Τα Τέσσερα Στοιχεία 2: Έμιλυ (Κεφάλαιο 9)

Ναι, με φιλάει. Με φιλάει πραγματικά…η καρδιά μου πάει να σπάσει. Τα χέρια μου έχουν φυλακιστεί ανάμεσά μας, ενώ τα δικά του κρατούν το πρόσωπό μου. Όλα γύρω μου έχουν αρχίσει να εξαφανίζονται και την θέση τους να κατακτά εκείνος….ώσπου τραβιέται μακριά μου, χωρίζοντας τα χείλη μας. Κράτησε δεν κράτησε τρία δευτερόλεπτα.
«Όχι, όχι, όχι» λέει και μου γυρίζει την πλάτη. Έχω μείνει να τον κοιτάζω με στόμα και μάτια ορθάνοιχτα. Δεν ξέρω πώς να αντιδράσω, τι να πω και το μόνο που μου έρχεται στο μυαλό είναι: Ναι! Έχει αισθήματα για μένα!
Γυρίζει τώρα σε μένα, τα μάτια του είναι λυπημένα και τρομαγμένα συνάμα. «Ξέχασε το, Έμιλυ, σε παρακαλώ» λέει και η φωνή του κάνει την καρδιά μου κομμάτια. «Αυτό το φιλί ήταν ένα τρομερό λάθος!».
Τα μάτια μου ξάφνου πλημμυρίζουν με δάκρυα. Μια, δύο, εε στην τρίτη δεν αντέχω, ξεσπάω σε αναφιλητά. Το σώμα μου τραντάζεται, το μπάνιο γεμίζει με τους λυγμούς μου. Δεν έχω ιδέα τι με έχει πιάσει. Ίσως φταίει το γεγονός ότι μου λείπουν οι γονείς μου, ίσως το ο Ναθάνιελ με φίλησε και το μετάνιωσε αμέσως, ίσως το ότι μόλις μια μέρα πριν παραλίγο να πεθάνω από δύο θολές μορφές. Ότι κι αν φταίει, δεν μπορώ να περιορίσω τα δάκρυα που τώρα τρέχουν σαν ποτάμι στα μάγουλά μου.
«Συγγνώμη…δεν…ήθελα να…» επιχειρεί να με καθησυχάσει, αλλά κι εκείνος δεν βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση. Ξέρουμε πολύ καλά κι οι δύο ότι σπάσαμε έναν από τους πιο ιερούς κανόνες των στοιχείων. Δεν ξέρω αν είναι ερωτευμένος μαζί μου, αλλά ξέρω ότι είμαι εγώ και αυτό είναι ότι χειρότερο θα μπορούσα να κάνω. Πως είναι δυνατόν να αφέθηκα απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή που τον συνάντησα; Πως γίνεται να καταπάτησα την υπόσχεση που έδωσα στην Οριάνα κι έπειτα στον εαυτό μου; Πως μπόρεσα εγώ, μέλος του Νερού να ερωτευτώ εκείνον, μέλος της Φωτιάς; Άρα τα οράματά μου ήταν αλήθεια. Συνεπώς, εκείνο το όραμα που είχα δει όσο βρισκόμουν στην αγκαλιά του παππού μου…θα γίνει πραγματικότητα. Όχι, όχι αποκλείεται να προκληθεί πόλεμος.
Τα δάκρυα στερεύουν μεμιάς. Έχω μείνει να κοιτάζω αποσβολωμένη τον τοίχο, πίσω του. Έπειτα μεταφέρω τα μάτια μου πάνω του. Θα τον χάσω;
«Έμ;» τον ακούω να λέει. «Τι συμβαίνει;». Κουνάω το κεφάλι και δίχως να του ρίξω ματιά, βγαίνω απ’ το μπάνιο τρέχοντας. Προσπερνάω με σπρωξιές τον κόσμο που χορεύει, αρπάζω τη ζακέτα μου και τρέχω προς την έξοδο. Έχω την αίσθηση πως ακούω το όνομά μου, αλλά δεν γυρίζω πίσω. Θέλω να φύγω. Πρέπει να φύγω.
