Lilith:The dark side of the moon (Κεφάλαιο 28) "Surprise"

Lilith’s POV

Άνοιξα τα μάτια μου βαριανασαίνοντας. Άλλος ένας εφιάλτης με είχε κάνει να ξυπνήσω ουρλιάζοντας. Πάλι. Πλέον έρχονταν κάθε βράδυ ταράζοντας με χωρίς να δείχνουν κάτι συγκεκριμένο. Φωνές και αίμα. Πολύ αίμα να καλύπτει κάθε γωνιά που μπορούσα να δω.
«Σσςς…» άκουσα την φωνή του Ντέιμιεν από δίπλα μου. «Είσαι καλά. Κανείς δεν θα σε πειράξει. Είμαι εγώ εδώ.» είπε και άπλωσε το χέρι του και έπιασε το δικό μου. Η αναπνοή μου άρχισε να επανέρχεται στα φυσιολογικά της πλαίσια, το ίδιο και οι χτύποι της καρδιάς μου. Το άγγιγμα του, ανεξήγητο πως, λειτουργούσε σαν ηρεμιστικό. Έμεινα να κοιτώ το φωτιστικό από πάνω μου. Βρισκόμασταν ξαπλωμένοι στο πάτωμα. Στο χθεσινό του ‘πάρτι’ είχαμε πει να μείνουμε στα μαλακά ποτά αλλά κάπου στην πορεία είχαμε βγάλει νοκ άουτ ότι υπήρχε στην κάβα μου και μας είχε πάρει ο ύπνος στο ξύλινο πάτωμα. Τέντωσα τα άκρα μου αργά απαλλάσσοντας τα από τον πόνο που επέφερε ο ύπνος στο σκληρό πάτωμα και σηκώθηκα. «Καλύτερα να μείνουμε σπίτι σήμερα.» μουρμούρισε ο Ντέιμιεν καθώς σηκωνόταν και ίσιωνε την μπλούζα του. «Έχω ένα κακό προαίσθημα για σήμερα.» συνέχισε κοιτώντας με στα μάτια. Ένιωθα το ίδιο ακριβώς αλλά ήλπιζα να μην επαληθευτώ. Χαμογέλασα ισιώνοντας και εγώ τα ρούχα μου και κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη πίσω μου. Χρειαζόμουν επειγόντως ολική περιποίηση.
«Είμαι ένα χάλι.» είπε γελώντας, τρίβοντας το πρόσωπο μου.
«Όμορφο χάλι.» Γύρισα και τον κοίταξα. Μου χαμογελούσε. Τις τελευταίες ώρες τον είχα δει να χαμογελά περισσότερο από ότι όλες τις μέρες που τον ήξερα. Και του πήγαινε. Φώτιζε τα πράσινα μάτια του και τον γαλήνευε. Αναστέναξα. Το κατάλαβε αλλά δεν έδωσε σημασία.
«Πάω επάνω να κάνω ένα μπάνιο. Θα καταφέρεις να φτιάξεις μόνος σου να φας?» Με κοίταξε με σηκωμένο το ένα φρύδι. Μόρφασα ειρωνικά «Τότε περίμενε.»
«Θα κάνω και εγώ ένα μπάνιο.» τον άκουσα να λέει λίγο πριν ανέβω το πρώτο σκαλί για το πάνω πάτωμα. Σταμάτησα και με πλησίασε. Ένιωθα την ανάσα του στον λαιμό μου όταν έβαλε τα χέρια του στους ώμους μου και μίλησε ξανά. «Κρίμα που δεν μπορούμε να σκεφτούμε έναν τρόπο να γλιτώσουμε χρόνο και να κάνουμε οικονομία στο νερό.» Tα χέρια του κατέβαιναν αργά κατά μήκος των χεριών μου με κάθε λέξη. Προσπάθησα να κρατήσω το γέλιο μου την ίδια στιγμή που το σώμα μου με παρακάλαγε να κάνω άλλα πράγματα. Έχω εγώ κάτι στο μυαλό μου μικρή πριγκίπισσα. Δάγκωσα το κάτω χείλος μου δυνατά προσπαθώντας να ελέγξω τον εαυτό μου. Τόσο δυνατά που γεύτηκα το ίδιο μου το αίμα. Αναστέναξα αθόρυβα.
