Οι Ξεχωριστοί - Λάχεσις (Κεφάλαιο 10) [+18]

Εφτά χρόνια αργότερα

«Αχ, Θεέ μου, τι όμορφα που είναι!»

Η Ελβίρα είχε ακουμπήσει τα χέρια της στην κουπαστή του μπαλκονιού και κοίταζε μακριά στη θάλασσα. Ο μεσημεριανός καλοκαιρινός ήλιος έκανε το νερό να εξατμίζεται από τη λεία επιφάνεια, δημιουργώντας αραιή ομίχλη.

Η Ελβίρα αναστέναξε. Ήταν τόσο όμορφα και όμως εκείνη δεν μπορούσε να το χαρεί. Το μυαλό της είχε μείνει πίσω, στην ταλαιπωρημένη από τη ζέστη Αθήνα. Εφτά χρόνια είχαν περάσει από εκείνο το όμορφο μεσημέρι στην πισίνα, τη μέρα που άλλαξε η ζωή της για πάντα. Εφτά ολόκληρα χρόνια, μες στα οποία η Ελβίρα είχε κάνει έρωτα με όποιον τρόπο μπορούσε να κάνει έρωτα μια γυναίκα. Είχε γνωρίσει την ηδονή στη μεγαλύτερη έντασή της – και ταυτόχρονα είχε συμβιβαστεί με την ιδέα της διπλής ζωής που αναγκαζόταν να ζήσει. Για τον Πέτρο, τον οικογενειακό τους περίγυρο και τα μέσα ενημέρωσης, η Ελβίρα ήταν υποδειγματική σύζυγος και ταυτόχρονα ένα περιζήτητο επιτυχημένο μοντέλο. Ήταν το ιδανικό πρότυπο για κάθε νέο κορίτσι, που ονειρευόταν να ζήσει τη λάμψη της επώνυμης και μετά να αποσυρθεί. Ήταν πλούσια, διάσημη και παντρεμένη με τον πρίγκιπα του παραμυθιού! Και αν ήξεραν ότι το πέος του πρίγκιπα ήταν είκοσι τρεις πόντοι –όπως του δικού της– το όνειρο θα άγγιζε την τελειότητα!

Η Ελβίρα χαμογέλασε πικρά με την τελευταία σκέψη της. Τίποτα στη ζωή δεν ήταν τέλειο, και εκείνη το ήξερε καλά! Ευτυχώς, μέσα σε αυτά τα χρόνια, είχε αποκτήσει και τον μικρό θησαυρό της: τον γιο της, Αλέξη! Πόσα όνειρα είχε κάνει για το μικρό της αγγελούδι! Αν είχαν δίκιο οι επιστήμονες για τα γονίδια, ο Αλέξης θα έπαιρνε την ομορφιά και το ύψος των γονιών του. Όταν μεγάλωνε, θα μάθαινε από τη μητέρα του, τον «θείο Γιώργο» και φυσικά τη «θεία Γιάννα» τα πάντα! Θα μάθαινε να σέβεται τις γυναίκες γύρω του και προπάντων θα μάθαινε να τις κάνει ευτυχισμένες.

Θα μεγάλωνε ως Ξεχωριστός και θα ήταν ένας σωστός άντρας, χαρούμενος αυτός και οι γυναίκες γύρω του.

Το μωρό μου θα κάνει πολλά κοριτσάκια ευτυχισμένα, σκέφτηκε η Ελβίρα και γέλασε.

Τι ειρωνεία! Πριν από εφτά χρόνια σκεφτόταν να χωρίσει από τον Πέτρο, απηυδισμένη από το κακής ποιότητας σεξ που είχε στον γάμο της, και τώρα ζούσαν μαζί ευτυχισμένοι μαζί με το μωρό τους. Το μυστικό όλης αυτής της ευτυχίας ήταν καλά κρυμμένο πίσω από τους τοίχους της έπαυλης της Γιάννας. Και θα έμενε για πάντα εκεί. Αλλιώς κινδύνευαν όλοι με διασυρμό.

