Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 6) - "Εντολή του Πρίγκιπα"

Νόβγκοροντ, Δεκέμβριος 1020

 «Παρακαλώ, σκεφτείτε όσα σας είπα.», είπε ο απεσταλμένος του Μεγάλου Πρίγκιπα και άφησε τον άρχοντα Στεφάν Ραντοσλάβιτς μόνο, με τις σκέψεις του. Εκείνος αναστέναξε βαριά και σωριάστηκε στην καρέκλα του, αποκαμωμένος.
Τα λόγια του απεσταλμένου γύριζαν ξανά και ξανά στο μυαλό του. Ο Σβιατοπόλκ τον καλούσε πάραυτα στην πρωτεύουσα, για τη διευθέτηση επειγόντων κρατικών ζητημάτων. Δεν ήταν προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο.

Μερικές φορές τρόμαζε με το πόσο είχε αλλάξει η ζωή του από τότε που αποφάσισε να γίνει ακόλουθος του τωρινού μονάρχη. Θεωρητικά ήταν η καλύτερη απόφαση που είχε πάρει στην ζωή του. Μαζί του, είχε ανεβεί κι εκείνος, είχε αποκτήσει δύναμη και πλούτη. Είχε οριστεί Ηγεμόνας του Νόβγκοροντ της σημαντικότερης μετά το Κίεβο, ηγεμονίας, μια τιμή που άρμοζε μόνο στους πρίγκιπες της δυναστείας του Ρούρικ. Η οικογένειά του ζούσε με την άνεση που της άρμοζε. Ήξερε ότι είχε κάνει το χρέος του σαν γιος και πως η ψυχή του πατέρα του μπορούσε να αναπαυτεί εν ειρήνη, γνωρίζοντας ότι είχε τιμήσει τον λόγο που έδωσε.
Μέσα του όμως, είχε μετανιώσει πικρά.
Ο Στεφάν είχε δώσει τα πάντα στον Σβιατοπόλκ. και την ψυχή και το σώμα. Πολέμησε με αυταπάρνηση και ηρωισμό για να μπορέσει, να στεφθεί Μεγάλος Πρίγκιπας και δεν υπήρξε στιγμή που να δίστασε να εκτελέσει κάθε επιθυμία του άρχοντά του. Μολαταύτα από την πρώτη στιγμή που είδε τον Σβιατοπόλκ ν’ ανεβαίνει στον θρόνο, ο Στεφάν συνειδητοποίησε το λάθος που είχε κάνει. Συνειδητοποίησε ότι είχε ακολουθήσει τον πιο μοχθηρό και αιμοσταγή δυνάστη. Ένα κυριολεκτικά Καταραμένο δυνάστη. Μα, ήταν πια αργά.
Παρά την ντροπή που ένιωθε, σ’ εκείνον τον άνθρωπο είχε χαρίσει την ζωή του, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα παρά να δεχτεί την ανταμοιβή του και να πάει να κυβερνήσει στο Νόβγκοροντ. Ο πατέρας του θα ήταν υπερήφανος και ευτυχισμένος όμως εκείνον, ο τίτλος του Ηγεμόνα τον έκαιγε σαν πυρακτωμένο σίδερο. Αυτός δεν ήταν ποτέ ο στόχος του, ήταν η φιλοδοξία του πατέρα του κι αιτία του θανάτου του. Ο ίδιος αισθανόταν το βάρος των ευθυνών του αβάσταχτο και θα έκανε τα πάντα για να απελευθερωθεί απ’ αυτό. Αλλά αυτό ήταν αδύνατον και το ήξερε. Ήταν πολύ βαθιά μπλεγμένος για να ανακτήσει τον έλεγχο της ζωής του.
Ώρες ώρες αισθανόταν ότι καμία από τις επιλογές που είχε κάνει στη ζωή του, δεν ήταν αποτέλεσμα της δικής του κρίσης και βούλησης. Αισθανόταν ότι κάποιος άλλος είχε προκαθορίσει όλα τα βήματα και τις πράξεις του χωρίς να του αφήνει άλλη επιλογή από το να τα ακολουθήσει κατά γράμμα.
Δεν είχε απόλυτο άδικο. Ήταν σίγουρο πως η πορεία της ζωής του ήταν άρρηκτα δεμένη  με τη ζωή του πατέρα του και τις δικές του επιλογές.
