Στην τρικυμία της μοίρας (Κεφάλαιο 4)

Με το που μπαίνω στο σπίτι του Γουίλ νιώθω μια ζεστασιά να με κατακλύζει, όχι εξαιτίας της θερμοκρασίας, αλλά επειδή το σπίτι σφύζει από ζωή, αγάπη και οικογενειακή θαλπωρή, παρά τις αντιξοότητες μέσα στις οποίες ζει η οικογένεια. Χωρίς να το θέλω κάθε φορά που μπαίνω στο σπίτι του νιώθω ένα σφίξιμο στην καρδιά, γιατί εγώ ποτέ δεν έζησα σε ένα τέτοιο οικογενειακό περιβάλλον, ή τουλάχιστον δε θυμάμαι να το ζω λόγω του ατυχήματος και της μικρής ηλικίας στην οποία έχασα τους γονείς μου.
Την πόρτα μου ανοίγει η μικρούλα Τζέσι και αμέσως ένα τεράστιο χαμόγελο σχηματίστηκε στο παιδικό μουτράκι της, στο οποίο κανείς δε μπορεί να αντισταθεί και να της αρνηθεί κάθε χατίρι.
« Γεια σου Πίτερ» μου λέει αγκαλιάζοντάς με σφιχτά.
« Γεια σου Τζέσικα», της απαντώ χαϊδεύοντας το κεφαλάκι που φτάνει έως το στομάχι μου. Η Τζέσι είναι το μωρό της οικογένειας. Είναι τεσσάρων ετών και είναι η χαρά του σπιτιού. Τρέχει όλη την ώρα μέσα στο σπίτι παρασέρνοντας στα παιχνίδια της τους πάντες και κυρίως τον λίγο μεγαλύτερο αδελφό της τον Τζούλιαν, που είναι έξι ετών.
« Έλα να σου δείξω τι έφτιαξα», μου λέει η μικρή αρπάζοντας με απ’ το χέρι και τραβώντας με στο εσωτερικό του σπιτιού. Κάθομαι σε μια καρέκλα όσο η Τζέσι μου δείχνει ένα κακοφτιαγμένο αυτοσχέδιο φόρεμα που έφτιαξε για την φθαρμένη, πάνινη κούκλα της και τότε μπαίνει στο δωμάτιο η Αντελίν, η μητέρα του Γουίλ και με χαιρετάει επίσης φέρνοντας μου ένα κομμάτι απ’ την περιβόητη πίτα της και κάθετε στο τραπέζι μαζί μου. Η Αντελίν είναι μια γυναίκα γεμάτη πραότητα και καλοσύνη. Δεν μιλάει πολύ, αλλά δεν της ξεφεύγει τίποτε, πάντα καταλαβαίνει τι κρύβουν οι άνθρωποι μέσα τους και είναι απ’ τους πιο σοφούς ανθρώπους που ξέρω, οπότε όταν τελικά σου μιλήσει καλά θα κάνεις να την ακούσεις γιατί δίνει τις πιο χρήσιμες συμβουλές. Όπως λοιπόν είναι λογικό ξέρει την αλήθεια για μένα, ότι δηλαδή δεν είμαι στα αλήθεια ο Πίτερ, αλλά η Λάιρα. Εκτός από τον Γουίλ είναι το μοναδικό άλλο άτομο που το ξέρει. Της το είπαμε από νωρίς, αλλά είμαι σχεδόν σίγουρη ότι το είχε καταλάβει από μόνη της και μου φαινόταν άσχημο να την κοροϊδεύουμε με ψέματα.
«Πως πάει η δουλειά;» με ρωτάει η Αντελίν όσο εγώ τρώω την πίτα μου. Ο Πίτερ υποτίθεται πως είναι ορφανός και δουλεύει ως παραγιός ενός ράφτη, όπως είχα αποφασίσει όταν πρωτάρχισα αυτό το παραμύθι με τον Πίτερ, αλλά κάθε φορά που η Αντελίν με ρωτάει κάτι τέτοιο, καταλαβαίνω πως ουσιαστικά ρωτάει για
το πώς πηγαίνει η ζωή μου στην Ακαδημία, με τέτοιον τρόπο ώστε τα άλλα τρία παιδιά της να μην μάθουν την αλήθεια για μένα.
