Lilith:The dark side of the moon (Κεφάλαιο 37) "Salvatore as in savior"

Lilith’s POV

«Λίλιθ?» Η ήρεμη φωνή της Στέφανι με έβγαλε από έναν βαρύ ύπνο. Πάλι ο ύπνος μου είχε διαταραχτεί από ακραία, γεμάτα βία και αίμα εφιαλτικά οράματα. Ένιωθα την μαινάδα καθ’ όλη την διάρκεια να προσπαθεί να παλέψει και εκείνη απέναντι στις φριχτές αυτές εικόνες που βασάνιζαν το ταλαιπωρημένο μου μυαλό. Κάποια στιγμή ευτυχώς είχε καταφέρει να αποκλείσει αυτές τις εικόνες να εισβάλουν από το υποσυνείδητο και στο συνειδητό κομμάτι του εγκεφάλου μου και είχα καταφέρει να έχω μερικές ήρεμες ώρες ύπνου. «Λίλιθ?» Η Στέφανι συνέχιζε την προσπάθεια της να ανοίξω τα μάτια μου και άρχισε τότε να με κουνάει απαλά.
«Μμμ...» Μουρμούρισα ακόμα νυσταγμένη και βάζοντας το μαξιλάρι στο πρόσωπο μου με σκοπό να εμποδίσω τις ακτίνες του ήλιου που έμπαιναν από τις τραβηγμένες κουρτίνες να φτάσουν στα μάτια μου.
«Ξύπνα γλυκιά μου. Η μάνα σου δεν έχει σταματήσει να παίρνει τηλέφωνα. Φοβάμαι ότι σε λίγο θα έρθει και από εδώ.» Δεν πρόλαβε να τελειώσει την πρόταση της και το κουδούνι της ήχησε. Κατέβασα το μαξιλάρι λίγο και άνοιξα το ένα μου μάτι και την κοίταξα θυμωμένα.
«Και στο έχω πει, να το βουλώνεις το ρημάδι σου.» γρύλισα τσαντισμένη. Σήκωσε αθώα τους ώμους της και έσκασε ένα γεμάτο ενοχές χαμόγελο. Πέταξα το μαξιλάρι στην άκρη, έσπρωξα το σεντόνι μου στο πλάι και σηκώθηκα ζαλισμένα από το κρεβάτι της. Εχθές το βράδυ, αφού ήπιαμε τα άντερα μας για μια ακόμα φορά, είχα λιποθυμήσει στον καναπέ. Κάποια στιγμή λοιπόν μέσα σε άλλο ένα ματωμένο εφιάλτη και την ζαλάδα μου από το ποτό, ένιωσα τον Ρίκι να σκύβει από πάνω μου, τον αναγνώρισα από το άρωμα του, να με παίρνει στα χέρια και να με μεταφέρει στο κρεβάτι της Στέφανι. Τώρα, αν η Στέφανι κοιμήθηκε μαζί μου... Αμφιβάλλω. Όταν έχω τέτοια όνειρα είμαι ανυπόφορη. Και μέχρι σήμερα μονάχα ένα άτομο είχε καταφέρει να ηρεμήσει τους εφιάλτες. Αναστέναξα καθώς κατέβαινα τις σκάλες. Σήκωσα το κεφάλι μου να κοιτάξω την τζαμαρία για να δω την μαμά μου να περιμένει ανήσυχη απέξω. «Στεφ, άμα σε πιάσω θα είσαι νεκρή.» μουρμούρισα μέσα από τα δόντια μου. Άνοιξα την πόρτα και κοίταξα την μάνα μου με νυσταγμένο και συνάμα άγριο βλέμμα. «Τι θες?» είπα αυστηρά ενώ ταυτόχρονα μπλόκαρα την είσοδο για να μην περάσει μέσα.
«Μωρό μου, εγώ δεν συμφώνησα με τα λόγια του πατέρα μου.» γρύλισα ξανά.
«Ναι, δεν σε είδα να προβάλεις και μεγάλη αντίσταση.» την ειρωνεύτηκα και προχώρησα προς το σαλόνι αφήνοντας την πίσω μου.
«Λίλιθ... Σε παρακαλώ.» Γύρισα να την κοιτάξω.
