Παιχνίδι Εμπιστοσύνης (Κεφάλαιο 12)


Στο νοσοκομείο, η Μέρεντιθ κοιμάται στο κρεβάτι, κι ο Ρικ με τη Ζωή βρίσκονται απ’ έξω, αμίλητοι και νευρικοί. Ξαφνικά, τρέχει μέσα ο Μάρτιν ανήσυχος.
«Πού είναι; Είναι καλά;» ρωτάει ο Μάρτιν, λαχανιασμένος. Ο Ρικ τον κοιτάει, κατάπληκτος, και τον καθησυχάζει. Ο Μάρτιν κάθεται να πάρει ανάσα, έτοιμος να κλάψει. Μετά εξοργίζεται και αρχίζει να κλωτσάει τα καθίσματα και να δίνει μπουνιά στους τοίχους. Όταν ο Ρικ προσπαθεί να τον ηρεμήσει, ο Μάρτιν τον σπρώχνει και πέφτει κάτω.
Αμέσως, βγάζει ο Μάρτιν απ’ τη τσέπη του δυο κόκκινα χαπάκια και παίρνει βαθιές ανάσες. «Είσαι καλά;» ρωτάει η Ζωή τον Ρικ, βοηθώντας τον να σηκωθεί. Οι δυο τους, τρομαγμένοι, κοιτούν τον Μάρτιν καθώς ηρεμεί με τα χάπια σιγά-σιγά.
«Συγνώμη, Ρικ, απλά αγαπώ πολύ τη θεία σου και φοβήθηκα. Θεέ μου, πώς καταλήξαμε εδώ; Εγώ φταίω για όλα» ομολογεί κι ο Ρικ τον κοιτάει σοκαρισμένος. «Ήρθε η ώρα να μιλήσεις, Μάρτιν! Τι εννοείς ότι φταις εσύ; Πες μου ή δε ξέρω κι εγώ τι θα κάνω!» φωνάζει ο Ρικ και έρχεται η νοσοκόμα να του κάνει παρατήρηση να ησυχάσει.
«Δε μπορώ να μιλήσω, Ρικ. Δε θέλω να χάσω τη ζωή μου!» του λέει ο Ρικ. «Θα τη χάσεις από μένα αν δε τα πεις όλα τώρα! Πού είσαι μπλεγμένος;» τον ρωτάει κι ο Μάρτιν αρχίζει και γελάει. «Δεν καταλαβαίνεις; Είμαστε όλοι μπλεγμένοι! Κι εσύ! Κι αυτή!» δείχνοντας τη Ζωή, γελώντας. «Όλοι θα πεθάνουμε στο τέλος. Όλοι!» γελάει σαν τρελός με δάκρυα στα μάτια του. Ο Ρικ κοιτάει τη Ζωή, μπερδεμένος και προβληματισμένος. 
Τη επόμενη μέρα, όταν η Μέρεντιθ ξύπνησε, πήρε τη βαλίτσα της κι έφυγε για κάποια άγνωστη τοποθεσία. Ο Ρικ επιστρέφει στο νοσοκομείο, καθώς τον ειδοποίησαν οι νοσοκόμες ότι άφησε πίσω της τα ρούχα της.
Φτάνει λοιπόν σπίτι και κάθεται στον καναπέ κρατώντας τα ρούχα της σε μια σακούλα, κουρασμένος και μπερδεμένος. Βγάζει τα παπούτσια του, βάζει τα πόδια του στο τραπεζάκι και βλέπει τηλεόραση. Γεμάτος περιέργεια, κοιτάει τις τσέπες των ρούχων μήπως έχουν κάτι. Βρίσκει κάτι χαρτομάντηλα, μια φωτογραφία του Λαρς και το κλειδάκι που είχε βγάλει η θεία Μέρεντιθ απ’ τον πάτο της γυάλινης χιονόμπαλας.
Το κοιτάει καλά καλά και σκέφτεται μήπως είναι το κλειδί για το κλειδωμένο συρτάρι του πατέρα του, στη σοφίτα. Έτσι λοιπόν, βάζει ξανά τα παπούτσια του και το παλτό του και βγαίνει έξω, αποφασισμένος.
