Στην τρικυμία της μοίρας (Κεφάλαιο 26)

«Εδώ είμαι», μου απαντά ο Γουίλ, από πίσω μου και τινάζομαι τρομαγμένη.
«Που ήσουν; Με τρόμαξες», παραπονιέμαι, νιώθοντας όμως ανακουφισμένη που είναι καλά.
«Συγγνώμη», μου απαντά δίνοντας μου ένα φιλί στον κρόταφο, καθώς έρχεται να κάτσει δίπλα μου.
«Γουίλ, έρχεσαι λίγο σε παρακαλώ;», ακούγεται η φωνή του Μπράντον λίγο πιο πέρα.
«Εντάξει», απαντά ο Γουίλ και σηκώνεται αναστενάζοντας. Από τότε που μπήκαμε στο δάσος δεν έχουμε καταφέρει να περάσουμε καθόλου χρόνο μαζί. Βέβαια είναι απολύτως λογικό με όλα όσα περάσαμε και φυσικά το μόνο που πρέπει να σκέφτομαι και να με ενδιαφέρει τώρα είναι η αποστολή μου, αλλά κανείς δεν είπε πως αυτό είναι εύκολο. 
«Λάιρα πως είσαι; Πονάς πουθενά;», με ρωτά η Κόρα καθώς έρχεται να σταθεί μπροστά μου με τον Όουεν να την ακολουθεί ως συνήθως.
«Μόνο το χέρι μου πονάει πολύ, τα υπόλοιπα δεν είναι τίποτε σπουδαίο», της απαντώ. Και αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά σε όσα έπαθαν άλλοι Ιππότες μας στο δάσος. Πολλού έχουν βαθιά κοψίματα και έντονους μώλωπες, ενώ αν μέτρησα σωστά χάσαμε άλλους έξι άνδρες  πράγμα που σημαίνει πως έχουμε μείνει πλέον λίγο περισσότεροι από τους μισούς που ξεκινήσαμε το ταξίδι από την Πύλη στον Άριτον.
«Άσε με να το δω», μου λέει και γονατίζει μπροστά μου.
«Η μητέρα μας ήταν η θεραπεύτρια του οικισμού μας, πριν πεθάνει. Πρόλαβε όμως να μάθει στην Κόρα τα περισσότερα από όσα γνώριζε. Πάντα έλεγε πως η Κόρα είχε τα ιατρικά χέρια και την ανιδιοτέλεια ενός θεραπευτή», μου εξηγεί ο Όουεν, όσο η Κόρα εξετάζει και ψηλαφεί το χέρι μου. Δε δείχνει να προσέχει τα λεγόμενα του αδελφού της, καθώς έχει τέτοια προσήλωση και σοβαρότητα σε αυτό που κάνει, ώστε είμαι σίγουρη πως η μητέρα τους είχε δίκαιο.
«Δεν το ήξερα», απαντώ στον Όουεν. «Λυπάμαι για τη μητέρα σας».
«Δεν πειράζει», απαντά εκείνος. «Πάνε πέντε χρόνια από τότε. Το έχουμε συνηθίσει πια. Η Κόρα ήταν τότε δώδεκα χρόνων και εγώ εννέα», λέει  και το πρόσωπό του δείχνει κάπως θλιμμένο.
«Νομίζω πως έχεις πάθει θλάση στον βραχιόνιο μυ. Θα σου βάλω μια αλοιφή που έφτιαξα και θα δέσουμε το χέρι σου. Πρέπει να το ξεκουράσεις. Θα σου φέρω και κάτι για να βάλεις στο μάγουλό σου», μου λέει δείχνοντας  το ακόμη πρησμένο ζυγωματικό μου.
 «Βασικά Όουεν μπορείς να μου τα φέρεις εσύ; Ξέρεις που είναι αυτά που χρειάζομαι», λέει στον αδελφό της.
«Εντάξει», απαντά εκείνος  κάνοντας μεταβολή. « Πάω στοίχημα πως με αυτό το χέρι μπορώ να σε κερδίσω στο μισό χρόνο από την προηγούμενη φορά Λάιρα», μου φωνάζει καθώς τρέχει να φέρει αυτό που του ζήτησε η αδελφή του.
«Θα ήθελες Όουεν. Η νίκη θα ναι δική μου την επόμενη φορά», φωνάζω προς απάντηση, καθώς ο μικρός απομακρύνεται κάνοντάς μου μια γκριμάτσα προς απάντηση πριν χαθεί ανάμεσα σε μερικούς θάμνους. Εγώ και η Κόρα γελάμε.
