Στην τρικυμία της μοίρας (Κεφάλαιο 14)

Λίγα λεπτά μετά έχουμε όλοι ανέβει στα άλογά μας και καλπάζουμε προς τη διαδρομή που επιλέξαμε να ακολουθήσουμε. Ο στρατός του βασιλιά Ρίτσαρντ ακολουθεί την πορεία μας μερικά χιλιόμετρα πίσω, καλύπτοντας τα νώτα μας. Δε μπορώ να τον διακρίνω όταν στρέφω το βλέμμα μου προς τα πίσω. Η δική μας ομάδα αποτελείται από τους Φύλακες, τους Ιππότες που ήρθαν από τον Προύτον, εκείνους από τον Άριτον και μερικούς από τους καλύτερους άντρες του βασιλιά Ρίτσαρντ, που τους έστειλε στη δική μας ομάδα, για παν ενδεχόμενο.

Τα άλογα που χρησιμοποιούν εδώ στον Άριτον διαφέρουν λίγο από αυτά που έχουμε στον Προύτον. Είναι λίγο καλύτερα σε όλα. Είναι πιο ψηλά, πιο δυνατά, πιο γρήγορα, πιο όμορφα και πιο καμαρωτά. Είναι όλα κατάλευκα, με λαμπερό, καθαρό δέρμα και χαίτη. Βέβαια υπάρχουν και κάποια άλλα ήδη αλόγων, αλλά αυτά είναι τα καλύτερα και είναι αυτά που χρησιμοποιούνται για ίππευση. Παρ’ όλα αυτά είναι δύσκολο να τα δαμάσεις, καθώς έχουν συνηθίσει να ζουν ελεύθερα στη φύση. Είναι άγρια και ζουν σε μεγάλες ομάδες, Τα δικά μας άλογα έμειναν πίσω στον Προύτον, οπότε μας έδωσαν από ένα από αυτά τα υπέροχα πλάσματα που οι ντόπιοι ονομάζουν Εντελβάις, όπως τα κατάλευκα αστερόμορφα λουλούδια που φυτρώνουν σε απόκρημνα βράχια και γκρεμούς και συμβολίζουν τη δύναμη, γιατί μοιάζουν στα λουλούδια αυτά στο χρώμα, αλλά και στη δύναμη και το ελεύθερο και ατίθασο πνεύμα τους.
Το δικό μου άλογο είναι ένα  όμορφο θηλυκό Έντελβάις που ονομάζεται Όστριντ. Είναι κάπως ανήσυχη, αλλά πανέξυπνη. Πιέζω τα πόδια μου στην κοιλιά της περισσότερο και τραβάω τα γκέμια για να επιταχύνει και να καταφέρω να ιππεύω πλάι στο Γουίλ. Όταν το άλογό μου πλευρίζει το δικό του του μιλάω.
« Κι εγώ που νόμιζα πως τα άλογα που είχαμε στην πατρίδα ήταν υπέροχα», λέω καθώς φτάνω δίπλα του.
 «Πραγματικά αυτά τα πλάσματα είναι το κάτι άλλο», μου απαντά ο Γουίλ, χαϊδεύοντας το άλογό του στο λαιμό, συμμεριζόμενος τον θαυμασμό μου και χαμογελώντας ελαφρά.
« Που έμαθες να ιππεύεις τόσο καλά;», τον ρωτώ παραξενεμένη συνειδητοποιώντας πως πίσω στον Προύτον δεν είχε άλογο, ούτε είχε πάρει μαθήματα ιππασίας από όσο γνώριζα.
« Δε μπορείς να ξέρεις όλα μου τα μυστικά δεσποινίς μου», μου απαντά παίρνοντας μια αστεία, υποτίθεται σαγηνευτική και μυστήρια έκφραση μειδιώντας, με τα λακκάκια του να εμφανίζονται αχνά στα μάγουλά του.
« Είστε γεμάτος μυστήρια κύριε Ρέινολντς, γεμάτος μυστήρια», του απαντώ μιμούμενη την έκφραση και τη χροιά της φωνής του, κάνοντας το χαμόγελο να πλατύνει στα χείλη του.
