Παιχνίδι Εμπιστοσύνης (Κεφάλαιο 8)


12 χτυπάει το ρολόι, τη νύχτα. Η Ζωή, ντυμένη Σταχτοπούτα, τρέχει μέσα στο δάσος. Το Φάντασμα την κυνηγάει με ένα κοφτερό μαχαίρι. Φωνάζει βοήθεια, αλλά ποιος να την ακούσει στο πάρτι με τόσο δυνατή μουσική; Το πανέμορφο λευκό της φόρεμα πιάνεται σε κάτι αγκάθια ενός θάμνου και πέφτει με τα μούτρα στις λάσπες. Αυτή ουρλιάζει καθώς βλέπει το Φάντασμα έτοιμο να την μαχαιρώσει. 

15 ώρες πριν. Ο Μπράντλεϋ αφήνει μια τεράστια πορτοκαλί κολοκύθα πάνω στον πάγκο, στην κουζίνα της φάρμας. Ο Ρικ με τη Ζωή αρπάζουν από ένα μαχαίρι και ξεκινούν να την αδειάζουν. Ο πατέρας της Ζωής πάει κάθεται στο σαλόνι και βλέπει τηλεόραση, θλιμμένος.
«Έτσι είναι από τότε που έμαθε για την Μέριλιν. Το σπίτι είναι ήσυχο σα νεκροταφείο» του λέει η Ζωή. «Τον καταλαβαίνω. Όλες αυτές οι ερωτήσεις στο μυαλό και καμία απ’ αυτές δεν έχουν απάντηση, ίσα ίσα δημιουργούν όλο και περισσότερες ερωτήσεις» της λέει καθώς αρχίζει να σχεδιάζει το μάτι της κολοκύθας.
«Λοιπόν, εσύ θα κόψεις την αριστερή πλευρά κι εγώ την δεξιά. Να δούμε ποιος θα την κάνει καλύτερη» λέει η Ζωή, χαμογελαστή. Ο Ρικ μένει σιωπηλός, κόβοντας την κολοκύθα. «Μήπως έκανα λάθος που ήρθα, Ζωή; Δεν είμαι για τρελά πάρτι κανονικά, ακόμα πενθώ τον πατέρα μου» της λέει.
«Ένα ποτό θα πιούμε να ξεχαστούμε, Ρικ, και μετά θα επιστρέψουμε εδώ. Στις δύσκολες στιγμές είναι που χρειαζόμαστε πιο πολύ ο ένας τον άλλον…» του λέει και τον αγκαλιάζει. «Μήπως να άφηνες το μαχαίρι προτού μ’ αγκαλιάσεις;» της λέει και γελάει. «Και δηλαδή, αν δεν είναι τρελό το πάρτι…γιατί πρέπει να φορέσω αυτό το τρελό κοστούμι;» παίρνει απ’ τον πάγκο μια στολή Ρομπέν των Δασών.
«Γιατί μου φαίνεται πολύ σέξι!» του λέει η Ζωή κι αυτός κάθεται και τραβάει το κολάν και κουνάει το κεφάλι, σαστισμένος. «Όχι, με τίποτα δε το φοράω εγώ αυτό!» λέει ο Ρικ και το πετάει μακριά. «ΟΚ, και τι θες τότε να ντυθείς; Δεν έχω άλλες στολές!» του λέει η Ζωή. «Μπορώ να ντυθώ κάτι πιο απλό, να βάλω γυαλιά και παλιά ρούχα και να ντυθώ σπασίκλας» της προτείνει όσο αυτή μαχαιρώνει την κολοκύθα.
«Ή μπορείς να ντυθείς απλά μεγαλοδικηγόρος» του λέει, «το ίδιο πράγμα μου φαίνεται, απλά προσθέτεις κι έναν χαρτοφύλακα. Θα κάνεις και πρόβα για το μέλλον» του χαμογελάει κι αυτός το σκέφτεται. «Έγινε» της λέει. «Έτσι κι αλλιώς, εμένα θα κοιτάνε όλοι με το τέλειο φόρεμα που πήρα για μοντέρνα Σταχτοπούτα. Αχχ πόσο τέλειο είναι!» φωνάζει η Ζωή κι ο πατέρας της ξεροβήχει να χαμηλώσει τη φωνή της.