«Αυτό το παιδί είναι γεμάτο ενέργεια», λέει η Κόρα χαμογελώντας με τα καμώματα του αδελφού της. Παρ’ όλα αυτά δεν ξεγελιέμαι. Μου φαίνεται κάπως θλιμμένη και αφηρημένη.
«Κόρα είσαι καλά;», τη ρωτάω. Εκείνη διστάζει λίγο, αλλά έπειτα γνέφει καταφατικά, χωρίς να καταφέρει να με πείσει.
«Έχει να κάνει με τον Χένρι και την Φέιλιν;», τολμώ να ρωτήσω, ρισκάροντας να φανώ αδιάκριτη. Εκείνη κοκκινίζει ελαφρά, αλλά ανακτά γρήγορα την αυτοκυριαρχία της και μου ρίχνει ένα έντονο βλέμμα γεμάτο απορία  μη γνωρίζοντας πως είχα καταλάβει πως ενδιαφερόταν κάπως για τον αδελφό μου, πριν γνέψει ελαφρά καταφατικά, χαμηλώνοντας και πάλι του βλέμμα της.
«Δεν είναι τίποτε θα μου περάσει. Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα», ψιθυρίζει βιαστικά.
«Κοίτα λυπάμαι…», αρχίζω να λέω, όταν ο Ράιλι μας πλησιάζει.
«Κόρα, ο Όουεν μου ζήτησε να σου φέρω αυτό», λέει δίνοντάς της λενα μικρό γυάλινο βαζάκι και έναν επίδεσμο. Παρατηρώ πως τα δάχτυλά του μένουν λίγο παραπάνω από το φυσιολογικό στα δικά της καθώς της το δίνει.
«Ευχαριστώ», ψελλίζει εκείνη και του χαρίζει ένα αμήχανο γλυκό χαμόγελο, πριν στραφεί ξανά προς εμένα.
«Θα μπορούσες μετά να περάσεις να ρίξεις μια ματιά και στον Έντμουντ; Έχει ένα άσχημο κόψιμο στο χέρι του», τη ρωτά, χαρίζοντάς της ένα ευγενικό χαμόγελο.
«Φυσικά. Θα έρθω να ελέγξω τον αδελφό σου και θα φέρω κάτι και για το μάγουλό σου», του απαντά βλέποντας το κόψιμο στο μάγουλό του, εξακολουθώντας να δείχνει αμήχανη.
«Είσαι υπέροχη», της απαντά εκείνος χαμογελώντας  πριν κάνει μεταβολή, κάνοντας άλλο ένα κοκκίνισμα να εμφανιστεί στα μάγουλά της, πριν εκείνη στραφεί και πάλι προς το μέρος μου.
Βλέπω τον Ράιλι να της ρίχνει άλλο ένα βλέμμα πίσω από την πλάτη του πριν απομακρυνθεί.
«Κόρα, νομίζω πως ο Ράιλι ενδιαφέρεται για σένα», της λέω κι εκείνη μου ρίχνει ένα ντροπαλό βλέμμα.
«Αλήθεια;», με ρωτά σε τόνο που είναι σα να λέει ‘κι εγώ που νόμιζα πως ήταν της φαντασίας μου’. Δείχνει να ντρέπεται και να χαίρεται κάπως συγχρόνως.
«Ναι», της απαντώ. «Και στ’ αλήθεια είναι πολύ συμπαθητικός και όμορφος. Και πιο έξυπνος από τον αδελφό μου, που διάλεξε αυτή την νεράιδα», συμπληρώνω, παρ’ όλο που ξέρω πως πρακτικά ο Χένρι δε διάλεξε την Φέιλιν, αλλά εκείνη τον διάλεξε. Δεν την εμπιστεύομαι ακόμα αυτή τη νεράιδα μετά από όσα είδα να κάνουν οι αδελφές της και εξάλλου τώρα προσπαθώ να κάνω την Κόρα να νιώσει καλύτερα.
«Ευχαριστώ», μου λέει εκείνη και αφού δένει τον επίδεσμο στο χέρι μου σηκώνεται.
«Πάω να ελέγξω και τους υπόλοιπους», μου λέει και απομακρύνεται, αφού την ευχαριστώ για το χέρι μου.
Έπειτα πλησιάζω τον Χένρι, τον Ρότζερ και τον Γκαστόν που έχουν περικυκλώσει την Φέιλιν και την κοιτάζουν παραξενεμένοι.