«Ναι.» ψιθύρισα γυρνώντας να τον κοιτάξω. Έφερα τον δείκτη μου στο πηγούνι του και πλησίασα τα χείλη του με τα δικά μου. Σταμάτησε να αναπνέει και έμεινε να με κοιτάζει έντονα. Τον πλησίασα και άλλο και μισόκλεισε τα μάτια του χωρίς να παίρνει στιγμή το βλέμμα του από τα ματωμένα χείλη μου. «Κρίμα.» συνέχισα αγγίζοντας τα χείλη του με κάθε γράμμα που πρόφερα. Χαμογέλασα σαρδόνια και με κοίταξε με ψεύτικο θυμό. Με άρπαξε απότομα και με κόλλησε στον τοίχο πίσω μας. Δεν κουνήθηκα. Συνέχισα να τον κοιτάω προκλητικά. Έφερε το δάχτυλο του στα χείλη μου απομακρύνοντας τις σταγόνες και το έβαλε στο στόμα του. Ξεροκατάπια αργά. Βλέποντας τον να γεύεται το αίμα μου ήταν το πιο αισθησιακό πράγμα που είχα δει. Εχθές, όταν είχε ρουφήξει το αίμα από το δάχτυλο μου νόμιζα ότι ήταν μεμονωμένο περιστατικό ως συνέπεια του φιλιού. Όταν τον παρακάλεσα να με δαγκώσει απλά ένιωθα δεν κοίταζα. Τώρα όμως είχα πλήρη επίγνωση του τι έκανε και κάτω από ποιες συνθήκες γινόταν. Με πλησίασε και άλλο και έφερε την μύτη του στον λαιμό μου. Στο ίδιο σημείο που με είχε δαγκώσει εχθές. Ανέπνευσε δυνατά, μυρίζοντας με. Έφερε το κεφάλι του αργά προς το αυτί μου και μου ψιθύρισε:
«Εγώ πάντως σε προτιμώ έτσι. Με την μυρωδιά μου πάνω σου.» Θεέ μου η φωνή του. Πιο επικίνδυνη και από κοφτερά στιλέτα, πιο καυτή και από φλεγόμενο κομήτη, πιο ερωτική από οτιδήποτε είχα βιώσει ποτέ. Και τα λόγια του… Και εγώ προτιμούσα την μυρωδιά του πάνω μου. Θα μπορούσα να τυλιχτώ με αυτή και να μείνω εκεί. Αλλά φυσικά αυτό δεν αποτελούσε επιλογή. Του χαμογέλασα πονηρά και πέρασα κάτω από τα χέρια του γρήγορα. Βρέθηκα να κοιτάω την πλάτη του πριν καν το αντιληφθεί.