Όλα είχαν ξεκινήσει εκείνο το όμορφο πρωί στην πισίνα. Το σχέδιο ήταν να μάθει η Ελβίρα ό,τι αφορούσε τη γυναικεία ευτυχία στο σεξ. Έπειτα θα έβρισκε τρόπο να τα μεταφέρει στον γάμο της, περνώντας τα και στον Πέτρο. Κατόπιν θα σταματούσε να έχει ενεργή συμμετοχή στα μαθήματα και θα συνέχιζε τη ζωή της. Το σχέδιο ήταν σωστό, αν έκρινε κανείς από το αποτέλεσμα.

Οι περισσότερες φίλες της Γιάννας είχαν καταφέρει σε αυτά τα εφτά χρόνια να εφαρμόσουν το σχέδιο όπως ακριβώς το είχαν σχεδιάσει οι ιδρυτές των Ξεχωριστών. Μάθαιναν τη θεωρία, την έκαναν, αν ήθελαν, πράξη με τον Γιώργο, τη Γιάννα ή και μεταξύ τους. Ύστερα συνέχιζαν τη ζωή τους μαθαίνοντας τα μυστικά σε άντρες. Σαν εκπαιδευμένες Ξεχωριστές ήξεραν πια ότι δεν ήταν εκείνες ανοργασμικές. Είχαν μάθει πια τι έπρεπε να ζητήσουν από τους άντρες. Και το μεγαλύτερο μυστικό ήταν ότι δεν υπήρχαν μυστικά στο σεξ. Θέληση να κάνεις την άλλη ευτυχισμένη μόνο έπρεπε να υπάρχει. Βεβαίως, ήξεραν πόσο δύσκολο ήταν να βρουν έναν άντρα που να θεωρεί πρωταρχικό του καθήκον τη δική τους ευτυχία. Τουλάχιστον, είχαν γίνει πολύ πιο αυστηρές στις επιλογές τους. Διάλεγαν άντρες που έδειχναν τουλάχιστον να έχουν τη θέληση, αλλά δεν ήξεραν πώς να το καταφέρουν. Από τη στιγμή που θέλει ένας άντρας, είναι θέμα υπομονής και χρόνου να μάθει. Η θέληση είναι η κινητήρια δύναμη στο σεξ. Τα υπόλοιπα βρίσκονται.

Η Ελβίρα όμως, και άλλες οκτώ κοπέλες, δεν τα είχαν καταφέρει – ή ίσως δεν ήθελαν να τα καταφέρουν. Ο Πέτρος στην αρχή είχε ενδιαφερθεί. Ήθελε να μάθει τις ασκήσεις κρατήματος, το midas touch και την υπόλοιπη πρακτική πλευρά της εκπαίδευσης. Μετά κουράστηκε, βαρέθηκε ή και τα δύο μαζί. Δεν ήθελε να κάνει τον μαθητή στα τριάντα του. Αν και ήξερε ότι είχε πρόβλημα, προτίμησε να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι «Αυτός είμαι και δεν αλλάζω» παρά να αφήσει τη γυναίκα του να είναι και δασκάλα του.

Στο δίλλημα «Αλήθεια και διαζύγιο ή απάτη και ευτυχία για όλους» η Ελβίρα είχε προτιμήσει το δεύτερο. Και δεν το ξανασκέφτηκε ποτέ. Όσο καλό παιδί και αν ήταν ο Πέτρος, ο οργασμός από τα δάχτυλα του Γιώργου και τα απίθανα σενάρια που έπλαθε η φαντασία του στο σεξ ήταν αξεπέραστα. Ο έρωτας είχε ανέβει κατηγορία και η Ελβίρα δεν είχε πια καμιά πρόθεση να συμβιβαστεί με λιγότερα! Ο οργασμός είναι πολύ ισχυρή, εθιστική αίσθηση. Κανένα ναρκωτικό δεν καταφέρνει τόσα πολλά με τόσο φυσικό τρόπο. Αν ήταν πιο διαδεδομένος στις γυναίκες, η κοινωνία θα είχε αναγκαστεί να τον εντάξει στη λίστα με τα απαγορευμένα. Και μάλιστα ψηλά ψηλά, στα σκληρά!

