Στην τρικυμία της μοίρας (Κεφάλαιο 24)

Λίγη ώρα αργότερα είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε την πορεία μας μέσα από το δάσος. Στις παρυφές του, που κρυφτήκαμε κυνηγημένοι από τους στρατιώτες της Εστέλλα, όλα δείχνουν ήρεμα και φυσιολογικά. Οι ήχοι του δάσους είναι ανεπαίσθητοι και καθόλου ανησυχητικοί. Είναι οι ήχοι κάθε φυσιολογικού δάσους, το ίδιο και η χλωρίδα του. Τίποτε δεν προμηνύει πως το δάσος αυτό έχει κάτι το ιδιαίτερο.
Πριν προχωρήσουμε προς το εσωτερικό του ακούμε προσεκτικά τον Εστέμπαν, έναν από τους Ιππότες που γνωρίζει όλους τους θρύλους και τις ιστορίες που κυκλοφορούν για το Δάσος των Νεράιδων, ώστε να αποφασίσουμε πως θα κινηθούμε μέσα του.
«Οι νεράιδες του δάσους αυτού είναι σατανικά πλάσματα. Ως απόγονοι αγγέλων και δαιμόνων φέρουν την ομορφιά των πρώτων και την κακία, την πανουργία και τη μισανθρωπιά των δεύτερων. Το μένος τους εκδηλώνεται κυρίως προς τους άνδρες. Τους αρέσει να παίζουν μαζί τους. Περιπλανιούνται αιθέριες μες στα δέντρα χαμογελούν στο θύμα τους χορεύουν γύρω του και τον μαγεύουν με τα κόλπα και την ομορφιά τους, όπως οι Σειρήνες. Ποτέ όμως δεν αφήνουν τον μαγεμένο από τα κάλλη τους άνδρα να τις πιάσει. Με τα κόλπα τους τον οδηγούν στο κέντρο του δάσους κι εκεί αναλαμβάνουν δράση. Αποκαλύπτουν τα δόντια και τα νύχια τους και με αστραπιαίες κινήσεις ξεσκίζουν το σώμα του. Τον αφήνουν να σφαδάζει με ξεσχισμένες τις σάρκες του, έρμαιο σαρκοβόρων ζώων του δάσους χαρίζοντας του έναν φρικτό θάνατο.
»Κανένας σχεδόν άντρας δεν έχει καταφέρει να βγει ζωντανός από εδώ. Και όσοι τα κατάφεραν ποτέ ξανά δεν ήταν οι ίδιοι. Κάποιοι δε μίλησαν ποτέ ξανά, άλλοι τρελάθηκαν, άλλοι απομονώθηκαν για πάντα ζώντας με το φόβο να κατατρώει τα σωθικά τους και άλλοι έδωσαν τέλος στη ζωή τους, νιώθοντας δυστυχισμένοι μακριά από την δολοφονική ομορφιά που αντίκρισαν. Όταν κοιτάξει κάποιος άντρας μια νεράιδα αμέσως την ερωτεύεται προσωρινά, μέχρις ότου καταφέρει να βρεθεί μακριά της, οπότε η μαγεία της διαλύεται, μια μαγεία όμοια με πρόσκαιρο ερωτικό φίλτρο. Γι’ αυτό την ακολουθεί μαγεμένος όπου και αν πάει χωρίς να λειτουργεί η λογική του, σαν ένα άβουλο κατοικίδιο», λέει ο Εστέμπαν.
Όλα αυτά θα μου ακούγονταν συναρπαστικά αν ήταν απλά μια μυθοπλασία, ένας μύθος που θα ήξερα πως ποτέ δε θα παρατηρούσα, ή θα ζούσα. Τώρα ακούγονται απλά τρομακτικά και σουρεαλιστικά. Δεν ξέρω αν φταίει η υγρασία των παρυφών του δάσους ή η ιστορία που νιώθω το σώμα μου να τρέμει ανεπαίσθητα και το αίμα μου να έχει ξεχάσει να κυκλοφορήσει στο σώμα μου.
