Lilith:The dark side of the moon (Κεφάλαιο 21) "First meet"

Damien POV
 
Είχα φτάσει αρκετά λεπτά πριν στον προορισμό μου αλλά δεν έλεγα να βγω από το αυτοκίνητο μου. Αν έβγαινα σήμαινε ότι συμφωνούσα με όλο αυτό. Αν όχι, θα έπρεπε να βρω καράβι να φύγω. Έριξα το κεφάλι μου μπροστά ακουμπώντας στο τιμόνι ζυγίζοντας τις επιλογές μου. Πάλευα μια χαμένη μάχη. Βγαίνοντας και προχωρώντας στον ιδιωτικό δρόμο ένα πράγμα μου έκανε εντύπωση.
Από το σπίτι των Σαλβατόρε δεν ακουγόταν το παραμικρό. Λες να λείπανε?
Μπα... ήξεραν ότι θα έρθω. Καθώς χτυπούσα την πόρτα τους συλλογίστηκα πόσο ηλίθιος παιζόταν να είμαι που συμφώνησα σε όλο αυτό. Ναι, ήθελα να ξεφύγω, ναι, ήθελα να πάω στην Νέα Υόρκη καθώς την λάτρευα αλλά με τίποτα δεν ήθελα να πάω με ένα κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο που δεν επιτρεπόταν κιόλας να αγγίξω. Δεν με δυσαρεστούσε βέβαια το τελευταίο. Συνήθως αυτές οι κοπέλες ήταν εκτός από ψώνια, και φρικιά τις περισσότερες φορές. Ήμουν έτοιμος να φύγω, όταν άνοιξε η πόρτα και μια κοπέλα με καστανά μαλλιά και μάτια με υποδέχτηκε. Της χαμογέλασα και της έκανα μια μικρή υπόκλιση. Πάντα γελούσαμε με τα παιχνίδια που έκανα όταν ήμουν παιδί και ζούσε μαζί μας. Μου έλειπε η συντροφιά της αλλά δεν είχα το κουράγιο να το παραδεχτώ.
«Όταν ήσουν μικρότερος και σε έλεγα πρίγκιπα μόνο το σπίτι που δεν διέλυες. Αν σε πω τώρα?» με ρώτησε γελώντας και μου έκανε νόημα να περάσω.
«Εξαρτάται Έλενα. Άμα με πεις μικρό ναι.» Της είπα ενώ της έδινα μια φιλική αγκαλιά. Γελώντας περάσαμε στο σαλόνι. Στο άδειο σαλόνι. Μόνη της ήταν?
«Ο άντρας σου?» την ρώτησα παραξενεμένος.
«Είναι απασχολημένος.» μου είπε αινιγματικά και μου εξίταρε την περιέργεια.
«Τον έχεις κλειδώσει στο υπόγειο?»
«Μερικές φορές πραγματικά θα το ήθελα.» Γέλασε με το σχόλιό της και κάθισε στον καναπέ.
«Δεν θα κάτσεις?» με ρώτησε ενώ σκάναρα το σπίτι με ενδιαφέρον.
«Σε λίγο.» Είχαν ωραίο σπίτι, αυτό έπρεπε να το πω. Ήταν ζεστό και σου έβγαζε ένα συναίσθημα θαλπωρής και οικογένειας. Το ακριβώς αντίθετο από το δικό μου.To μάτι μου έπεσε στις φωτογραφίες που κάλυπταν το περβάζι του τζακιού. Η μια ήταν με την Έλενα και έναν μελαχρινό άντρα σε κάποια εξωτική τοποθεσία. Η δεύτερη με ένα μικρό κορίτσι να σβήνει μια τούρτα με ένα κεράκι και καμιά δεκαριά ανθρώπους γύρω της. Την τρίτη δεν την πολύ καταλάβαινα έτσι έκανα δυο βήματα μπροστά για να την επεξεργαστώ καλύτερα. Τότε ήταν που άκουσα την ίδια υπέροχη φωνή που με είχε οδηγήσει να χάσω τον έλεγχό μου δυο βράδια πριν, 2 σκάλες πιο δυνατά από το φυσιολογικό. «Μπλάντι έλα πίσω τώρα!» φώναξε η φωνή που προερχόταν από πάνω. Μπλάντι? Κάποιος μου έκανε πλάκα! Δεν υπήρχε περίπτωση να είναι... Έπρεπε να μελετήσω κάτι άλλο καθώς το επόμενο λεπτό ένας γνωστός λευκός λύκος κατέβηκε με φόρα την σκάλα και ήρθε να σταθεί δίπλα μου την ώρα που ένα βρεγμένο κορίτσι τον ακολουθούσε με ανθρώπινη ταχύτητα. Τα μακριά καστανά μαλλιά της στο ίδιο χρώμα με της Έλενας ήταν μπροστά στο πρόσωπό της εμποδίζοντας την όρασή της με αποτέλεσμα να προσγειωθεί πάνω μου και με επακόλουθο να πέσει προς τα πίσω. Με μια γρήγορη κίνηση την έπιασα από την μέση κρατώντας την σταθερή στην θέση της και σταματώντας την πτώση της.