Ο Ραντοσλάβ Ολέγκεβιτς και ο Γιαροπόλκ Σβιατοσλάβιτς συνδέονταν με μια αδερφική φιλία. Γνωρίζονταν από μικρά παιδιά, καθώς η πριγκίπισσα Όλγα, ανέλαβε υπό την προστασία της τον Ραντοσλάβ και τον μικρό του αδερφό, όταν ο πατέρας τους, ένας πλούσιος βογιάρος, σκοτώθηκε  σ’ έναν από τους επεκτατικούς πολέμους του Σβιατοσλάβ Ιγκόρεβιτς, του Γενναίου.
Ο Γιαροπόλκ εκτιμούσε και εμπιστευόταν απόλυτα τον Ραντοσλάβ και το απέδειξε έμπρακτα όταν στέφθηκε Μεγάλος Πρίγκιπας. Τον διόρισε διοικητή του Νόβγκοροντ, όταν καθαίρεσε από εκείνο το αξίωμα τον Βλαντιμίρ. Όμως, σύμφωνα με τους άγραφους κανόνες της φιλίας, μαζί με τους θριάμβους έπρεπε να μοιραστούν και τις συφορές.
Όταν ο Βλαντιμίρ ανακατέλαβε την εξουσία στο Νόβγκοροντ με τη βοήθεια του λαού, ο Ραντοσλάβ ήταν τυχερός που γλίτωσε με τη ζωή του. Δυστυχώς όμως, δεν πρόφτασε να σταθεί στο πλευρό του φίλου του τις τελευταίες στιγμές της ζωής του.
Στα χρόνια που ακολούθησαν ορκίστηκε υποταγή στο Βλαντιμίρ, για να αποφύγει την εκτέλεση. Παντρεύτηκε, μια πλούσια κοπέλα από το Σουζντάλ την Ντάρια Βαντίκοβα, κι έκανε οικογένεια μαζί της. Απέκτησαν τέσσερα παιδιά, το Ραντομίρ, τον Στεφάν, τη Σόνια και τον Ιβάν. Όμως ποτέ, δεν έφτασε πολύ ψηλά στην ιεραρχία. Και ποτέ δεν έπαψε να μισεί τον Βλαντιμίρ για το έγκλημα που διέπραξε, να διατάξει τη δολοφονία του Γιαροπόλκ, κι ας ήταν ο αδιαφιλονίκητος Μεγάλος Πρίγκιπας.
Δεν είχε βέβαια, σκοπό να ανακατευτεί ξανά με την πολιτική.  Προτιμούσε να μείνει στο αρχοντικό του στο Σουζντάλ και να μεγαλώσει ήρεμα τα παιδιά του, γνωρίζοντας πως ο Βλαντιμίρ ήταν παντοδύναμος. Μα, όταν έμαθε πως ο γιος του παιδικού του φίλου ετοιμαζόταν να επαναστατήσει εναντίον του θετού πατέρα του, θέλησε αμέσως να του προσφέρει τη βοήθειά του. Παρότι ο Ραντοσλάβ δεν ήταν ιδιαίτερα ισχυρός, κι ενώ ο Σβιατοπόλκ είχε ήδη τη βοήθεια που χρειαζόταν στο πρόσωπο του πεθερού του, ο φιλόδοξος νέος δέχτηκε με ευχαρίστηση τη σύμπραξή του˙ είχε ακουστά πόσο πιστά είχε υπηρετήσει τον πατέρα του.
Ο Ραντοσλάβ λοιπόν, συνέβαλε ενεργά στην επανάσταση του Σβιατοπόλκ, και για ένα σύντομο χρονικό διάστημα έγινε ξανά κύριος του Νόβγκοροντ. Αλίμονο όμως, δεν ήταν γραφτό.
Η επανάσταση καταπνίγηκε και οι στασιαστές εξουδετερώθηκαν. Επειδή ο Ραντοσλάβ διοικούσε το Νόβγκοροντ ενόσω ο Σβιατοπόλκ συνέχιζε την κάθοδο προς το Κίεβο, θεωρήθηκε πως υποκινητής της εξέγερσης ήταν ο ίδιος ο Ραντοσλάβ και πως ο Σβιατοπόλκ δεν ήταν παρά μια μαριονέτα. Έτσι, ο πατέρας του Στεφάν εκτελέστηκε, ως προδότης, και στο πλευρό του, έχασε τη ζωή του και ο πρωτότοκος γιος του. Από την άλλη ο Σβιατοπόλκ καταδικάστηκε σε κάθειρξη.
Ο Ραντοσλάβ λοιπόν, από την αρχή μέχρι το τέλος της ζωής του έμεινε αφοσιωμένος στον πρίγκιπα Γιαροπόλκ, και πλήρωσε γι’ αυτή την αφοσίωση το βαρύτερο τίμημα.
