Lilith:The dark side of the moon (Κεφάλαιο 22) "Michaelson Mansion"

Lilith's POV
 
Φτάνοντας στην έπαυλη του Κλάους κοίταξα αβέβαιη γύρω μου. Τι είχα κάνει? Είχα φερθεί παιδιάστικα και παράλογα και όλα αυτά γιατί? Για να προστατέψω κάποιον που με είχε εξαπατήσει. Όμως οι γονείς μου, μου είχαν μάθει τρόπους σε αντίθεση με το ηλίθιο υβρίδιο δίπλα μου. Γαμώτο μου! Δεν είχα κανένα λόγο να τον κρίνω. Δεν ήξερα τίποτα για εκείνον παρά μόνο ότι είχε μια κατεστραμμένη παιδική ηλικία. Μπορεί για αυτό να είχα παρατήσει κάθε ίχνος λογικής και να ήθελα να τον προστατέψω από ένα τετ-α-τετ με την Κάρολάιν.
Εξάλλου δεν ήταν δικιά μου δουλειά και αν ήθελε να συναντηθεί με την μητέρα του σίγουρα δεν μου έπεφτε λόγος. Παίρνοντας μια βαθειά ανάσα βγήκα από το αυτοκίνητο κρατώντας σφιχτά την τσάντα μου στο στήθος μου. Με τρόμαζε αυτό το σπίτι. Φαινόταν τόσο κρύο και απόμακρο, σαν αυτά τα στοιχειωμένα που άρεσαν στην Κρίστι. Τα κορίτσια! Έπρεπε να τις πάρω τηλέφωνο να τους πω ότι έφευγα. Όμως τώρα ήταν αργά και αυτή η συζήτηση θα κρατούσε ώρες? Θα το έκανα το πρωί. Ο Ντέιμιεν ήρθε δίπλα μου και ακολούθησε το βλέμμα μου. Προφανώς κατάλαβε γιατί αρνιόμουν να κουνηθώ από τον κήπο και μου ψιθύρισε: «Μην ανησυχείς. Δεν τρώει βρικόλακες.» ο τόνος του ήταν ειρωνικός αλλά μπορούσα να διακρίνω και κάτι άλλο. Στεναχώρια? Ήμουν σίγουρη ότι το να είναι ο ‘φύλακάς’ μου δεν ήταν ούτε σε εκείνον ευχάριστο αλλά δεν πρέπει να ήταν αυτός ο λόγος. Τον είδα να στραβώνει το στόμα του και να προχωράει ευθεία μπροστά. Τον ακολούθησα σιωπηλά. Το επιβλητικό και κρύο σπίτι εξωτερικά δεν είχε μεγάλη διαφορά στο εσωτερικό του. Ο τεράστιος χώρος υποδοχής και τα δωμάτια που μπορούσα να διακρίνω, μια τραπεζαρία και ένα σαλόνι ήταν πολυτελή και έδειχναν ότι οι κάτοικοι του είχαν πολλά λεφτά αλλά καμία διάθεση να μετατρέψουν αυτόν τον αφιλόξενο χώρο σε ζεστό σπιτικό . Δεν υπήρχαν φωτογραφίες σαν το δικό μου, ούτε πράγματα να φανερώνουν το γούστο των ιδιοκτητών. Ένα τεράστιο, μοναχικό, παγωμένο σπίτι.
«Λίλιθ? Τι θες εδώ?» γύρισα για να δω τον Κλάους να στέκεται στην εξώπορτα με μια άγνωστη γυναίκα να με κοιτάζει εξονυχιστικά δίπλα του.
«Εγώ…» τραύλισα αβέβαιη. Τι μου έκανε αυτός ο Αρχικός? Γιατί έχανα τα λόγια μου μπροστά του? Ο Ντέιμιεν βρισκόταν στο δευτερόλεπτο δίπλα μου και έμπαινε μπροστά μου.