«Είσαι σίγουρος πως όλα αυτά είναι αλήθεια;», ρωτά ένας Ιππότης τον Εστέμπαν. Δείχνει αρκετά νέος και η ιδέα του να πεθάνει τόσο νέος με τέτοιον τρόπο, ή να βγει από το δάσος ψυχικά σακατεμένος δε φαίνεται να του αρέσει και πολύ.
«Σίγουρος απόλυτα δε μπορώ να είμαι γιατί δεν το έχω δει με τα μάτια μου. Συχνά οι θρύλοι είναι παραφουσκωμένοι. Αλλά οι Νεράιδες υπάρχουν σίγουρα σε αυτό το δάσος και οι άντρες που βγήκαν από εδώ μέσα είναι σίγουρα ελάχιστοι. Παρ’ όλα αυτά ποτέ δεν μπήκαν μαζικά τόσοι πολλοί άνθρωποι στο δάσος. Ούτε τόσο καλά οργανωμένοι και με τις γυναίκες να τους προστατεύουν. Οπότε νομίζω πως εμείς θα έχουμε περισσότερες πιθανότητες να τα καταφέρουμε», τον καθησυχάζει ο Εστέμπαν.
Το στόμα μου έχει στεγνώσει, αλλά προφέρω την ερώτηση που γεννιέται στο μυαλό μου.
«Μας είπες τη στάση που κρατούν οι νεράιδες προς τους άνδρες. Ποια είναι η συμπεριφορά τους προς τις γυναίκες;»
«Τις γυναίκες δε μπορούν να τις μαγέψουν με την ομορφιά τους, όπως τους άνδρες. Η στάση τους προς μια γυναίκα ποικίλει. Είτε θα θελήσουν να την κάνουν μια από αυτές, αναγκάζοντάς τη να μείνει για πάντα κοντά τους. Είτε θα την αφήσουν να περιπλανιέται άσκοπα στο δάσος, κάνοντάς τη να χάσει το δρόμο τους μέχρι να πεθάνει από πείνα ή δίψα, είτε να τρελαθεί και να καταλήξει στο προηγούμενο αποτέλεσμα. Σπανιότερα μπορεί να μην της δώσουν καμία σημασία και να την αφήσουν να διασχίσουν το δάσος άλλοτε ζητώντας κάποιο αντάλλαγμα και άλλοτε χωρίς να ζητήσουν τίποτε», μου απαντά ο Εστέμπαν.
«Και πως προτείνεις να κινηθούμε στο δάσος;», ρωτώ και πάλι.
«Όπως εξήγησα προηγουμένως και στον Ρότζερ και τον Έντουαρτ, πιστεύω πως το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να φτιάξουμε κάτι σαν ανθρώπινο τείχος. Όλες οι γυναίκες θα φτιάξετε έναν εξωτερικό δακτύλιο γύρω από εμάς, τους άνδρες και θα πορευθούμε έτσι. Θα είστε κατά κάποιον τρόπο οι φύλακές μας αποτρέποντας μας να φύγουμε από τον δακτύλιο και να κοιτάξουμε τις νεράιδες. Θα είστε οι μόνες που θα κρατάτε ξίφη, ενώ τα δικά μας θα μαζευτούν στο κάρο, ώστε να μη μπορούμε να σας κάνουμε κακό για να πλησιάσουμε τις νεράιδες. Επίσης θα είναι καλύτερο να κρατάτε και αναμμένες δάδες. Στις νεράιδες που έχουν συνηθίσει να ζουν στο σκοτάδι του δάσους δεν αρέσει το φως. Ελπίζω αυτό να τις αποτρέψει από το να πλησιάσουν πολύ κοντά μας», λέει ο Εστέμπαν.
Μετά από αυτά ξεκινούμε να κατευθυνόμαστε προς το εσωτερικό του δάσους. Νιώθω τέτοια υπερένταση και ανησυχία που ένα ανεπαίσθητο τρέμουλο αγκαλιάζει το κορμί μου. Αυτή η αόριστη αίσθηση κινδύνου με τρελαίνει. Οι αισθήσεις μου είναι σε τέτοια εγρήγορση που νιώθω πως τα νεύρα μου θα σπάσουν σύντομα και θα καταρρεύσω. Βέβαια δεν έχω τέτοιο περιθώριο οπότε σφίγγω τα δόντια και προχωρώ κοιτάζοντας γύρω μου επιφυλακτικά, σφίγγοντας τόσο δυνατά στα χέρια μου το δόρυ μου που το αίμα στραγγίζει από τα δάχτυλά μου.