«Ευχαριστώ.» μου είπε γλυκά καθώς απομάκρυνε τα μαλλιά από το πρόσωπό της και μου αποκάλυπτε τα δυο πανέμορφα, στο χρώμα του πάγου, μάτια που είχαν στοιχειώσει τον ύπνο μου και το πιο όμορφο πρόσωπο που είχα δει ποτέ μου. Στο φως της μέρας ήταν ακόμα πιο όμορφη, αν ήταν ποτέ δυνατόν! Δεν πίστευα ποτέ σε θεούς αλλά αν υπήρχε έστω και ένας ας με βοηθούσε λίγο τώρα και ας μην ήταν αυτή η κόρη της Έλενας.
«Λίλ, είσαι καλά γλυκιά μου?» της είπε η Έλενα καθώς ερχόταν προς το μέρος μας καταρρίπτοντας μου όλες τις ελπίδες για να μην ήταν το κορίτσι στην αγκαλιά μου το κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο που έπρεπε να ακολουθήσω μέχρι την Νέα Υόρκη.
«Καλά είμαι μαμά.» της είπε σιγανά η κοπέλα χωρίς να κουνηθεί καθόλου από την θέση της. Είχα ακόμα περασμένο το χέρι μου γύρω από τη μέση της ενώ τα δικά της ήταν στο στήθος μου σε μια προσπάθεια να πιαστεί από κάπου να μειώσει την πτώση της. Τα μάτια της αρνούνταν να αφήσουν τα δικά μου καθώς με εξέταζε εξονυχιστικά. Δεν είχα και ιδιαίτερο πρόβλημα.
«Συγνώμη...» ψιθύρισε με μια ήρεμη φωνή «Δεν το έχει ξανακάνει να φύγει έτσι. Δεν ξέρω τι τον έπιασε. Συνήθως είναι ήσυχος.»
Την στιγμή όμως που πήγα να της απαντήσω ότι δεν υπήρχε πρόβλημα ένας μελαχρινός άντρας μπήκε στο δωμάτιο.
«Μπορεί να μύρισε το είδος του.» είπε ειρωνικά την στιγμή που η Έλενα πήγαινε δίπλα του και του έδινε μια απαλή μπουνιά στον ώμο.
«Ντέιμον!» του είπε αυστηρά. Ώστε αυτός ήταν ο Ντέιμον. Ο πατέρας μου, μου είχε πει τα πάντα για αυτόν. Ο τρελός βρικόλακας, ερωτευμένος με την κοπέλα του αδερφού του επί 3 χρόνια ώσπου κατάφερε όχι μόνο να είναι μαζί της αλλά να κάνουν και μια κόρη. Το κορίτσι που είχα στην αγκαλιά μου τώρα.
«Δεν καταλαβαίνω μπαμπά.» είπε η Λίλιθ μπερδεμένα. «Τι εννοείς το είδος του?»
«Άμα φύγεις από την αγκαλιά του υβριδίου junior θα σου εξηγήσω.»
Η κοπέλα γύρισε και με κοίταξε καταλαβαίνοντας τι έτρεχε τόση ώρα.
«Είσαι ο γιος του Κλάους.» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της χωρίς να περιμένει πραγματική απάντηση και απομακρύνθηκε από κοντά μου.
«Ναι.» της απάντησα. Ένα κομμάτι μου ήθελε να σκύψει το κεφάλι και να της πω ότι λυπόμουν που της είχα πει ψέματα. Κατάρα, και αυτή μου είχε πει ψέματα! Γιατί να νιώθω εγώ άσχημα? Αυτό το κορίτσι μου έβγαζε κάτι ανθρώπινο και δεν μου άρεσε. Είδα την έκφρασή της να αλλάζει, τα χαρακτηριστικά της να σκληραίνουν και ο τρόπος που με κοιτούσε τώρα με έκανε να θέλω να της επιτεθώ. Και όχι με την καλή έννοια.
