Η νύχτα που ο Παράδεισος έπεσε(Κεφάλαιο 10) "Heaven is not for everyone"



  «Συγνώμη.» είπε ειλικρινά η Λιλιάνα ενώ στεκόταν μπροστά στον θλιμμένο Κάιλ. Βρισκόντουσαν στο δωμάτιο του, εκείνο που αυτές τις λιγοστές ώρες είχε υπάρξει το δικό της αναπαυτήριο. Είχαν περάσει δυο ανθρώπινες μέρες απο τότε που ο Κάιλ είχε βάλει σε εφαρμογή το σχέδιο του. Είχε ήδη κάνει τις επαφές του και είχε καταφέρει να πείσει, παρά τις αντιρρήσεις του τον Μέγα Αναήλ, Αρχηγός της Τάξης των Αρχών και των Δυνάμεων. Ως Άγγελος της Αγάπης και της Στοργής είχε συναινέσει στο να γυρίσει την Λιλιάνα εκείνος στην γη. Την είχε συμπαθήσει εξάλλου απο την πρώτη στιγμή που την είχε δει. Ήταν ένας απο τους δυο-τρεις αγγέλους που είχε κερδίσει με την τρέλα και την μοναδικότητα της. Τώρα εκείνη ήταν ένα βήμα πριν επιστρέψει στην προηγούμενη ζωή της και εκείνος πάλι στην αδιάφορη και κενή ζωή του. Όσο και αν προσπαθούσε να το αρνηθεί, αυτή η κοπέλα είχε καταφέρει να του αποδείξει ότι η διαφορετικότητα δεν ήταν κακή. Ήταν απρόσμενη, ενδιαφέρουσα και με μια δόση μαγείας. Και τον είχε κάνει να νιώσει πράγματα πρωτόγνωρα για εκείνον. Έβλεπε ότι μέρα με την μέρα του ήταν όλο και πιο δύσκολο να μείνει μακριά της και είχε αρχίσει να φοβάται. Δεν ήταν συνηθισμένος σε τέτοια συναισθήματα. Βασικά δεν ήταν συνηθισμένος με κανένα συναίσθημα αλλά πόσο μάλλον κάτι τέτοιο.
  «Για ποιό πράγμα?» την ρώτησε γλυκά αλλά δίχως να γυρίσει να την κοιτάξει. Τα πράσινα μάτια της –με μια υποψία γαλάζιου να σχηματίζεται μέσα τους σήμερα- ήταν μια παγίδα που έπρεπε να αποφύγει αλλιώς θα καταλάβαινε όλη την σύγχυση του. Και ίσως και τον λόγο αυτής. Εκείνη όμως τον ξάφνιασε ξανά καθώς προχώρησε προς το μέρος του και έβαλε το χέρι της στον ώμο του.
  «Για όλα. Λυπάμαι.» Αναστέναξε ανίκανος να κρατήσει άλλο μέσα του την θύελλα των συναισθημάτων που τον κατέκλυζε και γύρισε να την κοιτάξει.
  «Ξέρω ότι ίσως αυτή η ζωή να μην είναι αυτό που έχεις ανάγκη τώρα. Αλλά θέλω να ξέρεις ότι πάντα θα πιστεύω ότι κάποια μέρα θα γυρίσεις πάλι πίσω.» Ένιωσε τα μάτια της να υγραίνονται και χαμογέλασε θλιμμένα προσπαθώντας να κρύψει τα δάκρυα της. Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.
  «Το ξέρεις ότι αυτό δεν θα γίνει.»
