Lilith:The dark side of the moon (Κεφάλαιο 19) "I understand"

Lilith's POV

Αφού αφαίρεσα το μακιγιάζ μου και έβαλα τις πιτζάμες μου, βρισκόμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου διαβάζοντας το βιβλίο μου όταν άκουσα ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα.
«Λίλ?» Η φωνή του πατέρα μου ακούστηκε πριν ανοίξει την πόρτα και να με κοιτάξει από το μικρό άνοιγμα.
«Γεια σου μπαμπά.» του είπα απαλά και αφήνοντας το βιβλίο μου δίπλα του έκανα νόημα να έρθει να κάτσει δίπλα μου. Μπαίνοντας μέσα, απομάκρυνε τον σκύλο μου από τα πόδια του κρεβατιού και ήρθε και κάθισε απέναντί μου.
«Δεν ήρθα να ζητήσω συγνώμη...» άρχισε αλλά τον σταμάτησα.
«Το ξέρω. Και σε προλαβαίνω. Δεν έχω θυμώσει μαζί σου. Απλά πρέπει να καταλάβεις ότι δεν μπορείς να με προστατεύεις πάντα από τα πάντα. Ακόμα και με την απειλή της προφητείας πάνω από το κεφάλι μου, μην περιμένεις να κάτσω πίσω με τα χέρια σταυρωμένα και να μην κάνω τίποτα. Αρνούμαι να αποδεχτώ το γεγονός ότι δεν θα ζήσω εξαιτίας αυτής της απειλής. Η ζωή μας προσφέρεται για να την ζούμε. Να είμαστε στην σκηνή, όχι στα παρασκήνια ή στο κοινό.» του είπα απαλά χαϊδεύοντας το μάγουλό του.
«Το ξέρω. Και ποτέ δεν είχα την απαίτηση από σένα να καθίσεις πίσω. Πως θα μπορούσες? Ούτε εγώ, ούτε η Έλενα καθίσαμε ποτέ θεατές. Απλά… πρέπει να με καταλάβεις. Όταν είδα την αφοσίωση σου στον Κλάους και πόσο διατεθειμένη ήσουν να χάσεις την ζωή σου για εκείνον... Και μετά το γεγονός ότι θέλεις να απομακρυνθείς...» Τα λόγια του βγαίνανε με δυσκολία και ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τον πατέρα μου να μην έχει λέξεις να εκφραστεί. Πάντα ήξερε τι να πει.
«Καταλαβαίνω. Αλλά όπως έχεις την απαίτηση από εμένα να σε καταλάβω, ζητώ το ίδιο και από σένα. Θα φύγω για αυτό το διάστημα. Με ή χωρίς την άδειά σου. Αν και θα προτιμούσα να την έχω.» Του είπα γλυκά και για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου τον είδα να χαμογελάει πριν πάρει μια αυστηρή έκφραση.
«Δεν μ' αρέσει που θα έρθει μαζί σου ο γιός του.» Είπε μέσα από τα δόντια του. Αναστέναξα.
«Ούτε εμένα. Αλλά τουλάχιστον θα έχετε κάποιον να σας δίνει αναφορά συνέχεια που είμαι και τι κάνω.» Του είπα με απελπισμένο τόνο και του έκλεισα το μάτι.
«Στον πατέρα του θα δίνει.» Συνέχισε αποφεύγοντας να με κοιτάξει.
«Στο χέρι σου είναι να δίνει και σε εσένα.» Η φωνή μου χαμηλή και συνωμοτική τώρα. Γύρισε και με κοίταξε με περιέργεια. «Όπως λέει και ένα ρητό: Κράτα τους φίλους σου κοντά, τους εχθρούς σου ακόμα πιο κοντά.» Τα μάτια του φωτίστηκαν και μου χαμογέλασε τώρα.
«Γι' αυτό ήσουν έτσι με τον Κλάους?» Με ρώτησε με σηκωμένο το ένα του φρύδι.
«Δεν θα σου απαντήσω σε αυτό. Μ' αρέσει να έχω μυστικά. Το ξέρεις.» Του χαμογέλασα και μιμήθηκα την έκφρασή του.
«Μόνο εμείς δεν μπορούμε να έχουμε από σένα.» Γέλασε απαλά.