«Τι συμβαίνει;», ρωτάω φτάνοντας δίπλα τους και τότε τη βλέπω. Κάθεται πάνω σε έναν κορμό δέντρου με τα χέρια της να αγκαλιάζουν τα διπλωμένα της πόδια, ενώ η έκφραση του προσώπου της φανερώνει πως πονάει πολύ. Παρ’ όλα αυτά δε φαίνεται τραυματισμένη και δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει όλο αυτό.
«Τι έπαθε;», ρωτάω ξανά, αφού κανένας δεν έκανε τον κόπο να μου απαντήσει.
«Δεν ξέρω. Πριν ένα λεπτό ήταν μια χαρά και ξαφνικά έβγαλε ένα ουρλιαχτό και βρέθηκε σε αυτή τη στάση. Δε μου απαντά τι έχει. Δεν ξέρω τι να κάνω», μου λέει ο Χένρι συντετριμμένος και τρομοκρατημένος μαζί. Φαίνεται έτοιμος να βάλει τα κλάματα και δε μπορώ να βλέπω τον αδελφό μου έτσι.
«Πάω να φέρω τον Εστέμπαν. Αυτός ίσως ξέρει τι να κάνει», λέω, αλλά πριν προλάβω να κάνω μεταβολή ο Εστέμπαν έρχεται δίπλα μας.
«Εστέμπαν τι της συμβαίνει;», τον ρωτά ο Χένρι με αγωνία. Ο Εστέμπαν δε δείχνει να ταράζεται βλέποντάς τη.
«Όπως σας είπα προηγουμένως, όταν συμβεί η Διαλογή, η νεράιδα απαρνιέται την νεραϊδένια της φύση και γίνεται κοινή θνητή. Αυτό συμβαίνει μόνο αφού βγει από το δάσος της. Αυτό συμβαίνει αυτή τη στιγμή στη Φέιλιν. Θα χάσει τα φτερά, τα δολοφονικά νύχια των νεράιδων και όλα τα άλλα χαρακτηριστικά που τη διαφοροποιούν από τους ανθρώπους και θα γίνει μια κοινή ανθρώπινη κοπέλα. Εκτός όμως από αυτά θα χάσει και τη φωνή της. Αυτή είναι η τιμωρία που επιβάλλεται σε κάθε νεράιδα που απαρνιέται τη φύση της και προδίδει τις αδελφές της για κάποιον θνητό. Δε θα μπορέσει να ξαναμιλήσει ποτέ. Η διαδικασία της μετατροπής είναι επώδυνη αλλά κρατάει λίγα μόνο λεπτά. Δε μπορείτε να τη βοηθήσετε μέχρι να ολοκληρωθεί η μετατροπή», εξηγεί ο Εστέμπαν με θλιμμένη έκφραση στο πρόσωπό του.
« Όχι», ψελλίζει ο Χένρι και την κοιτάζει με μια πονεμένη έκφραση. Το γεγονός πως η Φέιλιν πονάει και δε θα ξαναμιλήσει ποτέ δείχνει να τον σκοτώνει.
«Λυπάμαι νεαρέ», του λέει ο Εστέμπαν και απομακρύνεται μαζί με τον Ρότζερ, που σφίγγει τον ώμο του Χένρι σε συμπαράσταση πριν κάνει μεταβολή.
Εγώ και ο Γκαστόν καθόμαστε για λίγο ακόμη δίπλα στον Χένρι κοιτάζοντας τη Φέιλιν. Το κορμί της είναι ακόμη τυλιγμένο σα μια μπάλα τρέμοντας έντονα και τα μάτια της είναι σφιχτά κλειστά, ενώ στο μέτωπό της έχουν σχηματιστεί ρυτίδες από την σφιγμένη της έκφραση. Ξαφνικά τα αραχνοΰφαντα, σχεδόν διάφανα φτερά της, που είναι τυλιγμένα θαρρείς από δροσοσταλίδες που λαμπυρίζουν στον ήλιο, αρχίζουν να λιώνουν σαν το κερί και να εξαφανίζονται. Μετά από λίγο το τρέμουλο και η σφιγμένη στάση εγκαταλείπουν το κορμί της και παραμένει ακίνητη, με τα μάτια της ακόμη κλειστά. Μια στιγμή μετά τα μάτια της ανοίγουν και βουβά δάκρυα κυλούν από τα μάγουλά της.
«Χένρ…ι», ψελλίζει με δυσκολία πριν η φωνή της την εγκαταλείψει για πάντα. Εκείνος γονατίζει αμέσως μπροστά της και σκουπίζει απαλά τα δάκρυά της με τους αντίχειρές του.
