Lilith:The dark side of the moon (Κεφάλαιο 12) "Brotherhood"

Η δύση του ηλίου ήταν πάντα η πιο δύσκολη περίοδος για τον Ντέιμον. Η ώρα που τα πλάσματα του σκότους βγαίνανε για να "παίξουν". Κλεισμένος στο δωμάτιο του αφού είχε τελειώσει την τακτοποίηση του δωματίου της κόρης της Έλενα, αγκαλιά με ένα μπουκάλι ουίσκι και ένα βιβλίο αφουγκράζονταν τους ήχους του σπιτιού. Η Έλενα δεν είχε ξαναμπεί στο δωμάτιο της κόρης της. Μετά την μικρή τους συζητήσει είχε ξαναφύγει -άγνωστο για που- για να γυρίσει λίγες ώρες αργότερα, να πάρει την μικρή που είχε ετοιμάσει η Κάθριν και να πάνε στης Τζένας. Χμ... αυτό θα είχε πλάκα.
<Ντέιμον?> ακούστηκε η φωνή του Στέφαν έξω από την πόρτα. Μετά τον πρωινό καυγά τους ο Ντέιμον πίστευε ότι θα περνούσε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι να του ξαναμιλούσε ο αδερφός του.
<Πέρνα μέσα.> του απάντησε αφήνοντας το βιβλίο του δίπλα στο τραπέζι και σηκώθηκε από το κρεβάτι την στιγμή που ο Στέφαν έμπαινε στο δωμάτιο.
<Σε τι μπορώ να σου φανώ χρήσιμος?> τον ρώτησε ο Ντέιμον με τον συνηθισμένο σαρκαστικό του τόνο προσπαθώντας να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα.
<Μπορούμε να μιλήσουμε λίγο?> τον ρώτησε ο Στέφαν κλείνοντας την πόρτα πίσω του. <Σοβαρά.>
Ο Ντέιμον απλά τον κοίταξε. Του έκανε νόημα να κάτσει και πήρε θέση απέναντι του.
<Στέφαν...> άρχισε, όμως ο αδερφός του τον διέκοψε.
<Όχι Ντέιμον. Άκουσέ με. Κουράστηκα. Κουράστηκα πραγματικά να μαλώνουμε. Το πρωί... Το πρωί απλά αντιδράσαμε υπερβολικά. Και οι 2.> του είπε κοιτάζοντας τον στα μάτια και συνέχισε. <Αλλά ήταν λογικό. Ντέιμον, αφήσαμε μια φορά μια γυναίκα να μπει ανάμεσά μας, ας μην το ξανακάνουμε. Το παιδί δεν μπορεί να είναι δικό μου. Εξάλλου δεν μπορούμε να κάνουμε παιδιά. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορώ να γίνω πατέρας της. Χρειάζεται μια οικογένεια και η Έλενα χρειάζεται κάποιον δίπλα της. Όποιου και αν είναι προφανώς δεν θέλει να έχει καμιά σχέση μαζί τους. Θέλω να παίξω αυτό τον ρόλο για εκείνη αλλά αν αυτό ρισκάρει την σχέση μου μαζί σου δεν νομίζω ότι αξίζει τον κόπο. Ντέιμον, άφησα την Κάθριν να μπει ανάμεσά μας και σε έχασα για πολλά χρόνια. Δεν θέλω να ξαναγίνει. Είσαι η μόνη οικογένεια που μου έχει απομείνει και αν μπορέσω να κάνω μια καινούργια με την Έλενα θέλω να είσαι μέρος της. Ξέρω ότι τα αισθήματά σου για την Έλενα δεν έχουν φύγει. Και μπορεί να μην φύγουν και ποτέ. Αλλά δεν θέλω να σε χάσω ξανά.>
Ο Ντέιμον τον άκουγε τόση ώρα προσεχτικά νιώθοντας χειρότερα με κάθε λέξη. Έπρεπε να του το πει. Ο Στέφαν είχε δικαίωμα να ξέρει και ας τον μισούσε για το υπόλοιπο της αιωνιότητας.
<Στέφαν, υπάρχει κάτι που δεν ξέρεις και πρέπει να μάθεις...> προσπάθησε να του πει όμως ο Στέφαν σήκωσε το χέρι του κάνοντας σήμα να σωπάσει.
<Δεν χρειάζεται να μου πεις τίποτα. Δεν θέλω να ξέρω τίποτα και δεν χρειάζεται να μάθω κάτι. Είσαι αδερφός μου, Ντέιμον, και δεν μπορώ να σε αλλάξω. Είσαι αυτός που είσαι και πρέπει να μάθω να ζω μ' αυτό. Απλά πες μου ότι θα είσαι εκεί αν ξεκινήσω μια καινούργια οικογένεια.>
Γιατί δεν ήθελε να τον ακούσει? Και γιατί ο ίδιος ήταν τόσο δειλός ώστε να το πει μια και έξω? Το μυαλό του Ντέιμον ήταν έτοιμο να σπάσει. Όμως δεν ήταν μόνο δικό του μυστικό για να το πει. Όσο και αν ήθελε ένα κομμάτι του να του πει τα πάντα, τα λόγια του Στέφαν δεν τον άφηναν. Δεν ήθελε να ξαναχάσει τον αδερφό του. Είχε κάνει τόσα και παρόλα αυτά δεν είχε φύγει. Έπρεπε να μιλήσει με την Έλενα. Και μάλιστα γρήγορα.
<Θα είμαι εκεί για εσένα Στέφαν. Όμως τώρα χρειάζομαι λίγο αέρα. Θα είμαι στο Grill.> του είπε ενώ έφευγε γρήγορα από το δωμάτιο και έξω από το σπίτι αφήνοντας πίσω τον Στέφαν να απορεί για το τι τρέχει με τον αδερφό του.
<Τι συνέβη?> ρώτησε η Κάθριν τον Στέφαν όταν τον δει να κατεβαίνει προβληματισμένος από πάνω. <Γιατί έφυγε έτσι ο Ντέιμον?>
<Δεν ξέρω.> της απάντησε μπερδεμένα και κάθισε δίπλα της στον καναπέ. <Τι ξέρεις εσύ?> την ρώτησε καχύποπτα βλέποντας να μην αντιδράει.
<Εσύ μίλησες μαζί του, εγώ πως θα ξέρω? Το μόνο που γνωρίζω είναι ότι ήταν κλεισμένος στο δωμάτιο του για ώρες προτού επιστρέψεις.> του είπε απλά καθώς σηκωνόταν και πήγαινε προς την κουζίνα.
<Αίμα ή αλκοόλ?> του φώναξε ανοίγοντας το ψυγείο.
<Και τα δυο.> της απάντησε κάνοντας την να μείνει με το στόμα ανοιχτό.
<Κάποιος είναι σε περίεργη διάθεση.> μουρμούρισε καθώς του έφερνε την παραγγελία του.
<Δεν λες τίποτα.> της απάντησε καθώς άδειαζε το ποτήρι του...