Χτυπάει συνεχόμενα το κουδούνι της Λίλι, η οποία ανοίγει με την πετσέτα του μπάνιου γύρω της. «Ρικ;» ρωτάει αυτή, έντρομη. «Συγνώμη, Λίλι, που ενοχλώ τέτοια ώρα αλλά είναι επείγον» της λέει και τρέχει πάνω στη σοφίτα. Δοκιμάζει το κλειδί στο συρτάρι και ανοίγει! Είναι διάφορα χαρτιά της τράπεζας, λογαριασμοί, κλπ. και τέλος, βρίσκει ένα περίεργο σημείωμα που γράφει μόνο μία πρόταση ακριβώς έτσι: « η αΛήθεια θα σΕ ελευθερΩσει»
Πέρασε μια εβδομάδα, και ο Ρικ προσπαθεί ακόμα να καταλάβει τι σημαίνει αυτή η σημείωση. Γιατί την έγραψε ο πατέρας του και γιατί την κλείδωσε; Προφανώς έβγαλε τα γράμματα Λ, Ε και Ω μήπως λύσει τον αναγραμματισμό. «Λέω…τι λες, ρε μπαμπά;» αναρωτιέται ο Ρικ.  Έκανε έρευνα πάνω στην διάσημη αυτή φράση του Απόστολου Ιωάννη (8:33), σε ημερομηνίες και σε ονόματα και σημείωνε ότι αριθμούς υπήρχαν.
Παράλληλα μ’ αυτή την ασχολία, προσπαθεί να τελειώσει την εργασία του, ενώ για ακόμα μια φορά αποφεύγει τη Ζωή, λόγω του ότι του έκρυψε το γεγονός ότι της έστειλε μήνυμα η Μέριλιν.
«Ρικ!» η φωνή του Τομ τον ξυπνάει απότομα από τον υπνάκο πάνω στο γραφείο. «Τομ; Πώς μπήκες μέσα; Πρέπει να αποκοιμήθηκα στο γραφείο» του λέει. «Είχες αφήσει ανοιχτή την πόρτα. Πού έχεις το μυαλό σου; Σε έπαιρνα τηλέφωνο χθες και προχθές. Ανησυχώ, ρε φίλε. Έφερα γαριδάκια και παϊδάκια» του λέει ο Τομ και πάει στην κουζίνα. Ο Ρικ τρίβει το κεφάλι του και χασμουριέται.
«Είμαι τόσο κουρασμένος, δεν κοιμήθηκα καθόλου όλη τη βδομάδα» του λέει ο Ρικ. «Κι εγώ, άσε. Την πιάνουν τη Σιμόν κάτι παράξενες λιγούρες για ό,τι πιο άκυρο μπορείς να φανταστείς. Χθες ήθελε αρνί με μπάρμπεκιου σος και μαγιονέζα και κοτομπουκιές απ’ τα McDonalds και μαρμελάδα με φυστικοβούτυρο στο καπάκι. Φαντάζεσαι; Να τρέχω στους δρόμους του Ντάνβιλ να της βρω όλα αυτά!» λέει ο Τομ και στέκεται από πάνω του.
«Η αλήθεια θα σ’ ελευθερώσει; Εγώ θέλω να κοιμηθώ απλά, γίνεται;» του λέει ο Τομ, καθώς διαβάζει το σημείωμα.
Οι δυο τους κάθονται και βλέπουν τηλεόραση τρώγοντας γαριδάκια. «Εσύ δεν έκανες δίαιτα υποτίθεται;» τον ρωτάει ο Ρικ. «Σιγά τα καίω όλα» του απαντάει ο Τομ καταβροχθίζοντας μια ολόκληρη σακούλα και ανοίγοντας μια νέα. «Γυμναστήριο;» ρωτάει ο Ρικ. «Όχι, τρέχοντας για τα φαγητά της Σιμόν. Και για βάρη, τη σηκώνω απ’ όπου κάθεται κάθε πέντε λεπτά καθώς δε βολεύεται ο κώλος της πουθενά» του λέει και γελάνε.
Ο Ρικ τότε σταματάει να γελάει και κοιτάει τον Τομ, απογοητευμένος. Κλείνει τη τηλεόραση και γυρνάει να του μιλήσει. «Τομ, σε είδα να μιλάς με τον Λαρς και τον Μάρτιν τις προάλλες. Άκουσα τι λέγατε» του λέει ο Ρικ κι ο Τομ ξεροκαταπίνει και σηκώνεται αλλά ο Ρικ τον τραβάει πάλι κάτω. «Ρικ, σε παρακαλώ, έχω μια γυναίκα και ένα παιδί να προστατεύσω» του λέει, τρομαγμένος κι ο Ρικ παίρνει τα χέρια από πάνω του.