«Σσς… Ηρέμησε. Τα δύσκολα πέρασαν. Εγώ είμαι εδώ, δίπλα σου. Δε θα αφήσω τίποτε άλλο να σου συμβεί», της λέει τρυφερά και καθησυχαστικά, ενώ εκείνη κρύβει το πρόσωπό της στο στήθος του κλαίγοντας βουβά και εκείνος τυλίγει τα χέρια του γύρω της.
«Νομίζω πως πρέπει να τους αφήσουμε μόνους», ψιθυρίζω στον Γκαστόν και απομακρυνόμαστε από κοντά τους. Οι ενδοιασμοί μου για τη Φειλίν εξαϋλώθηκαν πια όπως και τα όμορφα, εύθραυστα φτερά της. Καταλαβαίνω πλέον πως  αγαπά στ’ αλήθεια τον αδελφό μου και ας δυσκολεύομαι να καταλάβω πως αρκούσε ένα βλέμμα, μια στιγμή για να αγαπήσουν αυτοί οι δύο τόσο πολύ ο ένας τον άλλον.  Πως θα μπορούσε όμως η Φέιλιν να μην είναι ερωτευμένη με τον αδελφό μου από τη στιγμή που θυσίασε τόσα πολλά για χάρη του; Απαρνήθηκε την μόνη ζωή και οικογένεια που είχε γνωρίσει, αψήφησε τον θάνατο που τόσο πρόθυμα προσπάθησαν οι αδελφές της να της χαρίσουν και δε δίστασε να υποβάλλει τον εαυτό της σε τόσο πόνο και να εγκαταλείψει για πάντα τη φωνή της. Νιώθω τύψεις που αμφέβαλλα μέχρι πριν από λίγο γι’ αυτήν. Έτσι υπόσχομαι νοερά στον εαυτό μου να είμαι δίπλα τους σε ότι χρειαστούν και να φέρομαι στο εξής στην Φέιλιν σαν αδελφή μου.
«Γκαστόν, πως ο Εστέμπαν ξέρει τόσα πολλά για τις νεράιδες;», ρωτώ, μετά από μερικές στιγμές τον Γκαστόν, καθώς η απορία ξεπηδά ξαφνικά από το μυαλό μου. Ο Γκαστόν δείχνει να βγαίνει απότομα και αυτός από τις δικές του σκέψεις καθώς με κοιτάζει.
«Δεν το ξέρεις;», με ρωτά με το κλασικό παιχνιδιάρικο ύφος του. «Η μητέρα του Εστέμπαν ήταν και αυτή νεράιδα. Την έλεγαν Αρέντις. Ήταν μια από τις πιο όμορφες και πανούργες νεράιδες, η βασίλισσά τους, μέχρι που είδε στο δάσος τον πατέρα του Εστέμπαν και τον ερωτεύτηκε παράφορα. Η Διαλογή είχε γίνει και δεν υπήρχε χρόνος για πισωγυρίσματα. Κατάφερε με δυσκολία να βγει με τον αγαπημένο της από το δάσος, όμως οι αδελφές της πρόλαβαν  να της κόψουν το χέρι. Το ζευγάρι έζησε για δύο χρόνια σε ένα χωριό, όμως η Αρέντις πέθανε όταν ο Εστέμπαν ήταν ακόμη βρέφος.
«Ω!», είναι το μόνο που καταφέρνω να πω, μαγεμένη για την ιστορία των γονιών του Εστέμπαν. «Πόσο κρίμα που η μητέρα του πέθανε τόσο σύντομα», συμπληρώνω.
«Ναι», συμφωνεί ο Γκαστόν. «Ο πατέρας του στενοχωρήθηκε τόσο πολύ που ποτέ ξανά δεν χαμογέλασε. Παρά μόνο όταν αναφερόταν σε εκείνη».
«Ο Εστέμπαν σου τα είπε όλα αυτά;»
«Ναι», απαντά ο Γκαστόν, καθώς πηγαίνουμε να ελέγξουμε σε τι κατάσταση βρίσκονται τα άλογα μας. 
Όταν φτάνουμε μπροστά στα άλογά, που και αυτά όπως και οι άντρες μας έχουν μειωθεί, βρίσκουμε τον Σαντιάγκο να τα φροντίζει και να τα καθησυχάζει. Μόλις μας βλέπει μας χαιρετά εύθυμα.
«Γεια σου Σαντιάγκο. Όλα καλά με τα άλογα;», τον ρωτώ. Ανάμεσά τους βρίσκω και αυτό που είχε παραχωρηθεί σε εμένα, την Όστριντ και την χαϊδεύω ανακουφισμένη.