« Δύσκολα. Δεν τα πηγαίνω πολύ καλά με τους άλλους και πραγματικά δεν ξέρω τι θα κάνω του χρόνου», της απαντώ.
« Κάνε υπομονή προς το παρόν και μάθε όσο πιο πολλά πράγματα μπορείς. Ποτέ οι γνώσεις μας δεν πάνε χαμένες. Με υπομονή, προσπάθεια και πίστη στον εαυτό σου, θα καταφέρεις να πάρεις τις σωστές αποφάσεις όταν έρθει η ώρα» με συμβουλεύει η Αντελίν, κι εγώ της γνέφω πως καταλαβαίνω, αν και δεν είμαι ακόμα σίγουρη με ποιόν τρόπο θα με βοηθήσουν πολλά από τα μαθήματα που κάνουμε στην Ακαδημία και πως θα καταφέρω να γίνω καλή σε αυτά. Πάντως σημειώνω νοερά την συμβουλή της στο μυαλό μου.
Τότε μπαίνει στο δωμάτιο η μεγαλύτερη από τις δύο αδελφές του Γουίλ η Ίζαμπελ και φέρνει ένα κομμάτι πίτα για τον Τζούλιαν που έχει στρωθεί στο τραπέζι περιμένοντας ανυπόμονα τη δική του πίτα.
«Γεια σου Ίζαμπελ» τη χαιρετάω με τυπικότητα.
« Γεια», μου απαντάει κάπως ψυχρά και αφού αφήνει το πιάτο μπροστά στον Τζούλιαν βγαίνει από το δωμάτιο. Απ’ όλη την οικογένεια η Ίζαμπελ είναι η μόνη που δείχνει να μη με συμπαθεί και πολύ. Αλλά από όσο μου έχει πει ο Γουίλ, η αντιπάθειά της προς εμένα πηγάζει απ’ την καχυποψία της. Έχει καταλάβει πως κάτι δεν πάει καλά με εμένα πως ίσως να μην είμαι αυτή που δείχνω και δε με εμπιστεύεται γι’ αυτό. Αυτός είναι και ο λόγος που προσπαθώ να την αποφεύγω κι εγώ, γιατί φοβάμαι μήπως με καταλάβει, οπότε κρατώ τις αποστάσεις μου, δεν της μιλάω πολύ και δεν την κοιτώ σχεδόν ποτέ στα μάτια. Αυτό βέβαια την κάνει πιο καχύποπτη, αλλά δε μπορώ να κάνω κάτι διαφορετικό.
Ίσως θα ήταν καλύτερο να της πούμε την αλήθεια, γιατί είναι αρκετά μεγάλη στα δεκατέσσερά της χρόνια για να μπορεί να κρατήσει το μυστικό μου και είναι έξυπνη και καλή κοπέλα, αν εξαιρέσεις στις μεταξύ μας σχέσεις, αλλά δεν είμαι έτοιμη για κάτι τέτοιο και εξάλλου είναι επικίνδυνο. Όσοι λιγότεροι το ξέρουν προς το παρόν τόσο το καλύτερο.
Αφού συζητούμε για λίγο ακόμη, η Αντελίν μου ζητά συγγνώμη και βγαίνει κι εκείνη από το δωμάτιο για να πάει να συνεχίσει τη δουλειά της στην κουζίνα κι έτσι μένουμε στο τραπέζι εγώ και ο Τζούλιαν που είναι απασχολημένος με το να καταβροχθίζει με όρεξη την πίτα του.
« Σ’ αρέσει πολύ η πίτα έτσι Τζούλιαν;» τον ρωτώ διασκεδάζοντας με τα καμώματά του.
«Ναι», μου απαντά με μπουκωμένο στόμα και αφού καταπίνει συνεχίζει « και θα φάω και δεύτερο κομμάτι για να γίνω μεγάλος και δυνατός σαν τον Γουίλ».
Ο Τζούλιαν λατρεύει τον Γουίλ, είναι ο ήρωας του. Πάντα παρατηρεί τι κάνει ο αδελφός του για να τον μιμηθεί. Αντιγράφει τα πάντα, ακόμα και τα ρούχα, τον τρόπο που μιλά, ή συμπεριφέρεται ο Γουίλ, πράγμα που μου φαίνεται πολύ αστείο ώρες ώρες. Ειδικά το γεγονός ότι τα δύο αγόρια μοιάζουν πάρα πολύ μεταξύ τους εμφανισιακά, το κάνει ακόμα πιο αστείο, γιατί ο Τζούλιαν είναι πραγματικά σαν μια μικρογραφία του Γουίλ.