«Θα μείνει εδώ απόψε. Και όχι δεν θα σου πω τον λόγο.» τον άκουσα να λέει απότομα και τραβώντας με από το χέρι ανεβήκαμε την μεγάλη σκάλα. Κότσια όμως που τα είχε να μιλάει έτσι στον πατέρα του, δεδομένου ποιος ήταν! Μπαίνοντας σε ένα από τα δωμάτια του πάνω ορόφου, ο Ντέιμιεν πήρε την βαλίτσα μου και την ακούμπησε πάνω στο κρεβάτι. Τον είδα να στηρίζεται στην άκρη του κρεβατιού και να κλείνει τα μάτια. Μου είχε πει ψέματα για το ποιος ήταν, ναι. Με είχε κοροϊδέψει, ναι αλλά δεν μπορούσα να αγνοήσω το τσίμπημα που ένιωσα στην καρδιά μου βλέποντας τον έτσι. Αυτός ο ωραιοπαθής εγωιστής μου είχε φτιάξει την διάθεση σε μια τόσο περίεργη μέρα όσο εκείνη των γενεθλίων μου. Δεν μπορούσα να μην τον πλησιάσω και να ακουμπήσω το χέρι μου στον ώμο του.
«Είσαι καλά?» τον ρώτησα χαμηλόφωνα. Γύρισε απότομα και χτυπώντας μου το χέρι δυνατά και ένιωσα τα δάχτυλά του να σφίγγονται γύρω από τον λαιμό μου σε ασφυκτικό βαθμό και να με σηκώνει μερικά εκατοστά από το έδαφος.
«Μην τολμήσεις να με ξαναγγίξεις. Δεν θέλω τον οίκτο σου. Δεν θέλω τον οίκτο κανενός. Δεν έχω ανάγκη κανέναν.» μου φώναξε αφήνοντας με δυνατά με αποτέλεσμα να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο πίσω μου. Άμα δεν ήμουν βρικόλακας σίγουρα αυτό θα είχε αφήσει ένα σοβαρό τραύμα. Γύρισε και χτύπησε την πόρτα πίσω του αφήνοντάς με μόνη στο κρύο δωμάτιο. Έφερα το χέρι μου γύρω από τον λαιμό μου και έτριψα το σημάδι που μου άφησε. Ένιωσα την μαινάδα μέσα μου να είναι έτοιμη να κάνει το σπίτι σκόνη. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να σε αγγίζει έτσι. Κανείς δεν έχει την δύναμη να μας βλάψει, την άκουσα να ψιθυρίζει ενώ μου έδειχνε τα δόντια της και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά προσπαθώντας να απαλλαγώ από τα βίαια ένστικτα που είχαν αρχίσει να με καταλαμβάνουν. Κοίταξα γύρω μου το λευκό δωμάτιο. Πλήρως εξοπλισμένο με κάθε είδους πολυτέλεια και όμως τόσο απόμακρο. Μπορούσα να ακούσω φωνές και πράγματα να σπάνε κάτω αλλά δεν έδωσα σημασία. Δεν ήμουν εδώ για να επέμβω στην ζωή τους. Ναι αλλά αυτό κάνεις! Πάλι η σιχαμένη φωνή στο κεφάλι μου! Κάθισα στο κρεβάτι φέρνοντας τα χέρια μου στο πρόσωπο μου. Είχα κάνει την χειρότερη επιλογή της ζωής μου. Δεν ήθελα να πάω με αυτό το υβρίδιο στην Νέα Υόρκη. Δεν ήθελα να πάω πουθενά μαζί του. Άμα φεύγαμε μαζί σίγουρα θα καταλήγαμε στο να ξεσκίσουμε ο ένας τις σάρκες του άλλου. Με εμένα νικήτρια φυσικά. Άκουσα ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα και σηκώνοντας το κεφάλι μου είδα την ίδια καστανή γυναίκα που είχα δει προηγουμένως στην πόρτα να μου χαμογελάει. Της χαμογέλασα πίσω διστακτικά. Επιτέλους κάποιος που δεν με μισούσε σε αυτό το σπίτι. Γιατί ότι και αν έλεγε ο Κλάους ότι ήμουν σύμμαχός του, ήξερα καλά ότι υπό άλλες συνθήκες θα είχαμε πόλεμο. Όσο για τον Ντέιμιεν... οι προθέσεις του ήταν ξεκάθαρες. Η πληγή που έκλεινε αργά στο κεφάλι μου ήταν η πιο τρανή μου απόδειξη. Η άγνωστη γυναίκα στάθηκε για λίγο στην πόρτα κοιτώντας γύρω της.
