Αγάπη από Πέτρα (Κεφάλαιο 2)

Ενιωθα πως χρειαζομουν αερα. Η συναυλια κρατησε δυο ωρες και αυτες οι δυο ωρες κατελειξαν μαρτυριο για μενα. Ο Χιθ υστερα απο μερικα ποτα αρχισε να μου κολλαει πολυ ασχημα, οι αλλοι δυο ειχαν εξαφανιστει και ακομα δεν ειχα καταφερει να δω το προσωπο εκεινου που ανηκε αυτη η φωνη. Δεν μπορω να καταλαβω γιατι με ειχε στιγματισει τοσο πολυ. Πηγα παραπατωντας προς το μπαρ και εκανα νοημα στον μπαρμαν να πλησιασει.Γνωριζομασταν απο την σχολη. Τον ελεγαν Μαριο και σπουδαζε στην αρχιτεκτονικη.
«Αλλη μια βοτκα.»
«Σαν πολυ δεν ηπιες εσυ σημερα? Οδηγας μηχανη μη το ξεχνας.» ειπε και εσκυψε μπροστα.
«Μαριε, σε πληρωνουν για να φερνεις ποτα στον κοσμο οχι για να κανεις την τροχαια.» του ειπα με ενα γελακι και πλησιασε ακομα περισσοτερο.
«Καρ, αμα πας και φουνταρεις πουθενα θα το εχω βαρος στην συνειδηση μου. Αυτη ειναι η εβδομη που παιρνεις. Τι συμβαινει και εισαι ετσι?»
Τραβηχτηκα πισω και του εδειξα προς το τραπεζι με ενα νευμα.
«Αυτο συμβαινει. Η κολλητη μου και το αγορι της μου τον φορτωσαν για προξενιο και οπως καταλαβαινεις η ωρα δεν περναει χωρις ποτο.» ειπα και στηριχτηκα επανω στον παγκο. Ζαλιζομουν.
«Ο τυπος ειναι χαλια. Σε καταλαβαινω απλα μη το παρακανεις και σε ψαχνουμε.» ειπε καπως στοργικα και μου γεμισε το ποτηρι μου. Το πηρα και ανασηκωθηκα. Ενιωθα λες και το πατωμα ετρεμε. Τελευταιο ποτηρι για σημερα. Καλυτερα να βγω εξω.
«Σ’ ευχαριστω. Τα λεμε στην σχολη.» του χαμογελασα και εκανα μερικα βηματα. Παραπατουσα σαν τρελη. Αρπαξα το μπουφαν μου και την τσαντα μου και ο Χιθ με κοιτουσε περιεργα.
«Που πας? Θα με αφησεις μονο μου?» φωναξε για να τον ακουσω πανω απο την μουσικη. Αυτος παρα ηταν μεθυσμενος.
«Ναι. Καληνυχτα!» ειπα ξερα και απομακρυνθηκα με το ποτηρι στο χερι. Παραμερισα αρκετο κοσμο για να καταφερω να φτασω την εξοδο. Οταν βγηκα εξω και με τυλιξε το παγωμενο αερακι αμεσως ενιωσα σα να συνερχομαι καπως αλλα και παλι η ζαλαδα ηταν εκει. Ο κοσμος εξω ηταν ελαχιστος και την δεδομενη στιγμη ηθελα να καθισω καπου ησυχα. Διπλα απο το μαγαζι υπηρχε ενα στενακι που οδηγουσε σε αδιεξοδο. Περπατησα ως εκεικαι μπηκα μεσα. Ηταν σχετικα σκοτεινα και ημουν μονη μου. Στηριχτηκα επανω σε εναν πετρινο τοιχο και εστρεψα το βλεμμα μου στον ουρανο. Παρολο που ειχε κρυω ηταν ξαστερος και καθαρος. Ποσο πολυ θα ηθελα να βρεξει. Εκλεισα τα ματια και αμεσως το πρωτο πραγμα που μου ηρθε ηταν η μελωδια της φωνης του. Τοσο ομορφη. Εβαλα το παγωμενο ποτηρι στα χειλη μου και κατεβασα σχεδον το μισο απο το περιεχομενο του. Το κεφαλι μου εγινε χειροτερα και αρχισε σιγα σιγα να με ποναει. Μου φαινεται με τα ποδια θα γυρνουσα σπιτι.