Η Ελβίρα άφησε το μπαλκόνι και γύρισε στο σαλόνι της. Ήταν η τρίτη βότκα με λεμόνι που έφτιαχνε αλλά δεν την ένοιαζε. Ήθελε να ζαλιστεί, να μη σκέφτεται, επειδή όλα γυρνούσαν συνέχεια στο σεξ και είχαν ως αποτέλεσμα ένα συνεχές κάψιμο χαμηλά στην κοιλιά της. Ένα κάψιμο που τρεις ημέρες τώρα που βρίσκονταν στο νησί ικανοποιούνταν δύσκολα. Για να ξεχαστεί, άνοιξε το δελτίο αναγνωσιμότητας που της είχαν στείλει μαζί με το περιοδικό, που είχε κάνει την τελευταία φωτογράφιση.

Έχοντας περάσει τα τριάντα, είχε αποσυρθεί από τον χώρο του τοπ μόντελινγκ και έκανε μόνο επιλεγμένες δουλειές και φωτογραφίσεις. Αλλά, όπως διαπίστωνε, είχε την ίδια –αν όχι και περισσότερη– επίδραση στη λίμπιντο του νεανικού αντρικού πληθυσμού. Σύμφωνα με την τρέχουσα ορολογία του Ίντερνετ, ήταν μια από τις γυναίκες που οι άντρες βάφτισαν: M.I.L.F.[1]. Η Ελβίρα είχε σταματήσει από χρόνια να ενδιαφέρεται για το ποιοι αυνανίζονταν κοιτώντας τις φωτογραφίες της στα διάφορα περιοδικά. Το έβρισκε όμως αρκετά αστείο όταν διάβαζε το δελτίο. Τα περιοδικά που την είχαν εξώφυλλο ανέβαζαν τις πωλήσεις τους στις ηλικίες δεκαέξι με είκοσι πέντε.

Ε, ρε, παιδάκια, που πάνε χαμένα! σκέφτηκε γελώντας, σιγοτραγουδώντας.

Δεν πειράζει... Τιμή μου! αναλογίστηκε εύθυμα και άρχισε να ξεφυλλίζει το περιοδικό.

Όταν έφτασε στις σελίδες που την αφορούσαν, κοίταξε τον εαυτό της αφηρημένη. Ξαφνικά, μελαγχόλησε. Η συντάκτρια των σχολίων που συνόδευαν κάθε φωτογραφία είχε γράψει κατά λέξη ό,τι της είχε απαντήσει η Ελβίρα στην ερώτηση για τον Πέτρο και τον γάμο τους:

«Ο Πέτρος με έκανε να αισθανθώ για πρώτη φορά αληθινά γυναίκα!»

«Αχ, μωρό μου, αν η μύτη σου μεγάλωνε με τα ψέματα, τώρα θα ήσουν σαν τον Πινόκιο!» μάλωσε με τον εαυτό της και άλλαξε νευρικά σελίδα.

Μια μεγάλη ολοσέλιδη φωτογραφία τράβηξε το βλέμμα της και την έκανε να χαμογελάσει. Φορούσε ένα μακρύ λευκό επίσημο φόρεμα, σχεδιασμένο από τη Γιάννα, και ήταν γονατιστή σε ένα πουφ. Στηριζόταν νωχελικά στο ξύλινο έπιπλο μιας τουαλέτας. Το project ήθελε να κοιτάζει τον εαυτό της στον μεγάλο καθρέφτη, φτιάχνοντας το μακιγιάζ της.

Το μυαλό της γύρισε εφτά χρόνια πίσω κοιτάζοντας αυτήν τη φωτογραφία. Μετά την εξέλιξη στην πισίνα, για την προστασία της Ελβίρας, αλλά και όλων των γυναικών του κυκλώματος στο μέλλον, η Γιάννα με τον Γιώργο έφτιαξαν τον κανόνα των δέκα ημερών.