«Θα σε δω σε λίγο.» του ψιθύρισα από πίσω στο αυτί του και τον είδα να ανατριχιάζει πριν βρεθώ στην κρεβατοκάμαρα μου και στο μπάνιο μου. Έβγαλα τα ρούχα μου και μπήκα γρήγορα κάτω από το καυτό νερό. Είχα αναπτύξει με τα χρόνια μια ιδιαίτερη σχέση με το υγρό στοιχείο. Ήταν σαν να ήταν προέκταση μου. Όσο ήρεμη και γαλήνια μπορούσε να με κάνει τόσο άγριο και ορμητικό μπορούσα να το κάνω. Στα 10 μου, σε μια κρίση πανικού που είχα αφότου είχα ξυπνήσει από έναν τρομερό εφιάλτη, όταν η μαμά μου με σήκωσε βίαια από το κρεβάτι μου είδα το δωμάτιο μου πλημμυρισμένο με το νερό να φτάνει μέχρι την μέση της μητέρας μου. Όταν την ρώτησα τι συνέβη δεν μου απάντησε. Την άκουσα όμως ενώ βρισκόμασταν στο σπίτι της θείας Κάρολαιν όπου και μείναμε εκείνο το βράδυ να μιλάει με τον πατέρα μου που δεν βρισκόταν σπίτι στο συμβάν. Του είπε λοιπόν ότι με είχε ακούσει να ουρλιάζω, μια τρομακτική, διαπεραστική κραυγή, και αμέσως μετά κάθε βρύση στο σπίτι αποκολλήθηκε και τεράστιοι πίδακες νερού εκτοξεύτηκαν. Δεν έβρεξαν όμως τίποτα. Όλο το νερό συγκεντρωνόταν στο δωμάτιο μου. Τότε δεν το κατάλαβα. Τώρα όμως, γνωρίζοντας παραπάνω πράγματα, ξέρω πως ήταν μια προσπάθεια του οργανισμού μου να με ηρεμήσει. Έχω ξυπνήσει πολλά βράδια πατώντας το υγρό πάτωμα. Τότε, και μόνο τότε, μπορώ να ηρεμήσω και αμέσως ξεχνάω τι με είχε πανικοβάλλει εξ αρχής. Ξέρω, είναι τρελό αλλά για μένα είναι ο τρόπος μου να πέφτω σε καταστολή και εγώ και η μαινάδα. Το ξέρεις ότι το λατρεύω αυτό που μου κάνεις έτσι? Την άκουσα να γουργουρίζει όταν έφερα τα χέρια μου στο κεφάλι και έκανα απαλό μασάζ στο κρανίο μου με το σαμπουάν μου. Και σε ποιόν δεν αρέσει? Της μουρμούρισα και γουργούρισε ξανά ευχαριστημένη. Ούτε και ξέρω πόση ώρα στεκόμουν κάτω από το νερό απολαμβάνοντας την επαφή όταν χτύπησε η πόρτα του μπάνιου.
«Έχεις σκοπό να μείνεις εκεί για όλη την μέρα? Θα χαλάσει το δέρμα σου.» με κορόιδεψε ο Ντέιμιεν.
«Τότε θα πιώ το αίμα σου και θα επανέλθει.» αστειεύτηκα και ήλπιζα να μην το πάρει λάθος.
«Δεν θα είμαι εύκολο θύμα, πριγκίπισσα.» φώναξε και με έκανε να γελάσω.
«Αλήθεια? Γιατί εγώ νόμιζα ότι είσαι.» Για λίγο δεν άκουσα τίποτα και υπέθεσα ότι έφυγε αλλά την αμέσως επόμενη στιγμή άκουσε ένα μεταλλικό θόρυβο από το χερούλι που διαλυόταν και είδα την πόρτα μου να ανοίγει διάπλατα. Πρόλαβα και άρπαξα την πετσέτα και την έβαλα μπροστά καλύπτοντας ότι περισσότερο μπορούσα πριν τον δω να μπαίνει μέσα. Με πλησίασε απειλητικά ενώ η βαριά αντρική μυρωδιά από το αφρόλουτρο του σκέπαζε την δική μου και πλημμύριζε το δωμάτιο.
«Ξαναπές το μπροστά μου.» μου γρύλισε αλλά τα μάτια του δεν ήταν σοβαρά. Αστειευόταν.
«Το ξέρεις ότι δεν έχεις τρόπους έτσι? Είναι μια προσωπική στιγμή και είμαι γυμνή!» του πέταξα μισοθυμωμένη.