Μόλις βγαίνω απ’ την δίφυλλη εξώπορτα, ανατριχιάζω. Το κρύο έχει γίνει πιο τσουχτερό από πριν, αλλά δεν έχω χρόνο να βάλω τη ζακέτα. Αγνοώντας το τρέμουλο, τρέχω μακριά. Ξέρω ότι η ώρα είναι περασμένη και οι δρόμοι επικίνδυνοι για ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι σαν εμένα, αλλά δεν μπορώ να μείνω άλλο εδώ. Πρέπει να βρω έναν τρόπο να επικοινωνήσω με τους γονείς μου, να τους πω για τις μορφές και να με πάρουν μακριά απ’ τον Ναθάνιελ.
Δίχως να ρίξω ματιά πίσω μου, χάνομαι μες στα στενά. Στρίβω άλλοτε δεξιά και άλλοτε αριστερά χωρίς να ενδιαφερθώ για το που πηγαίνω ή το πώς θα βρω τη διέξοδο. Το μυαλό μου έχει θολώσει. Πρέπει να απομακρυνθώ, πρέπει να εμποδίσω να συμβεί κάτι τόσο τρομερό όσο ένας πόλεμος.
Δεν αργεί να εμφανιστεί μπροστά μου ένας μεγάλος τοίχος και να μου φράξει το δρόμο. Δεν γυρίζω πίσω, σωριάζομαι κάτω και κλαίω. Για άλλη μια φορά χιλιάδες αναπάντητα ερωτήματα περνούν απ’ το μυαλό μου, αλλά αυτή τη στιγμή το μόνο που θέλω είναι ο μπαμπάς μου. Ο μπαμπάς μου, ο Θεός Ηγέτης του στοιχείου μου, εκείνος και η μαμά μου.
«Μπαμπάκα, έλα να με πάρεις…» ψελλίζω και ξαφνικά αισθάνομαι κάτι να διαπέρνα το κορμί μου και να φεύγει από πάνω μου. Σαν να ξεκολλάει κάτι μέσα μου. Αισθάνομαι τα μάτια μου να τσούζουν, τσούζουν απίστευτα, δεν μπορώ να τα κρατήσω ανοιχτά. Ίσως φταίνε οι φακοί επαφής.
Βγάζω ένα καθρεφτάκι απ’ την τσάντα μου και πολύ προσεκτικά αφαιρώ τους φακούς. Ωστόσο, μόλις παρατηρώ το μάτι μου, μου ξεφεύγει ένα επιφώνημα. Η ίριδα έχει αλλάξει χρώμα…τα μάτια μου δεν είναι γαλανά! Κοιτάζω πιο προσεκτικά. Το γαλάζιο έχει μετατραπεί σε μια ανάμειξη κόκκινου, πράσινου, γκρι και μπλε. Ένα κρύο χέρι τυλίγεται γύρω απ’ την καρδιά μου. Τι μου συμβαίνει;
Ανοιγοκλείνω συνεχώς τα βλέφαρά μου, ελπίζοντας πως αυτό δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση, μια οφθαλμαπάτη. Ωστόσο όσο περισσότερο κοιτάζω τα μάτια μου, τόσο περισσότερο αισθάνομαι πως έχω φτάσει στα όρια της παράνοιας. Δεν μπορεί να έχουν αλλάξει χρώμα, είναι αδύνατον.
Παίρνω βαθιά εισπνοή και σηκώνομαι όρθια. Πρέπει να ηρεμίσω, να σκεφτώ λογικά.
«Έμιλυ!». Ωχ, όχι, με βρήκε! Κοιτάζω αριστερά και δεξιά ψάχνοντας κάποια διέξοδο, ωστόσο είμαι περικυκλωμένη από τοίχους. Δεν μπορώ να ξεφύγω, πρέπει να τον αντιμετωπίσω. Τι θα κάνεις όμως με τα μάτια;! Μου φωνάζει το υποσυνείδητό μου. Ναι, δεν πρέπει να τα δει.
Η φωνή του όλο και πλησιάζει. Με την καρδιά μου να χτυπά σαν τρελή και χωρίς να έχω άλλη επιλογή, κάθομαι στη γωνία που δημιουργούν οι δύο ενωμένοι τοίχοι και κουλουριάζομαι σαν μπάλα. Κρύβω το πρόσωπό μου μέσα στα χέρια μου και περιμένω.