Πράγματι προχωρούμε στο δάσος έχοντας σχηματίσει έναν κύκλο γύρω από τους αρσενικούς Ιππότες. Βέβαια οι γυναίκες είμαστε κατά πολύ λιγότερες και δεν ξέρω κατά πόσο θα μπορέσουμε να τους αποτρέψουμε από το να πάνε προς τις νεράιδες αν τους πιάσει ομαδική τρέλα. Βασικά είναι σίγουρο πως δε θα τα καταφέρουμε αν συμβεί κάτι τέτοιο. Το μόνο που μπορώ να ελπίζω είναι να μη συμβεί.
Η Κόρα, και η Σεσίλια στέκονται αριστερά από τους άντρες, η Σούζαν μπροστά και εγώ και η Κλαρίσσα δεξιά τους. Περπατούμε όσο πιο ήσυχα μπορούμε ανάμεσα στα δέντρα, ώστε οι νεράιδες να μας ανακαλύψουν όσο το αργότερο γίνεται. Για τον ίδιο λόγο δεν ανάβουμε ακόμα τις δάδες παρ’ όλο που είναι αρκετά σκοτεινά, αλλά τις έχουμε έτοιμες στα χέρια μας. Διασχίζουμε το δάσος όσο πιο εξωτερικά μπορούμε αποφεύγοντας να πλησιάσουμε το κέντρο του για ευνόητους λόγους.
Ο Γουίλ με πλησιάζει μέσα από τον υποτυπώδη δακτύλιο που έχουμε δημιουργήσει.
«Πως είσαι; Δείχνεις σφιγμένη», μου λέει χαμηλόφωνα.
«Γιατί άραγε;», ρωτάω σαρκαστικά κρατώντας το βλέμμα μου παγωμένο μπροστά ώστε να μην χάσω ούτε μια εικόνα από το δάσος.
«Μην ανησυχείς θα τα καταφέρουμε», προσπαθεί να με καθησυχάσει ο Γουίλ. Επιτρέπω στον εαυτό μου να τον κοιτάξει για μια στιγμή. Μου χαμογελά καθησυχαστικά και τρυφερά, με τα ανεπαίσθητα λακκάκια να κάνουν την εμφάνιση τους στα μάγουλά του. Αμέσως η έντασή μου χαλαρώνει κάπως και οι παλμοί της καρδιάς μου επιταχύνονται. Δεν μπορώ να το πιστέψω πως πλέον είμαστε μαζί και πόσο ευτυχισμένη με κάνει να νιώθω αυτό, παρ’ όλες τις δύσκολες καταστάσεις που αντιμετωπίζουμε. Παρ’ όλα αυτά η ανησυχία με αφυπνίζει και πάλι.
«Μείνε κοντά μου. Δε θέλω να σε ξελογιάσει καμία νεράιδα», πειράζω σχεδόν τον Γουίλ, χωρίς πραγματικά να ξέρω πως μου ήρθε η διάθεση κάτω από αυτές τις συνθήκες.
«Λες και υπάρχει περίπτωση να ενδιαφερθώ να τις κοιτάξω όσο είσαι δίπλα μου», μου απαντά εκείνος χαμογελώντας μου.
«Ας τους πει κάποιος πως δεν έχουν πάει για ρομαντικό πικνίκ στο πάρκο», μονολογεί η Κλαρίσσα λίγα μέτρα μπροστά μου κοιτάζοντας με βλέμμα αγανάκτησης προς τον ανύπαρκτο ουρανό.
«Υποτίθεται πως πρέπει να είσαι πιο μπροστά και να προσέχεις μην εμφανιστεί καμία νεράιδα και όχι να προσέχεις τι λέω εγώ», της απαντώ στον ίδιο τόνο. Μου ρίχνει ένα δολοφονικό βλέμμα και προχωρά με περήφανο βήμα μερικά μέτρα πιο μπροστά, αφού περιστρέφει το δόρυ της μέσα στην παλάμη της. Κουνάω το κεφάλι μου αποδοκιμαστικά και ακούω τον Γουίλ δίπλα μου να γελάει χαμηλόφωνα. Του ρίχνω ένα γνήσιο δολοφονικό βλέμμα αλά Κλαρίσσα και συγκεντρώνομαι πάλι στο δάσος.