«Για πιο πράγμα με παρακαλάς ακριβώς? Να σας συγχωρήσω? Να γυρίσω σπίτι? Να σου διώξω τις αμφιβολίες ότι κάτι τρέχει με τον Ντέιμιεν ή να σου πω πως αισθάνομαι?» Ο Ρίκι και η Στέφανι είχαν αποσυρθεί διακριτικά στην κουζίνα. Άκουγαν και το ήξερα αλλά δεν είχα πρόβλημα με αυτό. Ήξερα ότι δεν με κρίνανε.
«Ότι θες.» είπε παραδομένη. «Ότι θες πες μου. Ξέρεις ότι είμαι εδώ για σένα. Και ο πατέρας σου. Απλά... δεν σε έχει ξαναδεί τόσο αφηρημένη και ανησυχεί.» Έκλεισα τα μάτια μου θυμωμένη. Έβραζα. Το αίμα μου έβραζε σταθερά στους 45 βαθμούς Κελσίου και δεν μπορούσα να κάνω κάτι για αυτό. Ένιωθα τον θυμό να με κυριεύει αλλά ακόμα κρατούσα τα ηνία. Ανοίγοντας τα μάτια μου ξανά και κοιτώντας την έκανε δυο βήματα πίσω και είδα από την αντανάκλαση μου στον καθρέφτη πίσω της ότι τα μάτια μου ήταν τώρα 2 κόκκινες σχισμές.
«Παίρνεις το μέρος του μανούλα?» Η φωνή μου σε συνδυασμό με αυτή της μαινάδας ήταν ακόμα πιο τρομακτική και είδα τα παιδιά να βγαίνουν γρήγορα από την κουζίνα. Ήρθαν δίπλα μου και τύλιξαν τα χέρια τους γύρω από τα μπράτσα μου απαλά.
«Όχι μωρό μου. Όχι.» Οι κυνόδοντες μου ήρθαν τώρα στην θέση τους και εμφανίστηκε αυτό το επικίνδυνο χαμόγελο στα χείλη μου που έδειχνα όλα μου τα δόντια και τρόμαζε ακόμα και εμένα. Το τηλέφωνο μου δονήθηκε και γύρισα να το κοιτάξω γρήγορα. Είδα το όνομα του Ντέιμιεν να αναβοσβήνει στην οθόνη και οι κυνόδοντες μου αποχώρησαν. Το έπιασα στα χέρια μου και το σήκωσα.
«Σε ξύπνησα?» άκουσα την νυσταγμένη του φωνή να με ρωτάει από την άλλη άκρη της γραμμής.
«Όχι.» Γύρισα να ρίξω ένα θανατηφόρο βλέμμα στην μάνα μου. «Είμαι ήδη ξύπνια.»
«Ωραία...» τον άκουσα να διστάζει να μου πει αυτό που ήθελε.
«Είσαι καλά?» ρώτησα απορημένη με τον δισταγμό του.
«Όχι.» απάντησε γρήγορα. «Σε χρειάζομαι.» Εμείς να δεις... Γέλασα με την σκέψη της αλλά μόνο για λίγο. Ακουγόταν πελαγωμένος.
«Τι συμβαίνει?» ρώτησα γλυκά αλλάζοντας τον τόνο μου στο θυμωμένο στην στιγμή. «Σε πείραξε κάποιος?»
«Όχι.» βιάστηκε να απαντήσει πάλι. «Δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να το πω οπότε...» Τον άκουσα να παίρνει μια βαθιά ανάσα. «Με πήρε η Κάρολαιν να συναντηθούμε απόψε, αλλά εγώ είμαι πολύ κότα να πάω μόνος μου και σε χρειάζομαι μαζί μου. Αυτά.» είπε με μια ανάσα και έμεινα με το στόμα ανοιχτό να προσπαθώ να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς είχε πει. «Λίλιθ? Με ακούς? Σε χρειάζομαι. Είσαι ο μόνος άνθρωπος που μπορώ να στηριχτώ.» Ένιωσα την καρδιά μου να φτερουγίζει στο στήθος μου. Ένας Θεός ξέρει πως κατάφερα να βρω την φωνή μου.
«Τι ώρα και που?» είπα απλά. Άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης.
«Το ξέρεις ότι είσαι η καλύτερη έτσι?»