Όποια ήθελε πρωκτικό έρωτα ήταν υποχρεωμένη να αφήνει περιθώριο δέκα ημερών ανάμεσα στις επαφές. Οι δέκα αυτές ημέρες ήταν μια αυστηρή μεν αλλά εύλογη χρονική απόσταση. Όσο και να πρόσεχε ο Γιώργος, όσο σιγά και να γινόταν η διείσδυση, οι σφιγκτήρες ήταν φτιαγμένοι να λειτουργούν αντίστροφα. Άφηναν, λοιπόν, αυτό το διάστημα μεταξύ των επαφών ώστε να επανέλθουν. Έτσι δεν υπήρχε καμιά περίπτωση για τραυματισμό ή πόνο. Τώρα μπορούσε όποια ήθελε να το ευχαριστηθεί, χωρίς ούτε καν ο γυναικολόγος της να καταλάβει τίποτα.

Για την Ελβίρα είχαν περάσει τότε έξι τέτοια δεκαήμερα και ακόμη βρίσκονταν στο στάδιο της προσαρμογής. Της έκανε έρωτα από πίσω με τα δάχτυλα, χωρίς πλήρη διείσδυση, και όσο πιο απαλά γινόταν. Η Ελβίρα ήθελε να τον αισθανθεί μέσα της με όλο το μήκος του. Στην αρχή είχε παρακαλέσει, μετά είχε αρχίσει να βρίζει, αλλά μάταια. Έτσι σιγά σιγά κατάλαβε ότι έπρεπε –και έμαθε– να κάνει υπομονή. Το να μην πονέσει όταν τελικά γίνει ολοκληρωμένα και χαλάσει όλη την ομορφιά της αίσθησης ήταν δυνατό κίνητρο. Έκανε, λοιπόν, υπομονή και είχε σταματήσει πια να γκρινιάζει. Όλο αυτό το διάστημα είχε έτσι και αλλιώς πολύ σεξ στη ζωή της με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Η αναγκαστική υπομονή για το συγκεκριμένο δεν ήταν και τόσο τραγική.

Εκείνο το απόγευμα του φθινοπώρου, η Γιάννα πραγματοποιούσε μία από τις μεγάλες επιδείξεις της. Η Ελβίρα ήταν φυσικά το αστέρι της και θα φορούσε το νυφικό, που θα ολοκλήρωνε όλη την παρουσίαση. Θα έκανε το τελευταίο περπάτημα στην πασαρέλα μαζί με τη σχεδιάστρια που θα χαιρετούσε τον κόσμο. Στην κατάμεστη αίθουσα είχαν προσκληθεί εκατόν είκοσι άτομα. Ανάμεσά τους ήταν φίλοι και φίλες της Γιάννας, πελάτισσες και πολλοί φωτογράφοι και κριτικοί μόδας. Πίσω στα παρασκήνια επικρατούσε χάος, με τα μοντέλα να τρέχουν γύρω από μία αγχωμένη Γιάννα που έφτιαχνε τις τελευταίες λεπτομέρειες στα φορέματα που φορούσαν.

Επιτέλους, η επίδειξη έφτανε στο τέλος της και η Ελβίρα είχε ετοιμαστεί από ώρα για το φινάλε. Μακιγιαρισμένη, φορώντας το νυφικό της και με το στέμμα πιασμένο στα μαλλιά της, περίμενε κάτω από το κλιματιστικό τη σειρά της. Είχε ετοιμαστεί νωρίς και τώρα έπρεπε να περιμένει να περπατήσουν οι υπόλοιπες και να επιδείξουν τα τελευταία ρούχα.

«Κυρία Ελβίρα, είπε η Γιάννα να πάτε στο καμαρίνι της να ελέγξει αν όλα είναι εντάξει!» της είπε η Κατερίνα, που μόλις είχε μπει τρέχοντας.

Η Ελβίρα σηκώθηκε προσεκτικά και κατευθύνθηκε μέσα από τον διάδρομο που χώριζε τα καμαρίνια. Στο βάθος ήταν της Γιάννας. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μες στο δωμάτιο της σχεδιάστριας. Το φως του δωματίου ήταν σβηστό και φαινόταν έρημο.

«Μείνε εκεί!»