«Έχω δει γυναίκες γυμνές μωρό μου, εσύ είσαι αρκετά ντυμένη σε σύγκριση με αυτές.» Ένιωσα το αίμα να βράζει στις φλέβες μου αλλά δεν ήξερα τον λόγο. Το ότι με σύγκρινε με τις πόρνες του? Το ότι εγώ δεν ήμουν σαν και αυτές και δεν είχα υπάρξει στο κρεβάτι του? Ή το γεγονός ότι είχαν υπάρξει δεν ξέρω και εγώ πόσες γυναίκες στην ζωή του μέχρι τώρα και συνεχίζονταν? Είδε το βλέμμα μου προφανώς που σκοτείνιαζε και η διάθεση του άλλαξε.
«Ε, πλάκα έκανα. Δεν σε πρόσβαλα έτσι?» Τον κοίταξα στα μάτια. Φαινόταν αγχωμένος. Του χαμογέλασα απαλά.
«Όχι, όχι. Απλά… Απλά θα μπορούσα να συνεχίσω το μπάνιο μου?» ψιθύρισα χαμηλώνοντας το κεφάλι. Είχε καταλάβει ότι είχε κάνει βλακεία καθώς απομακρύνθηκε από κοντά μου και με κοίταξε επίμονα.
«Φυσικά.» είπε ηττημένος. «Θα φτιάξω την πόρτα σου αργότερα. Λυπάμαι για αυτό. Νόμιζα ότι είχες τελειώσει για να μου μιλάς..» Χαμογέλασα πικραμένα καθώς εκείνος έφευγε. Κοίταξα την βρύση έχοντας χάσει κάθε διάθεση πια. Βγήκα ξεφυσώντας από την μπανιέρα και άρπαξα άλλη μια πετσέτα και τύλιξα τα μαλλιά μου. Έμεινα να κοιτώ το είδωλό μου στον καθρέφτη για ώρα. Ήμουν τόσο μπερδεμένη. Ένιωθα τόσο μόνη και τόσο ευάλωτη. Καυτά δάκρυα ένιωσα να τρέχουν από τα μάτια μου πριν καν προλάβω να το συνειδητοποιήσω. Ανοιγόκλεισα τα βλέφαρα μου προσπαθώντας να τα διώξω όμως οι λυγμοί που ανέβαιναν στον λαιμό μου δεν βοηθούσαν. Έπεσα στα γόνατα και άρχισα να κλαίω δυνατά. Τι είχα πάθει? Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών που δεν είχα αφήσει να με επηρεάσουν τόσες μέρες είχαν συσσωρευτεί και τώρα ξεσπούσαν και τάραζαν βίαια το κορμί μου. Ένιωσα δυο ζεστά χέρια να τυλίγονται γύρω μου και να με σηκώνουν από την γωνιά που είχα συρθεί.
«Σσσςς… όλα θα πάνε καλά. Σε κρατάω.» τον άκουσα να ψιθυρίζει στο αυτί μου ενώ με ακουμπούσε απαλά στο κρεβάτι μου. Μπουσούλησα μέχρι το προσκέφαλο και κουκουλώθηκα ολόκληρη. Ένιωθα το βάρος του ακόμα στο στρώμα μου καθώς ξεσπούσα σε σπασμούς. Δεν ξέρω πόση ώρα έκλαιγα ούτε πόση ώρα έμεινε στο δωμάτιο μου μέχρι να με πάρει ο ύπνος στο βρεγμένο από τα δάκρυα μαξιλάρι μου…


Damien’s POV