«Ω ναι!» Τον άκουσα να γελάει.
«Μετριόφρων λίγο?» Χαμογέλασα χωρίς να το δει κανείς.
«Σου έμοιασα. Τώρα πρέπει να κλείσω. Πες μου ώρα και μέρος.» Δεν μπορούσα να μείνω άλλο στην γραμμή. Έβλεπα την ανυπομονησία της μάνας μου διάχυτη και τα παιδιά να προσπαθούν να την απασχολήσουν ώστε να μην έχει στήσει αυτί.
«Στο Γκριλ στις οκτώ. Λίλ, είσαι καλά? Όλα καλά?»
«Ναι, ναι. Γεια.» είπα βιαστικά και έκλεισα το τηλέφωνο. Γύρισα στην μάνα μου που με κοιτούσε πληγωμένα.
«Κοίτα...» ξεκίνησα να λέω «Το ξέρεις μαμά ότι δεν έχω θέμα μαζί σου. Αλλά όσο παίρνεις το μέρος του εγώ δεν μπορώ να βασιστώ πάνω σου. Δεν έχω τίποτα με τον Ντέιμιεν αλλά και να είχα είναι ντροπή σας όχι μόνο να το συζητάτε, αλλά και να αντιδράτε με αυτόν τον τρόπο λέγοντας ότι θα με κανονίσετε και ότι δεν έχω κανένα δικαίωμα να κάνω κάτι τέτοιο. Έχω κάθε δικαίωμα να κάνω ότι θέλω, όπως το θέλω, ότι ώρα το θέλω. Δεν είμαι παιδί πια και σταμάτα επιτέλους να κοιτάς τον Ρίκι και την Στέφανι σε κάθε μου λέξη! Ξέρουν ήδη!» Τις δυο τελευταίες φράσεις ναι, τις φώναξα. Εκνευριζόμουν όπως κοιτούσε τα παιδιά σαν να ήθελε να κρατήσει κάποιο πολύτιμο μυστικό για τον εαυτό της.
«Μωρό μου γύρνα σπίτι. Έχεις δίκιο σε όλα και θα τα συζητήσουμε, μόνο επέστρεψε.» Κούνησα το κεφάλι μου απελπισμένα. Φυσικά και με κορόιδευε. Δεν καταλάβαινε. Κανείς δεν καταλάβαινε. Νομίζανε ότι ήμουν ακόμη το πεντάχρονο κοριτσάκι που χρειαζόταν συνεχή προστασία.
«Θα γυρίσω.» είπα και γύρισαν και οι τρεις να με κοιτάξουν μην πιστεύοντας αυτό που μόλις είχα πει. «Αλλά μην νομίζεις ότι όλα θα φτιάξουν. Τίποτα δεν φτιάχνει.» Κινήθηκα προς το μέρος της και έξω από το σπίτι των παιδιών. «Ευχαριστώ παιδιά. Τα λέμε αργότερα.» φώναξα καθώς περπατούσα ξυπόλητη και με τις πιτζάμες της Στέφανι στο πλακόστρωτο δρόμο τους.

«Όποτε θες!» φώναξε ο Ρίκι. Τώρα με ειρωνευόταν ή όχι, δύσκολα να το ξέρω. Άκουγα τα βήματα της μητέρας μου από πίσω καθώς προσπαθούσε να συμβαδίσει με τον ρυθμό μου και να με ακολουθήσει. Μμμ... Θα είχα ένα φανταστικό πρωινό...




Damien’s POV


Στεκόμουν ανήσυχος στο παρκινγκ του Γκριλ. Κοίταξα το ρολόι μου. Οχτώ παρα δυο. Μετέφερα συνεχώς το βάρος μου από το ένα πόδι στο άλλο νευρικά. Δεν ήμουν εγώ για τέτοια. Και το γεγονός ότι ο πατέρας μου είχε μαύρα μεσάνυχτα για αυτό μου το ‘ραντεβουδάκι’ δεν βοηθούσε. Αν το μάθαινε θα με έχωνε στο πιο βαθύ μπουντρούμι που μπορούσε να βρει. Και δεν θα του ήταν δύσκολο να βρει ένα. Με φοβερούς οιωνούς ξεκινούσε αυτή η συνάντηση. Ήμουν τελείως στον κόσμο μου που δεν άκουσα το αυτοκίνητο που πάρκαρε δίπλα μου παρα μόνο όταν ο οδηγός του έφτασε δίπλα μου.