Όσο προχωρούμε πιο βαθιά μέσα του η μορφή του αλλάζει δραματικά. Τελικά καταλήγει σε ένα πρωτόγνωρο για μένα θέαμα που δε θυμίζει καθόλου τα δάση που έχω δει στο παρελθόν. Είναι συγχρόνως το πιο ανατριχιαστικό και ένα από τα πιο όμορφα μέρη που έχω δει. Τα δέντρα που είναι κωνοφόρα με ένα παράξενο είδος πεύκου που δεν υπάρχει στον Προύτον και ένα είδος έλατου να κρατούν τα ηνία, είναι τόσο πυκνά κυρίως στο φύλλωμά τους, που δεν φαίνονται ούτε μικρά σημεία του ουρανού. Οι φυλλωσιές δημιουργούν έναν νέο σκοτεινό ουρανό από κλαδιά και σκουροπράσινα φύλλα. Μπορεί να μην περνά το φως του ήλιου που λογικά μέχρι τώρα θα έπρεπε να έχει αρχίσει να εμφανίζεται στην ανατολή, αλλά ένα αρκετά έντονο για να το συναντήσεις πουθενά αλλού στον ουρανό ανοιχτό μπλε χρώμα βάφει την ατμόσφαιρα γύρω από τα δέντρα. Δεν υπάρχει κάποια πηγή του φωτεινού αυτού χρώματος αλλά δείχνει να ναι ένα με το δάσος, σα να βρίσκεται παντού γύρω του αγκαλιάζοντας το, σε κάθε υδρατμό της υγρασίας που το κυκλώνει. Ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων φυτρώνουν νάρκισσοι στο έντονο κίτρινο του λεμονιού, με το αστεροειδές τους σχήμα να τους κάνει να φαίνονται σαν πεφταστέρια που ξεχάστηκαν στη γη, καθώς μοιάζουν να λάμπουν μέσα στο σκουρογάλανο φόντο της ατμόσφαιρας.
Καθώς παρατηρώ μαγεμένη το δάσος το ακούω. Μια μουσική. Μια απαλή μελωδία που ξεχύνεται θαρρείς από τα σπλάχνα του ίδιου του δάσους. Μοιάζει να βγαίνει από ανθρώπινα χείλη, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν έχει λόγια. Είναι απλά ένας μελωδικός σκοπός που κανένα ανθρώπινο στόμα δε θα κατάφερνε να βγάλει, παρά την ανθρώπινη χροιά του. Ένα κράμα του επίγειου και του θείου. Ο σκοπός είναι μαλακός, αργός και μελαγχολικός, αλλά είναι τόσο αισθαντικός και ταξιδιάρικος που τον νιώθω να αγκαλιάζει την ψυχή μου, σα να απευθύνεται αποκλειστικά σε αυτήν, σα να γεννήθηκα μόνο και μόνο για να ακούσω αυτή τη μελωδία. Αυτόματα σταματώ και κοιτάζω γύρω μου. Το ίδιο κάνουν και οι υπόλοιποι. Και τότε εμφανίζονται.
Είναι τα πιο αέρινα και όμορφα πλάσματα που έχω αντικρίσει, φορούν αραχνοΰφαντα λευκά φορέματα που αγκαλιάζουν τα όμορφα, λεπτεπίλεπτα κορμιά τους μέχρι τους μηρούς. Τα χαρακτηριστικά τους είναι ανθρώπινα, αλλά είναι τόσο όμορφα που θαρρείς πως κάποιος τις δημιούργησε παίρνοντας από το κάθε χαρακτηριστικό το πιο όμορφο δείγμα του. Τα υπέροχα μακριά μαλλιά τους ανεμίζουν καθώς πετούν γύρω μας και χορεύουν ανάμεσα στα δέντρα. Μοιάζουν τόσο προσιτές και γλυκές καθώς μας κοιτάζουν και χαμογελούν αθώα, σχεδόν ντροπαλά. ‘Ω, ναι αν ήμουν άντρας σίγουρα θα τις ερωτευόμουν’, σκέφτομαι. Και μετά ‘άντρας … ερωτευόμουν’ και τότε τινάζομαι σαν να έφαγα χαστούκι καθώς επανέρχομαι στην πραγματικότητα.