Χτυπάει η πόρτα, είναι η Σιμόν με τον Τομ. Χαιρετιούνται και φιλιούνται και τους προσκαλούν μέσα. «Παραλίγο να χαθούμε στο δάσος, ό,τι να ναι» λέει ο Τομ, ψιλο-τσαντισμένος. «Αλλά πανέμορφη περιοχή» συμπληρώνει η Σιμόν και αφήνει κάτι σακούλες στο τραπέζι. Ύστερα κοιτάνε την κολοκύθα, η οποία είναι μόνο η μισή σκαλισμένη, η μεριά δηλαδή της Ζωής.
«Χμμμ, αυτή είναι ίσως η πιο περίεργη κολοκύθα που έχω δει. Αλλά σίγουρα θα πάρει likes στο instagram» σχολιάζει η Σιμόν και γελούν. Ο Τομ πετάει μια μπύρα στον Μπράντλεϋ που τον χαιρετάει με απλό νόημα, και κάθεται δίπλα του να δουν το καρναβάλι της Βραζιλίας live στη τηλεόραση. Κάθε φορά που εμφανίζεται ένας κουνιστός πισινός Βραζιλιάνας χορεύτριας, ξεροκαταπίνουν μια γουλιά απ’ τη μπύρα ταυτοχρόνως.
«Δεν είναι και τόσο κακό το Halloween τελικά» λέει ο Τομ.
«Τι θα ντυθείς εσύ, Σιμόν;» ρωτάει η Ζωή, καθώς καθαρίζει τον πάγκο. «Πήρα ότι μου ‘ρχοταν βασικά. Κάτι σαν ράπερ, τύπισσα του δρόμου, πολύ urban και πολύ badass αλλά και πάλι έγκυος βέβαια» της απαντάει η Σιμόν. «Κι ο Τομ θα ντυθεί βαμπίρ. Όχι Έντουαρντ στιλ, κανονικό βαμπίρ» συνεχίζει.
Αφού φάγανε μεσημεριανό, αρχίζουν να ντύνονται και να ετοιμάζονται. Οι κοπέλες δηλαδή, γιατί οι άντρες είναι στον κήπο και παίζουν πάσες.
Το ετήσιο Halloween πάρτι πραγματοποιείται πάντοτε στο κέντρο εκδηλώσεων ‘Τσίρκο’, ένας μεγάλος πολυχώρος που στέγαζε παλιά ένα τσίρκο το οποίο όμως έκλεισε λόγω κάποιων θανατηφόρων ατυχημάτων στις δραστηριότητες. Με το αυτοκίνητο, η παρέα των 4 καταφτάνει. Έξω απ’ το κέντρο έχει μια τεράστια ουρά, κι όλοι γυρνούν και κοιτούν τη Ζωή όταν βγαίνει απ’ το αμάξι, λόγω της απίστευτης βασιλικής ομορφιάς της.  Εκεί βλέπει κι ο Ρικ τι κοιτούν και συνειδητοποιεί ότι όντως η Ζωή έχει μια αψεγάδιαστη ομορφιά και φυσικά είναι και πολύ γλυκιά.
Ο Τομ προχωράει μπροστά και πάει κατευθείαν στην είσοδο των VIP. Τους αφήνουν να μπουν αμέσως και τους εύχονται χαρούμενο Halloween.
Το κέντρο είναι ασφυκτικά γεμάτο κι ευτυχώς που έχει μπαλκόνια και μπορούν να κάτσουν εκεί και να βλέπουν αυτούς που χορεύουν στην πίστα. Τα φώτα τρεμοπαίζουν κόκκινα, καπνοί, φωτορυθμικά, σερπαντίνες, κονφετί και γκλίτερ δημιουργούν μια απόλυτη πανδαισία καρναβαλιού. Όλοι είναι ντυμένοι σε διάφορα τρελά κοστούμια.
Ο Τομ παραγγέλνει ένα μπουκάλι σαμπάνια αμέσως και ένα ποτήρι χυμό πορτοκάλι για την Σιμόν. Ο Ρικ κάθεται εκεί και χαζεύει τη διακόσμηση, θλιμμένος. Η Ζωή του δίνει ένα αυθόρμητο φιλί κι αυτός της χαμογελάει. «Έτσι μ’ αρέσει να σε βλέπω» του λέει. «Ωραίο το γυαλί πάντως. Σου πάει το στιλ. Κι είμαι σίγουρη θα γίνεις ένας καταπληκτικός δικηγόρος» συνεχίζει.
«Μόνο που ένας δικηγόρος πρέπει να ξέρει να λέει ψέματα καμιά φορά. Και να μπορεί να καταλάβει ποτέ λένε οι άλλοι» της λέει. Εμφανίζεται τότε ο σερβιτόρος του, που δεν είναι άλλος απ’ τον Μάρτιν, που φοράει μόνο ένα μαύρο παντελόνι, ψηλό καπέλο και ένα παπιγιόν. Οι τέσσερις τον κοιτούν έκπληκτοι, ειδικά ο Ρικ.