«Άμα αρχίσεις να τρως τα νύχια σου, δεν έχεις ελπίδα.» Η Λίλιθ βρισκόταν στο πλάι μου χαμογελώντας μου γλυκά. Γύρισα και την κοίταξα με ένα βλέμμα γεμάτο ευγνωμοσύνη. Τύλιξα τα χέρια μου με μανία γύρω της και την έσφιξα πάνω μου.
«Σε ευχαριστώ που ήρθες.» της είπα γρήγορα σφίγγοντας την περισσότερο πάνω μου. Ήμουν τόσο χαρούμενος και ανακουφισμένος που είχε έρθει. Δεν θα τα κατάφερνα μόνος μου και η Λίλιθ ήξερα ότι θα έκανε ότι καλύτερο μπορούσε για να κυλήσει ομαλά αυτή η βραδιά χωρίς επεισόδια και φωνές.
«Με πνίγεις.» ψέλλισε βήχοντας. Την άφησα γρήγορα και συνέχισε να βήχει έντονα.
«Είμαι άγαρμπος.» είπα μιλώντας περισσότερο στον εαυτό μου παρά σε εκείνη. Χαμογέλασε.
«Όχι. Απλά έχεις άγχος.» Την είδα να ξύνει ανήσυχη τον λαιμό της και να στριφογυρίζει το κεφάλι της γύρω-γύρω.
«Λιλ, όλα καλά?» Από το πρωί που την είχα καλέσει είχα πάρει είδηση ότι κάτι συνέβαινε. Ήταν τόσο ταραγμένη και βιαστική. Δεν ήταν αυτή η Λίλιθ που ήξερα.
«Ναι.» μου απάντησε γρήγορα., πιο γρήγορα από το φυσιολογικό, και γύρισε το κεφάλι της από την άλλη.
«Λιλ?» Την έπιασα από τους ώμους και την ανάγκασα να γυρίσει προς το μέρος μου. Με κοίταξε και αναστέναξε.
«Τσακωνόμουν με την μητέρα μου όταν με πήρες. Είχε έρθει από της Στέφανι και ήθελε να με πάρει σπίτι. Γύρισα και τότε ο πατέρας μου απαίτησε να μάθει για την συμπεριφορά μου. Τον αγνόησα και κλειδώθηκα στο δωμάτιο μου μέχρι την ώρα που έπρεπε να φύγω για να έρθω εδώ. Άρχισε να ουρλιάζει που πάω και τέτοια. Εν τέλει ήρθα.» Δεν χαμογελούσε. Το να μην χαμογελάει ήταν ότι χειρότερο μπορούσε να της κάνει κανένας. Ήταν αμαρτία να της κλέψει κανείς το χαμόγελο. «Δεν φταις εσύ.» έσπευσε να προσθέσει γρήγορα όταν είδε να σκύβω το κεφάλι από ενοχή. «Υπερασπίστηκα την ζωή μου και το δικαίωμα μου στο να κάνω επιλογές. Πραγματικά δεν φταις εσύ.» Χαμογέλασα δειλά και μου χαμογέλασε επίσης. «Τώρα πρέπει να το παίξεις άνετος.» Είχα χαθεί στις σκέψεις μου και στο χαμόγελο της και δεν κατάλαβα τι είχε μόλις πει.
«Ορίστε?» είπα κάπως χαμένος όταν είδα την Κάρολαιν να έρχεται χαμογελαστή προς το μέρος μας. Ένιωσα το χέρι της Λίλιθ στο δικό μου και με έσφιξε απαλά καθώς ερχόταν να σταθεί δίπλα μου.
«Όλα θα πάνε καλά. Εγώ είμαι εδώ.» ψιθύρισε και ένιωσα ένα κύμα αυτοπεποίθησης να κυριεύει το σώμα και το μυαλό μου. Γύρισα την προσοχή μου στην Κάρολαιν που ήρθε και στάθηκε μπροστά μας.