  «Δεν σταματάω να ελπίζω.» της απάντησε γρήγορα και εκείνη σήκωσε δειλά το χέρι της και του χάιδεψε το μάγουλο. Ο Κάιλ έκλεισε τα μάτια στην επαφή και έσφιξε τα χέρια του σε γροθιές. Γιατί είχε επιλέξει την φυγή? Γιατί δεν έμενε? Θα μπορούσε να έχει τον κόσμο ολόκληρο στα πόδια της και αντί αυτού προτιμούσε μια μίζερη και σύντομη ζωή στην γη. Δεν έπρεπε να κάνει τέτοιο λάθος αλλά δεν μπορούσε και να την αποτρέψει. Προσπάθησε. Προσπάθησε πολύ. Είχαν μείνει και οι δυο ξύπνιοι το προηγούμενο βράδυ. Εκείνος για να την μεταπείσει και εκείνη για να δει τον Παράδεισο για τελευταία φορά. Έτσι του είχε πει τουλάχιστον. Δεν την πίστεψε. Φοβόταν. Φοβόταν τους Αγγέλους. Το είχε δει στα μάτια της, δεν το καταλάβαινε όμως. Ήταν οι καλοί. Προστάτευαν και βοηθούσαν, πως γινόταν να φοβάται εκείνους? Τελικά είχε καταλήξει σε ένα συμπέρασμα. Δεν είχε πίστη. Φαινόταν στα λόγια της, με το πόσο απάθεια μιλούσε για τις ανώτερες δυνάμεις και πόση πεποίθηση είχε ότι τίποτα δεν σου χαρίζεται έτσι. Δεν την αδικούσε. Ίσως και εκείνος, αν είχε δει, αν είχε περάσει ότι και εκείνη, να μην είχε την τόση βαθιά πίστη που είχε τώρα. Ήταν διαφορετικά βέβαια. Εκείνος είχε δει τον Θεό, είχε δημιουργηθεί για να κάνει το θέλημα Του, είχε γαλουχηθεί με πίστη. Εκείνη είχε μάθει μόνο σε βία και σκοτάδι. Ήθελε να της δείξει ότι έκανε λάθος. Ότι το φως ήταν πιο δυνατό απο το σκοτάδι αλλά δεν θα καταλάβαινε. Δεν είχε τον χρόνο που χρειαζόταν. Και εκείνος δεν είχε τα εργαλεία να της αλλάξει γνώμη. Ίσως αν θυμόταν την προηγούμενη, ανθρώπινη ζωή του... Δεν είχε ελπίδα. Ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα ακούστηκε και ο Κάιλ απομακρύνθηκε από το άγγιγμα της. Ένα αίσθημα παγωνιάς απλώθηκε στο κορμί του. Δεν ήξερε πώς να το διαχειριστεί και έτσι έκατσε τελείως ακίνητος περιμένωντας το να περάσει. Όλα περνούσαν. Όλα θα γινόντουσαν πάλι φυσιολογικά. Σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ αυτός ο θηλυκός άγγελος που τον έκανε να αμφισβητεί τα πάντα. Αυτή η σκέψη όμως αντί να τον ηρεμήσει έκανε τα μάτια του να γεμίσουν δάκρυα. Προχώρησε γρήγορα προς την πόρτα και την άνοιξε βίαια.
  «Ήρεμα αγόρι μου.» πρόφερε ο ανώτερος Άγγελος με την ήρεμη και καθησυχαστική φωνή του. Ο Κάιλ υποκλίθηκε βιαστικά και έκανε στην άκρη για να περάσει ο Αναήλ. Εκείνος μπήκε στο δωμάτιο χαμογελώντας και κοίταξε την Λιλιάνα. Φαινόταν τόσο καλός. Τόσο πράος. Ο μόνος χαμογελαστός Άγγελος που είχε συναντήσει τις μέρες της εδώ. Και σε εκείνα τα μεγάλα γαλάζια μάτια μπορούσε να διακρίνει καλοσύνη. Και σοφία. Της άρεσε αυτός ο Άγγελος. Ήταν καλός. «Χαίρομαι που σε γνωρίζω Λιλιάνα.» της είπε σιγανά και έτεινε το χέρι του προς το μέρος της. Κανένα ειρωνικό σχόλιο, τίποτα? Του έδωσε το χέρι της επιφυλακτικά και εκείνος της χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά. «Περίμενες κακία έτσι?» Η Λιλιάνα στένεψε τα μάτια της και απομάκρυνε το χέρι της από το δικό του.
  «Είσαι διαφορετικός.» του είπε τελικά.
  «Όταν δεν πεθαίνεις, και έχεις αντικρύσει τα πάντα σε αυτόν τον κόσμο, καταλαβαίνεις ότι η κακία δεν βγάζει πουθενά.»
  «Για αυτό ή επειδή είσαι ο Άγγελος της Αγάπης?» ρώτησε σταυρώνοντας τα χέρια της στο στήθος της και ο Αναήλ γέλασε.
  «Βλέπω Κυρίαρχε την ενημέρωσες.» Γύρισε προς τον Κάιλ που στεκόταν στην κάσα της πόρτας. Τον κοίταξε στα μάτια για μια γρήγορη στιγμή και ύστερα κατέβασε πάλι το κεφάλι. «Και για αυτό. Είναι υπέροχο να ξέρεις πόση αγάπη υπάρχει εκεί έξω και να συνεχίζεις να αναλώνεσαι στην κακία και την μιζέρια.»