Έχουν τα ίδια ίσια, ατίθασα κοντά καστανά μαλλιά στην απόχρωση της φλούδας του κάστανου, τα ίδια σχεδόν εκφραστικά βαθυγάλαζα μάτια, τα ίδια γεμάτα χείλη και την ίδια λεπτή και ίσια μύτη. Μόνο μικρές διαφορές μπορείς να εντοπίσεις ανάμεσά τους, όπως το ότι το πρόσωπο του Γουίλ είναι πιο γωνιώδες και λιπόσαρκο και πως όταν χαμογελά πλατειά στα μάγουλά του σχηματίζονται ανεπαίσθητα, στρογγυλά λακκάκια.
« Εντάξει Τζούλιαν. Πρόσεχε μόνο μη βαρυστομαχιάσεις», του απαντώ εύθυμα.
« Να σου πω ένα μυστικό», με ρωτά μετά από λίγο ο μικρός κοιτάζοντας με παιχνιδιάρικα.
« Ναι», του απαντώ.
« Νομίζω πως ο Γουίλ έχει φιλενάδα. Της αγόρασε κι ένα δώρο. Το είδα κρυμμένο κάτω από το κρεβάτι του.
« Ώστε έτσι ε;» το ρωτάω χαμογελώντας. Δεν ξέρω γιατί αλλά η ιδέα του να έχει ο Γουίλ κοπέλα μου προκαλεί μια παράξενη αίσθηση, η οποία νομίζω πως είναι δυσάρεστη. Η αλήθεια είναι πως δε με χαροποιεί ιδιαίτερα η προοπτική να μοιράζομαι τον Γουίλ με καμία, γιατί δε θέλω να μπει τίποτε ανάμεσα στη φιλία μας, αλλά δεν ξέρω αν είναι αυτή η αιτία της πρωτόγνωρης αυτής δυσαρέσκειας που νιώθω.
Δεν προλαβαίνω όμως να το σκεφτώ περισσότερο, γιατί εκείνη τη στιγμή μπαίνει μέσα ο Γουίλ, έχοντας τελειώσει το μπάνιο του και φορώντας καθαρά ρούχα.
«Τι λέτε εσείς οι δύο;» μας ρωτά με περιέργεια.
« Τίποτα σπουδαίο» του απαντώ κοιτάζοντας τον Τζούλιαν συνωμοτικά, πράγμα που κάνει τον μικρό να ξεκαρδιστεί στα γέλια.
« Ώστε κρατάτε μυστικά από μένα έτσι;» λέει εύθυμα ο Γουίλ και αρχίζει να γαργαλάει τον αδελφό του ο οποίος ξεσπά σε ακόμα πιο δυνατά γέλια.
« Σιγά θα τον σκάσεις» του λέω.
Ο Γουίλ σταματά τα παιχνίδια με τον Τζούλιαν και αφού του λέει πως οι δυο τους θα τα ξαναπούνε μετά στρέφεται προς το μέρος μου:
«Πίτερ είσαι έτοιμος να φύγουμε;»
«Ναι», του απαντώ και αφού χαιρετάω την οικογένειά του και ευχαριστώ τη μητέρα του για την υπέροχη πίτα, βγαίνουμε από το σπίτι.

***
«Πώς ήταν η μέρα σου;» με ρωτά ο Γουίλ, όταν τελικά βγαίνουμε από το σπίτι του κατευθυνόμενοι από ένα δρομάκι που περνά δίπλα από το δάσος κυκλώνοντάς το, προς το ποτάμι που διασχίζει την πόλη.
« Δεν ήταν και η καλύτερη της ζωής μου. Μάλωσα άσχημα με την Σούζαν πρωί πρωί και εξαιτίας της άργησα να πάω στο μάθημα και έγινα πάλι ο περίγελος στο μάθημα του σαβουάρ βίβρ».