«Μην τον παρεξηγείς. Δεν ξέρει πώς να φερθεί σε μια κοπέλα αν αυτή δεν είναι μόνο για το κρεβάτι του.» Την κοίταξα περίεργα και γέλασε σιγανά. «Ο Ντέιμιεν? Μπορώ να μυρίσω το αίμα.» μου είπε αμήχανα και έδειξε το κεφάλι μου. «Μην πεις τίποτα στον Κλάους γι’ αυτό. Θα τον τιμωρήσει άσχημα. Όχι ότι δεν τον τιμώρησε ήδη.» Ώστε γι’ αυτό οι φωνές… Η άγνωστη γυναίκα έμοιαζε να ξέρει πολλά για το σπίτι και τους κατοίκους του. Με λίγη βοήθεια από την Θεά Τύχη θα μπορούσα να μάθω πολλά από εκείνη. Αν δεχόταν να μου μιλήσει βέβαια. Η μυρωδιά του είδους της βέβαια χτυπούσε καμπανάκι συναγερμού σε εμένα και στην μαινάδα αλλά επιλέξαμε και οι 2 να την αγνοήσουμε. Την κοίταξα γλυκά και της χάρισα ένα ζεστό χαμόγελο. Καλύτερα να ήταν με το μέρος μου αυτή η άγνωστη.
«Δεν πρόκειται.» την διαβεβαίωσα. «Αλλά ποια είσαι?»
«Ω, συγνώμη. Παράλειψή μου. Είμαι η Σάρα. Η μνηστή του Κλάους. Εσύ είσαι η Λίλιθ.» Μπορούσε σίγουρα να δει την έκπληξη στο πρόσωπό μου. Με πλησίασε και ακούμπησε το χέρι της στην πληγή στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου. Μόρφασα λίγο και απομάκρυνα το κεφάλι μου από το άγγιγμά της. «Θα τον κάνεις να πληρώσει γι’ αυτό έτσι?» Δεν της απάντησα και απέφυγα το βλέμμα της. «Έλα μαζί μου. Πάμε μια βόλτα στους κήπους. Είναι υπέροχα.» μου είπε χαϊδεύοντας μου το μπράτσο. Ήταν τόσο καλή μαζί μου. Της χαμογέλασα και την ακολούθησα. Περάσαμε τον παγωμένο διάδρομο και κατεβήκαμε την μεγάλη σκάλα. Είδα μια γυναίκα στα δεξιά μου να μαζεύει σπασμένα γυαλιά από το πάτωμα και η μυρωδιά του αίματος να είναι διάχυτη στον αέρα. Η Σάρα πέρασε την μπαλκονόπορτα και βγήκε έξω, εγώ όμως δεν ήθελα να βγω. Ήθελα να πάω να βεβαιωθώ ότι ο Ντέιμιεν ήταν καλά. Ορίστε? Από πού ήρθε αυτό? Και όμως η ιδέα του συγκεκριμένου νεαρού πληγωμένου έκανε το στομάχι μου να ανακατεύεται. Προφανώς γιατί δεν ήθελα εγώ να ήμουν η αιτία που θα τσακωνόταν με τον πατέρα του. Ναι, αυτό ήταν. Σίγουρα. Λες ψέματα γλυκιά μου, μου είπε τραγουδιστά η μαινάδα στο κεφάλι μου αλλά την αγνόησα. Όχι δεν λέω! Της φώναξα και βγήκα έξω με το κεφάλι ψηλά. Έμεινα άφωνη με την τόση ομορφιά που αντίκρισα. Τεράστιοι πράσινοι κήποι απλώνονταν μπροστά μας με κάθε είδους λουλούδια στα διάσπαρτα παρτέρια και 2 μικρές λίμνες αριστερά και δεξιά μου. Ουάου! Κάποιος είχε γούστο εδώ πέρα…