Τα βήματά του ακούγονται τώρα δίπλα μου. Είναι εδώ.
«Έμιλυ» ακούω τη φωνή του κοντά στο αυτί μου και ανατριχιάζω. Η καρδιά μου τώρα δεν χτυπάει απλώς, σφυροκοπάει. Και μάλιστα ανεξέλεγκτα. «Συγγνώμη, δεν έπρεπε να καταστρέψω έτσι τη βραδιά. Δεν έπρεπε να σε φιλήσω, απλώς ήταν ο μοναδικός τρόπος να σε κάνω να σταματήσεις και…απλώς μου ήταν αδύνατον να συγκρατήσω τον εαυτό μου». Και μετά σου λέει οι άνδρες έχουν μεγαλύτερο αυτοέλεγχο.
Ξέρω ότι δεν πρέπει να μιλήσω, μιας και κάτι τέτοιο θα υποδήλωνε ότι δεν κλαίω και ότι απλά κρύβω το πρόσωπό μου, αλλά δεν μπορώ να εμποδίσω τις λέξεις απ’ το να διαπεράσουν τα χείλη μου.
«Δεν μ’ αγαπάς» λέω. Και τη στιγμή που προφέρω αυτά τα λόγια, αισθάνομαι τα χέρια του να τυλίγονται γύρω μου.
«Έλα να πάμε σπίτι» μου ψιθυρίζει, λες και δεν μίλησα ποτέ. Με τραβά ελαφρά για να σηκωθώ, αλλά δεν μπορώ, αφενός γιατί θα δει το αφύσικο χρώμα των ματιών μου και αφετέρου γιατί έχω εκνευριστεί με την επιτηδευμένη αποφυγή του να σχολιάσει τα λόγια μου.
«Παράτα με!» λέω δυνατά εξακολουθώντας να έχω το πρόσωπό μου κρυμμένο.
«Έμιλυ, σταμάτα τις ηλιθιότητες» λέει με φανερά ανεβασμένο τόνο και με τραβάει για δεύτερη φορά.
«Άσε με ήσυχη, Ναθάνιελ!» φωνάζω. Ξεφυσάει απηυδισμένος και απομακρύνει τα χέρια του από πάνω μου. Αμέσως το κρύο με περιβάλει ξανά.
«Ωραία. Αφού αρνείσαι τόσο πεισματικά να σηκωθείς, θα κάτσω εδώ δίπλα σου» λέει κι έπειτα νιώθω κάτι ζεστό να ακουμπά πάνω μου. Με σκέπασε με τη ζακέτα του…η καρδιά μου ζεσταίνεται μ’ αυτή του τη χειρονομία. Μου είναι αδύνατον να μην τον αγαπήσω περισσότερο.
Δίχως να το πολυσκεφτώ, με βλέφαρα σφραγισμένα, γέρνω πάνω του και ακουμπώ το κεφάλι μου στον ώμο του. Περνάει το χέρι του γύρω μου και βάζει το κεφάλι του πάνω στο δικό μου. Λίγο προτού με πάρει ο ύπνος, ρωτάω: «Που είναι η Τάλια;». Δε απαντάει και εγώ αφήνομαι.

***
Μπαμπάκα, έλα να με πάρεις… η φωνή της κόρης μου ακούγεται σαν δυνατός λυγμός μέσα στο κεφάλι μου. Ανοίγω με δυσκολία τα μάτια μου λόγω του ύπνου και κοιτάζω τριγύρω. Ένιωσα λες και βρισκόταν εδώ, πλάι μου. Ανοιγοκλείνω τα βλέφαρά μου και προσπαθώ να ηρεμίσω. Αποκλείεται να άκουσα πράγματι τη φωνή της, η Έμιλυ βρίσκεται χιλιόμετρα μακριά. Ίσως όμως να της συνέβη κάτι, να ήταν μια προειδοποίηση.