«Ευχαριστώ που δέχτηκες αυτήν την συνάντηση.» είπε σε εμένα μένοντας πάντα χαμογελαστή. Έστρεψε την προσοχή της στην Λίλιθ και έκανε να την αγκαλιάσει. Η Λίλιθ επέστρεψε την αγκαλιά αφήνοντας το χέρι μου και ένιωσα τελείως μόνος μου ανάμεσα τους και μαζεύτηκα προς τα πίσω. Η Λίλιθ το είδε με την άκρη του ματιού της αλλά δεν πρόλαβε να αντιδράσει καθώς έπαιρνα το χέρι της ξανά στο δικό μου όταν απομακρύνθηκε από την Κάρολαιν, όμως το έκανα με λίγη παραπάνω δύναμη από ότι έπρεπε και βρέθηκε ολόκληρη στην αγκαλιά μου. Με κοίταξε παραξενεμένη αλλά δεν μίλησε. Και εγώ δεν την άφησα να φύγει. Δεν ξέρω τι με είχε πιάσει ειλικρινά. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι δεν ήθελα να φεύγει από το πλάι μου. Γύρισα προς το μέρος της Κάρολαιν η οποία μας κοιτούσε παραξενεμένη.
«Πάμε μέσα?» πρότεινε η Λίλιθ. Η Κάρολαιν ένεψε καταφατικά και κίνησε προς το Γκριλ. Η Λίλιθ και εγώ την ακολουθήσαμε σιωπηλά. Καθίσαμε σε ένα τραπέζι αθόρυβα και ρίχνοντας μια ματιά γύρω μας είδα ότι όλα τα βλέμματα ήταν καρφωμένα πάνω μας. «Ναι, μάλλον εγώ ευθύνομαι για αυτό.» είπε κάπως ένοχα κοιτώντας την αντίδραση μου στα καρφωμένα μάτια του κόσμου. Δεν τους αδικούσα που την κοιτούσαν. Έστω ντυμένη με ένα απλό τζιν και ένα λευκό t-shirt και τα μαλλιά της πιασμένα σε μια πρόχειρη αλογοουρά ήταν εντυπωσιακά όμορφη. «Την τελευταία φορά που ήρθα εδώ, χμ..., ας πούμε ότι δεν έχω αφήσει τις καλύτερες εντυπώσεις.» Δάγκωσε το χείλος της καθώς φαινόταν ότι ήταν σε άβολη θέση. Και όμως είχε επιστρέψει εδώ για να βοηθήσει εμένα παρά την άβολη θέση της? Έμεινα να την κοιτάω έντονα μέχρι που ο σερβιτόρος ήρθε στο τραπέζι μας. Αφού παραγγείλαμε και ο σερβιτόρος έριξε ένα περίεργο βλέμμα στην Λίλιθ που την έκανε να μαζευτεί στην καρέκλα της ήξερα ότι είχε έρθει η ώρα.
«Λοιπόν παιδάκια, τι τρέχει μεταξύ σας?» Η ερώτηση της Κάρολαιν ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενα να καλεστώ να απαντήσω σήμερα. Όσο και αν την μισούσα όμως και δεν ήθελα να βρίσκομαι εδώ, είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου και σε εκείνη ότι θα έκανα μια προσπάθεια. Ίσως να μην είχα ποτέ ξανά την ευκαιρία και δεν ήθελα να μείνω με την απορία τι θα γινόταν αν.
«Τίποτα ερωτικό.» είπα απλά παίζοντας με τα δάχτυλα μου στο τραπέζι. Δεν τη έπεισα.
«Και το φιλί στην βιβλιοθήκη εχθές? Μπορείς να με εμπιστευτείς Ντέιμιεν.» Την κοίταξα σοβαρά μην πιστεύοντας τα λόγια της. Αυτή η γυναίκα είχε επιλέξει να με εγκαταλείψει την ίδια στιγμή που με είχε γεννήσει και τώρα μου έλεγε ότι μπορούσα να την εμπιστευτώ? Με περνούσε για βλάκα ή ότι θα ξεχνούσα τα πάντα σε μια στιγμή? Με ξεπερνούσε η άνεση της.
«Δεν αισθάνομαι άνετα.» είπα ενώ κουνιόμουν νευρικά στην καρέκλα μου. Είδα το χαμόγελο να σβήνει από τα χείλη της Κάρολαιν και την Λίλιθ να προσπαθεί, πιάνοντας μου το χέρι κάτω από το τραπέζι, να με ηρεμήσει.