« Και μετά απορείς γιατί λέω πως είσαι σκέτος μπελάς», μου λέει ο Γουίλ χαμογελώντας, εισπράττοντας έναν αναστεναγμό προσποιητής αγανάκτησης από μέρους μου.
« Γιατί μαλώσατε με την Σούζαν;» με ρωτά έπειτα με σοβαρό πλέον ύφος.
« Γιατί έκανε σαν υστερική. Έλεγε πως κάποιοι την κυνηγούσαν και πως μας βρήκαν και κάτι τέτοια, ούτε εγώ δεν κατάλαβα καλά, αλλά ώρες ώρες την πιάνει υστερία με την ασφάλεια μου, μπορεί να γίνει υπερπροστατευτική. Αυτή την φορά όμως ξεπέρασε κάθε όριο» του απαντάω και μετά αρχίζω να του εξιστορώ αναλυτικά τα γεγονότα, γιατί μου ζήτησε περισσότερες λεπτομέρειες.
Όταν τελειώνω την αφήγησή μου ο Γουίλ δείχνει προβληματισμένος.
« Ούτε εγώ μπορώ να βγάλω σίγουρα συμπεράσματα. Έχεις δίκαιο, η συμπεριφορά της ήταν πολύ περίεργη. Απ’ ότι φαίνεται υπάρχουν πράγματα για τη ζωή σας που δεν τα ξέρεις, πράγματα ενδεχομένως επικίνδυνα για να μην
μπορεί να σου τα πει, όπως σου είπε», λέει ο Γουίλ και κλοτσά μια μικρή πέτρα στο χωμάτινο δρομάκι που περπατούμε.
« Ναι, αλλά είναι η ζωή μου. Προφανώς όλα αυτά με αφορούν, έχω κάθε δικαίωμα να ξέρω, ειδικά αν βρίσκομαι πράγματι σε κίνδυνο», του απαντώ εκνευρισμένα, υψώνοντας ελαφρά τον τόνο της φωνής μου.
« Έχεις δίκαιο, αλλά κάποιες φορές όσο λιγότερα ξέρει κανείς, τόσο το καλύτερο γι’ αυτόν. Δεν ξέρω. Καλύτερα να συζητήσεις με τη Σούζαν, να της πεις ήρεμα την άποψη σου. Θα είναι πιο ήρεμη αύριο. Πάντως απ’ όσο μου περιέγραψες ήταν πάρα πολύ ταραγμένη και φοβισμένη το πρωί και δεν είναι συνηθισμένο αυτό για τη Σούζαν. Είναι δυναμική και ατρόμητη κοπέλα. Για να αντέδρασε έτσι πρέπει να είναι κάτι σοβαρό, οπότε καλύτερα να προσέχεις Λάις. Θα σε πάω μέχρι την Ακαδημία όταν γυρίζουμε», συνεχίζει ο Γουίλ.

«Τι; Δεν είμαι μωρό, ή κανένα φοβητσιάρικο, ανίκανο κοριτσάκι για να μη μπορώ να προστατεύσω τον εαυτό μου. Δε χρειάζεται να έρθεις μαζί μου» του απαντώ με αγανάκτηση.
«Και ποιος σου είπε πως θα έρθω μαζί σου για να προστατεύσω εσένα; Θα έρθω για να σώσω οποιονδήποτε καημένο άνθρωπο έχει την ατυχία να βρεθεί στο δρόμο σου ή να σου επιτεθεί», μου απαντά χαμογελώντας ειρωνικά, ενώ εγώ του ρίχνω ένα δήθεν απελπισμένο βλέμμα με ένα μειδίαμα να υψώνει τις άκρες των χειλιών μου.
« Τέλος πάντων κάνε ότι θέλεις» του απαντάω τελικά, κλείνοντας τη συζήτηση για τα πρωινά γεγονότα.
Για μια στιγμή μένουμε και οι δύο σιωπηλοί, απορροφημένοι ο καθένας στις δικές του σκέψεις, ενώ φτάνουμε στο αγαπημένο μας σημείο του ποταμού. Είναι ένα σημείο που το ποτάμι φτάνει δίπλα στο δάσος και είναι ήσυχο και ερημικό. Δεν έχει σπίτια σε αρκετά μεγάλη απόσταση γύρω του και έτσι δε χρειάζεται να ανησυχούμε για το τι λέμε, ενώ στην απέναντι πλευρά του μεγάλου πλωτού ποταμού ξεχωρίζουν τα σπίτια και τα μαγαζιά της πόλης.