«Μην κατηγορείς εμένα γι' αυτό. Εσείς αποφασίζετε να κάνετε ονειροπολήσεις και να σκεφτείτε ότι πιο βαθύ φυλάτε στην καρδιά σας όταν οι δυνάμεις μου είναι σε έξαρση. Το γεγονός ότι μπορώ να τις ακούσω μπορεί να καταντάει αδύνατο σε εσάς να κρατηθείτε.» Του απάντησα μεταξύ αστείου και σοβαρού.
«Λίλιθ... Πρόσεχε τι λες.» Με προειδοποίησε.
«Δεν λέω κάτι που δεν ισχύει.» Του είπα δήθεν αθώα σηκώνοντας τους ώμους μου.
«Καληνύχτα πολύτιμή μου.» Παραδόθηκε και μου έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο. Σηκώθηκε από το κρεβάτι μου και η μικρή χνουδωτή μου μπάλα άρχισε να κάνει κύκλους γύρω του.
«Αυτό πρέπει να το κρατήσεις?» Με ρώτησε απελπισμένα ανοίγοντας την πόρτα και προσέχοντας μην τον πατήσει.
«Όχι. Αλλά το θέλω.» Χτύπησα απαλά το στρώμα δίπλα μου, κάνοντας τον σκύλο μου να αφήσει τον πατέρα μου και να ανέβει στο κρεβάτι μου.
«Έχε χάρη...» μου είπε.
«Που μου έχεις αδυναμία.» Γέλασα και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Άκουσα τα βήματα του προς την κρεβατοκάμαρά που μοιραζόταν με την μαμά μου.
«Ευχαριστημένη?» την ρώτησε σιγανά αλλά το άκουσα. Βαμπιρική ακοή. Άκουσα την μαμά μου να γελάει και να του δίνει ένα φιλί. Αυτή ήταν η ευκαιρία μου. Σηκώθηκα σιγά, άνοιξα την ντουλάπα μου, άρπαξα το πρώτο φόρεμα που βρήκα, το φόρεσα φροντίζοντας να μην κάνω θόρυβο, βόλεψα την μικρή μπαλίτσα στην αγκαλιά μου και πήδηξα από το ανοιχτό μου παράθυρο. Στάθηκα λίγο στο γρασίδι και αφουγκράστηκα μήπως με πήρανε είδηση. Άκουσα τις ρυθμικές ανάσες των τεσσάρων βρικολάκων και ευχήθηκα από μέσα μου να μην σηκωθεί κανένας να με ελέγξει. Δεν ήθελα να μείνω σπίτι απόψε. Μπορεί ο πατέρας μου να είχε έρθει να μου ζητήσει συγνώμη για την συμπεριφορά του - αυτός ήταν ο τρόπος του να μου ζητάει συγνώμη - αλλά εγώ ένιωθα να πνίγομαι. Κατευθύνθηκα προς την μικρή λιμνούλα δίπλα στο ξέφωτο, σε ένα από τα πιο απομακρυσμένα και σκοτεινά σημεία του δάσους και ξάπλωσα στην όχθη. Άφησα τον Μπλάντι στο έδαφος και άρχισε να τρέχει χαρούμενα πάνω-κάτω. Έφερα τα γόνατα στο στήθος μου, έριξα το κεφάλι μου πίσω και έκλεισα τα μάτια μου. Άφησα τον εαυτό μου να χαθεί στους ήχους της φύσης. Τα ψαράκια στο νερό, το θρόισμα των φύλλων. Πάντα με ηρεμούσε να βρίσκομαι εδώ. Από μικρή όταν είχα πρωτοέρθει σε αυτό το σπίτι ξέκλεβα στιγμές για να βρεθώ εδώ. Ήταν υπερβολικά γαλήνια. Εδώ δεν χρειαζόταν να υποκρίνομαι. Να παριστάνω την δυνατή και την χαρούμενη ή να αφήνω τα προβλήματα να με καταβάλλουν. Εδώ μπορούσα να είμαι ελεύθερη και ξέγνοιαστη.