«Φυσικά, ποιος άλλος;» μουρμουρίζει στη Ζωή.
«Η σαμπάνια σας και ο χύμος. Σας φέρνω και ξηρούς καρπούς και φρούτα» τους λέει και χαμογελάει στη Ζωή. Με το που στρίβει, αμέσως αρχίζουν να τον σχολιάζουν. «Πόσες δουλειές κάνει αυτός τέλοσπάντων;» αναρωτιέται ο Τομ. «Και γιατί χαμογέλασε μόνο στη Ζωή;» λέει ο Ρικ, νευριασμένος.
«Ωπ ζήλεψες;» ρωτάει η Ζωή, χαμογελώντας. «Όχι, απλά…έχω απορία. Μας ξέρει και τους τέσσερις τόσο καιρό, γιατί δε μας χαιρέτισε κανονικά;» συνεχίζει ο Ρικ. «Μήπως επειδή τη τελευταία φορά του επιτέθηκες και τον προσβάλεις κάθε φορά;» προτείνει η Σιμόν.
«Σιγά μια μπουνίτσα του ‘ριξα» λέει ο Ρικ και συνεχίζει εκνευρισμένος «Αλλά έχω το προαίσθημα ότι ξέρει για τη Μέριλιν κι ο Λαρς ακόμα να βρει τη σύνδεση γαμώτο!» Πίνει σαμπάνια και προσπαθεί να ηρεμήσει. «Πάντως ωραία στολή φοράει» σχολιάζει η Ζωή κοιτώντας τους κοιλιακούς του Μάρτιν που σερβίρει στο δίπλα τραπέζι. Ο Ρικ την κοιτάει θυμωμένος.
«Δε το λες και στολή αυτό» λέει ο Ρικ. «Ναι, και χρειάζεται και δουλειά στους τρικέφαλους και τους ώμους, είναι δυνατόν;» σχολιάζει ο Τομ. «Τραγικό…» λέει η Σιμόν και γελούν.
Όταν ξανάρχεται ο Μάρτιν με τους δίσκους με τα σνακς, ο Ρικ τον καρφώνει με το θυμωμένο βλέμμα του. «Ωραίες στολές πάντως» σχολιάζει ο Μάρτιν, χαμογελαστός. «Εσύ είσαι βαμπίρ, σταχτοπούτα, ε…ράπερ;» κολλάει στη Σιμόν κι η ίδια του απαντάει «γκαστρωμένη ράπερ» και γελάνε. «Τέλειο. Κι εσύ…» γυρνάει στον Ρικ και σκέφτεται. Όλοι περιμένουν την απάντηση και πιο πολύ ο Ρικ που κρατάει με το ζόρι το ποτήρι στο χέρι του. «Χμ, ένας σπασίκλας μου μόλις ξεπαρθενεύτηκε;» λέει κι όλοι σκάνε στα γέλια, εκτός του Ρικ που γίνεται κατακόκκινος από οργή.
«Πολύ αστείο. Θες να σου πω κι εγώ τι ντύθηκες; Μαλάκας!!!» φωνάζει ο Ρικ και πετάει το ποτήρι με τη σαμπάνια πάνω στον Μάρτιν. Έρχεται αμέσως η ασφάλεια και τους πετάει έξω. «Για μια φορά δε μπορούσες να συγκρατηθείς!» λέει η Ζωή ενοχλημένη και προχωρούν να βρουν το αμάξι.
«Μισό λεπτό, δηλαδή το διαλύουμε, πάμε στη φάρμα;» ρωτάει ο Τομ, στεναχωρημένος. «Τι άλλο να κάνουμε;» ρωτάει η Σιμόν, και τότε βλέπουν που κάθονται διάφορα ζευγάρια στην πλατεία και πίνουν, κι άλλες παρέες είναι στα παγκάκια με κιθάρες και τραγουδούν. Έτσι λοιπόν, πηγαίνουν και κάθονται εκεί.
«Αχ θέλω τουαλέτα!» λέει η Σιμόν, προτού κάτσει κι η Ζωή την παίρνει και πηγαίνουν σε μια καντίνα πιο πέρα. Εντωμεταξύ, βγαίνει ο Μάρτιν απ’ το κέντρο να κάνει ένα τσιγάρο και τους παρακολουθεί από μακριά, απογοητευμένος.