«Για ποιο λόγο ήρθαμε εδώ Σάρα?» την ρώτησα όταν είχαμε απομακρυνθεί αρκετά από την έπαυλη. Οι λόγοι που είχαμε έρθει ήμουν σίγουρη ότι δεν ήταν ανιδιοτελής. Όπως ήξερα ότι δεν θα επιχειρούσε να με βλάψει. Όχι ότι είχε και καμία ελπίδα αν προσπαθούσε. Η Σάρα συνέχισε να προχωράει πιο βαθιά στον κήπο χωρίς να μου απαντάει. Το λευκό φόρεμά της θρόιζε στον άνεμο και ήμουν σίγουρη ότι ο Κλάους την ανάγκαζε να φοράει τέτοια πράγματα. Έμοιαζε σαν να βγήκε από την ντουλάπα της θείας Κάρολάιν. Ώστε ο μεγάλος κακός λύκος δεν είχε ξεπεράσει την θεία ε? Που να ‘ξερε η Κάρολάιν… Χμ… και γιατί να μην μάθει? Μόνο να μπορούσα να ψάξω ανενόχλητη σε αυτό το σπίτι… Θα το ρίσκαρα. Όχι απόψε αλλά με την πρώτη ευκαιρία θα έδειχνα σε αυτό το σπίτι τι μπορεί να κάνει μια Σαλβατόρε όταν της εξιτάρεις την περιέργεια. Μπορούσα να μυρίσω ότι στο μέρος όπου κατευθυνόταν η Σάρα η φρούρηση αυξανόταν. Πράγμα που με έκανε να αναρωτιέμαι το γιατί. Φτάνοντας στον προορισμό μας κατάλαβα το γιατί. Μια τεράστια σιδερένια πόρτα με περίτεχνα σχέδια απλωνόταν μπροστά μου. Με κοντά 4 μέτρα ύψος και αλλά τόσα πλάτος έδειχνε να κρύβει κάτι ενδιαφέρον. Οι Μάικλσον και τα μυστικά τους! Στην λίστα με τις προτεραιότητες μου μόλις είχε προστεθεί να αποκαλύψω τα μυστικά των 2 κυρίων αρσενικών σε αυτήν την ‘ταπεινή’ οικία. Όσο για την Σάρα… έδειχνε συμπαθητική αλλά χωρίς κανένα περαιτέρω ενδιαφέρον. Μόνο να μην έμπαινε στην μέση. Δεν μου πήγαινε να σκοτώνω γυναίκες. Με τους άντρες πάλι, ήταν κάτι τελείως διαφορετικό. Την είδα να απλώνει το χέρι της και να περνάει τα δάχτυλά της στο περίτεχνο κιγκλίδωμα. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της και γύρισε προς το μέρος μου. Ένιωσα τους κυνόδοντές μου να έρχονται στην θέση τους και την μαινάδα να φοράει την πανοπλία της και να παίρνει θέση μάχης.
«Ήθελα να μιλήσουμε για το ταξίδι σου στην Νέα Υόρκη με τον Ντέιμιεν.» Σήκωσα το φρύδι μου και την κοίταξα καχύποπτα. Δεν ήθελε αυτό αλλά θα έπαιζα το παιχνίδι της.
«Άμα έχεις σκοπό να μου πεις να είμαι γλυκιά και ευγενική μαζί του…» Με διέκοψε όμως καθώς ήρθε και στάθηκε μπροστά μου.
«Θέλω απλά να σου πω να τον προσέχεις. Μην του κρατήσεις κακία για ότι έγινε. Είμαι σίγουρη ότι ούτε εσύ το θες.» Έκανα ένα βήμα πίσω και ανοιγόκλεισα τα μάτια μου.