«Ουπς!» Άκουσα μια αντρική φωνή να λέει και βρισκόμουν στα πόδια μου με τα δόντια μου εκτεθειμένα στην στιγμή. Ο άγνωστος άντρας σταμάτησε και με κοίταξε. «Ένας βρικόλακας? Χμ... ενδιαφέρον. Κρίμα που δεν είμαι σε φόρμα απόψε. Δεν θέλω να σε πειράξω. Νόμιζα ότι δεν θα ήταν κανείς εδώ. Φεύγω.» είπε σηκώνοντας τα χέρια του και κάνοντας μεταβολή.
«Περίμενε.» του φώναξα. Γύρισε και με κοίταξε παραξενεμένος. Κάτι μου θύμιζε αυτός ο τύπος αλλά δεν μπορούσα να το προσδιορίσω. «Μπορείς να μείνεις. Εξάλλου δεν μου ανήκει η λίμνη. Άμα δεν σε ενοχλεί η παρουσία μου μπορείς να μείνεις.» Από πότε φερόμουν τόσο καλά στους ξένους? Ο καθαρός αέρας μάλλον με πείραζε στον εγκέφαλο. Από πότε αποζητούσα εγώ συντροφιά? Και πόσο μάλλον μια ξένη. Γιατί δεν ήξερα απολύτως τίποτα γι' αυτόν τον άντρα απέναντί μου, συμπεριλαμβανομένου και του είδους του, εκτός από το γεγονός ότι είχε τα πιο όμορφα πράσινα μάτια που είχα δει ποτέ μου και αυτό φάνταζε υπερβολικά επικίνδυνο. Η μαινάδα φυσικά ήταν τρισευτυχισμένη. Επιτέλους, την άκουσα να ψιθυρίζει στο μυαλό μου, ένα ωραίο αρσενικό να περάσεις λίγη ευχάριστη ώρα μαζί του. Στο κεφάλι μου της γύριζα τα μάτια.
«Μια τέτοια ωραία παρουσία δεν γίνεται να ενοχλεί κανέναν.» Η απαλή προφορά χάριζε στην ήδη σαγηνευτική φωνή του μια δόση μυστηρίου ενώ ερχόταν και καθόταν δίπλα μου. Ένιωσα τους κυνόδοντες μου να αποσύρονται και να επανέρχομαι στην προηγούμενη στάση μου. Τι είχε η μέρα σήμερα? Όλοι οι άντρες που γνώριζα θα είχαν προφορά?
«Ευχαριστώ για το κομπλιμέντο.» του είπα με το βλέμμα μου καρφωμένο στον σκοτεινό ουρανό.
«Δεν ήταν κομπλιμέντο.» Ένιωθα το βλέμμα του καρφωμένο πάνω μου και δεν μου άρεσε. Με έκανε να αισθάνομαι... αμήχανα. Και εγώ δεν αισθανόμουν ποτέ έτσι. Ας μην αναφέρω για το ένστικτο αυτοσυντήρησης μου που είχε χτυπήσει κόκκινο. Ότι και αν ήταν αυτός ο ξένος, δεν μπορούσε να με βλάψει. Ήμουν πιο ισχυρή από εκείνον αλλά αυτό δεν βοηθούσε το σώμα μου να χαλαρώσει. «Η αλήθεια είναι.» συνέχισε εκείνον αγνοώντας τον εσωτερικό μου μονόλογο. «Μια κοπέλα με τόσο ωραία μάτια και λαιμό ποτέ δεν με ενοχλεί.» Γύρισα και τον κοίταξα με την άκρη του ματιού μου. Η μαινάδα ήταν έτοιμη να διοργανώσει ξέφρενο rave πάρτι.
«Βρικόλακας?» τον ρώτησα σηκώνοντας το φρύδι μου. Εκείνος γέλασε.
«Από που προδόθηκα?» με ρώτησε συνεχίζοντας να με κοιτάζει.
«Από το σχόλιο για τον λαιμό μου.» του είπα στρέφοντας πάλι το κεφάλι μου ψηλά.
«Θα το θυμάμαι για μελλοντική χρήση.»
Άντρες. Σούφρωσα τα χείλη μου προσπαθώντας να συγκρατήσω την ακατανίκητη επιθυμία να τον προσβάλλω. Προτίμησα την ειρωνική οδό.