«Μην τις κοιτάζετε στα μάτια», ουρλιάζω καθώς στρέφω την προσοχή μου προς το εσωτερικό του κύκλου μας. Μέσα του επικρατεί αναταραχή. Οι περισσότεροι άντρες περπατούν με τα βλέμματά τους στραμμένα προς το έδαφος με τους ώμους τους σφιγμένους από την ένταση και το φόβο. Κάποιοι όμως από αυτούς κοιτούν τις νεράιδες. Τα βλέμματά τους είναι ονειροπόλα και χαμένα.
«Κοιτάξτε μπροστά σας. Θα σας ξεσκίσουν», φωνάζω προσπαθώντας να ξυπνήσω κάποιους που δεν έχουν κοιτάξει ακόμα κατάματα κάποια νεράιδα για να αποφευχθεί το κακό. Κάποιοι στρέφουν απότομα το κεφάλι τους μπροστά, αλλά κάποιοι εξακολουθούν να κοιτάζουν τις νεράιδες. Οι άλλες γυναίκες ανάβουν τις δάδες που κρατούν κι εγώ τις μιμούμαι, καθώς τις ακούω να φωνάζουν παρόμοια πράγματα με εμένα στους άντρες που κυκλώνουμε.
Κάποιοι από τους άντρες αρχίζουν να βαδίζουν μακριά από τον κύκλο. Δίνω τη δάδα μου στον Γουίλ φωνάζοντάς του να κρατήσει το κεφάλι του μπροστά του. Προσπαθώ να αποτρέψω κάποιους. Τους σπρώχνω τους απειλώ με το δόρυ μου. Μέσα στην ταραχή βλέπω ένα πολύ οικείο πρόσωπο να βαδίζει προς τις νεράιδες.
«Σαντιάγκο», του φωνάζω και μπαίνω μπροστά του κλείνοντας του το δρόμο. Με κοιτάζει με ένα απλανές ονειροπόλο βλέμμα και έπειτα κατσουφιάζει, σα να είμαι ένα ενοχλητικό ζουζούνι που παίζει με τα νεύρα του.
«Φύγε», μουγκρίζει σπρώχνοντάς με. Παραπατώ, αλλά δε φεύγω από μπροστά του.
«Δε θα σε αφήσω να πας, θα σε σκοτώσουν», του φωνάζω, αλλά εκείνος προσπαθεί να κοιτάξει πίσω μου. «Κοίταξέ με…Κοίταξέ με», του φωνάζω θυμωμένη προσπαθώντας να στρέψω το πρόσωπό του προς το μέρος μου. Τινάζει το χέρι μου μακριά. «Ηλίθιε», του φωνάζω ρίχνοντάς του όσο πιο δυνατά μπορώ μια γροθιά στο πρόσωπο. Το χέρι μου τσούζει φρικτά, αλλά τουλάχιστον εξασφάλισα την προσοχή του. Με κοιτάζει θυμωμένα καθώς τρίβει το σαγόνι του. «ΘΑ ΣΕ ΣΚΟΤΩΣΟΥΝ», τονίζω για άλλη μια φορά. «Δε θα το αφήσω να συμβεί, κατάλαβες», λέω βυθίζοντας αυστηρά το βλέμμα μου στο δικό του. Και επιτέλους δείχνει να καταλαβαίνει και στρέφεται ευθεία μπροστά.