Σκουντάω την Καρίνα πλάι μου, που είναι βυθισμένη σε έναν ήρεμο ύπνο. Δεν θέλω να την αναστατώσω για κάτι που πιθανότατα δεν ισχύει, αλλά πρέπει να την ενημερώσω για αυτή την παράλογη αίσθηση πως η κόρη μας κινδυνεύει. Την ακούω να μουρμουρίζει κάτι ασύλληπτο, σημάδι ότι ξυπνάει.
«Καρίνα, γλυκιά μου, ξύπνα» της ψιθυρίζω όσο πιο τρυφερά μπορώ.
«Τι…» λέει με βραχνή φωνή και βλέπω τα όμορφα μάτια της να ανοίγουν.
«Πρέπει να πάμε στην Έμιλυ».

***
Όταν ξυπνάω βρίσκομαι πίσω στο σπίτι και συγκεκριμένα στο μεταλλικό κρεβάτι μου, δύο θέσεις μακριά απ’ τον Ναθάνιελ. Δεν κοιμάται, απλώς κάθεται πάνω και ξεφυλλίζει κάτι. Από εδώ δεν μπορώ να διακρίνω τι είναι, αλλά μοιάζει με ένα τετράδιο με σκληρό εξώφυλλο. Μολονότι δεν θέλω να δει πως ξύπνησα γιατί σίγουρα θα απαιτήσει να μιλήσουμε για τα χθεσινοβραδινά γεγονότα, βγάζω ελάχιστα το πάπλωμα από πάνω μου και ρίχνω μια τολμηρή ματιά προς το μέρος του. Για κακή μου τύχη, το προσέχει αμέσως.
Κλείνει απότομα το τετράδιο και με βιαστικές κινήσεις το χώνει κάτω απ’ το μαξιλάρι του. Ωστόσο έχω ήδη δει τι είναι και έχω πεταχτεί απ’ το κρεβάτι.
«Το ημερολόγιο μου!» τσιρίζω, «Διάβαζες το ημερολόγιό μου!». Σηκώνεται απ’ το στρώμα και έρχεται να με πιάσει απ’ τα χέρια, που τα έχω απλώσει σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να πάρω πίσω το τετράδιο που μου ανήκει.
«Δεν είναι δικό σου» λέει με αφύσικα ήρεμη φωνή, ωστόσο τα λόγια του δεν με πείθουν. Το είδα ξεκάθαρα, ήταν το ημερολόγιο μου, με το μαραμένο, κόκκινο τριαντάφυλλο που μου είχε δώσει ο πατέρας μου κολλημένο στο εξώφυλλο.
«Ψεύτη!» γρυλίζω, έχοντας βγει εκτός εαυτού. «Είσαι ένας ηλίθιος, βλάκας, άσχημος ψεύτης!».
«Εε, τώρα το παρακάνεις» λέει, «δεν είμαι άσχημος». Στο πρόσωπό του σχηματίζεται ένα πονηρό χαμόγελο. Τα ηλίθια αστεία του μου έλειπαν τώρα.
«Δώσε μου το ημερολόγιό μου» λέω με απαιτητικό τόνο και βάζω τα χέρια στους γοφούς.
«Σου το είπα, Έμ, δεν είναι δικό σου» λέει φέρνοντας το πρόσωπό του σε απόσταση αναπνοής απ’ το δικό μου. Και ξαφνικά το φιλί μας επανέρχεται στο μυαλό μου σαν χιονοθύελλα, εξατμίζοντας τον θυμό από μέσα μου. Δεν πρέπει να κάνω πίσω, αυτό θέλει…
«Αν διάβασες έστω και μια σελίδα, σου το λέω από τώρα, δεν πρόκειται να σε συγχωρήσω ποτέ». Και μ’ αυτά τα λόγια βγαίνω απ’ το δωμάτιο και τρέχω στο μπάνιο.