«Σε απειλούν; Ποιος; Ο Λαρς; Ή ο Μάρτιν;» ρωτάει ο Ρικ. «Δε μπορώ να σου πω, Ρικ, τίποτα. Συγνώμη, φίλε μου, αλλά δεν…πάντως εγώ δε φόρεσα ποτέ τη στολή του Φαντάσματος, το ορκίζομαι. Απλά είχα μπλέξει ήδη από όταν απήγαγαν την Μέριλιν και ήταν αργά ήδη. Γι’ αυτό βρέθηκες στη Μέρεντιθ χθες το βράδυ; Άκουσες τον Λαρς που σχεδίαζε να της επιτεθεί;» τον ρωτάει ο Τομ κι ο Ρικ σοκάρεται.
«Ο Λαρς ήταν το Φάντασμα;;» φωνάζει ο Ρικ και σηκώνεται. «Είπες ότι μας άκουσες!!!» λέει ο Τομ, φοβισμένος κι αγχωμένος και σηκώνεται να τον ηρεμήσει, αλλά ο Ρικ τον σπρώχνει. «Άκουσα μέχρι ένα σημείο μετά έκλεισε το παράθυρο. Ώστε αυτό ήταν το επόμενο σχέδιο, ε; Ήθελε να σκοτώσει την θεία μου; γιατί όμως, πες μου!!!» του φωνάζει ο Ρικ υστερικά.
«Δε ξέρω, Ρικ, αλήθεια, δε μου ‘χουν πει τίποτα, αλλά δε το σχεδίασε ο Λαρς, Ρικ, αυτός απλά υπακούει εντολές! Θεέ μου, πρέπει να πάω σπίτι, αν μαθευτεί ότι εγώ σου τα είπα αυτά θα σκοτώσουν τη Σιμόν!» λέει ο Τομ και φεύγει τρέχοντας.
Αμέσως, ο Ρικ αποφασισμένος κι οργισμένος να μάθει την αλήθεια, αρπάζει το χαρτάκι και το τηλέφωνό του και φεύγει επίσης, καλώντας τη Ζωή να τον συναντήσει αμέσως στο σπίτι της μητέρας του.
Στο σπίτι της Λαρίσα, κοιτούν το χρηματοκιβώτιο εξεταστικά. Η Ζωή κρατάει το χαρτάκι και προσπαθεί να σκεφτεί σιωπηλά. «Λοιπόν, βρίσκεις άκρη; Γιατί δεν αντέχω άλλο, Ζωή! Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Πρέπει να μάθω τον λόγο που γίνονται όλα αυτά» της λέει, αγχωμένος.
«Αν σταματήσεις να μιλάς για λίγο, ίσως να βρούμε την άκρη» του λέει. Αυτός κάθεται στον καναπέ, και προσπαθεί να ηρεμήσει. Η Ζωή περπατάει πέρα δώθε και μουρμουρίζει διάφορες λέξεις και νούμερα. Ύστερα κάθεται πιο δίπλα του και ξεφυσάει. «Δε ξέρω, ίσως αν μου το δειχνες όταν το βρήκες, μπορεί να ήταν ανοιχτό» του παραπονιέται. Αυτός δείχνει ενοχικός.
«Το ξέρω, Ζωή, αλλά ήμουν θυμωμένος μαζί σου…μου έκρυψες κάτι πολύ σημαντικό» της λέει. «Εγώ απλά ήθελα…» πάει να μιλήσει η Ζωή αλλά τη διακόπτει, «…να με προστατεύσεις, το ξέρω, επειδή σου το ‘πε η μεγάλη σου αδερφή. Αλλά δε με προστατεύεις έτσι, Ζωή. Αγωνιζόμαστε ενάντια και ‘γω δε ξέρω σε τι και όσα περισσότερα γνωρίζουμε τόσο πιο μπροστά πηγαίνουμε» της λέει κι αυτή απολογείται. Αυτός ξεφυσάει και την αγκαλιάζει. Αυτή αρχίζει να κλαίει στους ώμους του.
