Η μάχη του έρωτα (Κεφάλαιο 6)


Η βροχή σιγοτραγουδούσε το δικό της λυπημένο τραγούδι με τρεμάμενη και φοβισμένη φωνή. Οι ψιχάλες τόνωναν την θλίψη του. Το Λονδίνο είχε ταιριάξει απόλυτα στην ιδιοσυγκρασία του. Αν κι ποτέ δεν είχε αγαπήσει αυτό το μέρος, κάτι μαγικό συνέβαινε και οι δυο τους συγχρονιζόταν απόλυτα. Ο ένας με δάκρυα και ο άλλος με βροχή.

Σαν καρδιογράφημα έμοιαζε η ζωή του. Την μια στιγμή χτυπούσε δυνατά, με έντονες γραμμές και την επόμενη το απόλυτο κενό. Είχε να αντιμετωπίσει τόσα πολλά μέτωπα και δεν ήξερε αν είχε άλλες αντοχές για να παλέψει. Τόσα χρόνια ορκισμένος εχθρός αυτού του ανθρώπου, απλά είχε ταχθεί να τον καταστρέψει. Δεν ήξερε όμως τι θα κατάφερνε τελικά.
Έψαξε πολύ μέσα του να βρει έναν λόγο να τα παρατήσει. Αντί αυτού βρήκε πολλούς για να συνεχίσει, για να πολεμήσει. Έπρεπε να λάμψει η δικαιοσύνη και θα φρόντιζε αυτός γι' αυτό. Κάλυψε το πρόσωπό του με μια μάσκα που άφηνε δύο χαραμάδες στα μάτια ανοιχτές και σηκώθηκε από την καρέκλα του ασθμαίνοντας. Δεν του είχε μείνει πολύ καιρός.
Προχθές του είχαν ανακοινώσει πως είχε μονάχα τρεις μήνες ζωής. Μόνο τρεις μήνες! Ήταν αρκετός καιρός για να βοηθήσει την δικαιοσύνη να αποδώσει λύτρωση ή έτσι απλά ήλπιζε. Δεν πίστευε πλέον στην δικαιοσύνη, δεν της είχε καμιά εμπιστοσύνη. Σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και προσευχήθηκε.
«Ήρθε το τέλος Θεέ μου και υποσχέθηκα να...» ένας δυνατός πόνος στα πλευρά του, τον έκανε να πέσει κάτω. Η αναπνοή του έβγαινε με δυσκολία. Δεν προσπάθησε περισσότερο, απλά άφησε την τύχη να δουλέψει γι' αυτόν.
Μερικοί γιατροί όρμησαν στο δωμάτιο. Του έκαναν δύο φορές απινιδωτή, του έβαλαν μάσκα οξυγόνου, του έβγαλαν την μάσκα και περίμεναν την πρώτη του θετική αντίδραση. Αυτός ο άντρας έπρεπε να ζήσει, έπρεπε πρώτα να μιλήσει και μετά...
Ένας ήχος ακούστηκε από τον λαιμό του.

«Αμήν», ψέλλισε μέσα στον λήθαργο στον οποίο είχε πέσει. 

Βασιλική Κυργιαφίνη