«Ώστε εσύ θα είσαι η νταντά μου στην Νέα Υόρκη?» Ο τόνος της ήταν ειρωνικός και αυτό με τρέλαινε. Κανείς δεν μιλούσε έτσι σε εμένα και ειδικά μια γυναίκα.
«Θα το 'θελες. Απλά θα βρίσκομαι γύρω σου γιατί ο πατέρας μου θέλει να προστατεύουν τα πολύτιμα για αυτόν... αντικείμενα.» Τόνισα την τελευταία λέξη και είδα τα μάτια της να σκουραίνουν. Τα χείλη της σφίχτηκαν και τα χέρια της έκλεισαν σε γροθιές.
«Η κόρη μου δεν είναι αντικείμενο σας, λύκε. Και τώρα, ξεκουμπίσου από το σπίτι μου.» μου γρύλισε ο Ντέιμον αλλά σταμάτησε όταν η Έλενα μπήκε μπροστά του.
«Αρκετά. Μάθε να φέρεσαι καλύτερα στους ανθρώπους που σου χρησιμεύουν!» του είπε θυμωμένα.
«Κανείς εδώ γύρω δεν είναι άνθρωπος, Έλενα!» Στον ίδιο τόνο τώρα της απαντούσε και μπορούσα να μυρίσω μπαρούτι στον αέρα.
«Μπορεί. Αλλά αυτός εκεί...» Έδειξε προς το μέρος μου. «Θα είναι υπεύθυνος για την κόρη σου όσο θα είναι μακριά οπότε αποδέξου το!»
«Και αν δεν θέλω?» Την πλησίασε απειλητικά και ξαφνικά ένιωσα το σφιχτό κράτημα της Λίλιθ γύρω από τον καρπό μου ενώ με τραβούσε έξω από το σπίτι.
«Δεν είναι ανάγκη να το δεις αυτό.» μου είπε όταν φτάσαμε σε μια ασφαλή απόσταση από το σπίτι, κρατώντας ακόμα γερά τον καρπό μου.
«Τι εννοείς?» την ρώτησα μπερδεμένα.
«Έχεις ακούσει ότι μετά την καταιγίδα βγαίνει ο ήλιος? Εδώ δεν συμβαίνει. Μετά τον καυγά, θα διαλύσουν το σπίτι και ύστερα θα καταλήξουν στο κρεβάτι. Πίστεψε με, δεν θες να είσαι εκεί.» Μετά βίας άκουγα την φωνή της ενώ προχωρούσε μπροστά μου.
«Έχεις παιδικά τραύματα.» Την ειρωνεύτηκα. Ήξερα πολύ καλά ότι οι καλοί τρόποι επέβαλαν να είμαι ευγενικός αλλά δεν μπορούσα. Αυτή η κοπέλα μου έβγαζε τον χειρότερο εαυτό μου. Ήμουν πάντα ένας αναίσθητος γυναικάς και ποτέ δεν είχα πρόβλημα με αυτό. Αλλά κάτι μου έλεγε ότι αυτή η γυναίκα θα με έβαζε να μαρτυρήσω για όσα έχω κάνει. Και δεν μου άρεσε. Δεν μου απάντησε. Και δεν είναι η μόνη με παιδικά τραύματα εδώ γύρω μου ψιθύρισε μια μικρή φωνούλα στο κεφάλι μου. Εκείνη συνέχιζε να προχωράει μπροστά με εμένα να την ακολουθώ από πίσω αγνοώντας τον μονόλογο της φωνούλας στο κεφάλι μου.
Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο μπροστά αλλά ένιωθα την έντασή της. Και ξαφνικά ένιωσα σαν τον χειρότερο άνθρωπο του κόσμου. Αλλά δεν μπορούσε να με απασχολήσει αυτό εκείνη την στιγμή.
«Όσον αφορά αυτό που έγινε στην λίμνη...» άρχισα αλλά δεν πρόλαβα να συνεχίσω. Σταμάτησε ακριβώς μπροστά μου, με το πρόσωπο της λίγα εκατοστά από το δικό μου.