Μετά από λίγο ο Γουίλ σπάει τη σιωπή και στρέφεται προς το μέρος μου « Και για να μη νομίζεις πως το ξέχασα, αυτό είναι για σένα», λέει δίνοντάς μου ένα ορθογώνιο αντικείμενο τυλιγμένο μέσα σε χαρτί, που υποθέτω πως είναι βιβλίο.
« Χρόνια πολλά», συμπληρώνει και μου χαμογελά με το πιο ειλικρινές του χαμόγελο, αυτό που κάνει δύο μικροσκοπικά, ανεπαίσθητα λακκάκια να σχηματιστούν στα μάγουλά του, μαλακώνοντας τα σε μεγάλο βαθμό αρρενωπά κατά τα άλλα χαρακτηριστικά του.
« Ευχαριστώ πολύ Γουίλ. Ευχαριστώ που το θυμήθηκες, αλλά δε χρειαζόταν να μου πάρεις τίποτε, δε θέλω να ξοδεύεις τις οικονομίες σου για μένα, ξέρω πως τα βγάζετε δύσκολα πέρα με τον μύλο πλέον και δε θέλω να είμαι ούτε στο ελάχιστο η αιτία που θα μπει έστω και ένα καρβέλι ψωμί λιγότερο στο σπίτι σου», του απαντώ νιώθοντας πραγματικά κάπως άσχημα που μπήκε σε τέτοιο κόπο για μένα, αν και η κίνησή του με έχει συγκινήσει.
« Δεν είναι τίποτε Λάιρα πραγματικά, δε μας στερείς τίποτα. Νομίζω πως θα σου αρέσει αυτό το βιβλίο. Έψαξα το μισό σχεδόν βιβλιοπωλείο μέχρι να καταλήξω σε αυτό, αλλά νομίζω πως το συγκεκριμένο βιβλίο αξίζει τον κόπο», μου λέει, αν και ο τρόπος που το λέει με κάνει να αμφιβάλω για το αν αναφέρεται πράγματι στο βιβλίο, αλλά δε ζητώ περαιτέρω εξηγήσεις, αρκούμενη στο να του πω πως είμαι σίγουρη πως το βιβλίο θα είναι πολύ καλό.
Μετά ο Γουίλ σκαρφαλώνει και κάθεται στο πετρόχτιστο πεζούλι που χωρίζει το δρομάκι από την όχθη του ποταμού και εγώ τον ακολουθώ και κάθομαι δίπλα του, με τα πόδια μου να κρέμονται πάνω απ’ την επιφάνεια του ήρεμου ποταμού και το βλέμμα μου να χαϊδεύει την επιφάνειά του. Βγάζω τον μπερέ μου και τα καστανά μαλλιά μου ξεχύνονται ελεύθερα στην πλάτη μου, υποκύπτοντας στην παρόρμηση της στιγμής να τα αφήσω να ανεμίσουν ελεύθερα στο ανεπαίσθητο φθινοπωρινό αεράκι, παρ’ όλο που είναι ένα μικρό ρίσκο αν περάσει κανείς και με δει.
Έπειτα στρέφομαι προς τον Γουίλ που αγναντεύει το ποτάμι σιωπηλός δείχνοντας χαμένος στις δικές του σκέψεις, σε σκέψεις που φαίνεται να τον βασανίζουν και δεν μοιράζεται μαζί μου, κάτι που κάνει συχνά τον τελευταίο καιρό και έχει αρχίσει να με ανησυχεί. Με ανησυχεί γιατί μου λείπει η ανέφελη και ειλικρινής σχέση μας, ενώ τώρα νιώθω πως ότι και αν είναι αυτό που τον απασχολεί υψώνει έναν τοίχο ανάμεσά μας και τον κάνει να κλείνεται στον εαυτό του.
« Πες το», του λέω.
«Τι;»
« Πες μου τι σε απασχολεί», επιμένω, αναγκάζοντάς τον να με κοιτάξει.