Οι νεράιδες είναι ακόμα γύρω μας, ακόμη πιο κοντά αυτή τη φορά. Κάποιοι άντρες εξακολουθούν να αντιστέκονται και να προσπαθούν να βγουν από τον κύκλο μας. Οι σύντροφοί τους προσπαθούν να τους συνεφέρουν, όπως κι εμείς αλλά δεν τα καταφέρνουν, δυο τρεις καταφέρνουν να βγουν από τον κύκλο και να προχωρήσουν μακριά μας. Ο Πόρτερ πάει να περάσει από μπροστά μου, αλλά του κλείνω τον δρόμο. Δεν προλαβαίνω να του μιλήσω, όταν μου ρίχνει μια γροθιά στο πρόσωπο. Πέφτω κάτω το δόρυ φεύγει από τα χέρια μου και το κεφάλι μου αρχίζει να γυρίζει. Νιώθω κάτι ζεστό και κολλώδες να κυλά στο εσωτερικό του μάγουλού μου. Επιστρατεύοντας όλες μου τις δυνάμεις σηκώνομαι όρθια και γραπώνομαι από το μπράτσο του Πόρτερ που με έχει ήδη προσπεράσει. Εκείνος ξεφεύγει εύκολα από τη λαβή μου και προχωρά με γρήγορο βήμα προς τις νεράιδες.
«Πόρτερ», ουρλιάζω και πάω να τον ακολουθήσω, όταν ένα χέρι με συγκρατεί.
«Άστον. Δε μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο γι αυτόν. Πρέπει να μείνεις εδώ, να μας βοηθήσεις να σώσουμε τους υπόλοιπους», μου φωνάζει η Κλαρίσσα. Την υπακούω απρόθυμα νιώθοντας την όρασή μου να θολώνουν δάκρυα, καθώς βλέπω τον Πόρτερ να χάνεται μέσα στα δέντρα.
Ένας αέρας φυσά άξαφνα και στρέφομαι για να δω την πηγή του. Είναι δημιούργημα του Γκράχαμ. Του δεύτερου αρσενικού Φύλακα μετά τον Χένρι, που ελέγχει το στοιχείο του αέρα. Ο άνεμος που δημιουργεί κάνει τις φλόγες στις δάδες μα φουντώνουν δυνατές και αχόρταγες. Σπίθες βρίσκουν τα γύρω δέντρα και ανάβουν τα κλαδιά τους καίγοντάς τα για λίγο πριν σβήσουν και πάλι. Οι νεράιδες αρχίζουν να απομακρύνονται φοβισμένες.
«Προχωρήστε», φωνάζει κάποιος και συνεχίζουμε πιο γρήγορα. Οι νεράιδες χάνονται έπειτα από λίγο.
Περίπου μια ώρα μετά σερνόμαστε όλοι από την κούραση. Δεν έχουμε βγει από το δάσος και ο κίνδυνος επανεμφάνισης των νεράιδων δεν απίθανος, αλλά πρέπει να σταματήσουμε για να ξεκουραστούμε. Οι σκηνές στήνονται γρήγορα.
«Χάσαμε πέντε άνδρες», μας λέει η δυνατή φωνή ο Έντουαρτ κάνοντας τον απολογισμό. «Δυστυχώς ξέρετε την τύχη που τους περιμένει».
‘Ναι. Την ξέρουμε’, σκέφτομαι και καταπίνω με δυσκολία, απαγορεύοντας στον εαυτό μου να σκεφτεί αυτούς που χάσαμε.
«Αν ξαναεμφανιστούν οι νεράιδες ξέρετε τι πρέπει να κάνετε, αν θέλετε τη ζωή σας. Θα ξεκουραστούμε τώρα για τρεις ώρες και μετά θα ξεκινήσουμε και πάλι. Οι γυναίκες θα φυλάνε σκοπιά. Ας ελπίσουμε πως σύντομα θα βγούμε από το δάσος και θα ξεκουραστείτε κι εσείς», λέει σε εμάς τις γυναίκες και ένας ένας οι άντρες μπαίνουν όλοι τους στις σκηνές.
Οι γυναίκες καθόμαστε γύρω από τη φωτιά σιωπηλές με τα δόρατά μας στα χέρια. Η Σούζαν έρχεται δίπλα μου και μου δίνει ένα μακρύ υγρό φύλλο.
«Βάλε αυτό στο πρόσωπό σου», μου λέει. Παίρνω το φύλλο και το ακουμπώ στο δεξί πρησμένο από τη γροθιά του Πόρτερ ζυγωματικό μου.
