Πιασάρικη Ιστορία προς Έκδοση

Όλοι εδώ έχουμε διαβάσει βιβλία, όλοι έχουμε δει τι κυκλοφορεί στην αγορά, όλοι γνωρίζουμε τους «μεγάλους» Έλληνες συγγραφείς της εποχής μας και με αυτό εννοώ τις σιδηρές κυρίες του εκδοτικού κόσμου. Από τα «Κελάρι της Ντροπής» της Δημουλίδου στα «Πέντε Κλειδιά» της Μαντά ξέρουμε τι κάνει μια ιστορία εμπορική, τουλάχιστον στα ελληνικά δεδομένα.



Έρωτες, φόνοι (δεν ξέρω, αλλά βγάζει νόημα), κρυμμένα οικογενειακά μυστικά που ξεδιπλώνονται στο ειδυλλιακό –λέμε τώρα- ελληνικό τοπίο της τωρινής ή παλιότερης δεκαετίας. Κοινωνικά δράματα που μιλούν στην καρδιά της μέσης Ελληνίδας νοικοκυράς και περιγράφουν οικογενειακά περιβάλλοντα στα οποία όλοι ζούμε, αλλά κανείς δεν παραδέχεται ότι γνωρίζει.

Κάποιοι από μας βέβαια δεν θέλουν να γράψουν για την σχέση της συζύγου με τον πρώτο ξάδερφο του άντρα της και ακόμα και αν για κάποιο λόγο κάτι τέτοιο μπει μέσα στην ιστορία θα είναι μια απλή λεπτομέρεια και όχι η βάση ολόκληρου του βιβλίου. Κάποιοι από μας προτιμούμε ξένα ονόματα, μακρινές χώρες και περίεργες ιστορίες που για κανένα λόγο δεν θα λέγαμε ότι ταιριάζουν στην ελληνική αγορά ή τουλάχιστον στην ιδέα που έχουν οι εκδοτικοί για το τι είναι η ελληνική αγορά.

Και έρχομαι εγώ να ρωτήσω τώρα: είναι κακό που τον πρωταγωνιστή μου τον λένε Νέιθαν; Είναι κακό που μένει στο Λος Άντζελες και είναι λυκάνθρωπος; Τελικά έχει σημασία το ότι γράφω καλά και αγαπάω αυτό που κάνω για να καταφέρω να εκδώσω το βιβλίο μου;

Το έχω ξαναπεί και θα συνεχίσω να το λέω για όλους εσάς που δεν λέτε να το βάλετε στο μυαλό σας. Όταν ένα βιβλίο πάει στον εκδοτικό οίκο έχουμε δύο αντικρουόμενα συμφέροντα. 

Από την μία ο συγγραφέας δίνει το έργο του σε κάποιον τρίτο προς αξιολόγηση και ίσως για έκδοση, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού του την εικόνα του βιβλίου του στα ράφια και στα χέρια αναγνωστών. 

Από την άλλη όμως έχουμε την εταιρία που προσπαθεί να βγάλει χρήματα και τα χρήματα αυτά στην Ελλάδα του 2015 (οσονούπω 2016) δεν βγαίνουν εύκολα και σίγουρα όχι από τα βιβλία. Ο συγγραφέας σκέφτεται ρομαντικά την πραγματοποίηση του ονείρου του και ο εκδοτικός επιχειρηματικά τον ισολογισμό στο τέλος του χρόνου.



Εκείνη την στιγμή λοιπόν που παίρνεις την απάντηση για το αν η ιστορία σου θα γίνει βιβλίο με σελίδες, εξώφυλλο και τα λοιπά, υπάρχουν δύο πιθανά σενάρια. Είτε ο εκδοτικός σε θέλει, είτε όχι. Αν σε θέλει τότε αποδεικνύεται ότι αυτό που έγραψες είναι όντως πιασάρικο και σύντομα θα το έχεις στα χέρια σου με σάρκα και οστά. Αν δεν σε θέλει όμως τι γίνεται; Μπορείς φυσικά να δοκιμάσει κάποιον άλλον εκδοτικό, καθώς υπάρχουν 1324 στην Ελλάδα (όπως με ενημερώνουν από το κοντρόλ) και καλό θα είναι να το κάνεις αφού ένα «όχι» δεν φέρνει την καταστροφή, ακόμα και αυτό να μην γίνει όμως, εμείς σαν Moonlight Tales θα χαρούμε να φιλοξενήσουμε το βιβλίο σου στο blog μας.