«Έχεις σκοπό να σχολιάσεις τους λαιμούς και των υπόλοιπων κοριτσιών που θα συναντήσεις στην λίμνη?»
«Δεν νομίζω. Μετά τον δικό σου, αυτό το σχόλιο καταντάει άχρηστο πια.» Ορίστε? Γύρισα και τον κοίταξα εντελώς τώρα και το βλέμμα του διασταυρώθηκε με το δικό μου.
«Είχα δίκιο για τα μάτια. Να άλλο ένα σημείο του σώματος για το οποίο δεν θα μπορέσω να ξανακάνω σχόλιο.» Προσπάθησα να ηρεμήσω την λίμπιντό μου που χόρευε σάμπα και γύρισα το κεφάλι μου γρήγορα από την άλλη.
«Το θεωρώ λίγο περίεργο να μου κάνει τέτοια σχόλια κάποιος για τον οποίο δεν ξέρω τίποτα. Ούτε καν το όνομά του.» του είπα προσπαθώντας να αλλάξω θέμα.
«Ω, παράλειψη μου.» μου χαμογέλασε και πιάνοντας το χέρι μου το έφερε στα χείλη του. Και άλλος θαυμαστής του χειροφιλήματος. «Χένρικ.» Ο τρόπος που τράβηξε το χ στο όνομά του ήταν αρκετός να κάνει την καρδιά μου να χάσει έναν χτύπο. Πόσο ερωτική αυτή η προφορά πια? «Το δικό σου?» με ρώτησε διακόπτοντας τις σκέψεις μου.
«Αλεσάντρα.» Κανόνας νούμερο 1. Ποτέ, μα ποτέ, δεν δίνεις το πραγματικό σου όνομα σε κάποιον άγνωστο. Συνήθως έδινα διάφορα ονόματα αλλά στον συγκεκριμένο νεαρό αποφάσισα να δώσω το μεσαίο μου όνομα, κληρονομιά της γιαγιάς μου από την μεριά του πατέρα μου.
«Αλεσάντρα...» Το να ακούω το όνομά μου -έστω και το δεύτερο- να βγαίνει από τα χείλη του δεν βοηθούσε ούτε την σωματική ούτε την νοητική μου κατάσταση. «Ιταλικό?» Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου προσπαθώντας να βρω την φωνή μου.
«Ναι. Σημαίνει...»
«Υπερασπιστής της ανθρωπότητας.» Με διέκοψε.
«Ξέρεις Ιταλικά?» τον ρώτησα παραξενεμένη.
«Ξέρω πολλές γλώσσες. Μια από αυτές είναι τα Ιταλικά.» μου απάντησε αδιάφορα.
«Λοιπόν Χένρικ, βρικόλακα με γνώσεις της ιταλικής, τι σε φέρνει τέτοια ώρα σε μια απομονωμένη λίμνη?» Προσπάθησα να ελαφρύνω το κλίμα και να μάθω περισσότερα για την άγνωστη συντροφιά μου αλλά μάλλον χτύπησα νεύρο αν έκρινα σωστά από την σκληρή έκφραση που είχε πάρει τώρα.
«Εσένα τι σε έφερε εδώ?» Μου γύρισε την ερώτησή μου μπούμερανγκ αλλά εγώ δεν τσίμπαγα από αυτά.
«Εγώ ρώτησα πρώτη.» τον ρώτησα ενώ στηριζόμουν πίσω στους αγκώνες μου. Έκανε το ίδιο στρέφοντας και εκείνος το βλέμμα του στην ημισέληνο που έπαιζε κρυφτό μαζί μας πίσω από τις φυλλωσιές των πυκνών δέντρων.
«Είχα έναν ομηρικό καυγά με τον πατέρα μου. Και δεν με χωρούσε το σπίτι. Εδώ είναι όμορφα και ήσυχα. Ήρθα μήπως εκτονωθώ.» Λιτή και απέριττη απάντηση. Οι δυνάμεις μου δεν επέτρεπαν σε κανέναν να μου πει ψέματα ή να μου κρυφτεί. Όμως ο ξανθός άντρας απέναντί μου είχε καταφέρει να τις μπερδέψει. Μπορούσα, χωρίς καν να δω κάποιον, να τον ψυχολογήσω. Αλλά με αυτόν τα είχα βρει δύσκολα. Αποφάσισα να παρατήσω την μάχη.