«Συγνώμη που ρώτησα. Δεν ξέρω πώς να σε προσεγγίσω. Προσπαθώ ακόμα να καταλάβω πως ήρθαμε εξ αρχής σε αυτήν την θέση.»
«Γιατί με παράτησες την ώρα και την στιγμή που γεννήθηκα.» της φώναξα αγνοώντας τον κόσμο που μας περιέβαλλε. Έκανα να σηκωθώ αλλά η Λίλιθ δεν με άφησε.
«Ντέιμιεν, κάτσε.» είπε σιγανά και με τράβηξε απαλά ξανά στην καρέκλα μου. Ο θυμός έβραζε μέσα μου αλλά είχα το χέρι της Λίλιθ πάνω μου και δεν ήθελα να κάνω καμιά απότομη κίνηση και να την χτυπούσα ξανά.
«Έχεις δίκιο σε ότι και να πεις αλλά άκουσε και την πλευρά μου.» την κοίταζα ρουθουνίζοντας βίαια. «Ήμουν τόσο ηλίθια. Δεν έπρεπε ούτε στιγμή ούτε καν να σκεφτώ να σε δώσω, πόσο μάλλον να το κάνω. Ήταν το μεγαλύτερο λάθος που έκανα ποτέ. Νόμιζα ότι θα ήσουν ευτυχισμένος μακριά από μια μάνα που δεν είχε ιδέα τι να κάνει μαζί σου. Δεν θα σου πω ψέματα. Αναθεμάτιζα την σύλληψη σου. Δεν ήθελα να σε γεννήσω και προσπάθησα πολλές φορές μάταια να τερματίσω την εγκυμοσύνη. Σε έβλεπα σαν εμπόδιο για να συνεχίσω την όπως νόμιζα ευτυχισμένη μου ζωή με τον Τάιλερ. Όμως έκανα λάθος. Όταν σε είδα να γεννιέσαι, να είμαι τόσο ευλογημένη ώστε να δημιουργήσω κάτι τόσο τέλειο, μετάνιωσα αμέσως την επιλογή μου να σε δώσω. Αλλά για μια ακόμα φορά δείλιασα. Έβλεπα τον Κλάους να σε παίρνει μακριά μου και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να το εμποδίσω.»
«Σταμάτα πια!» γρύλισα ενοχλημένος. Έτρεμα ολόκληρος από τα νεύρα μου. Δεν με ενδιέφερε η γνώμη της, δεν με ενδιέφερε η πλευρά της, δεν με ενδιέφερε τίποτα που είχε να κάνει μαζί της. Η Λίλιθ μάταια πάλευε να με ηρεμήσει όταν ήμουν στα πρόθυρα να μεταμορφωθώ από τα νεύρα μου.
«Για τις επιλογές που έκανες ευθύνεσαι εσύ. Για ότι έκανες ευθύνεσαι εσύ. Και όσο και αν προσπάθησε ο πατέρας μου να μην σε κατηγορήσει ποτέ, εγώ το κάνω. Προτίμησες μια ζωή με έναν γκόμενο παρά το ίδιο σου το παιδί. Θα μπορούσα να έχω μεγαλώσει μαζί σου. Να μην είχα αναγκαστεί να πάω ποτέ στο ίδρυμα και σιγά-σιγά θα μάθαινες να με κουμαντάρεις. Όμως δεν με ήθελες. Αφού δεν το έκανες τότε πως νομίζεις ότι είσαι ικανή να το κάνεις τώρα? Δεν θες επαφές μαζί μου και απλά κοροϊδεύεις τον εαυτό σου προσπαθώντας να το πιστέψεις. Θες απλά να σταματήσεις να αισθάνεσαι τύψεις που με εγκατέλειψες. Γιατί αυτό έκανες. Με εγκατέλειψες και δεν πρόκειται να σε συγχωρήσω ποτέ για αυτό.» Σηκώθηκα βιαστικά και βγήκα από την πίσω πόρτα του Grill σε δεύτερα. Έτρεμα ολόκληρος από τα νεύρα μου και ο κρύος αέρας που με χτυπούσε τώρα δεν έκανε δουλειά. Έκλεισα τα μάτια μου τσαντισμένος. Δεν μπορούσα να εκτονωθώ πουθενά. Ήθελα να χτυπήσω κάτι. Να καταστρέψω κάτι αλλά δεν μπορούσα εδώ που βρισκόμουν.