«Δεν καταλαβαίνω για ποιό πράγμα μιλάς. Αλλά και να ήξερα, δεν έχει σημασία. Είναι σαν να μην συνέβη ποτέ. Κατανοητό?» Πήγα να της απαντήσω κατάλληλα όμως μια γυναικεία φωνή που φώναζε το όνομά της με διέκοψε. Την είδα να γυρίζει προς την άγνωστη γυναίκα που τώρα ερχόταν προς το μέρος μας και να χλομιάζει. Οι βρικόλακες το παθαίνουν αυτό?
«Μην βγάλεις άχνα.» μου ψιθύρισε γρήγορα και γύρισε προς την γυναίκα με ένα χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη της.
«Θεία Κάρολάιν!» φώναξε και πάγωσα. Αυτή ήταν η Κάρολάιν? Η γυναίκα που με είχε φέρει στον κόσμο και με είχε δώσει τόσο εύκολα στον πατέρα μου? Ένιωθα τον θυμό να βράζει μέσα μου. Ήμουν σίγουρος ότι η Λίλιθ μπορούσε να νιώσει την έντασή μου και έκλεισε το χέρι της γύρω από τον καρπό μου.
«Λίλιθ! Τι σύμπτωση! Τώρα ερχόμουν σπίτι σας. Θέλω να μιλήσω στην Έλενα. Τι κάνεις εδώ έξω? Και ποιός είναι ο φίλος σου?» ρώτησε έχοντας συνεχώς το βλέμμα της καρφωμένο σε μένα.
«Α, θεία Καρ μην πας σπίτι. Η μαμά με τον μπαμπά σκοτώνονται και γι’ αυτό φύγαμε. Από δω ο Κρίστιαν. Είναι φίλος του μπαμπά από την Ιταλία και ήρθε να μας επισκεφτεί.» της είπε γρήγορα χαμογελώντας.
«Γεια.» της είπα προσπαθώντας με κόπο να χαμογελάσω. Πρέπει να τα κατάφερα γιατί μου χαμογέλασε και εκείνη.
«Μου φαίνεσαι γνωστός.» είπε και ένιωσα το αίμα να εγκαταλείπει το σώμα μου. «Αλλά άμα είσαι από την Ιταλία αποκλείεται να σε ξέρω. Ω, αλήθεια? Καλά, θα πάω αργότερα. Γεια σου αγάπη μου...» Έσκυψε και χάρισε ένα φιλί στο μέτωπο της Λίλιθ και γύρισε προς το μέρος μου. «Χάρηκα.» είπε γλυκά και κάνοντας μεταβολή άρχισε να απομακρύνεται ώσπου χάθηκε από το οπτικό μου πεδίο. Είχα παγώσει και αυτό ήταν ευτυχές. Από το να της επιτεθώ και να αρχίσω να ζητάω εξηγήσεις ήταν καλύτερο. Ένιωσα τα χέρια της Λίλιθ στο πρόσωπό μου να με αναγκάζουν να χαμηλώσω το κεφάλι μου και να συναντήσω το βλέμμα της. Μπορούσα να διακρίνω την ανησυχία της και το... ενδιαφέρον της?
«Είσαι καλά?» με ρώτησε ήσυχα ενώ με κοίταζε κατευθείαν στα μάτια. Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά. Φοβόμουν να μιλήσω σε περίπτωση που η φωνή μου με πρόδιδε. Πως το κατάφερνε αυτό? Τίποτα δεν ήταν ανθρώπινο μέσα μου και όμως κοντά της ένιωθα πιο ευάλωτος από κάθε άλλη φορά. Ο πατέρας μου με είχε προειδοποιήσει για τις δυνάμεις τις αλλά το να τις βιώνεις ήταν άλλο πράγμα. Και για να με ρωτάει κάτι τέτοιο σήμαινε ότι ο πατέρας μου της είχε μιλήσει για τα αισθήματά μου απέναντι στην… Κάρολάιν. Κατέβασε τα χέρια της από το πρόσωπό μου, έριξε μια ματιά τριγύρω και κάνοντας μεταβολή άρχισε να τρέχει προς το σπίτι της. Τι στο καλό την έπιασε?
«Τι τρέχει?» ρώτησα ενώ την ακολουθούσα επίσης τρέχοντας. Περάσαμε την εξωτερική είσοδο, ανεβήκαμε στις σκάλες και σταμάτησε σε ένα δωμάτιο που, αν έκρινα από την διακόσμηση, ήταν η κρεβατοκάμαρά της. Οι γονείς της ήταν και εκείνοι δίπλα μου τώρα κοιτάζοντάς την με περιέργεια.