«Ευχαριστώ», απαντώ.
«Άντε να τα βάλεις με όλους αυτούς τους χειροδύναμους άντρες», μου λέει μια στιγμή μετά και χαμογελώντας σηκώνει το πουκάμισό της και μου δείχνει μια μεγάλη μελανιά στα πλευρά της.
«Αουτς», λέω αντικρίζοντάς τη. «Μας έριξαν της χρονιάς μας», της λέω κάνοντας τη να χαμογελάσει και πάλι. Μετά σηκώνεται και κάθεται πιο πέρα στην κατασκήνωσή μας, ώστε να προσέχουμε όλες τις σκηνές. Εγώ ακουμπώ την πλάτη μου στον κορμό ενός δέντρου και αναστενάζω.


***


Οι ώρες περνούν. Νομίζω πως οι τρεις ώρες κοντεύουν να ολοκληρωθούν, αλλά δεν είμαι σίγουρη. Όλα είναι ήσυχα. Κανένα ίχνος των νεράιδων δεν υπάρχει γύρω μας. Υπό άλλες συνθήκες η απόλυτη αυτή ησυχία θα με ανησυχούσε και θα με προβλημάτιζε, αλλά τώρα νιώθω τόσο κουρασμένη που η λογική μου έχει αρχίσει να παραλύει κάπως. Με κόπο κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά. Η μέρα που πέρασε φαντάζει να κράτησε τρεις φορές περισσότερο στα μάτια μου. Πόσα πολλά συνέβησαν σε 24 ώρες! Αλλά κοιμήθηκα ελάχιστα το μεσημέρι και καθόλου το βράδυ καθώς κατάστρωνα και υλοποιούσα το σχέδιο μου για τη σωτηρία του Γουίλ. Άσε που με κατάτρωγε η αγωνία για το αν θα τα καταφέρναμε. Τα βλέφαρά μου είναι βαριά. Κλείνουν αυτοβούλως αργά, αλλά τα αναγκάζω να ανοίξουν. ‘Δε σου επιτρέπω να κοιμηθείς’, λέω αυστηρά στον εαυτό μου, αλλά τα βλέφαρά μου ανυπάκουα κλείνουν για άλλη μια φορά και αρνούνται να με ακούσουν όταν τα προστάζω να ανοίξουν και πάλι. Μια γλυκιά λήθη με τυλίγει καθώς η συνείδησή μου ουρλιάζει απελπισμένα ‘Εσύ θα ‘σαι υπεύθυνη που θα πεθάνουν’.


***


Ένα σύρσιμο φτάνει από κάπου μακριά στα αφτιά μου. Το μυαλό μου ενεργοποιείται απρόθυμα και συνειδητοποιώ ότι κοιμόμουν. ‘Υποτίθεται ότι φυλάς σκοπιά Λάιρα’, με επιπλήττει η συνείδηση μου. Ανοίγω απότομα τα βλέφαρά μου και ανακάθομαι. Ο ήχος προέρχεται από τη σκηνή του Χένρι λίγα μέτρα μπροστά μου. Ευτυχώς όλα είναι καλά. Είναι απλά ο Χένρι που βγαίνει από τη σκηνή του.
«Αϋπνίες», ψιθυρίζω χαμηλόφωνα.
Ο Χένρι με κοιτάζει και χαμογελάει γνέφοντας καταφατικά. Ετοιμάζεται να πει κάτι όταν το βλέμμα του με προσπερνά και οι λέξεις του σβήνουν πριν καν γεννηθούν, ενώ η έκφρασή του παγώνει σε μια έκπληξη, θαυμασμό και… κάτι άλλο που πρώτη φορά χαράσσεται στο πρόσωπό του, όσο καιρό γνωριζόμαστε. Ακολουθώ το βλέμμα του παραξενεμένη. Λίγο πριν στρέψω το κεφάλι μου προς τα πίσω καταλαβαίνω τι κοιτάζει και οι τρίχες στο σβέρκο μου σηκώνονται, ενώ πετάγομαι όρθια με τον κίνδυνο να κινητοποιεί το σώμα μου.


Όλγα Σ.