Αγάπη από Πέτρα (Κεφάλαιο 10)

Ηθελα εδω και ωρα να ανοιξω τα ματια μου...αλλα φοβομουν. Ηξερα πως ημουν μονη και πως δεν θα αλλαζε τιποτα αλλα οταν τα ειχα κλειστα θυμομουν ακομα την χθεσινη νυχτα. Την εβλεπα. Δυστυχως ο ηχος του κινητου μου ηθελε να μου το χαλασει ολο αυτο. Ειχε χτυπησει πανω απο δεκα φορες την τελευταια ωρα. Ανασηκωθηκα λιγο και ενιωσα εναν οξυ πονο στην μεση μου και στο χερι που ειχα χτυπησει με την μηχανη. Κρατησα το κινητο στα χερια μου και ειχα αρκετες κλησεις απο την Ρω, τον Μαριο, τον Ελιοτ και παρα πολλα μηνυματα που ρωτουσαν που ειμαι. Η ωρα ηταν περασμενη και κοντευε να ερθει το μεσημερι. Κοιμομουν παρα πολλες ωρες. Τεντωθηκα και πληκτρολογισα τον αριθμο της Ρω.
"ΠΟΥ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΕΙΣΑΙ?" τσιριξε με το που το σηκωσε και κρατησα τους κροταφους μου απο τον πονο που μου προξενησε. Ενιωθα χαλια.
"Ηρεμησε ειμαι-"
"Μην μου λες να ηρεμησω! Σε ψαχνουμε ολη μερα! Κοντευουμε να τρελαθουμε απο την αγωνια μας." ειπε και φαινοταν αναστατωμενη. Σκατα τα εκανα.
"Συγγνωμη. Ειμαι στο σπιτι της μαμας μου. Δεν θα αργησω να γυρισω." ειπα μονοτονα και για μια στιγμη δεν μιλησε καμια μας.
"Ενταξει. Εγω ειμαι στην σχολη. Θα μαγειρεψεις τιποτα η να φερω εγω κατι απ' εξω." με ρωτησε πιο ηρεμα αυτη την φορα και αναστεναξα.
"Ποσοι θα ειμαστε?"
"Ολοι."
Και να ηθελα ησυχια δεν προκειται να την ειχα.
"Θα μαγειρεψω εγω. Τα λεμε μετα." ειπα και κλεισαμε. Μαζεψα τα πραγματα μου και κατεβηκα σιγα σιγα την σκαλα. Η αυλη μας ειχε πολυ ομορφα χρωματα τετοια ωρα. Μπηκα μεσα και αφου βεβαιωθηκα οτι κλειδωσα την πισω πορτα, μπηκα στο χωλ. Την ωρα που περνουσα απο το παλιο μου δωματιο ξαφνικα σταματησα και κοιταξα την κλειστη πορτα. Εκανα να αγγιξω το πομολο αλλα το χερι μου ετρεμε. Φοβομουν τις αναμνησεις που θα εισεβαλαν παλι στο μυαλο μου. Τις ειχα διαγραψει αλλα δεν ηθελα να γυρισουν πισω. Ηθελα ομως να ριξω μια ματια. Οταν εφυγα βιαζομουν τοσο πολυ που δεν ειχα παρει σχεδον τιποτα απο τα πραγματα μου και καθε φορα που ερχομουν για να μεινω μονη η για να νιωσω πιο κοντα στην μαμα μου δεν εβλεπα κανενα δωματιο. Κατεβασα το πομολο και η πορτα ανοιξε με ενα μακροσυρτο *κρικ*. Τα παντα ηταν βουτιγμενα στο σκοταδι. Εκανα ενα βημα εμπρος και ψιλαφισα τον τοιχο απο τ' αριστερα μου. Μολις βρηκα τον διακοπτη και τον πατησα ο χωρος φωτιστηκε. Στον αερα υπηρχε μια πνιχτη μυρωδια κλεισουρας και γιασεμιου. Παντα αυτο το γιασεμι. Σταθηκα στην μεση του δωματιου και κοιταξα τα παντα γυρω μου. Τα ραφια με τα βιβλια μου, το παλιο μου κρεβατι, το γραφειο μου με τα πρωτα μου συνεργα ζωγραφικης και αλλα πολλα πραγματα ηταν ολα καλυμμενα με ενα λεπτο στρωμα σκονης και μερικους