«Ωπα! Εδω εισαι μικρη μου?» ακουστηκε μια φωνη απο καπου και γυρισα αποτομα για να δω ποιος ηταν. Πολυ κακη κινηση. Ολος μου ο κοσμος γυρνουσε.
«Δεν επρεπε να με αφησεις μονο μου. Καμια δεν με παραταει.» ειπε και μεσα στο χαος καταλαβα πως ηταν ο Χιθ.
«Παρατα με ησυχη. Νομιζω το ξεκαθαρισα οτι δεν μου αρεσει η παρεα σου.»
«Σκυλα!» ειπε αγρια και ορμισε καταπανω μου. Εβαλε το χερι του στο λαιμο μου και τον εσφιξε. Πισω μου υπηρχε μονο τοιχος και δεν ειχα κανεναν τροπο διαφυγης. Προσπαθησα να του ξεφυγω αλλα απο την ζαλη δεν μπορουσα να κανω πολλα πολλα.
«Αφησε με!» του φωναξα και το βλεμμα μου επεσε στον δρομο. Γαμωτο, δεν υπηρχε ψυχη τριγυρω!
«Βοηθεια!» φωναξα.
«Σκασε!» ειπε και ορμισε στα χειλη μου για να με σταματησει. Βρωμουσε αλκοολ και οι κινησεις του ηταν νευρικες. Προσπαθησα να το σπρωξω αλλα ηταν βαρυς. Με κολλησε στον τοιχο με το σωμα του ενω τα χερια του αγγιζαν πεινασμενα το δικο μου. Οπως με φιλουσε με τα γλοιωδη χειλη του επιασα το κατω χειλος του με τα δοντια μου και τον δαγκωσα δυνατα. Αμεσως μια μεταλλικη γευση γεμισε το στομα μου. Εκεινος εκανε πισω τσιριζοντας και βριζοντας με.
«Μωρη πουτανα, τι εκανες?» ειπε δυνατα και δεν εχασε ευκαιρια για να σηκωσει το χερι του. Εσφιξε την γροθια του, πηρε φορα και προσγειωθηκε στο στομαχι μου. Αυτο πονεσε αρκετα! Διπλωθηκα στα δυο και τα παντα θολωσαν. Επεσα κατω και εκεινος ανεβηκε απο πανω μου.
«Τωρα θα δεις! Θα το μετανιωσεις αυτο που εκανες.»
Δε το πιστευω αυτο που γινεται! Μα καλα δεν ηξερε ο Ελιοτ τι μαλακα φιλο ειχε? Δεν ειναι δυνατον να μου συμβαινει κατι τετοιο. Θα παθαινα τα ιδια που επαθε και η μανα μου! Θα με βιαζε ενας μεθυσμενος και ισως και να με σκοτωνε.
«Φυγε απο πανω της!» ακουστηκε μια αλλη φωνη απο καπου και ενιωσα το βαρος του να αλλαζει θεση και να απομακρυνεται απο πανω μου. Μπορουσα να παρω ανασα! Βρισιες και ηχοι απο γροθιες που συγκρουονταν επανω σε σαγονια ηταν το μονο που μπορουσα να ακουσω. Γυρισα το σωμα μου και προσπαθησα να ανασηκωθω. Πονουσε η κοιλια μου παρα πολυ. Με το ζορι ανεπνεα.
«Εισαι καλα? Να σε παω σε ενα νοσοκομειο?» ειπε η ιδια φωνη και δυο δυνατα χερια με επιασαν απο τα μπρατσα για να με σηκωσουν. Με στηριξε στον τοιχο και εκανε τα μαλλια μου στην ακρη. Τοτε ηρθα αντιμετωπη με δυο κρυσταλλινα ματια. Μπροστα μου στεκοταν ενα αγορι με προσωπο σκοτεινου αγγελου. Τα χαρακτηριστηκα του ηταν αρρενωπα, αγρια αλλα τα ματια του εδειχναν διαφορετικα. Γκριζογαλανα και καθαρα σαν τον ουρανο. Ειχε μακρια μαυρα μαλλια και χειλη λεπτα αλλα ζουμερα. Στο κατω χειλος υπηρχε ενα μαυρο κρικακι με μια μπιλια που οταν μιλουσε τρεμοπαιζε. Ηταν πανεμορφος.
