Ίντριγκες και Πάθη (Κεφάλαιο 2)



Τη στιγμή το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά απ’ το χώρο δημοπρασιών, η Νοέλια δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό της. Τα πάντα φαίνονταν υπέροχα, από το επιβλητικό κτήριο που δέσποζε μπροστά της έως τα δύο μικρά σιντριβάνια που στόλιζαν την κάθε πλευρά της μεγάλης αυλής του οίκου μόδας.
  Με ένα πελώριο, αυθεντικό χαμόγελο να έχει σχηματιστεί στα βαμμένα κόκκινο χείλη της, σήκωσε το βλέμμα της σε μια πινακίδα που έγραφε κάτι σε κάθετη διάταξη. «Οίκος Μόδας Ντάστον» διάβασε από μέσα της. Ο κύριος ανταγωνιστής τους. Το αφεντικό της, την έστειλε εκεί για να αγοράσει ορισμένα κομμάτια που θα του φαίνονταν χρήσιμα στο να αναδημιουργήσει ένα νέο σύνολο. Σύμφωνα με όσα της αποκάλυψε η γραμματέας του, ο ίδιος σκόπευε μέσα από αυτά τα ρούχα να ανασυντάξει ένα ολοκαίνουργιο, πρωτότυπο στιλ. Θα έφτιαχνε σχέδια που όχι μόνο θα αναδείκνυαν την προσωπικότητα κάθε γυναίκας, αλλά επίσης θα έδιναν μια ξεχωριστή πινελιά στην εμφάνιση τους, χωρίς ωστόσο να γίνονται υπερβολικά και με περιττά στοιχεία.  
  Η Νοέλια προχώρησε περίτρανα προς την είσοδο, που φυλαγόταν από έναν άντρα και μια γυναίκα, ντυμένοι και οι δύο με ασπρόμαυρες στολές.
  «Γεια σας» της είπε η γυναίκα μόλις πλησίασε αρκετά. Η φωνή της ήταν απαλή και ο τόνος της λες και απευθυνόταν σε μια σπουδαία προσωπικότητα, γεγονός που έκανε την Νοέλια να τη συμπαθήσει. 
  Της έγνεψε ελαφρά και έβγαλε την κάρτα που της έδωσε η γραμματέας την προηγούμενη μέρα. Το όνομα που αναγραφόταν ήταν μιας άλλης γυναίκας, φίλης του αφεντικού της. Έπρεπε να μείνει η ταυτότητά της ασφαλής και να μην αντιληφθεί κανείς ότι δουλεύει στον οίκο μόδας Ριντέλ.
  Την ακούμπησε στην παλάμη της νεαρής επιτηρήτριας κι όταν εκείνη της έκανε νόημα πως όλα ήταν εντάξει, η Νοέλια της χαμογέλασε εύθυμα. Ωστόσο μόλις πήγε να περάσει, πρόσεξε πως ο συνάδελφος της την κοίταζε έντονα και με μια μυστικοπάθεια που ήταν αδύνατον να περάσει απαρατήρητη.
  Έστρεψε το βλέμμα της ευθεία και ευχήθηκε από μέσα της να μην έχει καταλάβει τίποτα εκείνος ο τύπος. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε, ήταν να απογοητεύσει το αφεντικό της και να χάσει τα εύσημα. Δίχως να ρίξει ματιά πίσω της, συνέχισε να προχωρά.
  Παρακολουθούσε συνεπαρμένη τη στολισμένη αυλή και τις εύπορες γυναίκες με τους συνοδούς του να περπατούν ανέμελοι περιμένοντας προφανώς την έναρξη της δημοπρασίας, που όπως όλα έδειχναν δεν απείχε πολύ απ’ το να ξεκινήσει. Δεν είχε βρεθεί ποτέ άλλοτε σε μια δημοπρασία, κι όμως δεν είχε καθόλου άγχος, λες και όλο αυτό το σκηνικό αποτελούσε εικόνα της καθημερινότητά της.