«Σου υποσχέθηκα ότι δε θα σ’ αφήσω, και αυτό θα κάνω. Αλλά θέλω να μου λες τα πάντα» της λέει και της δίνει ένα γλυκό φιλί στα χείλη.
Κάθονται για λίγο στον καναπέ κοιτώντας το χρηματοκιβώτιο. «Χμμμ, αυτό φαίνεται σαν χρηματοκιβώτιο παλιού τύπου που έχουν συνήθως συνδυασμό τριών αριθμών» του λέει η Ζωή. «Είχαμε στο σπίτι και έμαθα να το ανοίγω στα 16 για να παίρνω λεφτά για βότκα» συνεχίζει η Ζωή.
«Ναι, και; Δεν έχουμε τους αριθμούς, Ζωή» της απαντάει ο Ρικ κι αυτή ξανακοιτάει την πρόταση. ΛΕΩ. Χμμμ, ίσως δεν είναι τα γράμματα αλλά οι αριθμοί των λέξεων. Δηλαδή, Λ=11, Ε=5, Ω=24. Πηγαίνουν λοιπόν κοντά και η Ζωή ακουμπάει το αυτί της πάνω στο χρηματοκιβώτιο. Πρώτα, γυρίζει το ρολόι τέσσερις φορές στα αριστερά και σταματάει απαλά στο 11. Ύστερα γυρίζει το ρολόι τρεις φορές στα δεξιά και σταματάει στο 5.
Ξαφνικά, ακούγεται το τρίξιμο της εξώπορτας, γυρίζει ο Ρικ και βλέπει την Χλόη, η οποία τρομάζει όταν τον βλέπει. «Ρικ, τι κάνεις εδώ;» ρωτάει αυτή κοιτώντας τη Ζωή που συνεχίζει στο ξεκλείδωμα του χρηματοκιβωτίου. «Τίποτα, κάτι προσωπικά της οικογένειας. Εσύ;» τη ρωτάει κι αυτή απαντάει νευρικά, «Ήρθα να πάρω μπουφάν για τη μητέρα σου. Κρυώνει πολύ τελευταία, πρέπει να είναι ο πυρετός. Έλα να τη δεις καμιά μέρα» του λέει κι αυτός χαμογελάει και γνέφει.
«Άνοιξε!» λέει η Ζωή, περήφανη. Η Χλόη κοιτιέται με τον Ρικ και του χαμογελάει άβολα. «Να σας αφήσω λοιπόν, έχω πολλές δουλειές» λέει η Χλόη και πάει στο δωμάτιο της Λαρίσα βιαστικά.
Ο Ρικ τρέχει και βλέπει μέσα στο χρηματοκιβώτιο διάφορα χαρτιά τα οποία έχουν κωδικούς για τις τραπεζικές θυρίδες της μητέρας του, κι άλλα τέτοια. Η Ζωή κοιτάει πιο πίσω και παρατηρεί ένα κόκκινο τετράδιο. Το ανοίγει ο Ρικ και φαίνεται να είναι ένα ημερολόγιο που κρατούσε η Λαρίσα. Ο Ρικ το ανοίγει και ξαφνικά, χτυπάει το κινητό του.
«Ναι; Τομ; Τι έγινε; Έρχομαι ναι!» λέει τρομαγμένος και σηκώνεται να φύγει. «Ζωή, κάνε μου μια χάρη, σε παρακαλώ, πήγαινε στο σπίτι μου και κρύψε καλά το ημερολόγιο. Πρέπει να πάω στον Τομ, γιατί κάτι έπαθε η Σιμόν» της λέει και φεύγει, αφήνοντας τη Ζωή να το διαβάζει απ’ την αρχή.
Όταν φτάνει στο σπίτι του Τομ, η πόρτα είναι ανοιχτή και τα φώτα κλειστά. Μπαίνει μέσα σιγά-σιγά και πάει να ανάψει τα φώτα χωρίς επιτυχία. Προχωράει στο σαλόνι με το κινητό του να φέγγει το δρόμο. «ΡΙΚ, τρέξε!» ακούει ξαφνικά το ουρλιαχτό της Σιμόν και γυρνάει και με το φως του κινητού βλέπει το Φάντασμα να τρέχει κατά πάνω του.



ΣταύροςkS