Τον βλέπω για μια στιγμή να παλεύει εσωτερικά για να αποφασίσει αν θα μου μιλήσει, αλλά αποφασίζει να μην το κάνει. Το καταλαβαίνω, γιατί σπεύδει να χαμογελάσει βεβιασμένα με τον τρόπο που κάνει όταν νιώθει πιεσμένος και θέλει να αλλάξει θέμα συζήτησης.
« Δε με απασχολεί κάτι, είμαι καλά, μόνο λίγο κουρασμένος από τη δουλειά. Μάλιστα έχω μερικά καλά νέα», μου απαντά.
« Ωραία. Τι νέα;» ρωτώ, χαμογελώντας του πλατιά με ενδιαφέρον, αν και νιώθω στενοχωρημένη και απογοητευμένη που δεν μου μίλησε και προτίμησε να μου πει ψέματα.
« Έκλεισα μια συμφωνία με έναν ισχυρό γαιοκτήμονα, ένα μεγάλο μέρος απ’ το σιτάρι του θα αλεσθεί στο μύλο μας το καλοκαίρι και αν μείνει ευχαριστημένος θα στείλει όλη του τη σοδιά για άλεση σε εμάς. Είναι η πρώτη καλή συμφωνία που κατάφερα να κλείσω από τότε που πέθανε ο πατέρας μου», εξηγεί και το πρόσωπό του φωτίζεται, κάνοντάς τον να δείχνει σαν το νεαρό αγόρι που γνώρισα πριν τρία χρόνια, εκείνο το αγόρι που ήταν γεμάτο ζωντάνια, όνειρα και ελπίδα, εκείνο το αγόρι που ο θάνατος του πατέρα του και οι δυσκολίες που έκτοτε αντιμετώπισε για να συντηρήσει την οικογένειά του έκαναν να ωριμάσει πρόωρα και να εγκαταλείψει κάθε δικό του όνειρο για τις ανάγκες της οικογένειάς του.
« Αλήθεια; Αυτό είναι υπέροχο Γουίλ. Πραγματικά υπέροχο. Συγχαρητήρια» του απαντώ, ξεχνώντας την προηγούμενη δυσφορία μου για την άρνησή του να μου μιλήσει και απλώνοντας το χέρι μου πάνω στο πεζούλι συναντώ το πάνω μέρος της παλάμης του και το σφίγγω, χαμογελώντας του πλατιά, συμμεριζόμενη τη χαρά του.
Μόλις το χέρι μου ακουμπά το δικό του το βλέμμα του το ακολουθεί για μια στιγμή, ενώ έπειτα συναντά το δικό μου και μέσα του διακρίνω να τρεμοπαίζει μια ένταση που δεν θυμάμαι να έχω ξαναπροσέξει, σα να καίει μέσα του μια φωτιά που δε θέλει να αποκαλύψει, γιατί φοβάται πως θα κάψει τα πάντα στο πέρασμά της.
Όχι, όχι, όχι, έκανα κάτι που δεν πρέπει, τι του συμβαίνει, γιατί δε μου λέει; Οι απορίες κάνουν πάλι την εμφάνισή τους στην επιφάνεια των σκέψεων μου, απαιτώντας να απαντηθούν.
« Γουίλ, αυτά είναι καλά νέα όπως είπες. Τι σου συμβαίνει τότε; Μην το αρνείσαι τι είναι αυτό που φοβάσαι, γιατί δε μου λες ;» ξαναδοκιμάζω υψώνοντας ελαφρά
τον τόνο της φωνής μου σε μια ύστατη προσπάθειά μου να τον πείσω και πλησιάζοντας τον πιο πολύ έτσι ώστε να μην μπορεί να κρύψει το βλέμμα του από μένα.
Περνά άλλη μια στιγμή σιωπής απ’ την πλευρά του, ενώ το βλέμμα του εξακολουθεί να με κοιτάζει με την ίδια ένταση και νιώθω πως δε θα μπορώ να τον κοιτάζω για πολύ ακόμη, καθώς η έκφραση του είναι πολύ διεισδυτική και έντονη και αρχίζει να με φοβίζει, αλλά τότε μιλάει.
«Αυτό» μου απαντά και από το πουθενά οι παλάμες του φυλακίζουν το πρόσωπό μου και σκύβοντας προς το μέρος μου εκμηδενίζει την απόσταση που μας χωρίζει ενώνοντας τα χείλη του με τα δικά μου.

Όλγα Σ.