Ήμουν στο γυμναστήριο χτυπώντας βίαια τον σάκο απέναντι μου ώρες τώρα. Την είχα αφήσει στο δωμάτιο της να κοιμάται και όσο και αν δεν ήθελα να το παραδεχτώ ήξερα καλά πως εγώ ευθυνόμουν για τα δάκρυα της. Άκουσα το κλάμα της ούτε ένα λεπτό πριν βγω από το δωμάτιο της. Τι βλάκας που ήμουν! Ήταν ήδη αρκετά πιεσμένη -όπως και εγώ άλλωστε- δεν χρειαζόταν και τα κόμπλεξ μου να έχει στο μυαλό της. Έπεσα ολόκληρος πάνω στον σάκο κλείνοντας για λίγο τα μάτια μου. Άκουσα τον Μπλάντι να γαυγίζει για μια στιγμή από το πίσω μπαλκόνι και να σταματάει την επόμενη. Πέρασα γρήγορα στο σαλόνι κοιτώντας αριστερά και δεξιά προετοιμασμένος για οποιαδήποτε απειλή. Όμως δεν περίμενα αυτό που με περίμενε όταν γύρισα να κοιτάξω πίσω μου…


Lilith’s POV


Γυαλιά που σπάνε και δυνατές φωνές με έβγαλαν από τον ύπνο μου. Άκουσα μια γυναικεία κραυγή και πριν το καταλάβω βρισκόμουν στα πόδια μου, ντυμένη και κατέβαινα γρήγορα τα σκαλιά. Είδα τον Ντέιμιεν με σκισμένα ρούχα και γεμάτο πληγές να αρπάζει μια ξανθιά γυναίκα περίπου στην ίδια κατάσταση από τους ώμους και να την εκτοξεύει έξω από την μπαλκονόπορτα την επόμενη. Την είδα να σηκώνεται αμέσως και να επιτίθεται ξανά. Πριν προλάβει όμως να τον φτάσει βρισκόμουν μπροστά του και είχα μπήξει τα νύχια μου στον λαιμό της.
«Ποια είσαι? Τι θες εδώ?» γρύλισα μέσα από τα δόντια μου.
«Ώστε εσύ είσαι η εκλεκτή.» είπε χαμογελώντας δείχνοντας μου τα δόντια της.
«Δεν απάντησες στην ερώτηση μου.» της φώναξα φέρνοντας την πιο κοντά μου.
«Είναι η θεία μου. Αδερφή του πατέρα μου. Η Ρεμπέκα.» άκουσα τον Ντέιμιεν να μουρμουρίζει από πίσω μου. Την άφησα ξαφνιασμένη και γύρισα να τον κοιτάξω.
«Τότε γιατί τσακωνόσασταν?» απαίτησα να μάθω σταυρώνοντας τα χέρια μου στο στήθος. Μου χαμογέλασε πλάγια.
«Αυτό κάνουμε όταν συναντιόμαστε. Μας κρατάει σε εγρήγορση γλυκιά μου.» είπε η Ρεμπέκα ενώ ερχόταν να αγκαλιάσει τον ανιψιό της.
«Και τι κάνετε εδώ?» Την ίδια στιγμή που ξεστόμισα την ερώτηση ήθελα να χτυπήσω τον ευατό μου. Τα γενέθλια του. Φυσικά και για αυτό ήταν εδώ. Σήκωσα το χέρι μου σταματώντας οποιαδήποτε λέξη πήγε να βγεί από το στόμα της. «Ξέχνα το. Χαζή ερώτηση.» Η Ρεμπέκα χαμογελάσε πλάγια.
«Δεν σε περίμενα έτσι. Πίστευα ότι θα ήσουν πιο…» την είδα να ψάχνει λίγο την κατάλληλη λέξη «πιο αφελής.» ολοκλήρωσε χωρίς να φεύγει το χαμόγελο από τα χείλη της. Τα μάτια του Ντέιμιεν σκοτείνιασαν ενώ η μαινάδα εκτόξευε απειλές προς το μέρος της.
«Και εγώ σε περίμενα πιο σκύλα.» Την κοίταξα με καθαρό και ατόφιο μίσος όπως και εκείνη τώρα.
«Μάλλον έκανα λάθος. Είσαι ηλίθια τελικά. Αλλιώς δεν θα με απειλούσες.» Γέλασα ειρωνικά.
«Ναι ε? Γιατί? Τι θα μου κάνεις?» την ρώτησα προκλητικά.