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


Ποιά μπύρα ήταν αυτή? Η δέκατη? Μπορεί.
Ο Ντέιμον είχε χάσει το μέτρημα. Και την όρεξη του για ζωή επίσης. Ήταν εδώ για πάνω από μια ώρα και για το μόνο που ενδιαφερόταν ήταν να πιεί όσο περισσότερο αλκοόλ μπορούσε ώστε να μπορέσει να κλείσει τα πάντα. Αναμνήσεις, συναισθήματα, ενοχές. Ω, ενοχές! Τουλάχιστον μέχρι τώρα τα πήγαινε καλά.
<Ντέιμον?> Τι θα γινόταν σήμερα? Πουθενά δεν θα μπορούσε να βρει λίγη ησυχία? Μήπως να πήγαινε στο δάσος? Ποιός θα τον έβρισκε εκεί? Τα κουνέλια? Μμμ... καλή ιδέα σκέφτηκε.
<Ντέιμον!> Η φωνή του Άλαρικ πιο κοντά τώρα τον ανάγκασε να επικεντρωθεί στον φίλο του που καθόταν τώρα δίπλα του.
<Πως και δεν είσαι σπίτι με τα παιδιά και την Τζένα, Ρικ?> τον ρώτησε τελειώνοντας την μπύρα του και παραγγέλνοντας την επόμενη για εκείνον και μια για τον Άλαρικ.
<Δεν αντέχω άλλο Ντέιμον. Λατρεύω την κόρη μου και το ξέρεις αλλά έχουμε και τα άλλα δυο τώρα σπίτι. Του Τζέρεμι και της Έλενας. Βέβαια το κοριτσάκι της Έλενας είναι πολύ ήσυχο, δεν ενοχλεί καθόλου, κάθεται σε μια γωνίτσα...
<Δεν θέλω να μιλήσω για την κόρη της.>
<Τότε θες να μου πεις τι κάνεις τέτοια ώρα εδώ τύφλα?>
<Δεν είμαι τύφλα.>
<Ναι, ε? Πόσα είναι αυτά?> τον ρώτησε δείχνοντας του τέσσερα δάχτυλα.
<Όσα θα σου ξεριζώσω άμα δεν σταματήσεις τις βλακείες.> του απάντησε αγριεμένα σπρώχνοντας το χέρι του μακριά.
<Γιατί είσαι εδώ?>
<Ήθελα να ξεφύγω. > Η φωνή του Ντέιμον ήταν αυστηρή και ήταν φανερό ότι δεν είχε καμία όρεξη να συζητήσει τίποτα άλλο.
<Από ποιόν? > Ο Άλαρικ ήταν αποφασισμένος να τον κάνει να μιλήσει. Ήξερε ότι το χρειαζόταν να μιλήσει σε κάποιον, όπως ήξερε ότι δεν θα μιλούσε ποτέ στον Στέφαν.
<Από όλα. Την Έλενα, τον Στέφαν, την Κάθριν. Τα ψέματα ,τις ενοχές, τα λάθη. Όλα.>
<Και το αλκοόλ σε κάνει να τα ξεχνάς?>
<Για λίγο, ναι.> του απάντησε γελώντας πικρά και πίνοντας άλλη μια γουλιά.
<Θες να μου μιλήσεις?> Το ενδιαφέρον του Άλαρικ ήταν αληθινό και ο Ντέιμον πραγματικά αισθανόταν ότι ο φίλος του δεν θα τον έκρινε αν του μιλούσε. Αλλά δεν μπορούσε να το κάνει. Για 2 βασικούς λόγους. Ένα, δεν ήταν μόνο δικό του μυστικό και δυο, ο Άλαρικ από την στιγμή που παντρεύτηκε την Τζένα ήταν κατά μια έννοια θείος της Έλενας.
<Δεν έχω κάτι να σου πω. > του είπε απλά.
<Εγώ νομίζω ότι έχεις. > Η επιμονή του Άλαρικ ήταν αξιοσημείωτη.
