει μια χρυσή πολυθρόνα με κόκκινο μαξιλάρι. Πρώτη φορά παρευρίσκομαι σε τελετή στέψης, δεν έχω ιδέα τι πρέπει να κάνω αν και ο Τριστάνο με έβαλε να μάθω ορισμένους όρκους.
Ο εκφωνητής, που παραδόξως δεν μου συστήθηκε, παίρνει το μικρόφωνο κι αρχίζει να απαγγέλει το περιεχόμενο ενός τσαλακωμένου χειρόγραφου. Έχω τα μάτια μου καρφωμένα πάνω του, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχω ιδέα τι λέει. Το μόνο που υπάρχει στο μυαλό μου είναι το αύριο. Η σκέψη του τι θα συμβεί από εδώ και πέρα. Τα μάτια μου πέφτουν πάνω του, πάνω στον Τριστάνο και βαθιά μέσα μου ξέρω πως από εδώ και πέρα θα είμαστε μαζί. Ευτυχισμένοι.


***
Είμαι στη λιμουζίνα, πλάι στον Τριστάνο. Κρατιόμαστε χέρι-χέρι και απολαμβάνομαι σιωπηλοί τη διαδρομή προς το κτίριο όπου από εδώ και πέρα μας ανήκει. Φοράω το στέμμα μου, ναι εκείνο το χρυσό στέμμα που πάντοτε λάτρευα να κοιτάζω πάνω στα μαλλιά της Ελίζαμπεθ Άλεν. Νιώθω παράξενα, αλλά είμαι χαρούμενη. Είμαι Θεά Ηγέτης.
«Σ’ αγαπώ» μου ψιθυρίζει ο Τριστάνο κι εγώ τον φιλάω στο μάγουλο.
«Κι εγώ» λέω.
«Τι λες να κάνουμε τώρα;» ρωτάει και μου σκάει ένα πονηρό χαμόγελο. Δεν μπορώ παρά να γελάσω με το βλέμμα του.
«Θα σου πω» λέω, «αλλά, υπόσχεσαι να μη θυμώσεις;». Το χαμόγελο σβήνει απ’ τα χείλη του και αντικαθίσταται απο σοβαρότητα και έκφραση που δεν φανερώνει τίποτα. «Θέλω να πάμε στον Γκρέισον».
Με κοιτάζει για λίγο ανέκφραστος. Τελικά ξεφυσάει και λέει: «Καλά».
Σκύβω και του δίνω ένα πεταχτό φιλί στα χείλη.
«Είσαι υπέροχος» λέω.
«Είμαι, είμαι» λέει και γελάμε μαζί.


Όταν η λιμουζίνα σταματάει μπροστά από τις φυλακές, νιώθω ένα βαθύ πόνο να διαπερνά την καρδιά μου. Δάκρυα πλημμυρίζουν τα μάτια μου και ξαφνικά αισθάνομαι πως θα λιποθυμήσω.
«Καρίνα; Τι συμβαίνει;» ρωτάει ο Τριστάνο και περνώντας το χέρι του γύρω απ’ τη μέση μου, με σταθεροποιεί. Ζαλίζομαι και νιώθω πως θα κάνω εμετό.
«Πρέπει… να… πάω στην τουαλέτα» τραυλίζω καθώς το φαγητό που έφαγα πριν μερικές ώρες ανεβαίνει στο στόμα μου. Τα μάτια του με παρατηρούν ανήσυχα.
«Δεν έχει εδώ, Καρίνα. Τι συμβαίνει;» η φωνή του προσδίδει την αγωνία του και δεν μπορώ παρά να χαμογελάσω με την αγάπη και προστατευτικότητα του.
«Ανακατεύομαι» λέω.
«Τότε θα γυρίσουμε πίσω».
«Τι; Όχι! Πρέπει να δω τον Γκρέισον!» παραπονιέμαι, αλλά ξέρω πως είναι μάταιο, ο Τριστάνο πήρε την απόφασή του. Κάνει νόημα στο οδηγό και εκείνος σπεύδει να μου ανοίξει την πόρτα για να μπω στη λιμουζίνα. Στραβομουτσουνιάζω, αλλά δεν λέω τίποτα.
«Που πάμε, κύριε;» ρωτάει ο γεροδεμένος οδηγός.
«Στο ιατρείο του στρατηγείου» αποκρίνεται ο Τριστάνο και μου ρίχνει μια λοξή ματιά.
«Στο ιατρείο; Όχι, δεν χρειάζεται. Νιώθω ήδη καλύτερα».
«Πάψε» λέει με σταθερή φωνή και εγώ βουλιάζω στο κάθισμά μου αγριοκοιτάζοντάς τον.
Μία ώρα αργότερα βρίσκομαι στο ιατρείο και περιμένω τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Περιμένω ανυπόμονα να επιστρέψει η νοσοκόμα για να μπορέσω να επισκεφθώ τον Γκρέισον. Και ναι, μου έχει λείψει…
«Μπορείς να σταματήσεις να κουνάς το πόδι σου;» λέει ο Τριστάνο ενοχλημένος. Αυτόματα κοιτάζω το πόδι μου. Όντως κουνιέται και δεν το είχα συνειδητοποιήσει.
«Συγγνώμη» λέω.
«Μη ζητάς συγγνώμη. Απλώς ανησυχώ για τα αποτελέσματα».
Πιέζω τα χείλη μου μεταξύ τους και τον πλησιάζω. Περνάω τα χέρια μου μέσα από τα μαλλιά του και στη συνέχεια τον αγκαλιάζω.
«Είμαι μια χαρά, δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς. Προφανώς οφείλεται στην απομάκρυνση μου από το νερό».
Γνέφει και αποστρέφει το βλέμμα του. Τιναζόμαστε και οι δύο με το χτύπημα της πόρτας. Η νοσοκόμα Σάντυ μπαίνει μέσα και αφού σκύβει το κεφάλι σε ένδειξη σεβασμού, καρφώνει τα μάτια της πάνω στον Τριστάνο.
«Συγγνώμη, κύριε, αλλά θα ήθελα να μιλήσω με την κυρία ΝτιΦράι ιδιαιτέρως» λέει. Ωχ, όχι. Τι συμβαίνει;
Ο Τριστάνο της ρίχνει μια διερευνητική ματιά κι έπειτα ξεφυσάει ηττημένος. «Θα είμαι έξω» λέει και αποχωρεί απ’ το δωμάτιο.
«Κυρία, βγήκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων σας και δεν ήξερα αν θα θέλατε να τα ακούσει ο κ. Αζόρ».
Κουνάω το κεφάλι αδιάφορα κι εκείνη με πλησιάζει. Οι άκρες των χειλιών της γέρνουν ελαφρώς προς τα κάτω. Το στομάχι μου σφίγγεται απρόσμενα.
«Κυρ…».
«Καρίνα» τη διορθώνω.
«Καρίνα» διστάζει για λίγο και η καρδιά μου είναι έτοιμη να εκραγεί, «είσαι έγκυος».

Και έτσι ξαφνικά λιποθυμάω.


Δέσποινα Χρ.