«Δεν χρειαζομαι βοηθεια.» του ειπα παγερα και τον εσπρωξα για να περπατησω. Μολις εκανα δυο βηματα διπλωθηκα παλι απο τον πονο. Λιγο πριν πεσω τυλιξε τα χερια του γυρω μου και με στηριξε στην αγκαλια του. Σηκωσα τα ματια μου και τον κοιταξα.
«Το βλεπω.» ειπε ειρωνικα η φωνη του αν και αγρια ειχε κατι το μεθυστικο.
«Πρεπει να σε χτυπησε πολυ για να εφτυσες αιμα. Ισως θα ηταν καλυτερα να σε δει γιατρος.»
«Δεν ειναι δικο μου το αιμα. Δικο του ειναι.» ειπα και εδειξα με μισος τον αλλον που ηταν ακομα στο πατωμα χτυπημενος. Ο αγνωστος με κοιταξε με εκπληξη και του ξεφυγε ενα γελακι. Υστερα με στηριξε στα χερια του και βγηκαμε απο το στενο. Οταν μας ειδε το φως τον απομακρυνα και περπατησα μεχρι την μηχανη μου.
«Περιμενε! Δικια σου ειναι αυτη?» ειπε εκπληκτος και γυρισα αποτομα κι τον κοιταξα με το ενα φρυδι ανασηκωμενο.
«Γιατι δεν σου γεμιζει το ματι?» ειπα αγρια και σηκωσε τα χερια σα να παραδινοταν.
«Το αντιθετο. Εισαι σκληρο καρυδι τελικα.» παραδεχτηκε και σαν απαντηση απλα γυρισα την πλατη μου και κουμπωσα το τζακετ μου μεχρι πανω. Επιασα το τιμονι και λιγο πριν ανεβω παλι δυο χερια με σταματησαν. Γυρισα και τον ειδα να με παραμεριζει για να ανεβει.
«Τι κανεις εκει?» αναφωνησα εκπληκτη και εκεινος απλωσε το χερι του.
«Φερε τα κλειδια. Δεν προκειται να σε αφησω να φυγεις σε αυτη την κατασταση.»
«Μα-»
«Δεν εχει μα. Φορα κρανος, δωσε μου τα κλειδια και ανεβα.» ειπε αυστηρα και το κεφαλι μου πονουσε τρομερα για να σκεφτει λογικα. Ειχε δικιο για το οτι δεν μπορουσα να οδηγησω. Και αυτος και ο Μαριος ειχαν δικιο. Του πεταξα τα κλειδια και στηριχτηκα απο τους ωμους του για να ανεβω. Τυλιξα τα χερια μου γυρω του και ακουμπησα το προσωπο μου στην πλατη του. Μια ομορφη μυρωδια μου εκαψε τα ρουθουνια αλλα προσπαθησα να την αγνοησω. Του ειπα την οδο που εμενα και ξεκινησε. Δεν οδηγουσε πολυ γρηγορα ισως για να μην με κανει χειροτερα αλλα και παλι ζαλιζομουν. Δεν αργησαμε να φτασουμε και το καταλαβα οταν σταματησε μπροστα απο το γκαραζ του σπιτιου. Κατεβηκα για να ανοιξω την καγκελοπορτα και εκεινος εβαλε την μηχανη μεσα. Αφου την κλειδωσα προσπαθησα να φτασω στην πορτα παρολο που εβλεπα το δαπεδο να πηγαινει περα δωθε. Δεν ηθελα να δειξω οτι δεν ημουν καθολου καλα.Ανοιξα την πορτα του σπιτιου και γυρισα για να δω εαν εκεινος ειχε φυγει. Μπα, στεκοταν ακομα πισω μου.