«Λίλ, τι έγινε?» την ρώτησε η Έλενα.
«Είδαμε την θεία Κάρολάιν στον δρόμο. Ερχόταν εδώ και είδε τον Ντέιμιεν. Είπε ότι της θύμισε κάτι και είμαι σίγουρη ότι δεν θα αργήσει να κάνει την σύνδεση δεδομένου ότι μοιάζει στον Κλάους. Πρέπει να φύγουμε. Τώρα.» Όλη την ώρα που μιλούσε ήταν μες στην ντουλάπα της πετώντας ρούχα στην βαλίτσα της γρήγορα.
«Δεν μπορείς να φύγεις. Δεν έχετε εισιτήρια και δεν ξέρεις άμα η Κάρολάιν θα κάνει την σύνδεση. Και που σκατά θα μείνεις? Μην λες βλακείες Λίλιθ!» Ο πατέρας της προσπαθούσε να την συνετίσει αλλά άδικος κόπος.
«Θα έρθει εδώ να σας ζητήσει εξηγήσεις. Βγάλτε την τρελή. Πείτε της ότι βλέπει οράματα. Ότι έχω ήδη φύγει για Νέα Υόρκη. Και ότι και αν συμβεί μην της πείτε τίποτα για τον Ντέιμιεν.» Είδα τα μάτια της να σκουραίνουν καθώς κοιτούσε τους γονείς της και περνώντας τα χέρια της από τα μακριά μαλλιά της. Μπορούσα να νιώσω την σύγχυσή της σε κάθε κύτταρο του κορμιού μου και αυτό με τρόμαζε. Τι μου είχε κάνει? Ένα φιλί ήταν ικανό να με κάνει να νιώθω ότι νιώθει? Και τι είχε μόλις πει? Ήταν διατεθειμένη να φύγει νωρίτερα προκειμένου να προστατέψει εμένα? Μα γιατί? Με ήξερε ελάχιστα.
«Έλα σπίτι μου.» της είπα σε μια προσπάθεια να την ηρεμήσω και μαζί με εκείνη και τον εαυτό μου. Είδα τους γονείς της να με κοιτούν με ένα βλέμμα λες και ήμουν στο τελευταίο στάδιο της παράνοιας. Και μάλλον ήμουν για να της προτείνω κάτι τέτοιο. «Η... Κάρολάιν δεν ξέρει που είναι, θα κλείσω τα εισιτήρια τηλεφωνικά και αύριο πρωί-πρωί θα φύγουμε από εκεί. Κανείς δεν θα πάθει τίποτα.» έσπευσα να συμπληρώσω. Και μόνο να λέω το όνομά της γυναίκας που με γέννησε πονούσε. Πολύ.
«Σύμφωνοι.» μου είπε γρήγορα αρπάζοντας την βαλίτσα της.
«Δεν έχεις να πας πουθενά! « της φώναξε ο πατέρας της από πίσω μας καθώς κατεβαίναμε γρήγορα την σκάλα. Ήμουν σίγουρος ότι θα εμφανιζόταν μπροστά μας από στιγμή σε στιγμή όμως η Έλενα τον κρατούσε σφιχτά εμποδίζοντάς τον.
«Πάρε μας όταν φτάσεις.» ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσα προτού κλείσει την εξώπορτα. Την έπιασα από τον αγκώνα και την οδήγησα στο αυτοκίνητό μου. Έβαλα την βαλίτσα πίσω, τον Μπλάντι στο πίσω κάθισμα και μπήκα στο αμάξι.
«Είσαι καλά?» την ρώτησα ενώ έβαζα μπροστά. Δεν μου απάντησε. Γύρισε το κεφάλι της προς το παράθυρο και κάρφωσε το βλέμμα της έξω. Και από αυτή την γωνία ήταν υπέροχη. Ο λευκός λαιμός της, το πρώτο πράγμα που είχα προσέξει πάνω της, ήταν πλήρως εκτεθειμένος τώρα και το σκούρο πράσινο μπλουζάκι της πήγαινε τέλεια. Μπορεί να μην ήταν πλέον βρεγμένο αλλά άξιζε και έτσι. Και έτσι συνεχίστηκε η υπόλοιπη διαδρομή προς το σπίτι μου. Με εκείνη να μην γυρνάει ούτε να με κοιτάξει και με εμένα να μην μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου εκείνο το βράδυ στην λίμνη...



Nadia