«Καλά πήγε και σήμερα.» Γύρισα το κεφάλι μου για να δω την Λίλιθ να στέκεται στην έξοδο του μαγαζιού. Χαμογελούσε ειρωνικά, όμως έστω και αυτό της το χαμόγελο ήταν μεταδοτικό. Γέλασα χωρίς όρεξη και την κοίταξα.
«Μπορούσε να πάει και χειρότερα έτσι?» την ρώτησα και ήρθε να σταθεί απέναντι μου.
«Είμαι περήφανη για σένα.» την κοίταξα αβέβαιος πριν συνεχίσει. «Εγώ δεν θα είχα τα κότσια να το κάνω στην θέση σου. Έβγαλες όλα αυτά που σε πονούσαν σε σχέση με την μητέρα σου και νομίζω ότι ήρθε η στιγμή να πεις αντίο σε αυτόν σου τον δαίμονα.» Ακούμπησε το χέρι της τρυφερά στο μάγουλο μου, χαϊδεύοντας με και ένιωθα ένα βάρος να φεύγει από πάνω μου.
«Το φεγγάρι έτσι?» της ψιθύρισα. Κατάλαβε τι εννοούσα.
«Λίγο αυτό, λίγο η ανάγκη σου για παρηγοριά.» Την κοίταξα για λίγο αμίλητος. Τα γαλάζια μάτια της ήταν γεμάτα συμπόνια και κατανόηση. Πριν έναν μήνα αυτό θα με ενοχλούσε αλλά έχοντας μάθει ποια ήταν πια και δεδομένου της κατάστασης το είχα ανάγκη αυτό. Πήρα το χέρι της που ακουμπούσε πάνω μου ανάμεσα στα δικά μου και το φίλησα.
«Σε ευχαριστώ για σήμερα.» της είπα γλυκά χαμογελώντας της.
«Εγώ σε ευχαριστώ που με άφησες να είμαι μέρος αυτού του κομματιού της ζωής σου. Μετά το αποψινό νομίζω ότι μπορώ να σε καταλάβω λίγο περισσότερο.»
«Για να με καταλάβεις θες πολύ δρόμο μπροστά σου. Ούτε εγώ καλά-καλά δεν με ξέρω.» της είπα πειραχτικά αλλά εκείνη δεν αντέδρασε.
«Έχω μια αιωνιότητα μπροστά μου και τίποτα καλύτερο που μπορώ να σκεφτώ.» Μείναμε εκεί, να κοιτιόμαστε σιωπηλοί για ατελείωτα λεπτά. Δεν ήξερα τι σκεφτόταν εκείνη αλλά εγώ προσπαθούσα να καταλάβω τι είχε μόλις πει. Είχε μόλις προθυμοποιηθεί να αφήσει τα πάντα πίσω της και να προσπαθήσει να καταλάβει εμένα? Δηλαδή να ασχοληθεί μαζί μου. Η Λίλιθ ήταν ο πρώτος άνθρωπος που είχε ενδιαφερθεί πραγματικά για μένα χωρίς να έχει κάτι να κερδίσει από αυτό και ομολογουμένως δεν το καταλάβαινα. Αλλά δεν καταλάβαινα και τίποτα από ότι έκανε αυτή η γυναίκα. Ήθελα να την ευχαριστήσω με έναν τρόπο που θα της έδινε να καταλάβει ότι σήμαινε πολλά για μένα και αυτό που έκανε σήμερα και αυτό που είχε πει αλλά δεν τον έβρισκα. Δεν ήμουν καλός στο να εκφράζομαι οπότε προτίμησα έναν πιο άμεσο τρόπο που γνώριζα καλά. Βάζοντας τα χέρια μου στην μέση της την τράβηξα απαλά κοντά μου και ακούμπησα τα χείλη μου τρυφερά πάνω στα δικά της. Ίσως, τι ίσως δηλαδή σίγουρα, ήταν αυτό το πιο τρυφερό φιλί που είχα δώσει ποτέ μου σε κοπέλα. Αλλά μου έβγαινε αυθόρμητα χωρίς να προσπαθήσω πολύ. Ένιωσα το κορμί της να λιώνει στα χέρια μου ενώ τύλιγε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου και κουνούσε τα χείλη της στον δικό μου ρυθμό. Αυτή η γυναίκα έπρεπε να θεωρείτε παράνομη στο να την αγγίζεις. Είχε μια αθωότητα, μια γλυκύτητα, μια ομορφιά που αισθανόσουν ενοχές που την παραβίαζες. Πόσο την ήθελα! Δεν μπορούσα να σκεφτώ να έχω θελήσει κάτι άλλο περισσότερο μέχρι τώρα και είχα μια υποψία ότι αυτό θα ίσχυε για πάντα όσο φοβερό και αν ακούστηκε με την λέξη ‘πάντα’ μέσα. Καθώς όμως εγώ ήμουν βυθισμένος στο φιλί ένιωσα σουβλιές ανεξήγητης ζήλιας να με τρυπάνε βίαια στο στομάχι. Τι είχα πάθει ξαφνικά? Ενώ έπαιζε απαλά με τις τούφες των μαλλιών μου, το κατάλαβα. Δεν ήμουν ο πρώτος που άγγιζαν αυτά τα χείλη, ούτε ο πρώτος που είχε χαϊδέψει έτσι. Είχε προηγηθεί ο πρώην της πριν από μένα και ίσως και μερικοί πιο πριν. Δεν μου άρεσε. Την ήθελα μόνο για μένα. Έπρεπε να μαρκαριστεί. Έσυρα τα χείλη μου στο λαιμό της και άρχισα να πιπιλάω απαλά το δέρμα της εκεί. Δεν με σταμάτησε. Αντιθέτως κέρδισα μερικούς απαλούς αναστεναγμούς με αυτή μου την πράξη. Ένιωθα τους κυνόδοντες μου να θέλουν να βγουν και να βυθιστούν στο τέλειο δέρμα της αλλά κατάφερα να τους κρατήσω μαζεμένους. Την απομάκρυνα απαλά από πάνω μου για να θαυμάσω το έργο μου. Τα χείλη της ήταν πρησμένα και μισάνοιχτα από τα φιλιά μας, το βλέμμα της ζαλισμένο, το δέρμα στα μάγουλα της αναψοκοκκινισμένο και στο λαιμό της είχε το σημάδι μου. Εκείνη την στιγμή μπορούσα να ξεχάσω που βρισκόμασταν και να την έπαιρνα χωρίς κανέναν δισταγμό εκεί, μπροστά από το Grill με τον κόσμο να περνάει δίπλα μας από τους οποίους οι μισοί ήταν συγγενείς της. Ένας Θεός ξέρει πως κρατήθηκα. Μάλλον επειδή ήξερα ότι κάτι τέτοιο δεν της άξιζε.
«Μμμ... μουρμούρισε απαλά προσπαθώντας να βρει την ανάσα της. Χαμογέλασα βλέποντας την έτσι. «Μάλλον πρέπει να σε στηρίζω πιο συχνά.» είπε χαριτωμένα. Την τράβηξα πάλι πάνω μου αλλά αυτή την φορά την τύλιξα στην αγκαλιά μου και ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος μου. «Τώρα όμως θα έχεις πρόβλημα. Όπου και να πάω θα έχω το σημάδι σου.» Φυσικά και είχε καταλάβει τι έκανα. Το περίεργο όμως ήταν ότι δεν με είχε σταματήσει. Υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να το ήθελε και εκείνη όσο εγώ? Φίλησα την κορυφή του κεφαλιού της τρυφερά.
«Εγώ δεν βλέπω το πρόβλημα.» Ένιωσα παρά άκουσα το γέλιο της και την έσφιξα ακόμα περισσότερο επάνω μου. Και εκείνη την στιγμή συνειδητοποίησα ότι δεν είχε τόση σημασία που εγώ είχα αφήσει το σημάδι μου στο λαιμό της. Εκείνη είχε καταφέρει κάτι πολύ πιο ισχυρό. Να αφήσει το σημάδι της στην καρδιά μου...






Nadia