Κλειδώνω την πόρτα και πέφτω στο τσιμέντο. Δάκρυα απειλούν να τρέξουν απ’ τα μάτια μου, αλλά τα συγκρατώ. Αρκετά έχω κλάψει αυτές τις μέρες…Το μόνο που θέλω, για μια ακόμη φορά, είναι να επιστρέψω σπίτι κοντά στους γονείς μου. Πόσο μου λείπουν…
«Έμλυ;» ακούω τη φωνή του Ναθάνιελ απ’ την άλλη πλευρά της πόρτας. Υπό διαφορετικές συνθήκες, η προφορά του ονόματός μου απ’ τα δικά του χείλη θα έκανε την καρδιά μου να σκιρτήσει. Ωστόσο, τώρα το μόνο που αισθάνομαι είναι θυμός.
«Παράτα με!» φωνάζω και ένα δάκρυ βρίσκει τη διέξοδο απ’ το δεξί μου μάτι. Το σκουπίζω βιαστικά και βλεφαρίζω για να αποδιώξω και τα υπόλοιπα που είναι έτοιμα να ακολουθήσουν το πρώτο.
Σιωπή απ’ την άλλη μεριά, μπορεί να έφυγε…αναστενάζω παρατεταμένα και ακουμπώ το κεφάλι μου στην πόρτα. Ελπίζω η Σαμάνθα να μην βρίσκεται σπίτι και να μην έχει ακούσει τις τσιρίδες μου, διαφορετικά ούτε εγώ δεν ξέρω πως θα την αντικρίσω και τι ψέμα θα βρω για να δικαιολογήσω τον εαυτό μου.
«Συγγνώμη» ακούω ξάφνου. Αιφνιδιάζομαι, αφενός γιατί νόμιζα πως ο Ναθάνιελ είχε αποσυρθεί απ’ την πόρτα και αφετέρου γιατί δεν περίμενα με τίποτα ότι θα απολογιόταν για τις πράξεις του. Και τώρα δεν έχω ιδέα πώς να αντιδράσω.
Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα σκέψης, σηκώνομαι όρθια και αφού εισπνέω αρκετό οξυγόνο, ξεκλειδώνω την πόρτα. Τον βρίσκω να με κοιτάζει με μάτια γουρλωμένα. Στα χέρια του κρατάει το ημερολόγιό μου.
«Συγγνώμη» επαναλαμβάνει και τα χείλη του μετατρέπονται σε μια βλοσυρή γραμμή. Γνέφω δίχως να τον κοιτάξω, και εκείνος μου τείνει το ημερολόγιο. Το παίρνω και φεύγω σαν σίφουνας για το δωμάτιο, επιθυμώντας να μείνω λίγο μακριά του και να βρω κάτι, οτιδήποτε για να κλειδώσω το τετράδιο. Ωστόσο καμία από τις δύο επιθυμίες μου δεν εκπληρώνετε, αφού με ακολουθεί λέγοντας: «Περίμενε».
Γυρίζω απότομα, αναγκάζοντάς τον να σταματήσει. «Τι θες επιτέλους;».
Διστάζει να μιλήσει και όταν το κάνει, η καρδιά μου χτυπάει εντονότερα. «Θα με συγχωρέσεις, έτσι;» ρωτάει.
«Για ποιο από όλα;» του πετάω πριν προλάβω να σταματήσω τον εαυτό μου.
Με έκφραση ανερμήνευτη, ανοίγει το στόμα του και λέει: «Για όλα. Για το φιλί, για το ημερολόγιο, για ότι τέλος πάντων σου έχω κάνει».
«Θα σου κάνω μα ερώτηση» λέω, «και μόνο αν μου απαντήσεις ειλικρινά, θα μάθεις αν σε έχω συγχωρέσει». Δεν έχω ιδέα τι πάω να κάνω, αλλά η απόφασή έχει παρθεί από κάπου βαθιά μέσα μου. Πρέπει να τον ρωτήσω αυτό που με απασχολεί.
Σταυρώνει τα χέρια στο στήθος και κουνάει το κεφάλι θετικά, «Οκ»
είναι η μόνη του απάντηση.
Διστάζω για λίγο μη ξέροντας αν πρέπει όντως να θέσω αυτό το ερώτημα και αν το κάνω ποια θα είναι η απάντησή του. Αποδιώχνοντας τις όποιες αμφιβολίες και ερωτήματα έχουν τρυπώσει στο μυαλό μου, κάνω ένα βήμα προς το μέρος του και λέω: «Τι υποδήλωνε το φιλί; Αγάπη;».