Για λίγες στιγμές κανείς μας δε μιλάει. Ο Γουίλ κοιτάζει ίσια μπροστά του, την πορεία που το άλογό του ακολουθεί και εγώ ξεχνώ να αποστρέψω το βλέμμα μου που αρχίζει να τον περιεργάζεται. Δείχνει διαφορετικός από τον Γουίλ που θυμόμουν να αφήνω στον Προύτον. Φαίνεται πιο σοβαρός και πιο ώριμος, ίσως βέβαια να επηρεάζουν την κρίση μου και τα λίγων ημερών γένια που έχει αφήσει να μεγαλώσουν λίγο κατά μήκος της κάτω γνάθου του, γεγονός πρωτοφανές ή απλά μπορεί να φαντάζει διαφορετικός στα δικά μου μάτια. Στο πορτοκαλί φόντο του ήλιου που έχει αρχίσει πια να δύει πασαλείβοντας θαρρείς τον σκουρογάλανο ουρανό με πορτοκαλί πινελιές, οι μακριές του βλεφαρίδες  και τα ατίθασα μαλλιά του μοιάζουν χρυσαφιά.
Γυρνάει το πρόσωπό του προς το μέρος μου και μου χαμογελά για μια στιγμή, πριν αποστρέψει πάλι του βλέμμα του. ‘Και πιο όμορφος’, παραδέχομαι στον εαυτό μου σχετικά με τις αλλαγές που παρατηρώ πάνω του. Μετά από λίγο με ξανακοιτάζει  απορημένος.
«Τι συμβαίνει; Γιατί με κοιτάζεις έτσι;», με ρωτά.
«Τίποτε, αφαιρέθηκα», απαντώ βιαστικά και αποστρέφω το βλέμμα μου από το πρόσωπό του για να μην αντιληφθεί το κοκκίνισμα που νιώθω να θερμαίνει τα μάγουλά μου. Πριν κοιτάξω αλλού, προλαβαίνω να δω ένα παράξενο στραβό χαμόγελο που δε μπορώ να ερμηνεύσω να σκαρφαλώνει στα χείλη του, αλλά δε φέρνει αντίρρηση στα λεγόμενά μου.
«Πώς πήγε με τον Ρότζερ;», ρωτώ για να αλλάξω θέμα, αναφερόμενη στην πολύωρη συζήτηση που είχαν σχεδόν μια ημέρα πριν, όταν ήμασταν ακόμη στον Προύτον και κατευθυνόμασταν στην Πύλη.
 «Νομίζω πως πήγε αρκετά καλά. Αν και ο Ρότζερ είναι κάπως τρομακτικός ώρες ώρες…», αρχίζει ο Γουίλ.
«…και φωνακλάς και απότομος», συμπληρώνω, κάνοντάς μας να αρχίσουμε να γελάμε.
«Ναι…, αλλά νομίζω πως κατά βάθος είναι πολύ καλός τύπος», μου απαντά ο Γουίλ.
«Ναι. Είναι πολύ καλός», συμφωνώ.
«Και πως που φαίνονται ο αδελφός μου και ο Γκαστόν;», τον ρωτώ.
«Είναι πολύ συμπαθητικοί και φιλικοί, έχουν πλάκα», αποκρίνεται και του χαμογελώ ικανοποιημένη.
Τότε τα αφτιά μου αρχίζουν να πιάνουν έναν μακρινό, απροσδιόριστο ήχο. Στρέφω το βλέμμα μου προς την κατεύθυνσή του. Σε έναν λόφο διαγώνια μπροστά μας ένα κοπάδι από άγρια Εντελβάις τρέχουν γοργά, υψώνοντας σκόνη που βάφεται χρυσή στο πέρασμα τους. Περνούν μπροστά από τον ήλιο που τώρα μόνο παρατηρώ πως είναι πολύ μεγαλύτερος από τον δικό μας ήλιο στον Προύτον και μοιάζουν σαν χρυσαφιοί κομήτες που αφήνουν πίσω τους την φλεγόμενη ουρά τους. Το θέαμα είναι τόσο όμορφο που όλοι μας σταματούμε για λίγο να ιππεύουμε και παρατηρούμε το περήφανο ταξίδι των αλόγων προς την αγκαλιά του ήλιου που μοιάζει να τα καταπίνει. Όταν τελικά τα άλογα χάνονται πίσω από το λόφο στον πορτοκαλί ορίζοντα συνειδητοποιώ κάτι. Τα αφτιά μου εξακολουθούν να ακούν τις οπλές αλόγων να χτυπούν στο έδαφος, παρ’ όλο που τα άγρια άλογα χάθηκαν πια και εμείς έχουμε σταματήσει την πορεία μας.
Πριν προλάβω να αναλογιστώ πως είναι δυνατόν, συμβαίνει. 

Ένα δόρυ διαπερνά έναν από τους Ιππότες που ιππεύουν μερικά μέτρα μπροστά μας και το άψυχο κορμί του πέφτει με έναν γδούπο στο έδαφος.
Όλγα Σ.