«Ναι. Όλα τους είναι μια χαρά. Οι νεράιδες δεν τα πείραξαν. Απλά κάποια τρομοκρατήθηκαν μέσα στον πανικό και έπρεπε να τα ηρεμήσω, ενώ κάποια άλλα έχουν μικρό-γρατζουνιές από το τρέξιμο ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων, αλλά τίποτε σοβαρό», μας εξηγεί, καθώς βουρτσίζει την χαίτη ενός αλόγου. Έπειτα το βλέμμα του συναντά το δικό μου.
« Λάιρα μπορώ να σου πω λίγο;», με ρωτά.
«Ναι. Φυσικά», του απαντώ.
«Εγώ να πηγαίνω», λέει ο Γκαστόν και μας αφήνει μόνους.
«Σ’ ευχαριστώ που με έσωσες, στο δάσος», μου λέει ο Σαντιάγκο με ένα αχνό, ειλικρινές μειδίαμα.
«Παρακαλώ», του απαντώ, κάπως αμήχανα. Το ξέρω πως δεν του είχα υποσχεθεί κάτι όσον αφορά τις μεταξύ μας σχέσεις, αλλά το γεγονός πως διάλεξα τον Γουίλ με κάνει να έχω τύψεις για τον Σαντιάγκο και να μην ξέρω ακριβώς πως πρέπει να του φερθώ.
«Λάιρα, το ξέρω πως διάλεξες τον Γουίλ και καταλαβαίνω. Είστε φίλοι πολύ καιρό και έχετε την ίδια ηλικία… Μπορεί να μη χαίρομαι για την απόφασή σου, αλλά θα τη σεβαστώ. Δε χρειάζεται να έχεις τύψεις για μένα, ή να νιώθεις αμήχανα κοντά μου», μου λέει διαβάζοντας θαρρείς τις σκέψεις μου. Υψώνω το βλέμμα μου και του ρίχνω μια επιφυλακτική ματιά. Το βλέμμα του δε μου δίνει περιθώριο να αμφισβητήσω τα λεγόμενά του. Ξαφνικά νιώθω νοσταλγία για την παρέα του που απέφευγα τις τελευταίες μέρες, όταν κατάλαβα τι ένιωθα για τον Γουίλ.
«Θα το καταλάβω αν αρνηθείς, αλλά,… θα… θα ήθελες μήπως να μείνουμε φίλοι; Όπως παλιά;», ψελλίζω επιφυλακτικά.
Εκείνος μένει σιωπηλός για μια στιγμή και μετά αναστενάζει.
«Θα το ήθελα πολύ Λάιρα. Φίλοι, όπως παλιά λοιπόν», μου λέει ανοίγοντας την μεγάλη αγκαλιά του. Μπαίνω μέσα της με ανακούφιση, αγκαλιάζοντάς τον με τη σειρά μου. Μια στιγμή μετά χωριζόμαστε.
«Πρέπει να πάω να δώσω αναφορά στον Έντουαρτ για τα άλογα», μου λέει ο Σαντιάγκο και δίνοντάς μου ένα φιλί στο μέτωπο φεύγει.
Εγώ χαρούμενη που τα πράγματα ξεκαθάρισαν μεταξύ μας αποφασίζω να πάω να βρω τον Γουίλ. Πάει αρκετή ώρα που πήγε να συναντήσει τον Μπράντον που τον ζήτησε. Τους ψάχνω για λίγο μέχρι που καταλήγω πως πρέπει να είναι ανάμεσα στα λιγοστά δέντρα που φυτρώνουν στη μια πλευρά του λιβαδιού. Προχωρώ ανάμεσα στα δέντρα όταν τους ακούω να μιλάνε.
«…μα φυσικά έχει σχέση με τη Λάιρα. Ξεχνάς το λόγο που άρχισα να σε εκπαιδεύω πριν τέσσερα χρόνια;», λέει σε έντονο, αγανακτισμένο τόνο ο Μπράντον και τότε εγώ σταματώ απότομα να βαδίζω προς το μέρος τους και το χαμόγελο παγώνει και σβήνει από τα χείλη μου. Οι δυο τους γνωρίζονταν και πριν έρθουν εδώ;
Ο Μπράντον σταματά να μιλά, καθώς με βλέπει και ο Γουίλ γυρίζει και αυτός προς το μέρος μου. Η έκφραση στα πρόσωπα και των δύο φανερώνει ενοχή και ταραχή.
Δεν καταλαβαίνω τίποτα από τα λόγια του Μπράντον που άκουσα ή από τις εκφράσεις τους, αλλά ξέρω ένα πράγμα: Κι άλλα ψέματα. Κι άλλα μυστικά.

Όλγα Σ.