Η Ελβίρα αιφνιδιάστηκε πλήρως. Η φωνή ήταν αντρική και την αναγνώρισε αμέσως. Η Γιάννα τής είχε πει πως ο Γιώργος δεν μπορούσε να έρθει στην επίδειξη, καθώς είχε υπηρεσία. Και τώρα ήταν εδώ!

Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή από τη χαρά της έκπληξης. Όποιος αναρωτιόταν –όλα αυτά τα χρόνια– πώς ήταν δυνατόν οι Ξεχωριστοί να κάνουν έρωτα χωρίς να μιλούν για συναισθήματα, ας ρωτούσε εκείνη. Δε γινόταν να μην αγαπιούνται δύο άνθρωποι που δίνουν ευτυχία ο ένας στον άλλον.

Άνοιξε ψαχουλεύοντας το φως πίσω της και ετοιμάστηκε να πέσει στην αγκαλιά του. Ο Γιώργος καθόταν στην πολυθρόνα απέναντι από την πόρτα φορώντας ένα καταπληκτικό μπεζ κοστούμι Αρμάνι. Του το είχε κάνει δώρο η Γιάννα, όταν είχαν πάει στο Μιλάνο να παραδώσουν τα κροκί στην Ντονατέλα.

«Πού πας; Κάτι είπα νομίζω! Μείνε εκεί που είσαι».

Η Ελβίρα –όσο και αν η παρόρμηση την έσπρωχνε να πέσει στην αγκαλιά του– έμεινε ακίνητη και δεν είπε τίποτα. Είχε μάθει να καταλαβαίνει από τον τόνο της φωνής πότε παιζόταν σενάριο. Όταν είσαι αφέντρα, είσαι αφέντρα και όταν είσαι σκλάβα, είσαι σκλάβα. Ή το παίζεις σωστά μέχρι τέλους ή δεν το ξεκινάς καθόλου.

Το βασικό στοιχείο για να πετύχει οποιαδήποτε φαντασίωση είναι να υπάρχει εμπιστοσύνη άνευ όρων ανάμεσα σε αυτούς που συμμετέχουν. Και μετά να παίζουν τον ρόλο τους φυσικά και χωρίς υπερβολές, πάντα με το μυαλό τους εκεί. Η Ελβίρα τού είχε απεριόριστη εμπιστοσύνη. Και αυτήν την εμπιστοσύνη την είχε κερδίσει ο Γιώργος· δεν του την είχε χαρίσει.

Κάθε φορά που έκανε φωτογράφιση, ήξερε ότι χιλιάδες άντρες που θα έβλεπαν τις φωτογραφίες –όσο αθώες, όσο καλλιτεχνικές και αν ήταν– το πρώτο που σκέφτονταν ήταν:

«Να τη βάλω κάτω να της σκίσω τον κώλο, να χύσω στη μάπα της, να της πετάξω τα μάτια έξω!»

Και άλλα τέτοια ρομαντικά.

Χιλιάδες άντρες, αλλά όχι αυτός. Ο παράξενος Ξεχωριστός όχι μόνο δεν το έκανε, ενώ θα μπορούσε, αλλά αντιστεκόταν και στις συνεχείς παρακλήσεις της να της κάνει πλήρη πρωκτικό έρωτα! Φυσικά για το η συντριπτική πλεινότητα των αντρών κάνοντάς το αυτό δεν ήταν τίποτα άλλο από «Μαλάκας με περικεφαλαία». Για την Ελβίρα, όμως, και για τις υπόλοιπες γυναίκες του κυκλώματος που τον γνώριζαν, ήταν το λιγότερο καταπληκτικός. Μετά από αυτά, αν δεν είχε εμπιστοσύνη σε αυτόν τον άντρα, δε θα έπρεπε να είχε εμπιστοσύνη ποτέ ξανά σε κανέναν και σε τίποτα!

«Βγάλε το εσώρουχο και δώσ’ το μου!»