Η Σιμόν φαίνεται λυπημένη κι η Ζωή προσπαθεί να καταλάβει τον λόγο. «Οι εξετάσεις του μωρού ήρθαν και φαίνεται ότι έχει κάποιες νοητικές ανωμαλίες» αποκαλύπτει η Σιμόν. «Ωχ όχι ρε, λυπάμαι πολύ, Σιμόν, δε το ‘ξερα» της λέει η Ζωή, φανερά στεναχωρημένη. «Λένε ότι είτε δε θα ζήσει πολύ είτε θα υποφέρει από διάφορες ψυχώσεις, κι ότι πρέπει να του δίνω χάπια απ’ την πρώτη μέρα! Το φαντάζεσαι; Αυτή η Δρ. Λίλι μου το ‘πε» της λέει η Σιμόν και μπαίνουν σε ένα μικρό μπάνιο της καντίνας με μια μόνο τουαλέτα.
Η Σιμόν δίνει το κινητό της στη Ζωή να το κρατάει και πάει μέσα. Η Ζωή φαίνεται ανήσυχη μ’ αυτό που της είπε και στέκεται απ’ έξω και περιμένει. Τότε το κινητό της Σιμόν παίρνει ένα μήνυμα κι η Ζωή αυθόρμητα το διαβάζει: «Πόσα θα έδινες για τον σχιζοφρενή γιο σου; Παράτα τον όσο προλαβαίνεις, πριν μάθει να χειρίζεται αιχμηρά αντικείμενα. Χα χα χα». Η Ζωή το κοιτάει με αηδία, και βλέπει ότι ο αποστολέας λέγεται ‘Κ’. «Σιμόν! Αργείς πολύ;» λέει φοβισμένη η Ζωή. Άλλο ένα μήνυμα έρχεται «Θα σου κάνω τη χάρη και θα το βγάλω από μέσα σου τον διάολο. Απόψε κιόλας». «Σιμόν!!!» φωνάζει και ανοίγει την πόρτα της τουαλέτας και βλέπει τη Σιμόν λιπόθυμη στο πάτωμα.
Αμέσως, την σηκώνει πανικόβλητη στους ώμους και φωνάζει για βοήθεια. Βγαίνουν απ’ την καντίνα και την βάζει να ξαπλώσει σ’ ένα παγκάκι όσο προσπαθεί να καλέσει το ασθενοφόρο. Τότε όμως παίρνει κι άλλο ένα μήνυμα στο κινητό της Σιμόν. «Αλλά μάλλον πρώτα πρέπει να σκοτώσω τη φίλη σου που ανακατεύεται παντού. Γεια σου, Σταχτοπούτα»
Η ανάσα της κόβεται. Η καρδιά της χτυπάει δυνατά. Κοιτάει τριγύρω, τρομαγμένη. Βλέπει μια σκιά να κινείται ανάμεσα στα δέντρα. «Ξύπνα, Σιμόν…» ψιθυρίζει. Τα χέρια της τρέμουν και με δυσκολία κρατάει το κινητό. «Θάνατος!» παίρνει το μήνυμα και μετά παίρνει συνέχεια το ίδιο μήνυμα απανωτά και προσπαθεί να πάρει τηλέφωνο. Τότε ακούει βήματα από πίσω της και σιγά σιγά με δάκρυα στα μάτια γυρνάει. Από μια απόσταση, βλέπει το Φάντασμα να πλησιάζει. «Όχι, Θεέ μου! Σιμόν, ξύπνα, σε παρακαλώ! Ρικ!!!!» ουρλιάζει κι ακούγεται σ’ όλο το χώρο.
Το Φάντασμα καταφτάνει και μπροστά της και βγάζει ένα κοφτερό μαχαίρι. Αυτή μπλοκάρει το χέρι του αλλά είναι δυνατό. Κλωτσάει το Φάντασμα στην κοιλιά και τρέχει μακριά και μπαίνει μέσα στο δάσος. Εντωμεταξύ, μαζεύεται κόσμος γύρω απ’ τη Σιμόν κι έτσι ο Τομ με τον Ρικ καταλαβαίνουν ότι κάτι συνέβη κι αμέσως πηγαίνουν να τη βοηθήσουν. Το ασθενοφόρο φτάνει μετά από λίγο και μπαίνουν μέσα, ενώ ο Ρικ μένει πίσω να κοιτάξει για τη Ζωή.