Ο Στεφάν ήταν τότε δεκαεπτά χρονών. Γι’ αυτό και γλίτωσε. Το πλήγμα γι’ αυτόν ωστόσο, ήταν ισχυρό. Από τη μια στιγμή στη άλλη έγινε εκείνος ο προστάτης της οικογένειας. Ήταν υπεύθυνος για τη μητέρα και τα μικρά του αδέρφια. Είχε καταδικαστεί να ζήσει μια ολόκληρη ζωή μέσα στην ατίμωση.
Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Βλαντιμίρ όλα άλλαξαν. Είχαν γυρίσει ως ηγεμόνες στο Νόβγκοροντ και η τιμή της οικογενείας είχε αποκατασταθεί. Ο  Στεφάν ήταν ο μόνος που ευχόταν να ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Τον πονούσε που ήταν από τους ισχυρότερους συμμάχους ενός ανθρώπου που δεν έδινε δεκάρα για την ζωή των ίδιων του των υπηκόων. Ολόκληρη η χώρα αιμορραγούσε εξαιτίας της τυραννίας και ο νέος άρχοντας δεν άντεχε να είναι συνυπεύθυνος. Δεν ήξερε όμως, τι θα μπορούσε να κάνει, για να αλλάξει την ζωή του. Είχε πάρει βαρύ όρκο.
Σηκώθηκε από την καρέκλα και πλησίασε το παράθυρο, κοίταξε το την πόλη που απλωνόταν κάτω από το πέτρινο κάστρο. Το βλέμμα του πέρασε από κάθε σπίτι.  Είτε αρχοντικά, οικίες εμπόρων και βιοτεχνών, είτε φτωχικά, οικίες ψαράδων και κτηνοτρόφων, συμβόλιζαν το καθένα κι από μια οικογένεια. Και για όλες αυτές τις οικογένειες υπεύθυνος ήταν αυτός. Το  χρέος του ήταν βαρύ, ασήκωτο. Το ήξερε ότι αυτοί οι άνθρωποι ποτέ δεν τον αγάπησαν και ποτέ δε θα τον αγαπούσαν.
Δεν ήταν μόνο η αβάσταχτη φορολογία –διαταγή του Σβιατοπόλκ, όχι δική του–  που επέβαλε, έφταιγαν οι κακές αναμνήσεις που είχε ο λαός από τον Ραντοσλάβ, και το γεγονός πως δεν ήταν πρίγκιπας του αίματος, αλλά ένας κοινός πλούσιος άρχοντας. Οι απλοϊκοί άνθρωποι τον ταύτιζαν αυθαίρετα με τον πατέρα του, χωρίς να νοιαστούν ιδιαίτερα για τον ίδιο. Έτσι κι αλλιώς εκείνους τι τους ενδιέφερε ποιος καθόταν στο μεγάλο κάστρο; Αυτοί ήθελαν φαγητό, για να ταΐσουν τα παιδιά τους. Αφού, δεν ήταν σε θέση να τους δώσει αυτό, τότε τους ήταν άχρηστος και μισητός.
Αρκετά με την αυτολύπηση, συλλογίστηκε. Τίποτα από το παρελθόν δεν μπορούσε ν’ αλλάξει. Ήταν ανώφελο να χάνει τον ύπνο του με άσκοπες σκέψεις. Έτσι, όπως είχαν έρθει τα πράγματα δεν μπορούσε να παρακούσει την πριγκιπική διαταγή. Έπρεπε να ετοιμαστεί για το ταξίδι.  Παρ’ όλ’ αυτά δεν κουνήθηκε από τη θέση του.
Ίσως το πρόβλημα του ήταν πως ποτέ δεν έκανε αυτό που πραγματικά ήθελε αλλά πάντα αυτό που πίστευε πως είχε καθήκον να κάνει. Ποτέ δεν αθετούσε τις υποσχέσεις του.
Εκτός από μία και μόνη φορά. Μόνο μια φορά δεν στάθηκε συνεπής στα λόγια του και το είχε πληρώσει με τον χειρότερο τρόπο. Ακόμα το πλήρωνε. Κάθε μέρα και κάθε ώρα, αφού το φάντασμά της δεν έφευγε από κοντά του. Τον είχε σκεπάσει, σαν σάβανο.
Δεν το είχε ξεπεράσει ότι ποτέ δεν κατάφερε να την κάνει να τον συγχωρέσει. Αντίθετα τώρα, τους είχε χάσει όλους.