«Εδω θα κατσεις ολο το βραδυ?» τον ρωτησα και με κοιταξε αγρια.
«Σε εσωσα απο βιασμο και σε εφερα και σπιτι. Ισως θα επρεπε να εισαι λιγο πιο ευγενικη.»
«Και τι θες να σου κανω τεμεναδες και μετα να σου κατσω. Δεν το νομιζω.»
«Ενα ¨ευχαριστω¨ θα αρκουσε.»
«Ευχαριστω! Ικανοποιημενος?» του φωναξα και κολλησε το χερι του επανω στην κασα της πορτας διπλα απο το προσωπο μου με δυναμη. Τον κοιταξα εκπληκτη και για μια στιγμη φοβηθηκα. Υστερα νευριασα. Επιασε το πιγουνι μου και σηκωσε το κεφαλι μου ετσι ωστε να τον κοιταζω στα ματια. Νευριαζω παρα πολυ.
«Σε εμενα δεν περνανε αυτα! Δεν εισαι τιποτα παρα ενα κακομαθημενο κοριτσακι.» ειπε και σηκωσα το χερι μου αρπαζοντας τον καρπο του. Εσφιξα την λαβη μου πολυ δυνατα και με αφησε.
«Τα ψευτο αντριλικια σου αλλου. Ειπαμε ευχαριστω. Καληνυχτα τωρα!» ειπα νευριασμενα και του τιναξα το χερι μακρια. Υστερα μπηκα μεσα και του εκλεισα την πορτα στα μουτρα.
«Αου! Σκληρο καρυδι.» τον ακουσα να μουρμουραει χαμηλοφωνα πισω απο την πορτα και υστερα εφυγε. Δεν μπορεσα να μην χαμογελασω.
Το σπιτι ηταν σκοτεινο αλλα υπηρχαν σημαδια οτι οι αλλοι ειχαν γυρισει. Ανεβηκα τα σκαλια σαν νεκρη. Το μονο που ακουγοταν ηταν ενα σιγανο μουρμουρητο. Αναγνωρισα την φωνη του Ελιοτ και χαμογελασα. Αυτοι για να ηταν σπιτι και να μιλουσαν ηρεμα σιγουρα τα ειχαν βρει. Χαιρομουν για την φιλη μου. Χωθηκα στο δωματιο μου και αφου πεταξα τα παπουτσια και το τζακετ μου σε μια ακρη επεσα με τα μουτρα στο κρεβατι διχως καν να ξεβαφτω. Εβγαλα τα ρουχα μου πετωντας τα ολα κατω και ενω ημουν με τα εσωρουχα χωθηκα κατω απο τα σκεπασματα. Ενιωθα μια ανακουφιση αλλα οταν τα μαλλια μου αγγιξαν το προσωπο μου, μου ηρθε μια διαφορετικη μυρωδια. Το προσωπο του αγνωστου που με εσωσε απο το αλλο το καθαρμα μου ηρθε στο μυαλο. Δικη του ηταν. Αυτα τα ματια με ειχαν εγκλωβισει και ακομα και οταν εκλεινα τα ματια ηταν εκει να με κοιταζουν. Να κοιταζουν βαθια στην ψυχη μου. Ειχε εμφανιστει σαν αγγελος απο του πουθενα και με βοηθησε και παρολα αυτα εγω του φερθηκα ασχημα ενω το μονο που ζητησε ηταν ενα ευχαριστω. Ωραιατακαταφερα.
«Falling from the stars...Angel's wings....Burningthroughtheashes..»
Αυτοιοιστιχοιειχανχαραχτει στο μυαλο μου με την φωνη του να αγγιζει τις πληγες της ψυχης μου. Τι νυχτα και αυτη. Αραγε θα περνουσε μια στιγμη μονο που να μη βασανιζομουν μεσα μου? Χωρις να πληρωνω τις αμαρτιες της μητερας μου?
Με αυτες τις σκεψεις κοιμηθηκα αλλο ενα βραδυ. Δακρυα με συνοδεψαν αλλα δεν αφησα κανεναν λυγμο ελευθερο. Τους επνιξα ολους μεσα μου. Για μια ακομη φορα....




Merian