Τον βλέπω να ξεροκαταπίνει και το στομάχι μου σφίγγεται. Ίσως να διστάζει να απαντήσει επειδή δεν ένιωσε τίποτα για μένα, ίσως το φιλί του να ήταν απλώς μια απρόσμενη κίνηση για να με κάνει να σταματήσω, όπως ακριβώς είπε κι ο ίδιος άλλωστε.
Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα που μου φαίνονται σαν αιώνας, επιτέλους μιλάει, και μπορώ να πω ότι η απάντησή του όχι μόνο με εκπλήσσει, αλλά πολύ περισσότερο κάνει όλα τα αισθήματά μου για εκείνον να αναζωπυρωθούν.
«Δεν ήταν απλώς αγάπη».
«Τι…ήταν δηλαδή;» ψελλίζω, συγκρατώντας μετά βίας τον εαυτό μου απ’ το να ουρλιάξει: «Ο Ναθάνιελ μ’ αγαπάει!». Ωστόσο εκείνη ακριβώς τη στιγμή, θυμάμαι το όραμα και το λόγο που θέλησα να το σκάσω. Ο πόλεμος.
Αποδιώχνω αυτή τη σκέψη, το μόνο που με νοιάζει τώρα είναι η απάντησή του. Καρφώνω το βλέμμα μου στα χείλη του, περιμένοντας ανυπόμονα την απάντησή του. Και παρότι στο τέλος η απάντηση έρχεται μέσω των χειλιών του, δεν ακούγεται ποτέ…και αυτό γιατί με φιλάει.

Όταν τα χείλη μας χωρίζονται, ακουμπά το μέτωπό του πάνω στο δικό μου. Κρατάω τα βλέφαρά μου κλειστά θέλοντας να παρατείνω τη στιγμή όσο το δυνατόν περισσότερο γίνεται. Η καρδιά μου έχει πάψει πλέον να χτυπά σε φυσιολογικούς ρυθμούς, οι παλμοί μου έχουν εκτιναχτεί στα ύψη.
«Τώρα» λέει δίχως να αποτραβηχτεί, «θα με συγχωρέσεις;».
«Ναι» καταφέρνω να πω, αν και με φωνή σαν ψίθυρο.
Απομακρύνει το μέτωπό του απ’ τα δικό μου για να με κοιτάξει στα μάτια και λέει: «Έπρεπε να διαβάσω το ημερολόγιο για να βεβαιωθώ ότι νιώθεις το ίδιο. Σου ορκίζομαι πως δεν διάβασα τίποτα που να μην είχε να κάνει με εμένα».
«Αυτό δεν δικαιολογεί την πράξη σου» λέω με σοβαρό τόνο, αν και τα μάγουλά μου έχουν πάρει φωτιά στη σκέψη των όσον διάβασε.
«Έχεις δίκιο» λέει και με φιλάει τρυφερά στο μέτωπο. Η καυτή του ανάσα στέλνει μια αύρα καθησυχασμού στο σώμα μου, με κάνει να χαλαρώσω.
Ο ήχος της πόρτας μας κάνει να απομακρυνθούμε ο ένας απ’ τον άλλο και να στρέψουμε αλλού το βλέμμα μας, κίνηση που υποδηλώνει πως είμαστε ένοχοι.
Ο Ναθάνιελ κατευθύνεται προς το σαλόνι, αφήνοντάς με μόνη στο διάδρομο να σκέφτομαι το φιλί που πριν λίγο σήμανε την έναρξη της σχέσης μας. Μα τι λες; Μου φωνάζει το υποσυνείδητό μου, έχει κορίτσι! Άσε που είναι από αντίπαλο στοιχείο. Η καρδιά μου βουλιάζει. Όσο κι να θέλω να είμαι μαζί του είναι αδύνατον, όσο αδύνατον είναι να ακουμπήσω τον ήλιο.
«Έμιλυ» τον ακούω να λέει, έρχεται προς το μέρος μου. Το στόμα του είναι ανοιχτό, μοιάζει ξαφνιασμένος.
«Ήρθαν οι γονείς σου».





Δέσποινα Χρ.