«Μμμ...» Ήταν η μόνη μου απάντηση.
«Εσύ? Εγώ απάντησα στην ερώτησή σου. Είναι η σειρά σου τώρα.» Ήθελα να βάλω τα γέλια. Αυτό το δούναι και λαβείν ήταν καινούργιο για μένα. Ποτέ δεν έδινα.
«Κάτι παρόμοιο. Ο πατέρας μου θέλει να με έχει υπό διαρκή έλεγχο και με τρελαίνει. Ούτε εμένα με χωρούσε το σπίτι.» του είπα κάπως μελοδραματικά.
«Και εγώ να είχα κάτι τόσο όμορφο θα ήθελα να το είχα σε διαρκή προστασία.» Γύρισε ξανά προς εμένα κάνοντας το αίμα μου να βράζει κάτω από το δέρμα μου. Καταραμένη σελήνη. Αυτή έφταιγε για όλα. «Σε φέρνω σε δύσκολη θέση?» Μα, γιατί το λες αυτό? αναρωτήθηκε σιωπηλά η σκοτεινή μου πλευρά. Τουλάχιστον δεν προσπαθούσε να πάρει τα ηνία. Προτιμούσα την ακατάσχετη πολυλογία της από την πάλη για τον έλεγχο. Και ας είχα έναν ενοχλητικό πονοκέφαλο μετά.
«Όχι. Απλά έχει καιρό να μου κάνουν τόσες μαζεμένες φιλοφρονήσεις.» Ψεύτρα!
«Τότε ο περίγυρός σου είναι τυφλός.» Γέλασα σιγανά. Ο Χένρικ μου ανέβαζε την αυτοπεποίθηση. Θα το χτύπαγα στον Τζος την επόμενη φορά που θα προσπαθούσε να με πείσει ότι δεν σήμαινε τίποτα το μικρό του τετ-α-τετ με την φίλη μου την Σάρα. Ένιωσα την άκρη από το δάχτυλό του στο να διατρέχει πηγούνι μου και πάγωσα. Γύρισα να τον κοιτάξω. Το δάχτυλό του κατέβηκε αργά προς τον λαιμό μου και έκανε ένα γρήγορο πέρασμα από την κλείδα μου. Ήθελα να του πω να πάρει τα χέρια του από πάνω αυτή τη στιγμή αλλά το υποσυνείδητο μου, το σώμα μου και η μαινάδα είχαν άλλη άποψη. Μικροί προδότες! Ο Μπλάντι που τόση ώρα ήταν χαμένος ανάμεσα στα δέντρα αποφάσισε να κάνει την εμφάνισή του, πήδηξε στην αγκαλιά του Χένρικ και άρχισε να του γλύφει το πρόσωπο. Μόνο αυτός με καταλάβαινε. Και ο πατέρας μου ήθελε να τον διώξω. Χα! Ας έκανε πως έρχεται!
«Σιγά-σιγά φιλαράκι.» του είπε γελώντας ενώ προσπαθούσε να τον απομακρύνει από το πρόσωπό του. Ο λευκός λύκος σταμάτησε και τον κοίταξε. «Και ποιός είσαι εσύ τώρα?» τον ρώτησε σηκώνοντας το φρύδι του.
«Ο σκύλος μου, ο Μπλάντι.» του απάντησα παίρνοντας τον από την αγκαλιά του.
«Τι όμορφος λύκος...» ψιθύρισε ενώ του χάιδευε το κεφάλι. Έσμιξα τα φρύδια μου και τον κοίταξα καχύποπτα.
«Που το κατάλαβες ότι είναι λύκος?» Τον είδα να παίρνει μια ανερμήνευτη έκφραση πριν τραβήξει το χέρι του και κοιτάξει αλλού.
«Ξέρω από χμ... λύκους.» ήταν το μόνο που κατάφερα να του αποσπάσω. Άσε εμένα να του αποσπάσω περισσότερα, άκουσα την λατρευτή μου πλευρά να λέει ενώ τα μάτια της ήδη άρχισαν να κοκκινίζουν.