ιστους αραχνης. Πλησιασα την βιβλιοθηκη μου με τα αμετρητα βιβλια και κοιταξα εναν εναν τους τιτλους. Ειχα περασει αμετρητες μερες και βραδια διαβαζοντας απο 2 και 3 φορες το καθενα απο αυτα. Τραβηξα μερικα και αφου τα ξεσκονησα τα κρατησα στην αγκαλια μου και υστερα βγηκα απο το δωματιο. Σιγουρα θα επεστρεφα συντομα για να παρω μερικα πραγματα. Καθως περνουσα απο το χωλ το ματι μου επεσε σε μια μερια του τοιχου που ηταν γεματη φωτογραφιες. Σταθηκα εκει και τις κοιταξα ενω εμφανιστηκε ενα μικρο μειδιαμα στο προσωπο μου. Σε πολλες ημουν εγω με την μαμα Μαιρη και σε μερικες υπηρχαν γυρω μας ενα δυο απο τα προσωρινα αδερφια μου. Ολοι γελουσαμε. Απλωσα το χερι και κρατησα μια κορνιζα στο χερι μου. Ημουν δεκαεξι οταν την ειχα βγαλει αυτη και ημασταν με την μαμα σε μια απο τις κυριακατικες εκδρομες μας στην θαλασσα. Κοιτουσαμε και οι δυο τον ηλιο και χαμογελουσαμε ολο χαρα. Με κρατουσε αγκαλια και εγω ειχα τυλιξει τα χερια μου γυρω της. Κατι καυτο κυλησε απο τα ματια μου και τοτε καταλαβα πως ενα δακρυ ειχε δραπετευσει. Το σκουπισα με την αναποδη πλευρα του χεριου μου και αφου κρατησα και αυτη την φωτογραφια εκλεισα τα παντα και βγηκα εξω. Κλειδωσα και πηρα τον δρομο του γυρισμου.
Καθως περνουσα απο ενα μαναβικο αγορασα μερικα φρεσκα λαχανικα και καποια απο τα αγαπημενα μας φρουτα για το σπιτι. Σιγουρα θα χρειαζομουν ενα-δυο πραγματα παραπανω για να μαγειρεψω για ολους. Ευτυχως εχθες μου εδωσαν ρεπο για σημερα και ετσι μπορουσα να κανω μερικες δουλειες απο αυτες που ειχα σε εκρεμμοτητα. Επρεπε να παω να παρω και την μηχανη απο το συνεργειο και κατα καποιο τροπο ενιωθα ευχαριστηση που επιτελους θα την ειχα παλι κοντα μου.
Αφου φωνισα και γυρισα σπιτι, αφησα τα φωνια στο τραπεζι της κουζινας και ανεβηκα στο δωματιο μου για να αλλαξω. Φορεσα τα ρουχα για μεσα στο σπιτι και αφου εβαλα την φωτογραφια της μαμας μου επανω στο κομοδινο μου κατεβηκα για να ξεκινησω με το μαγειρεμα. Η Ρω και ο Μαριος τελειωναν σχεδον σε δυο ωρες και ευτυχως τελειωσα με το φαγητο νωρις. Εκανα ενα ζεστο μπανιο μηπως και χαλαρωσουν οι μυς μου και σταματησω να ποναω και κουρνιασα σε μια γωνια του καναπε να τους περιμενω. Το μυαλο μου δεν με αφηνε ησυχο. Ηθελα τοσο πολυ να ηρεμισω αλλα τα παντα εμεναν στασιμα να με βασανιζουν. Ιδιαιτερα σκεφτομουν εκεινον και το πως χαθηκε. Εμοιαζε σαν τα παραμυθια ο τροπος που εφυγε. Με το χαραμα της Αυγης. Ισως ηταν καλυτερα ετσι ομως και παλι κατι μεσα μου μου υπενθυμιζε πως δεν το ηθελα αυτο. Ηθελα να τον δω παλι.Σημερα. Ξανφικα η πορτα ανοιξε και τα παντα μεσα μου παγωσαν. Η Ρω μπηκε φουριοζα μεσα και κοιταξε γυρω της. Μολις με ειδε ηρθε προς το μερος μου και με αγκαλιασε σφιχτα.