  «Δεν θυμάμαι να σε ρώτησα.» του απάντησε πικρόχολα.
  «Λιλιάνα!» της φώναξε ο Κάιλ και εκείνη μαζεύτηκε χωρίς όμως να σκύψει το κεφάλι της. Συνέχισε να τον κοιτάζει ευθεία στα μάτια. Εκείνος πάλι κοίταξε μια τον Κάιλ και μια εκείνη και χαμογέλασε.
  «Έτοιμη να φύγουμε?» Η Λιλιάνα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά και δάγκωσε το χείλη της. «Σίγουρη?» την ρώτησε πλησιάζοντας την και χαϊδεύοντας της στοργικά το κεφάλι. Η Λιλιάνα αναστέναξε και προχώρησε προς την πόρτα όπου και κοντοστάθηκε κοιτάζοντας τον Κάιλ. Ο Αναήλ χαμογέλασε πικραμένα και την προσπέρασε βγαίνοντας έξω. 
  «Ευχαριστώ για όλα.» του είπε γλυκά κοιτώντας μπροστά. Δεν μπορούσε να τον κοιτάξει στα μάτια. Δεν έφταιγε εκείνος για ότι είχε γίνει και ας τον είχε κατηγορήσει μπροστά του για ότι συνέβη. Ήθελε να του το ξεκαθαρίσει αλλά τα λόγια δεν βγαίνανε από το στόμα της. Πνιγόντουσαν στον λυγμό που πάλευε να κρατήσει υπό έλεγχο χωρίς να ξέρει το γιατί. Αποφάσισε ότι ήταν καλύτερο και για τους δυο τους να σιωπήσει. Προχώρησε προς την έξοδο χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει όταν ένιωσε ένα χέρι να αρπάζει το δικό της, να την γυρίζει και το επόμενο πράγμα που ένιωσε ήταν τα χείλη του Κάιλ να πιέζουν τα δικά της. Σοκαρίστηκε και δεν αντέδρασε. Ο Κάιλ απομακρύνθηκε από εκείνη ελαφρώς λαχανιασμένος και την κοίταξε στα μάτια. Εκείνη παραπάτησε προς τα πίσω και έφυγε τρέχοντας προς τις ορθάνοιχτες Πύλες και στο πλευρό του Αναήλ. Ο πατέρας της δεν φαινόταν πουθενά τριγύρω και έτσι όταν ο Αναήλ ξεδίπλωσε τα γαλάζια φτερά του – η Λιλιάνα μπορούσε να διακρίνει μερικά χρυσορόζ τελειώματα να αχνοφαίνονται – και της άπλωσε τα χέρια, εκείνη τα έπιασε χωρίς δεύτερη σκέψη και χάθηκαν στα σύννεφα χωρίς να ρίξει ούτε δεύτερη ματιά πίσω της....

  Ο Κάιλ έκλεισε την πόρτα πίσω του και έπεσε στο μαρμάρινο πάτωμα με το κεφάλι του στα χέρια του. Τι είχε κάνει? Είχε πραγματικά αφεθεί στην παρόρμηση και είχε αρπάξει την Λιλιάνα και την φίλησε? Ήταν καταδικασμένος. Και αν κάποιος το είχε δει? Και αν το μάθαιναν οι Θρόνοι? Ή ακόμα χειρότερα ο πατέρας της? Σίγουρα θα έπεφτε. Ή ο Μιχαήλ θα τον υπέβαλλε σε ακόμα χειρότερη μοίρα. ‘Φρόντισε μόνο να μην υποκύψεις στον Πειρασμό’ του είχε πει ο πατέρας της.
  «Που να ήξερες...» μουρμούρισε και έκλεισε τα μάτια του. Είχε ακόμα την γεύση των χειλιών της στα δικά του. Γλυκιά, μεθυστική, μοναδική. Και χάθηκε. Όσο γρήγορα είχε έρθει, τόσο γρήγορα είχε φύγει. Ο χτύπος στην πόρτα του τον έκανε να πεταχτεί όρθιος. Άνοιξε αργά για να έρθει αντιμέτωπος με το ανήσυχο βλέμμα του αδερφού του.
  «Έκλαιγες?» τον ρώτησε.