* * *
Την επομένη στο πρόγευμα ενημέρωσε τα μέλη της οικογένειάς του και τον ειδικό απεσταλμένο για την απόφασή του. Θα απαντούσε στο κάλεσμα του τρανού ηγέτη και θα πήγαινε στο Κίεβο.
Οι ετοιμασίες για το ταξίδι ξεκίνησαν με πυρετώδη ρυθμό, αφού ήθελε να φύγει το συντομότερο δυνατόν. Πρώτα όμως, έπρεπε να τακτοποιήσει όλες τις εκκρεμότητες που θα προέκυπταν με την αναχώρησή του. Πρώτο και κύριο έπρεπε να ορίσει τον αντικαταστάτη του στον καιρό της απουσίας του. Δεν υπήρχε καλύτερος υποψήφιος από τον Ποσάτνικ, τον Δήμαρχο του Νόβγκοροντ, ο οποίος ούτως ή άλλως ασχολείτο με τη διοίκηση της πόλης. Εκείνον οι βογιάροι και ο λαός τον εμπιστεύονταν και τον εκτιμούσαν πολύ περισσότερο από τον ίδιο κι αυτό πάντοτε τον ενοχλούσε όμως, τώρα ήταν χρήσιμο.
Η αρχόντισσα μητέρα του επέμενε ότι η  Σόνια έπρεπε να ταξιδέψει μαζί του, αφού η πρωτεύουσα ήταν το κατάλληλο μέρος για να βρει σωστό σύζυγο. Ο Ιβάν επίσης, τον εκλιπαρούσε να τον πάρει μαζί του, ήθελε τόσο να γνωρίσει καινούργιους τόπους. Ωστόσο, ο Στεφάν, δεν ήθελε να πάρει κανέναν τους˙ δεν πίστευε ότι το Κίεβο και οι συνωμοσίες του ήταν το σωστό περιβάλλον για τ’ αδέρφια του.
Αποφάσισε πως δεν ήθελε κανέναν ακόλουθο μαζί του. Θα ταξίδευε μόνος με τον απεσταλμένο του Σβιατοπόλκ. Όμως, μετά από τις έντονες αντιρρήσεις της αρχόντισσας Ντάρια, η οποία επέμενε πως δεν ήταν ασφαλές και δεν ήταν πρέπον, αναγκάστηκε να πάρει μαζί του και προσωπική φρουρά.
Ο μόνος που δεν είχε κάποιο αίτημα και δεν του έκανε καμία υπόδειξη ήταν ο παιδικός του φίλος, ο Ντιμίτρι Ιγκόρεβιτς. Εκείνος του είπε μόνο να διασκεδάσει στο Κίεβο, κάνοντας ένα πονηρό σχόλιο για τις διάφορες υπηρεσίες που θα μπορούσε να προσφέρει σ’ έναν άντρα η πρωτεύουσα. Μόνο δυο μέρες αργότερα, την παραμονή της αναχώρησή του, ρώτησε μήπως ήθελε να πάει μαζί του.
«Όχι, Ντιμίτρι.»,  απάντησε αφού ήπιε μια γερή γουλιά βότκα. «Καλύτερα να μείνεις εδώ, να ρίχνεις μια ματιά στη μητέρα και τ’ αδέρφια μου.»
Τελικά, τα χαράματα, η οικογένεια του Στεφάν συγκεντρώθηκε  στον προαύλιο χώρο του κάστρου, για να τον κατευοδώσει.
Εκείνος αγκάλιασε την αδερφή του και της ζήτησε να ακούει τη μητέρα της, να μην τη στενοχωρεί και να προσέχει το μικρότερο αδερφό τους. Αλλά δεν ανησυχούσε, η Σόνια ποτέ δε δημιουργούσε προβλήματα. Χάιδεψε το κεφάλι του εντεκάχρονου Ιβάν και του συνέστησε σοβαρότητα και υπευθυνότητα. Εκείνος σε αντίθεση με την αδερφή του, ήταν παιδί ατίθασο και μόνιμη έγνοια όλων. Τελευταία αποχαιρέτησε την Ντάρια, τη σεβαστή μητέρα του. Ο Στεφάν φρόντιζε πάντοτε ν’ ακούει με προσοχή τις νουθεσίες της, ακόμα κι αν συχνά διαφωνούσε μαζί της. 
Έπειτα, έφυγαν με ηχηρούς καλπασμούς, μέσα στη νύχτα η οποία πορφύριζε σταδιακά από τις πρώτες αχτίδες του ήλιου.

Σοφία Γκρέκα