Η επιτακτική φωνή του την έκανε να ανατριχιάσει. Τι έπαιζε; Τι ήθελε; Πού το πήγαινε; Το ερεθιστικό κάψιμο που είχε φωλιάσει μόνιμα χαμηλά στη κοιλιά της έγινε εντονότερο. Με μικρές συσπάσεις η μικρή φίλη ανάμεσα στα πόδια της την ειδοποιούσε πως αν τη χρειαζόταν ήταν έτοιμη. Η Ελβίρα υπάκουσε στη διαταγή χωρίς να πει τίποτα. Σήκωσε τις επάλληλες στρώσεις της φούστας μέχρι τη μέση της, έβγαλε το κάτασπρο στριγκάκι που φορούσε και του το πέταξε στο πρόσωπο.

«Γονάτισε στο πουφ και να κοιτάζεις τον καθρέφτη» της ξαναείπε ο Γιώργος επιτακτικά.

Η Ελβίρα κατέβασε το κεφάλι και υπάκουσε για άλλη μια φορά. Σήκωσε λίγο το μακρύ ball νυφικό και γονάτισε στο μαλακό πουφ που βρισκόταν μπροστά από το έπιπλο.

«Σήκωσε το νυφικό. Θέλω να δω το όμορφο κωλαράκι σου γυμνό!» της είπε.

Η Ελβίρα τον κοίταξε έκπληκτη μέσα από τον καθρέφτη αλλά δε δίστασε να κάνει ό,τι της είχε ζητήσει.

Τώρα βρήκε; αναρωτήθηκε ανήσυχη, καθώς προσπαθούσε να σηκώσει τις επάλληλες στρώσεις από οργάντζες και δαντέλες.

Δυσκολευόταν καθώς φορούσε τα ασορτί με το νυφικό κατάλευκα γάντια που της είχε δώσει η Γιάννα.

Σε λίγο θα έπρεπε να βγει στην επίδειξη για το φινάλε. Και το χειρότερο: το μόνο που χώριζε το καμαρίνι από τον κυρίως χώρο ήταν μια απλή λεπτή γυψοσανίδα, χωρίς ηχομόνωση. Και ο χώρος της επίδειξης ήταν γεμάτος δημοσιογράφους και κόσμο! Όταν τελικά τα κατάφερε, άνοιξε –όσο επέτρεπε το πουφ– τα πόδια της και παρέμεινε ακίνητη με τους ολόγυμνους γλουτούς της εκτεθειμένους στο βλέμμα του. Μέσα από τον καθρέφτη τον έβλεπε να την κοιτάζει με λαγνεία και αισθανόταν ήδη ερεθισμένη.

Η Ελβίρα θυμήθηκε την εκπαίδευση, έκλεισε τα μάτια και συγκεντρώθηκε στη στιγμή που ζούσε. Ρύθμισε την αναπνοή της εισπνέοντας από τη μύτη και εκπνέοντας αργά από το στόμα. Όταν ένιωσε ότι τα κατάφερε, ξανάνοιξε τα μάτια της εστιάζοντας το βλέμμα της στο δικό του μέσα από τον καθρέφτη. Ο Γιώργος άνοιξε το φερμουάρ του παντελονιού του και άρχισε να αυνανίζεται κοιτώντας την πρόστυχα. Η Ελβίρα αναστέναξε με πάθος. Αυτό το βλέμμα την έκανε να ξεχάσει τις ανησυχίες και τις αναστολές της. Ξαφνικά δεν άκουγε τίποτα από ό,τι συνέβαινε έξω από το καμαρίνι. Ο θόρυβος από τον κόσμο, τη μουσική και τις φωνές των κοριτσιών που έτρεχαν στον διάδρομο είχε εξαφανιστεί. Ο ερεθισμός της είχε φτάσει στο ζενίθ. Αν αργούσε λίγο ακόμα ο Γιώργος, θα τον έβαζε κάτω εκείνη.

Ο Γιώργος σηκώθηκε και στάθηκε όρθιος πίσω της. Πήρε το στριγκάκι που μόλις του είχε πετάξει και το έβαλε βίαια βαθιά στο στόμα της.

«Αυτό θα σου χρειαστεί!» της είπε καθώς ξεκούμπωνε το φερμουάρ του.


 



[1] Mothers I’ d Like to Fuck