  «Καλημέρα» άκουσε μια βαριά φωνή πίσω της. Γύρισε δειλά, για να αντικρίσει έναν παχουλό άντρα με ψιλό ανάστημα και μουστάκι. Φορούσε έναν άσπρο, απλό κουστούμι που έμοιαζε να τον σφίγγει υπερβολικά στην περιφέρεια.
  «Καλημέρα» του αποκρίθηκε με ένα χαμόγελο. Αναρωτιόταν για ποιο λόγο της είχε μιλήσει και με τι προθέσεις την είχε πλησιάσει. Ωστόσο μόλις ο άντρας ξανά μίλησε, κάθε αρνητική σκέψη αντικαταστάθηκε από την επιθυμία της να βρεθεί κοντά του και να αντλήσει πληροφορίες.
  «Είμαι ο σχεδιαστής των κομματιών που επρόκειτο να πουληθούν» της είπε, «εσείς πρέπει να είστε η κα. Ντελιστόν».
  Η Νοέλια παραλίγο να ξεχάσει ότι βρισκόταν εκεί με ψεύτικη ταυτότητα και να τον διορθώσει. «Μάλιστα» είπε τελικά προτάσσοντας του το χέρι της, «χαίρομαι πολύ σας γνωρίζω».
Ο Μισέλ έσφιξε το μικροκαμωμένο της χέρι κι έπειτα χαχάνισε. «Περίμενα εδώ και πολύ καιρό αυτή τη στιγμή. Ο σύζυγός σας με πληροφόρησε ότι είστε διατεθειμένη να δώσετε πολλά λεφτά για να εξασφαλίσετε τα κομμάτια που σας αρέσουν. Αληθεύει;».  
   Η Νοέλια δεν είχε ιδέα ότι ο σύζυγος αυτής της κα. Ντελιστόν είχε άμεση σχέση με τον βασικό σχεδιαστή του ανταγωνιστή τους. Ωστόσο πέρα από αυτό, η όλη σκηνή της φαινόταν παράξενη. Πως ήταν δυνατόν να έπαιρνε τη θέση μιας γυναίκας που ο σύζυγος της γνώριζε τους υπαλλήλους του οίκου μόδας Ντάστον; Αποκλείεται το αφεντικό της να διακύβευε να την αναγνωρίσουν.
  «Ναι, είναι αλήθεια» είπε δίχως δισταγμό, κρύβοντας τις σκέψεις της. Εφόσον δεν την γνώριζε ο Μισέλ, δεν υπήρχε πρόβλημα….για την ώρα.
 «Χαίρομαι. Χαίρομαι» είπε και το πρόσωπό του καλύφτηκε από ουδετερότητα. Η Νοέλια δεν ήξερε τι να απαντήσει, οπότε αρκέστηκε σε ένα εγκάρδιο χαμόγελο. Έπειτα έριξε μια ματιά προς την είσοδο και παρατήρησε πως οι περισσότεροι άνθρωποι έμπαιναν στο κτήριο.
«Καλύτερα να πηγαίνουμε, κ. Αντράντε» είπε στον άντρα.
«Ω, λέγε με Μισέλ» είπε εκείνος και της έτεινε το χέρι για να περάσει πρώτη. Τον ευχαρίστησε με ένα νεύμα του κεφαλιού και προχώρησε μπροστά.
Η Νοέλια είχε διανύσει την μισή απόσταση, όταν άκουσε τον Μισέλ να φωνάζει το επίθετο εκείνης της γυναίκας που παρίστανε πως είναι. Στράφηκε προς το μέρος του και τον είδε να στέκεται στο σημείο ακριβώς που τον είχε αφήσει. Με την περιέργεια να τρυπώνει μέσα της, κατευθύνθηκε προς το μέρος του.
«Παρακαλώ;».
«Σκέφτηκα πως θα θέλατε να μάθετε για τους βασικούς ανταγωνιστές σας. Ξέρω τις πιο πλούσιες γυναίκες που βρίσκονται εδώ σήμερα και πόσα ακριβώς χρήματα θα διαθέσουν σε κάθε κομμάτι».