Η Ζωή τρέχει μέσα στο δάσος. Το Φάντασμα την κυνηγάει αποφασισμένο. Το λευκό της φόρεμα πιάνεται σε κάτι αγκάθια ενός θάμνου και πέφτει με τα μούτρα στις λάσπες. Αυτή ουρλιάζει καθώς βλέπει το Φάντασμα έτοιμο να την μαχαιρώσει, και τότε του επιτίθεται ο Μάρτιν και τον ρίχνει στο έδαφος. Αρχίζει να του ρίχνει μπουνιές βάναυσα και ύστερα πάει και βοηθάει τη Ζωή να σηκωθεί. Ύστερα πάνε να δουν ποιος είναι το Φάντασμα αλλά εξαφανίστηκε.
«Πού πήγε; Πριν λίγο εδώ ήταν!» λέει ο Μάρτιν, εκνευρισμένος. «Αχ Θεέ μου, πρέπει να φύγουμε!» λέει η Ζωή και τότε την παίρνει ο Ρικ και πάει να το σηκώσει αλλά ο Μάρτιν της το κλείνει. «Πρέπει να προχωρήσουμε αθόρυβα και να κρυφτούμε στο δάσος! Κλείστο!» της ψιθυρίζει και αρχίζουν να προχωρούν γρήγορα, κοιτώντας παράλληλα σ’ όλες τις κατευθύνσεις για το Φάντασμα.
Ο Ρικ κλείνει το κινητό του και συνεχίζει να κοιτάει τριγύρω, τρομοκρατημένος. Τότε απ’ την πίσω πόρτα του κέντρου του πάρτι, βλέπει έναν άνθρωπο με λευκή κουκούλα να μπαίνει μέσα και τρέχει από πίσω. Καταφέρνει να εισχωρήσει στο κτίριο περπατώντας ανάμεσα σ’ ένα μπούγιο με κάτι μασκαράδες υπαλλήλους του κέντρου.
Στρίβει δεξιά σ’ ένα στενό διάδρομο όπου βλέπει από μακριά αυτόν άνθρωπο τον οποίο ακολουθεί. Περνάει από διάφορες πόρτες και καταλήγει σε μια τεράστια αποθήκη όπου βρίσκονται όλα τα παλιά σκηνικά του τσίρκου. Βλέπει τον κουκουλοφόρο να μπαίνει σ’ ένα δωμάτιο κι ακολουθεί κι ο Ρικ. Είναι ένα μεγάλο δωμάτιο με καθρέφτες. Ο Ρικ προσπαθεί να καταλάβει από πού πήγε αλλά είναι παντού. Ξαφνικά στα μεγάφωνα ακούγεται μια ομιλία.
Προσπαθεί ν’ ακούσει κι είναι ο πατέρας του, ο Ντον, που εκλιπαρεί τη μητέρα του Ρικ, τη Λαρίσα, να μην τον σκοτώσει. Ύστερα ακούγονται τα ουρλιαχτά του και τα κλάματα της Λαρίσα. Ο Ρικ κλείνει τα αυτιά του και πάει να βγει απ’ το δωμάτιο αλλά είναι κλειδωμένο. Μπαίνει πιο μέσα στο δωμάτιο και πέφτει συνεχώς σε καθρέφτες. Δεν υπάρχει έξοδος πουθενά και αρχίζει και ζαλίζεται. Ο κουκουλοφόρος εμφανίζεται κάπου κάπου και αυτός τον ακολουθεί αλλά τον χάνει πάλι μέσα στους αντικατοπτρισμούς. Η συνομιλία αρχίζει πάλι απ’ την αρχή και παίζει ξανά και ξανά και αυτός αρχίζει να ουρλιάζει και να κλαίει για βοήθεια. Γονατίζει στο έδαφος. «Κάντο να σταματήσει, σε παρακαλώ!!!» φωνάζει καθώς ακούει τον πατέρα του να ουρλιάζει απ’ τον πόνο των μαχαιριών.

Την 15η φορά που παίζει η ηχογράφιση παρατηρεί πως συνεχίζει να παίζει και μετά το σημείο που συνήθως σταματούσε πριν. Η Λαρίσα κλαίει και ουρλιάζει «Τι έκανα; Τι έκανα, Θεέ μου!» και τότε ακούγεται η φωνή της θείας Μέρεντιθ, «Έκανες αυτό που έπρεπε, Λαρίσα». Ο Ρικ μένει άφωνος και προσπαθεί να αναπνεύσει.
Δίπλα του εμφανίζεται ξανά ο κουκουλοφόρος, ο οποίος τον χτυπάει στο κεφάλι δυνατά μ’ ένα μπαστούνι και ο Ρικ πέφτει κάτω αναίσθητος.


ΣταύροςkS