«Δεν έχεις ιδέα ποια είμαι μικρή.» φώναξε και έκανε να έρθει προς το μέρος μου αλλά καθώς κάρφωνα το βλέμμα μου πάνω της ψηλές φλόγες την τύλιξαν παγιδεύοντας την σε ένα τέλειο κύκλο χωρίς καμία ελπίδα να δραπετεύσει. Με κοίταξε τρομαγμένη και ένιωσα την δύναμη να απλώνεται σε όλο μου το σώμα. Την κοίταξα μην μπορώντας να το σταματήσω καθώς οι φλόγες πύκνωναν, η ανάσα μου έγινε γρήγορη και κοφτή και ο έλεγχος γλιστρούσε από τα χέρια μου. Άκουγα τον Ντέιμιεν να μου φωνάζει κάπου στο βάθος του μυαλού μου αλλά δεν ήμουν σε θέση να καταγράψω τι μου έλεγε. Με τράνταζε από τους ώμους τώρα προσπαθώντας να με επαναφέρει αλλά δεν μπορούσα να κουνηθώ. Έβλεπα μέσα από τα ίδια μου τα μάτια το σώμα μου να δέχεται εντολές από κάποιον άλλον ξανά και ένιωθα τόσο αβοήθητη. Η φωνή μου δεν έβγαινε, τα γόνατα μου απορούσα πως με στήριζαν, το μίσος μου έρεε αστείρευτο χωρίς λογική, και εγώ να παρακολουθώ θεατής τον εαυτό μου να σκοτώνει ξανά. Ένιωσα τα δάκρυα να ανεβαίνουν στα μάτια μου και καθώς η μαινάδα πάλευε να κρατήσει τον έλεγχο και να ελέγξει την στιγμιαία συναισθηματική μου αντίδραση κατάφερα να συγκεντρώσω όλη μου την δύναμη στο να ξεστομίσω 2 λέξεις…


Damien’s POV


«Χτύπα με.» μου ψιθύρισε και βρέθηκα παγιδευμένος να ζυγίζω τις επιλογές μου. Αν συνέχιζε θα σκότωνε την Ρεμπέκα. Αν την σταματούσα θα την πλήγωνα πάλι. Αν συνέχιζε θα είχε τύψεις. Αν όχι η μαινάδα θα ξεθύμαινε και θα την άφηνε ήσυχη για λίγο. Δεν ήταν συναισθηματική απόφαση. Ή μάλλον ήταν αλλά όχι για αυτό που περίμενα. Η Ρεμπέκα ήταν οικογένεια αλλά πάλι, εγώ δεν είχα κανέναν. Το χέρι μου έφυγε προτού καν προλάβω να δώσω την εντολή και την χαστούκισα δυνατά στο πρόσωπο. Έπεσε κάτω φτύνοντας αίμα και οι φλόγες υποχώρησαν. Η Ρεμπέκα έπεσε στα γόνατα πιάνοντας τον λαιμό της και αναπνέοντας γρήγορα. Η Λίλιθ έφερε τα χέρια στο κεφάλι της πιέζοντας δυνατά. Έκλεισα τα μάτια μου ανίκανος να κάνω τίποτα για να τις βοηθήσω. Μπορούσα μόνο να φανταστώ πως αισθανόντουσαν η μια και η άλλη. Αλλά πάλι, εγώ ήμουν καθίκι. Δεν είχα αισθήματα. Δεν είχα πληγωθεί που την είχα χτυπήσει ούτε φοβήθηκα όταν παραλίγο η θεία μου να καεί μπροστά στα μάτια μου.
«Σε προειδοποίησα να μην την θυμώσεις.» Ήταν το μόνο που ξεστόμισα και η θεία μου γύρισε και με κοίταξε παγωμένη. Σήκωσα αδιάφορα τους ώμους. Ο θυμός που έβραζε μέσα της φαινόταν στα μάτια της αλλά δεν με ένοιαζε. Μπορούσε να τον ξεσπάσει σε έναν από τους χιλιάδες εραστές της.