  «Όχι.» του απάντησε με βαριά φωνή και σκούπισε με την ανάστροφη της παλάμης του τα υγρά του μάτια. Ο Λίο όρμησε στο δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα πίσω του και τραβώντας τα χέρια του αδερφού του από το πρόσωπο του, τον ανάγκασε να τον κοιτάξει.
  «Μην λες ψέματα σε μένα, αδερφέ. Δεν χρειάζεται.» του είπε γλυκά και ο Κάιλ έπεσε στην αγκαλιά του αδερφού του προσπαθώντας να ηρεμήσει.  «Κάιλ, τι σου έκανε?» ρώτησε γλυκά χαϊδεύοντας του το κεφάλι. Ο Κάιλ δεν μίλησε. Δεν ήθελε να πει σε κανέναν, πόσο μάλλον στον ίδιο του τον αδερφό για την αμαρτία του. Όχι γιατί δεν τον εμπιστευόταν. Όχι. Δεν ήθελε να δει εκείνο το βλέμμα οίκτου στα μάτια του και να τον μπλέξει σε περίπτωση που κάποιος τους είχε δει. Απομακρύνθηκε από τα χέρια του αδερφού του και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια.
  «Έφυγε αδερφέ. Όλα καλά.» του είπε αδιάφορα.
  «Έφυγε?» τον ρώτησε αβέβαια ο Λίο.
  «Ναι. Ο Αναήλ την κατέβασε στην γη.»
 «Γιατί?»
  «Γιατί δεν ήθελε να είναι εδώ. Έπρεπε να γυρίσει πίσω Λίο. Όλα τέλειωσαν.» Ο Λίο του γύρισε την πλάτη και σταύρωσε τα χέρια του πίσω από την πλάτη του. Έμεινε σιωπηλός για λίγο προσπαθώντας να αφομοιώσει τα λόγια του Κάιλ. Δεν ήταν βλάκας. Μπορεί να τον θεωρούσαν γλυκό και αθώο αλλά δεν ήταν ηλίθιος. Είχε καταλάβει ότι ο Κάιλ του έκρυβε πράγματα και φοβόταν. Ήταν σίγουρος ότι η αλλαγή στην συμπεριφορά του αδερφού του είχε να κάνει με την κόρη του Μιχαήλ αλλά δεν ήξερε τι ακριβώς είχε συμβεί.
  «Είσαι σίγουρος ότι όλα τελείωσαν?» τον ρώτησε τελικά. Η καχυποψία του αδερφού του τον έκανε να σηκώσει τείχη προστασίας.
  «Φυσικά αδερφέ.» απάντησε χαλαρά και χαμογέλασε. Αυτή του η προσπάθεια να χαμογελάσει ενώ μέσα του αργοπέθαινε ήταν ίσως ότι δυσκολότερο είχε κάνει ποτέ του. Αν ο Θεός τους είχε δημιουργήσει από αγάπη γιατί τους είχε δώσει αυτό το συναίσθημα? Γιατί να αισθάνεται τόσο πόνο? Και γιατί να αναγκαζόταν να το κρύβει? Ο Λίο γύρισε να τον κοιτάξει την στιγμή που έβγαινε από το δωμάτιο του.
  «Εγώ ένα έχω να πω Κάιλ.» Ο αδερφός του σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε. «Θεέ μου, λυπήσου μας.»

  Η Λιλιάνα ξεκλείδωσε την πόρτα του σπιτιού της και άνοιξε. Έκανε χώρο για τον Αναήλ να περάσει πρώτος και ακολούθησε εκείνη σιωπηλά. Το ταξίδι πάνω από τα σύννεφα στα χέρια του Αναήλ την είχε κάνει να αισθανθεί μια πρωτόγνωρη αίσθηση ελευθερίας και είχε τρομοκρατηθεί. Επίσης η σιωπή που τους τύλιγε την έκανε να αισθάνεται ότι είχε κάνει κάτι λάθος. Κοίταξε το ξανθό κεφάλι του Αναήλ που κοιτούσε το σπίτι της με περιέργεια.
  «Με θεωρείς δειλή?» είπε τελικά. Την βασάνιζε ώρες τώρα τι θα πίστευαν για εκείνη οι υπόλοιποι. Και όχι τόσο η γνώμη του πατέρα της όσο του Κάιλ. Αν ο Αναήλ πίστευε ότι ήταν  δειλή, θα πίστευε το ίδιο και ο Κάιλ. «Που έφυγα?» Ο Αναήλ γύρισε και την κοίταξε με χαμόγελο.
  «Ο Παράδεισος δεν είναι για όλους.» της είπε γλυκά.