Ας πούμε όμως ότι καμία από τις παραπάνω λύσεις δεν σε ικανοποιεί και αποφασίζεις να αφήσεις αυτό το βιβλίο στην άκρη και να ξεκινήσεις κάποιο άλλο˙ κάτι που να ταιριάζει σε αυτό που θέλουν οι εκδοτικοί στην Ελλάδα… κάτι συνηθισμένο… κάτι πιασάρικο. Είναι αυτή η σωστή απόφαση;


Αν έχετε διαβάσει τα προηγούμενα άρθρα μου θα ξέρετε ότι υποστηρίζω πως η συγγραφή πρέπει να ικανοποιεί πρώτα απ’ όλα τον ίδιο τον συγγραφέα, οπότε σε αυτή την περίπτωση έχω να πω ότι αν όντως η ιστορία που έχεις στο μυαλό σου για το καινούριο βιβλίο σου (το πιασάρικο καινούριο βιβλίο σου) είναι καλή και σε ικανοποιεί, τότε δεν έχεις τίποτα να χάσεις. Αν όμως σκοπεύεις να περάσεις ατελείωτες ώρες γράφοντας κάτι που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα ενδιαφερόσουν καν να διαβάσεις, μόνο και μόνο για να το δεις μετά από λίγο καιρό στα βιβλιοπωλεία, τότε κάτι πάει στραβά και πρέπει να ρωτήσεις τον εαυτό σου: Αυτό που θες είναι να εκδοθείς (που δεν ακούγεται ωραία) ή να εκδόσεις το βιβλίο σου; Το πρώτο βιβλίο για το οποίο μιλούσαμε, έτσι. Το βιβλίο στο οποίο πίστεψες εξαρχής και δεν σε «υποχρέωσε» κανένας εκδοτικός να αρχίσεις να γράφεις απλά και μόνο για να στο τυπώσει και να το διανείμει στην Ελλάδα.

Γενικά το όνειρο για έκδοση είναι υπερεκτιμημένο. Φυσικά υπάρχει στο μυαλό όλων των συγγραφέων, όπως είναι φυσικό και πάλι όμως, μια πιθανή πραγματοποίησή του δεν λέει τίποτα για το ταλέντο του συγγραφέα, την ικανότητά του να γράψει και την ποιότητα του βιβλίου.

Μπορώ να βρω δέκα ιστορίες στο blog που είναι καλύτερες από δέκα βιβλία που εκδόθηκαν μέσα στο 2015. Τι λέει αυτό για τους δημιουργούς και για το σύστημα εκδόσεων στην Ελλάδα;

Η συμβουλή μου; Γράψτε ό, τι σας αρέσει. Ξεκινήσατε την συγγραφή από ανάγκη και αγάπη για την λογοτεχνία και θα ήταν κρίμα να τα πετάξετε όλα για κάτι τόσο απλό και ανάξιο λόγου όσο μία έκδοση. Φυσικά δεν λέω ότι το εκδοθεί ένα βιβλίο σας είναι κάτι εντελώς αδιάφορο, όμως δεν πρέπει να ξεχνάτε πως πιο σημαντικό είναι το ταξίδι από τον προορισμό και στην συγκεκριμένη περίπτωση ο προορισμός δεν θα ‘πρεπε καν να είναι η έκδοση. Διασκεδάστε με αυτό που κάνετε και ό, τι γίνει στο τέλος δεν θα είναι τίποτα μπροστά στις ωραίες στιγμές που περάσατε γράφοντας το βιβλίο. Και για να το πω πιο ωμά:

Μην πουλήσετε αυτό που κάνετε για μια έκδοση. Τα λεφτά δεν είναι πολλά και σε καμία περίπτωση δεν θα καλύψουν το κενό απ’ αυτό που χάσατε. Αν νιώθετε εσείς καλά με την ιστορία σας τότε δεν υπάρχει λόγος να πάτε σε κάτι κατώτερο.



Ελπίζω να έγινα κατανοητή και να αντιλαμβάνεστε κι εσείς ότι πρώτα έρχεται το ίδιο το βιβλίο και μετά ο εκδοτικός. Επίσης, για να τα ξεκαθαρίσουμε όλα τώρα πριν γίνουν παρεξηγήσεις, αναφέρω τις δύο κυρίες στην αρχή ως τις πιο γνωστές Ελληνίδες συγγραφείς των τελευταίων χρόνων. Ό, τι ειπώθηκε περί ποιότητας δεν αναφερόταν σε εκείνες και στα βιβλία τους, δεδομένου ότι δεν έχω διαβάσει κανέναν απ’ αυτά και θα ήταν γελοίο, υποκριτικό και ανώριμο να τις κρίνω χωρίς να έχω ιδέα πως και τι γράφουν.

Και πριν κλείσω να πω ότι ο βοηθός μου από το κοντρόλ που με ενημέρωσε για τον αριθμό των εκδοτικών στην Ελλάδα ήταν η Νατάσα, η οποία αποφάσισε να με πάρει τηλέφωνο ενώ έγραφα το άρθρο και περάσαμε ένα τέταρτο μέσα στη σιωπή μέχρι να βαρεθεί και να μου το κλείσει.

Όπως πάντα, για όποιες ερωτήσεις έχετε, εδώ είμαστε!

Eve Fry