«Τι στο καλό μου έκανε μόλις?» ρώτησε εμένα αλλά κοιτούσε την Λίλιθ. Σε αντίθεση με την Ρεμπέκα που ήταν τώρα στα πόδια της, η Λίλιθ είχε κουλουριαστεί σαν μια ανθρώπινη μπάλα κρατώντας ακόμα το κεφάλι της. Στοίχημα ότι η μαινάδα δεν ήταν ευτυχισμένη με την κατάληξη.
«Νομίζω ήταν εμφανές. Σε πυρπόλησε.» της απάντησα χαμογελώντας. Γύρισε και με κοίταξε παγωμένη.
«Είσαι το ίδιο σαν τον πατέρα σου.» μου πέταξε με κακία.
«Ω ευχαριστώ. Προσπαθώ.» συνέχισα να χαμογελάω πράγμα που ήξερα ότι την εκνεύριζε. Η Λίλιθ σηκώθηκε τότε και έγειρε το κεφάλι της στο πλάι κάνοντας κρακ. Για μια στιγμή νόμιζα ότι η μαινάδα είχε κερδίσει αλλά όταν γύρισε το πρόσωπό της τα μάτια της ήταν φυσιολογικά. Από τις φορές που είχε πάθει κρίση αυτές τις λίγες μέρες είχα μάθει να αναγνωρίζω τα σημάδια.
«Συγνώμη για αυτό.» είπε ξερά χωρίς να κοιτάξει την Ρεμπέκα συνεχίζοντας να γέρνει τον λαιμό της κυκλικά.
«Συγνώμη? Νομίζεις..» ότι και να ήθελε να πει το σταμάτησε γρήγορα. «Ξέχνα το. Τώρα καταλαβαίνω γιατί σε θέλει τόσο ο αδερφός μου.» Αυτό ομολογώ κατάφερε να με βγάλει από την παγερή στάση που είχα καταφέρει να επιτύχω μέχρι τώρα και με ανάγκασε να ξεροκαταπιώ την χολή που ανέβαινε στο στόμα μου. «Και όσο για σένα..» γύρισε σε μένα τώρα « δεν ήξερα ότι η τόσο στενή με τον πατέρα σου θα σε έκανε σαν εκείνον. Νόμιζα ότι ήσουν διαφορετικός.» Τα λόγια της πλήγωναν ναι. Αλλά δεν θα την άφηνα να δει πέρα από το προσωπείο μου.
«Μην ρίχνεις το φταίξιμο σε μένα. Σου είπα να μην την προκαλέσεις. Και στην τελική την σταμάτησα. Δεν σε έκαψε.» Και ήταν η αλήθεια. Δεν έφταιγα εγώ για το ‘φλογερό’ χαρακτήρα της θείας μου. Κούνησε το κεφάλι απελπισμένη, ίσιωσε τα ρούχα της που παραδόξως δεν είχαν πάθει τίποτα και κίνησε προς την πόρτα.
«Εμείς θα τα πούμε όταν επιστρέψεις σπίτι. Το δώρο σου είναι στο τραπέζι. Πρόσεχε.» ήταν τα τελευταία της λόγια πριν βγεί από το σπίτι και εξαφανιστεί μέσα στα δέντρα.
Έμεινα εγώ με την Λίλιθ να κοιτάμε το δέμα στο τραπέζι. Κανείς μας δεν κουνήθηκε.
«Συγνώμη που της έβαλα φωτιά.» είπε όταν πια η ατμόσφαιρα είχε ηρεμήσει λίγο.
«Δεν έφταιγες. Σε προκάλεσε. Μπορεί να γίνει ανυπόφορη. Και στο κάτω-κάτω δεν την έκαψες. Ένα στεφάνι φωτιάς γύρω της έκανες.» είπε χαλαρά πηγαίνοντας προς το κουτί χωρίς να γυρίσω να την κοιτάξω.