«Μάλιστα.» είπα αγνοώντας και τους 3 και αφήνοντας τον Μπλάντι από την αγκαλιά μου και σηκώθηκα. Άρχισα να προχωρώ αργά προς το νερό όταν ένιωσα το χέρι του γύρω από το μπράτσο μου.
«Που πας?» Γιατί το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό είναι να τον καθησυχάσω ότι δεν τον εγκαταλείπω? Τρελό φεγγάρι! Κανονικά θα έπρεπε να έχω το κεφάλι του στο πιάτο σαν την Σαλώμη που τόλμησε και είχε απλώσει το χέρι του επάνω μου.
«Στην λίμνη. Είναι ζεστή βραδιά και το μπάνιο ενδείκνυται.» Ένιωσα το χέρι του να χαλαρώνει πριν σφιχτεί ξανά και γέλασε αφήνοντάς με, «Τι?» τον ρώτησα θέλοντας να μάθω το αστείο.
«Ήμουν έτοιμος να σε ρωτήσω αν θα κρυώσεις.» Αυτό δεν το περίμενα. Κατευθύνθηκα προς το νερό. Δεν έκανα τον κόπο να βγάλω τα ρούχα μου. Εξάλλου δεν ήμουν μόνη.
Είχα δίκιο. Σε σύγκριση με την ζεστή βραδιά το δροσερό νερό ήταν υπέροχο. Ένιωσα τα νεύρα μου να υποχωρούν και τους μύες μου να ηρεμούν. Ω, το βραδινό μπάνιο ήταν το καλύτερο. Δεν έχω ιδέα πόση ώρα ήμουν στο νερό. Το μόνο που ξέρω είναι ότι όταν βγήκα ο Χένρικ είχε τα μάτια του κλειστά ενώ το ξανθό του κεφάλι βρισκόταν τώρα ακουμπισμένο στο μαλακό γρασίδι. Ο ρυθμικός ήχος της αναπνοής του δεν έδινε κανένα σημάδι αν κοιμόταν ή απλά χαλάρωνε. Προσπάθησα να τον αποφύγω για να μην τον βρέξω κιόλας αλλά εκείνος είχε άλλα σχέδια. Χωρίς καν να το καταλάβω ξαφνικά βρισκόμουν με την πλάτη στο χώμα και εκείνον από πάνω μου. Κανονικά τώρα εγώ δεν θα έπρεπε να του έχω ξεριζώσει το όμορφο κεφάλι του? Να έχω φωνάξει, να χτυπιέμαι κ.τ.λ.? Ή έστω να φοβάμαι. Εγώ όμως δεν αισθανόμουν τίποτα από όλα αυτά. Αντίθετα μια υπέροχη θερμότητα εξαπλωνόταν τώρα σε όλα μου τα μέλη κρατώντας με ακίνητη. Τα χείλη μου άνοιξαν ασυναίσθητα και το βλέμμα μου καρφώθηκε στο δικό του. Περίμενα. Αλλά τι περίμενα?
Ένιωθα το πράσινο βλέμμα το να καίει την ψυχή μου καθώς έσκυβε από πάνω μου και φέρνοντας τον δείκτη του ανάμεσα στα χείλη μας που τώρα ήταν σε απόσταση αναπνοής. Έσυρε το δάχτυλό του πάνω στο φλεγόμενο δέρμα μου, από το κάτω χείλος μου μέχρι λίγο πάνω από το στήθος μου με το βλέμμα του να ακολουθεί την ίδια διαδρομή. Το άλλο του χέρι κρατούσε γερά τα δυο δικά μου πάνω από το κεφάλι μου. Ναι, λες και αυτό θα έκανε τίποτα αν αποφάσιζα να φύγω. Αλλά δεν ήθελα να φύγω.
«Δεν θα με σταματήσεις?» με ρώτησε, τα μάτια του πάλι στα δικά μου. Περίμενε να τον σταματήσω και ένα κομμάτι μου το ήθελε. Αλλά ήταν τόσο μικρό σε σύγκριση με τον χείμαρρο συναισθημάτων που με χτυπούσαν σαν άγριο κύμα τώρα.