  Τα λόγια του κέντρισαν το ενδιαφέρον της Νοέλια. Εάν γνώριζε από πριν το ποσό που θα διέθετε ο καθένας, θα μπορούσε να μπει αργότερα στο παιχνίδι και να δώσει το τελειωτικό χτύπημα με μια τιμή που κανένας δεν θα είχε τη δυνατότητα να ξεπεράσει.  
«Ναι, βέβαια» είπε. Η συνάντησή της με εκείνον τον άντρα, θα της εξασφάλιζε μια βέβαιη νίκη και σίγουρα μια προαγωγή στη δουλειά.
  Ο Μισέλ χαμογέλασε φανερώνοντας μια σειρά από κατάλευκα δόντια, ωστόσο κάτι στο χαμόγελό του έκρυβε πονηριά. Σίγουρα είναι η ιδέα μου, σκέφτηκε εκείνη. «Ωραία λοιπόν, ακολούθησέ με» της είπε και άρχισε να περπατά με τα μικρά τακούνια των παπουτσιών του να αντηχούν δυνατά στο λιθόστρωτο δρομάκι.  Έμεινε λίγο πίσω να φτιάξει το φόρεμά της, κι έπειτα σχεδόν έτρεξε για να τον προλάβει.
  Μόλις έφτασαν στο πίσω μέρος του κτιρίου, ο Μισέλ βιάστηκε να μπει στο κτίριο αφήνοντας τη Νοέλια απέξω…επίτηδες. Τον κοίταξε απορημένη, προσπαθώντας να ανοίξει την πόρτα. Μάταια. Ο σχεδιαστής την είχε αφήσει απέξω και κοίταζε με πρωτοφανή ηρεμία μέσα απ’ το διάφανο τζάμι. Απλώς έστεκε εκεί με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και το βλέμμα του καρφωμένο σε κάποιο σημείο πίσω της.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Νοέλια φανερά εκνευρισμένη και προσπάθησε για άλλη μια φορά να ανοίξει την πόρτα. Δυστυχώς, ο Μισέλ την είχε κλειδώσει. Με την καρδιά της έτοιμη να σπάσει και το μυαλό της  να κατακλύζεται με ερωτήσεις, γύρισε προς τα πίσω. Και τότε ένα άσπρο μαντίλι βρέθηκε αστραπιαία στο πρόσωπό της. Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, είχε χάσει τις αισθήσεις της. 

***
Για μια στιγμή το μόνο που μπορούσε να δει ήταν σκοτάδι. Μια μαύρη άβυσσος δίχως τέλος κι αρχή. Ένιωσε μια σουβλιά πόνου στα πλευρά της και ούρλιαξε, ή τουλάχιστον νόμισε πως ούρλιαξε γιατί στην πραγματικότητα δεν άκουσε καν τη φωνή της. Ένιωσε τρόμο να καταλαμβάνει κάθε σπιθαμή του κορμιού της και μίσος για εκείνον τον άντρα που την άφησε έξω απ’ τον οίκο μόδας. Αλλά πάνω από όλα ήθελε να μάθει τι στο καλό είχε συμβεί και είχε βρεθεί σ’ αυτή την άθλια θέση.
  «Συνέρχεται» άκουσε μια άγρια, ανδρική φωνή.
  «Γρήγορα βάλε ξανά αναισθητικό, δεν πρέπει να ξυπνήσει πριν φτάσουμε!» άκουσε έναν άλλο να λέει ανυπόμονα. Η καρδιά της βάλθηκε να χτυπά δυνατά και επιχείρησε να ανοίξει τα βλέφαρά της, που δυστυχώς δεν έλεγαν να υπακούσουν στην διαταγή της. Δεν μπορούσε να σταματήσει τις άσχημες σκέψεις που έκαναν επέλαση στο μυαλό της και όσες φορές τις έδιωχνε, εκείνες επέστρεφαν σαν ορμητικός χείμαρρος έτοιμος να τη παρασύρει στη μαύρη δίνη του.