"Σιγα, θα με σκασεις!" ειπα πνιχτα και με αφησε. Καθισε απεναντι μου και με αγριοκοιταξε.
"Γιατι δεν μου εστειλες ουτε ενα μηνυμα? Δεν σου εκοψε οτι μπορει και να ανησυχουσα? Ξυπνησα και δεν σε βρηκα πουθενα και δεν απανταγες και στο τηλεφωνο σου." αρχισε να παραμιλαει και κοιταξα το πατωμα αγανακτησμενη. Ηταν σαν να μου εκανε κυρηγμα η κηδεμονας μου η κατι τετοιο. Ηταν το τελευταιο που χρειαζομουν. Χρειαζομαι επειγοντως υπνο.
"Σου ζητησα συγγνωμη. Ημουν στο σπιτι μου." ειπα λιγο πιο εντονα απ' οτι υπολογιζα και εκεινη απλως εγινε εξω φρενων. Σηκωθηκε ορθια και αρχισε να πηγαινει περα δωθε.
"Και ουτε καν σκεφτηκες να με ενημερωσεις! Μπορει να σου ειχε συμβει τιποτα και εγω να μη το ηξερα!"
"Γιατι πρεπει παντα να το κανεις θεμα? Εγω σου λεω τιποτα που καθε τοσο ξαφνικα ξυπναω και βλεπω τον καθε αγνωστο εδω μεσα να κυκλοφορει με το μποξερακι?" ειπα νευριασμενα. Ξαφνικα παγωσα και την ειδα που με κοιταξε σοκαρισμενη.
"Καρολαιν, το παρατραβηξες." ειπε ο Μαριος που τοση ωρα μας παρακολουθουσε σιωπηλος. Εκεινη την στιγμη μπηκε μεσα και ο Ελιοτ και ευτυχως δεν ακουσε τιποτα απο οτι και αν ειπα. Δεν το ηθελα αλλα τα νευρα μου δεν ηταν καθολου καλα.
"Μαριε, αφησε την. Απο' τι φαινεται εχει να πει πολλα." ειπε ταραγμενη η Ρω και την αγριοκοιταξα.
"Εισαι απλα ηλιθια!" της φωναξα και γυρισα την πλατη για να φυγω. Δεν προκειται να το συνεχιζα αλλο.
"Και εσυ νευρασθενικη! Δεν ξερεις τι σου γινεται και ταλαιπωρεις και τους αλλους." τσιριξε και σταθηκα για μερικα δευτερολεπτα διχως να γυρισω να την κοιταξω.
"Ρω!" της ειπε ο Ελιοτ και απλα χαμογελασα. Γυρισα λιγακι ωστε να τους κοιταζω ενω το χαμογελο δεν εσβησε στιγμη απο τα χειλη μου.
"Ισως και να εχεις δικιο." ειπα ηρεμα και εφυγα. Ανεβηκα στο δωματιο μου και κλειδωθηκα μεσα. Κατευθειαν επεσα στο κρεβατι μου και εκλεισα τα ματια. Η ολη ενταση εκανε το κεφαλι μου να ποναει αλλα ολα αυτα που ειπε αγγιξαν την καρδια μου σαν μαχαιρια. Δεν ηταν απο τους ανθρωπους που ελεγε ευκολα κακια και ειμαι σιγουρη οτι τα ειπε επειδη ανησυχησε πολυ και επειδη μου ειχαν ξεφυγει και εμενα κουβεντες που δεν επρεπε. Το μονο που ηθελα ηταν ησυχια και τιποτα αλλο. . . .


Merian