<Δεν νομίζω να σου αρέσει αυτό που θα ακούσεις.>
<Θα αισθανθείς καλύτερα άμα το βγάλεις από μέσα σου. >
<Μπορεί. > Ήθελε να του το πει. Να βγάλει αυτό το μυστικό που του κατάτρωγε την ψυχή ένα χρόνο τώρα. Να μπορέσει να την κοιτάει χωρίς να θυμάται την νύχτα του Δεκαπενταύγουστου. Χωρίς να πονάει το κορμί του κάθε φορά που την άγγιζε έστω στιγμιαία.
<Λέγε. > του είπε ο Άλαρικ αρχίζοντας να χάνει την υπομονή του.
<Άστο Ρικ...>
<Μήπως έχει να κάνει με εσένα και την Έλενα και αυτό που συνέβη πριν 12 μήνες?>
Ε, μα θα έσκαγε! Ένα τέταρτο τώρα και προσπαθούσε να του το φέρει γύρω-γύρω. Ε, αφού του το έπαιζε χαζός ήθελε πιο δραστικά μέτρα. Επίθεση κατά μέτωπο! Είδε το πρόσωπο του Ντέιμον να αλλάζει από την έκπληξη.
<Ξέ-ξέρεις? Μα πως? > τον ρώτησε τραυλίζοντας μην μπορώντας να καταλάβει πως στο καλό ο φίλος του ήξερε.
<Δυο μέρες αργότερα από το ... γεγονός η Έλενα ήρθε σε κακά χάλια σπίτι. Ήθελε να μιλήσει στην Τζένα. Όμως δεν ήταν εκεί. Αλλά ήμουν εγώ... >
Όταν η Έλενα είχε μπει κλαμένη και φουριόζα στο σπίτι πέφτοντας πάνω του, δεν φανταζόταν ότι 2 ώρες αργότερα θα ήταν καθισμένοι στον καναπέ του σαλονιού με 2 κούπες στα χέρια τους και την Έλενα να του μιλάει για την επιστροφή του Ντέιμον στο Mystic Falls και εκείνο το βράδυ προσπαθώντας να σταματήσει τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια της ενώ εκείνος απλά την άκουγε όπως του είχε ζητήσει...
<Στα είπε όλα? > τον ρώτησε ο Ντέιμον καθώς το ποτό είχε αρχίσει να κάνει την δουλειά του και είχε αρχίσει να ρίχνει τις άμυνες του.
<Όχι. Αλλά και πάλι θέλω να ακούσω την δικιά σου πλευρά. Είσαι φίλος μου και θέλω να ξέρω πως είσαι.> του απάντησε ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο του.
<Και η Έλενα όμως είναι ανιψιά σου. >
<Ναι, αλλά εγώ θέλω να δω εσύ τι θα μου πεις.> Σιωπή έπεσε ανάμεσά τους καθώς ο Ντέιμον έδινε μια εσωτερική μάχη και ο Άλαρικ απλά περίμενε.
<Τι ξέρεις? > τον ρώτησε τελικά.
<Όχι πολλά. Δεν μπήκε σε λεπτομέρειες. Απλά μου είπε τι έγινε. >
<Μμ... > του απάντησε ο Ντέιμον κατεβάζοντας το υπόλοιπο της μπύρας του με μια γουλιά.
<Θα μου πεις λοιπόν?> Είχε αρχίσει να γίνεται ανυπόμονος.
<Οκ.> του είπε νικημένος καθώς ένα περίεργο χαμόγελο σχηματιζόταν στα χείλη του. <Αλλά καλύτερα να αρχίσεις να πίνεις.>
Ο Άλαρικ λαμβάνοντας το μήνυμα καθαρά πήρε το ποτήρι στα χέρια του και το έφερε στα χείλη του.

<Άκου λοιπόν...>


Nadia