  Δίχως να της μένει τίποτα να κάνει, περίμενε. Ήξερε πως από στιγμή σε στιγμή θα της έβαζαν ξανά αναισθητικό και παρότι τρόμαζε και μόνο στην ιδέα, κατάφερε να κρατήσει την ψυχραιμία της. Όχι βέβαια πως μπορούσε να κάνει και τίποτα άλλο. Εφόσον δεν είχε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει το σώμα της πλήρως και να δει που βρίσκεται ώστε να εκτιμήσει την κατάσταση, έπρεπε να περιμένει κι απλά να ακούει.
  «Που είναι το μπουκάλι;» άκουσε τον άντρα με την άγρια φωνή να ρωτάει. Η Νοέλια προσπάθησε για μια στιγμή να επικεντρωθεί στην αφή της και αμέσως κατάλαβε ότι βρισκόταν ξαπλωμένη πάνω στο κάθισμα ενός αυτοκινήτου.
  Τα μάτια της άρχισαν να ανοίγουν σταδιακά και η ακοή της βελτιώθηκε τόσο, ώστε να καταλάβει πως ο άντρας με την άγρια φωνή βλαστημούσε επειδή δεν έβρισκε ένα μπουκάλι, προφανώς αυτό που περιείχε το αναισθητικό.
  Με την όρασή της πλέον αποκατεστημένη, κοίταξε τριγύρω. Δίπλα της βρισκόταν ένας άντρας με ασπρόμαυρο κουστούμι που ανακάτευε το περιεχόμενο μιας μαύρης τσάντας. Η Νοέλια παραλίγο να φωνάξει μόλις συνειδητοποίησε πως ο άντρας ήταν ο φύλακας που βρισκόταν στην είσοδο του οίκου μόδας Ντάστον. Προσπάθησε να τιθασεύσει τον πανικό της και μετέφερε το βλέμμα της στα μπροστινά καθίσματα. Στη θέση του οδηγού ήταν ένας άντρας με φαλάκρα που είχε τα μάτια του κολλημένα στο δρόμο, ενώ δίπλα του ένας με μαύρο μαλλί στο χρώμα της πίσσας. Μόνο αυτά μπορούσε να διακρίνει απ’ τη θέση όπου βρισκόταν.
  «Ώστε ξύπνησε η πριγκιποπούλα». Γύρισε αστραπιαία το βλέμμα της στον φύλακα, ωστόσο δεν πρόλαβε να κάνει τίποτα περισσότερα απ’ το να τσιρίξει αφού το μαντήλι βρισκόταν ήδη μόλις μερικά εκατοστά μακριά απ’ το πρόσωπό της. Προσπάθησε να φέρει αντίσταση, αλλά ήταν ακόμη αδύναμη, με αποτέλεσμα να ηττηθεί. Λίγο προτού παραδοθεί ξανά στο σκοτάδι, άκουσε τον άντρα να της ψιθυρίζει: «Ώρα να κλείσουν αυτά τα πράσινα ματάκια».

***
Όταν ξανάνοιξε τα βλέφαρά της, βρισκόταν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Το μόνο φως που έμπαινε, ήταν μέσα από ένα μικρό παραθυράκι στο πάνω μέρος του τοίχο όπου ακουμπούσε και οι ακτίνες του ήλιου έλουζαν ολότελα το πρόσωπό της, γεγονός που δυσκόλευε στην αποκατάσταση της όρασής της. Ο χώρος μύριζε απαίσια, με τη μυρωδιά της μούχλας και της κλεισούρας να δίνουν το τελειωτικό χτύπημα σ’ αυτή τη δυσοσμία.