«Χαίρομαι που βλέπεις την θετική πλευρά.» με κορόιδεψε αλλά δεν έδωσα σημασία. «Η συμπεριφορά σου όμως…»
«Δεν θέλω να το συζητήσω. Η Ρεμπέκα είναι αυτή που είναι, εγώ είμαι αυτός που είμαι και μην περιμένεις κάτι καλύτερο.» την διέκοψα γρήγορα συνεχίζοντας να εξετάζω το μικρό κουτί.
«Μα μαζί μου..»
«Μαζί σου είναι διαφορετικά. Μην ρωτήσεις πως, απλά είναι. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα φέρομαι σε όλους έτσι. Πάρε το απόφαση.» Ξέσκισα το κουτί με δύναμη για να μείνω έκπληκτος με το περιεχόμενο του. Πήρα το μικρό αντικείμενο και το έβαλα γρήγορα στην τσέπη μου. «Τώρα αν μου επιτρέπεις θέλω να πάω να κάνω ένα μπάνιο.» Δεν περίμενα την απάντηση της καθώς όρμησα μέσα στο δωμάτιο μου κλείνοντας την πόρτα και φέρνοντας τα χέρια μου στις τσέπες μου. Τα χέρια μου τυλίχτηκαν γύρω από την ασημένια μπίλια και την τράβηξα στο φως. Έμεινα να την κοιτάζω ανίκανος να κάνω κάτι άλλο. Ήξερα τι κρατούσα. Τον λόγο δεν ήξερα. Η ασημένια κουδουνίστρα ανήκε κάποτε σε εμένα. Είχε χαραγμένα τα αρχικά μου καθώς και το χερούλι της είχε σχήμα λύκου που ουρλιάζει. Πως είχε καταλήξει στα χέρια της το παιδικό μου ενθύμιο? Και γιατί να μου το φέρει τώρα? Ήθελε μήπως να τσεκάρει αν υπάρχει ακόμα συναίσθημα στην σάπια μου ψυχή? Από την στιγμή που δεν λύγισα όταν η Λίλιθ ούρλιαζε κρατώντας το κεφάλι της ήμουν καλά. Φοβήθηκα ότι η αδυναμία μου σε αυτήν την κοπέλα θα έκανε την θεία μου να υποψιαστεί κάτι αλλά αποδείχθηκα πιο δυνατός από ότι νόμιζα. Η καρδιά μου το ξέρει βέβαια πόσο αβοήθητος και ανίκανος ένιωσα που δεν μπορούσα να πάω στο πλάι της να την βοηθήσω. Αλλά ήταν για το καλό και των 2 μας να μην γνωρίζει κανείς για την… χμ …ιδιαίτερη θα την έλεγα σχέση μας. Μπήκα στο μπάνιο για ένα γρήγορο ντουζ και τελειώνοντας ήρθα πάλι αντιμέτωπος με το μπερδεμένο μυαλό μου. Τι σκατά θα έκανα? Ότι και να ήταν αυτό που με συνέδεε με την Λίλιθ έπρεπε να σταματήσει. Θόλωνε την κρίση μου, έβλαπτε την ερωτική μου ζωή και την ψυχική μου υγεία, με μπέρδευε και με τρέλαινε. Μούγκρισα απογοητευμένος με τον εαυτό μου και ξάπλωσα. Θα το έλυνα αργότερα. Τώρα χρειαζόμουν έναν υπνάκο. Ήταν ότι με είχε ψιλοπάρει ο ύπνος όταν η Λίλιθ όρμησα σαν τυφώνας στο δωμάτιο μου. Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της και με κοιτούσε σοβαρά. Ήξερα ότι οι επόμενες λέξεις μόνο καλό δεν θα έφερναν.
«Πρέπει να μιλήσουμε.» Σκατά.




Nadia