«Γιατί μου τα λες αυτά?» την ρώτησα ενώ ζύγιζα τις επιλογές μου. Γύρω μου, σε απόσταση μεν αλλά αρκετά κοντά, υπήρχαν τουλάχιστον 10 φρουροί. Αν έκανα ότι έφευγα ή της επιτιθόμουν σίγουρα θα μπαίνανε στην μέση. Μια μάχη σίγουρα ήταν κάτι που θα κατένευε την σκοτεινή ψυχή μέσα μου, όμως σίγουρα δεν θα ωφελούσε σε τίποτα. Ο Κλάους θα έβγαινε και μετά τα πράγματα θα γινόντουσαν πολύ περίπλοκα. Η Σάρα με πλησίασε κι άλλο και έβαλε το χέρι της στο μάγουλό μου.
«Γιατί ξέρω ότι θα το κάνεις. Μπορεί να μην το βλέπεις ακόμα αλλά εσύ και ο Ντέιμιεν είστε πολύ πιο ίδιοι από όσο νομίζεις. Ξέρω ότι αυτό το ταξίδι θα αλλάξει και των 2 τις ζωές. Καληνύχτα γλυκιά μου.» Την έβλεπα να απομακρύνεται αφήνοντάς μόνη στον μεγάλο κήπο ώσπου χάθηκε από το οπτικό μου πεδίο. Έριξα μια τελευταία ματιά στην βαριά πόρτα απομνημονεύοντας στο μυαλό μου την θέση της και κίνησα προς την έπαυλη. Φτάνοντας στην είσοδο είδα τον Κλάους να στέκεται στην εξώπορτα με τα χέρια σταυρωμένα στους κήπους.
«Απόλαυσες την βόλτα σου στους κήπους μου?» με ρώτησε χρησιμοποιώντας ένα πολύ γοητευτικό ύφος. Κρίμα που δεν τσιμπούσα.
«Γιατί δεν το λες καλύτερα φυλακή αυτό το μέρος?» τον ρώτησα χαμογελαστά και είδα τα χαρακτηριστικά του να σκληραίνουν αλλά το μεγάλο στόμα μου δεν είχε τελειώσει ακόμα. «Την επόμενη φορά που θα θέλεις να μου πεις το οτιδήποτε, να έρθεις αυτοπροσώπως.» Τον είδα να ανοιγοκλείνει το στόμα του 2 φορές πριν σηκώσει το κεφάλι και με κοιτάξει με περιέργεια.
«Τι εννοείς?»
«Ω, μην κάνεις τον χαζό. Την επόμενη φορά που θα θες κάτι έλα να μου το πεις σαν άντρας. Μην στέλνεις την γυναικούλα σου.»
«Σου μίλησε η Σάρα? Τι ήθελε?» Ή έπαιζε καλά ή πραγματικά δεν είχε ιδέα για την συζήτησή μου με την μνηστή του.

«Ρώτα εκείνη.» του είπα με ύφος και μπήκα μέσα. Ανέβηκα στο προσωρινό μου δωμάτιο και το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να πιάσω το κινητό μου. Πληκτρολόγησα τον αριθμό της Στέφανι αλλά στα μισά το είχα ήδη μετανιώσει. Και που θα την έπαιρνα τι θα της έλεγα? Ούτε στον εαυτό μου δεν ήξερα πώς να εξηγήσω αυτήν την τρελή μέρα. Έτσι πέταξα την συσκευή δίπλα και έπιασα το ημερολόγιο μου από την βαλίτσα. Το άνοιξα και προσπάθησα να σκεφτώ από πού να άρχιζα. Μάλλον από την στιγμή που αποφάσισα να κάνω μπάνιο τον Μπλάντι. Όταν το έσκασε και με έκανε μούσκεμα και μετά όταν τον ακολούθησα τρέχοντας και έπεσα πάνω στον μυστηριώδη τύπο από την λίμνη. Για το πόσο χάρηκα όταν τον είδα στο σαλόνι μου. Τουλάχιστον μέχρι να μου πει ποιος ήταν. Το χέρι μου είχε πιάσει φωτιά γράφοντας σκόρπιες λέξεις πάνω στην λευκή σελίδα. Δεν είχα φτάσει ούτε στα μισά της μέρας μου όταν ένιωσα τα βλέφαρά μου να βαραίνουν και προτού το καταλάβω ήμουν ήδη κουκουλωμένη κάτω από τα βαριά σκεπάσματα…


Nadia