   Ανακάθισε πάνω σ’ αυτό το άδειο στρώμα που την είχαν βάλει και προσπάθησε να ελέγξει τον χώρο. Όπως όλα έδειχναν την είχαν κλειδώσει μέσα σε κάτι που έμοιαζε με κελί και δεν είχε ιδέα ποιος και για ποιο λόγο το είχε κάνει αυτό. Θα υπέθετε ότι είχε έπεσε θύμα απαγωγής αν δεν είχε προηγηθεί αυτή η αλλόκοτη σκηνή με τον Μισέλ. Τι στο καλό μπορεί να συνέβαινε;
  Ένιωσε δάκρυα να σκαλώνουν στα μάτια της. Φοβόταν πολύ και δεν είχε ιδέα τι ήθελαν αυτοί οι άντρες από εκείνη. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν πως η κα. Ντελιστόν είχε κάνει κάτι πολύ κακό και μόλις ο Μισέλ έμαθε ότι ήταν εκείνη, έβαλε τους άντρες του να την απαγάγουν για εκδίκηση. Αλλά ακόμη κι αυτό δεν έβγαζε νόημα. Ποιος διεστραμμένος θα έβαζε τρείς άντρες να απαγάγουν μια απροστάτευτη γυναίκα;
  Ένιωσε την ανάγκη να φωνάξει, έτσι με λίγη προσπάθεια στάθηκε στα πόδια της και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Ακούμπησε τα χέρια της στην μεταλλική επένδυση και φώναξε με όλη της τη δύναμη: «Βγάλτε με έξω! Είναι κανείς εδώ;!».
  Τίποτα. Η Νοέλια άρχισε να πανικοβάλλεται. Βρισκόταν ολομόναχη μέσα σε ένα κελί με μεταλλική, απροσπέλαστη πόρτα και κάπου εκεί έξω να την φυλούν τουλάχιστον τρεις άντρες, που σίγουρα ακολουθούσαν τις εντολές ενός ανωτέρου. Προσπάθησε να αγνοήσει το φόβο και το άγχος που είχαν αρχίσει να συσσωρεύονται μέσα της παίρνοντας μερικές βαθιές εισπνοές, αλλά το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό.
  Τελικά επέστρεψε πίσω στο βρώμικο στρώμα και κούρνιασε σε μια γωνιά.  Ήταν αποφασισμένη να κρατήσει τα δάκρυα της, αλλά εκείνα κατάφερναν συνεχώς να γεμίζουν τις άκρες των ματιών της, θέλοντας να απελευθερωθούν απ’ τα δεσμά τους.
  Τη στιγμή που ήταν έτοιμη να ξεσπάσει σε κλάματα, άκουσε έναν δυνατό κρότο και στη συνέχεια έναν ανατριχιαστικό ήχο σαν μετάλλου που τρίβεται πάνω σε μέταλλο. Και μετά…τίποτα.
  Περίμενε για μερικές στιγμές τρέμοντας στην απόλυτη σιωπή, και τότε η πόρτα μπροστά της άνοιξε διάπλατα. Άπλετο φως σκέπασε το δωμάτιο, τόσο έντονο που δεν άντεχαν τα μάτια της και αναγκάστηκε να τα κλείσει. Όλο της το σώμα τουρτούριζε τόσο απ’ το κρύο όσο και απ’ την αγωνία και τον τρόμο. Άραγε ήρθαν να τη σκοτώσουν; Την ενοχλούσε και την τρόμαζε συγχρόνως το γεγονός πως δεν γνώριζε τίποτα.
  Εξακολουθώντας να έχει τα βλέφαρά της σφραγισμένα, άκουσε την πόρτα να κλείνει, αν και με λιγότερο θόρυβο από πριν. Μη θέλοντας πια να μένει στο σκοτάδι, άνοιξε τα μάτια της. Και τότε τον είδε.
  Μπροστά της, κάτω απ’ το φως που τρύπωνε απ’ το παραθυράκι στεκόταν ένας άντρας. Ήταν ψιλός, γύρω στο 1, 90, γυμνασμένος αν και όχι υπερβολικά, με απίστευτες γωνίες και μάτια πιο μαύρα απ’ το σκοτάδι που έβλεπε λίγες –πιθανόν- ώρες νωρίτερα.  Ήταν όμορφος, αλλά φαινόταν επικίνδυνος και μοχθηρός.
  Ο άντρας έκανε μερικά βήματα προς το μέρος της, κάνοντας τους χτύπους της καρδιάς της να εκτιναχτούν στα ύψη. Αυτός ήταν. Εκείνος ήταν ο αρχηγός.

«Νοέλια Σαβιόνε» είπε, «μόλις έδωσα μια περιουσία για να σε αποκτήσω».

Δέσποινα Χρ.