  «Όμως εγώ...»
  «Όμως εσύ, είσαι πολύ μικρή ακόμα. Σε ρίξανε σε ένα κόσμο που δεν σου ανήκε και σε ανάγκασαν να τον ενστερνιστείς. Καταλαβαίνω.» Δεν την μισούσε. Καταλάβαινε. Και αυτό ήταν καλό έτσι? Δεν ήταν αυτή η σκύλα που την παρουσίαζαν.
   «Ο Μιχαήλ.... ξέρει ότι έφυγα?» ρώτησε.
   «Όχι. Αλλά σίγουρα θα το μάθει μέχρι το τέλος της μέρας.»
   «Ο Κάιλ θα έχει μπλεξίματα? Δεν θέλω...»
   «Ο Κάιλ θα είναι μια χαρά. Θα αναλάβω εγώ την ευθύνη της φυγής σου.» τον κοίταξε τρομαγμένη αλλά εκείνον φαινόταν χαλαρός. «Δεν μπορεί να πειράξει εμένα.»
   «Ωραία.» είπε και εκείνη απλά. «Δεν θα μπορέσουν να με ξαναβρούν όμως?» Δεν φοβόταν τους δαίμονες. Ήξερε ότι τους είχε. Αν μάθαινε να διαχειρίζεται αυτήν την λάμψη που έβγαλε την πρώτη φορά, οι δαίμονες δεν θα είχαν ελπίδα. Για αυτό που πραγματικά ανησυχούσε ήταν οι Άγγελοι. Αν ο πατέρας της την έψαχνε...
  «Εννοείς οι δαίμονες?» ρώτησε ο Αναήλ καχύποπτα.
  «Και αυτοί.» απάντησε ειλικρινά. Ο Αναήλ την κοίταξε και αναστέναξε. Έβαλε το χέρι του στο εσωτερικό του χιτώνα του και έβγαλε κάτι. Η Λιλιάνα πρόλαβε να διακρίνει μια λάμψη σε ότι και να κρατούσε. Την πλησίασε, της πήρε το χέρι της στα δικά του και άφησε στην παλάμη της μια μικρή γαλάζια πέτρα. Κοίταξε την παλάμη της και ύστερα εκείνον μπερδεμένα. «Τι...?»
  «Αυτό θα σε κρατήσει ασφαλή. Είναι Αγγελίτης. Προστατεύει κάθε Άγγελο από ξόρκια εντοπισμού. Κανένας δεν θα μπορεί να σε εντοπίσει.» Κοίταξε ξανά το χέρι της και ο Αναήλ μπορούσε να διακρίνει την καχυποψία της.
  «Ούτε εσείς?» ρώτησε τελικά.
  «Ούτε εμείς.» απάντησε ειλικρινά.
  «Και αν με βρουν? Αν χρειαστώ βοήθεια?» Ο Αναήλ μπορούσε να δει τον φόβο που κρυβόταν πίσω από αυτό το δυναμικό κορίτσι. Ήταν αδύναμη και ευάλωτη αλλά δεν θα άφηνε κανέναν να το δει αυτό. Ίδια ο πατέρας της.
  «Δεν νομίζω ότι χρειάζεσαι βοήθεια Λιλιάνα. Αλλά αν αυτό συμβεί, σπάσε τον κρύσταλλο. Αυτό θα με ειδοποιήσει άμεσα και θα σπεύσω εγώ προσωπικά στο πλευρό σου όπου και να είσαι. Και σίγουρα όχι μόνος μου.» Η Λιλιάνα τον κοίταξε με περιέργεια. «Δεν νομίζω ο φύλακας σου να με αφήσει να έρθω μόνος.» Η Λιλιάνα έσκυψε το κεφάλι της ντροπιασμένη.
  «Ο Κάιλ δεν είναι φύλακας Άγγελος.» ήταν το μόνο που είπε.
  «Ούτε εσύ συνηθισμένος άνθρωπος. Βασικά, δεν είσαι καν άνθρωπος πια. Αν έχουμε μάθει ένα πράγμα, κόρη μου, αυτό είναι να προστατεύουμε τους δικούς μας.» Την πλησίασε και άλλο και την φίλησε στοργικά στο μέτωπο. «Ο Θεός μαζί σου.» ήταν το τελευταίο που της είπε πριν εξαφανιστεί και αφήσει την Λιλιάνα μόνη της στο σκοτεινό δωμάτιο...


Nadia