«Δεν θέλω να σε σταματήσω.» του είπα σιγανά και σήκωσα το κεφάλι μου για να βρω τα χείλη του. Ήταν ζεστά και υπέροχα πάνω στα δικά μου και παρόλο που τον ένιωσα να παγώνει για μια στιγμή, γρήγορα ανταποκρίθηκε αφήνοντας τα χέρια μου και πιάνοντας το πίσω μέρος του κεφαλιού μου φέρνοντας με πιο κοντά του. Έφερα τα χέρια μου στο υπέροχο πρόσωπό του χαϊδεύοντας τον. Ω, ήταν τόσο ωραία. Τα γένια του έγδερναν το ευαίσθητο δέρμα του προσώπου μου αλλά δεν με πείραζε. Για την ακρίβεια ήταν ωραίο. Τα χείλη του κατέβηκαν πιο κάτω, στο σαγόνι και τον λαιμό μου πριν τον τραβήξω πάλι πάνω. Δεν χόρταινα να τον φιλάω. Αυτό τουλάχιστον μέχρι να νιώσω κάτι να δονείται στην αριστερή του τσέπη και η εισαγωγή του "Smells like teen spirit" των Nirvana φτάσει στα αυτιά μου.
«Δεν θα το σηκώσεις?» τον ρώτησα απομακρύνοντας το πρόσωπό μου από το δικό του.
«Δεν θέλω.» μου απάντησε κοιτώντας με στα μάτια και φέρνοντας τον δείκτη του στα χείλη μου.
«Και αν είναι σημαντικό?»
«Θα ξαναπάρουν.» Με φίλησε ξανά με περισσότερη ορμή αλλά δεν τον φίλησα πίσω αυτή την φορά. Όχι ότι είχα πρόβλημα με το τραγούδι αλλά με ενοχλούσε να έχω έναν τέτοιο ήχο να κουδουνίζει στα αυτιά μου ενώ έκανα... ότι έκανα τέλος πάντων. Τον κοίταξα με το ίδιο βλέμμα που κοιτάω τον πατέρα μου όταν λέει πράγματα που δεν πρέπει -δολοφονικό το χαρακτηρίζει η μαμά- και αφήνοντας έναν βαθύ αναστεναγμό ενόχλησης έβγαλε το κινητό από την τσέπη του, κοίταξε την οθόνη και φεύγοντας από πάνω μου κάθισε δίπλα στο γρασίδι.
«Ναι?» Η φωνή του ήταν απότομη και δεν ήξερα αν αυτό οφειλόταν στο ότι τον είχα διακόψει από ότι έκανε μαζί μου ή από τον συνομιλητή του.
«Που είσαι?» Άκουσα μια αντρική βαθιά φωνή να τον ρωτάει από την άλλη γραμμή.
«Κάπου.»
«Πρέπει να μιλήσουμε.» Ακούστηκε σαν καμπάνα στα αυτιά μου. Αυστηρή φωνή που έκανε το αίμα σου να παγώνει. Αν ήσουν άνθρωπος. Και που σίγουρα δεν ανεχόταν το "όχι" για απάντηση.
«Νόμιζα ότι το εξαντλήσαμε πριν.» Και... Μπίνγκο. Ο συνομιλητής του ήταν ο λόγος που ήταν θυμωμένος.
«Γιε μου...» Τον είδα να γυρίζει τα μάτια του και να σφίγγει το σαγόνι του στο άκουσμα αυτής της λέξης.
«Καλά...» είπε και τερμάτισε την κλήση. Χαμογέλασα και σηκώθηκα. Σφύριξα δυνατά και ο σκύλος μου ήταν μπροστά μου σε δευτερόλεπτα. Η μαινάδα δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη που της είχαν διακόψει το μικρό της πάρτι και θα με τιμωρούσε αργότερα γι’ αυτό. Ήμουν σίγουρη.
«Θα σε ξαναδώ?» με ρώτησε αποφεύγοντας να με κοιτάξει. Δεν είχε κουνηθεί από την στιγμή που είχε κλείσει το τηλέφωνό του. Έσκυψα κάτω από πίσω του και του ψιθύρισα στο αυτί:
«Αν είσαι τυχερός.» Τον είδα να χαμογελάει πριν φύγω τρέχοντας για το σπίτι...


Nadia