Girl Can you Keep my Secret? (Κεφάλαιο 6)

Περπατάμε μέσα στην σιωπή και εγώ σκέφτομαι πόσο καλό θα ήταν να είμαι μέσα στο κρεβάτι μου αυτή τη στιγμή. Πέρασα το βράδυ μου με έναν άγνωστο, με έναν πολύ όμορφο άγνωστο. Λίγο αργότερα όταν σηκώνω το κεφάλι μου βλέπω ότι έχουμε φτάσει στην γειτονιά μου.
«Εδώ είμαστε . »Του λέω και στέκομαι μπροστά από το σπίτι μου.
«Έτσι φαίνεται». Χαμογελάει σε μένα και εγώ ανταποδίδω.
Απομακρύνομαι ενώ τον αποχαιρετώ.
«Olivia;» Φωνάζει το όνομα μου.
«Ναι;» Τον ρωτάω με την περιέργεια στην φωνή μου.
«Θα ήθελες να μου δώσεις το κινητό σου; Ξέρεις μωρέ για να μην χαθούμε ;» Με ρωτάει διστακτικά ενώ εγώ τον ακούω προσεκτικά
«Θα το ήθελα πολύ . »Δέχομαι και μου δίνει το τηλέφωνο του για να πληκτρολογήσω τον αριθμό μου.
Του το δίνω πίσω και με κοιτάει σκεπτικός.
«Στάσου λίγο εδώ. » Μου δείχνει το σημείο που θέλει να σταθώ. Όταν βρίσκομαι εκεί, βγάζει μία φωτογραφία αιφνιδιάζοντας με.
«Όμορφη. » Λέει περισσότερο στον εαυτό του και κοιτάει την οθόνη.
«Είσαι τρελός;» Ανεβάζω ελάχιστα τον τόνο της φωνής μου.
«Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι δεν θα με άφηνες να σε βγάλω μία φωτογραφία για να σε βάλω στις επαφές μου και είπα να το ρισκάρω. » Μου λέει.
« Καλά σκέφτηκες δεν θα σε άφηνα. » Κλαψουρίζω ενώ ο ίδιος γελάει με εμένα.
Περνάει λίγη ώρα κοιτώντας ο ένας τον άλλον προσπαθώντας να βρούμε λόγια. Κάνει πρώτος την κίνηση.
«Καληνύχτα όμορφη, θα σου τηλεφωνήσω. » Ξεστομίζει.
«Καληνύχτα. » Απαντάω και απομακρύνομαι απ’ αυτόν.
Ανοίγω με τα κλειδιά μου και μπαίνω μέσα. Κλείνω πίσω μου την πόρτα και ανεβαίνω γρήγορα στο δωμάτιο μου μακριά απ' όλους και απ' όλα. Κλειδώνω θέλοντας να την βρω λίγο με την μοναξιά μου. Πετάω τα πράγματα μου και τα ρούχα μου κάτω και αλλάζω γρήγορα σε ένα σορτσάκι και ένα φανελάκι. Κάθομαι έξω στο μπαλκόνι μου και καπνίζω. Όπως συνήθως. Έχει λίγη ψύχρα μα δεν κρυώνω, νοιώθω να φλέγομαι που δεν μου κάνει καμία αίσθηση το κρύο . Ζεσταίνομαι, σε σημείο που νομίζω ότι θα σκάσω. Μα οι σκέψεις δεν με αφήνουν να σταθώ, με βασανίζουν. Ποιος είναι ο αληθινός λόγος που έγιναν όλα έτσι στην ζωή μου; Ποιος είναι ο αληθινός λόγος που έγινα αυτό που είμαι; Ποιος φταίει γι’ αυτό που κατέληξα να γίνω; Προσπαθούσα να βρω μία απάντηση, μία εξήγηση αλλά δεν την έβρισκα πουθενά. Και τώρα; Τώρα τι; Ίσως έφταιγα εγώ, ίσως έφταιγε αυτή, ίσως οι άλλοι. Δεν ξέρω τι να πιστέψω πλέον. Κουράστηκα να σκέφτομαι, να χάνομαι σε αυτό τον λήθαργο αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Ακόμα κι αν δεν το ήθελα οι σκέψεις πετάγονταν από το πουθενά. Που θα καταλήξει όλο αυτό; Αλλά δεν υπάρχει καμία σωστή απάντηση σε αυτό. Όλα είναι λάθος. Όλα… και κανείς δεν μπορεί να βοηθήσει. Και τότε ίσως να είναι αργά.


{. . . }


Χάνομαι! Ακούω το γλυκό κελάηδημα των πουλιών και ο ήλιος στραβώνει τα μάτια μου. Όταν τα ανοίγω βρίσκομαι λίγα μέτρα μακριά από μία καταγάλανη λίμνη, ξαπλωμένη μπροστά από μία σκιά ενός δέντρου. Σηκώνομαι και πλησιάζω την λίμνη. Η μορφή μου καθρεπτίζεται απόλυτα και στέκομαι ακόμα πιο κοντά για να δω πως είμαι. Τα μαλλιά μου είναι ξανθά . Πέφτουν απαλά κοντά στους ώμους σε μπούκλες και ένα στεφάνι από λουλούδια είναι τοποθετημένο στο κεφάλι μου . Φοράω ένα λευκό λιτό φόρεμα που δείχνει τόσο όμορφο στα μάτια μου. Επιστρέφω το βλέμμα μου στην λίμνη και τώρα βλέπω την μορφή της να καθρεπτίζεται πίσω από την πλάτη μου. Όταν γυρίζω το κεφάλι μου την αντικρίζω, τόσο όμορφη, τόσο φρέσκια. Τα μάτια της είναι τόσο ζωντανά και τα μαλλιά της τόσο όμορφα με αυτή την υπέροχη κοτσίδα. Φοράει ένα μαύρο φόρεμα που μου δημιουργεί δυσφορία. Μου χαμογελάει.
« Σου έλειψα;» Με ρωτάει με την ήρεμη φωνή της.
«Με ρωτάς πάντα το ίδιο. Ναι Lexi μου λείπεις, μου λείπει η κολλητή μου αλλά εσύ δεν είσαι εδώ κι αυτό είναι άλλη μία ψευδαίσθηση. » Κλαψουρίζω και της πιάνω τα χέρια. «Όλα θα πάνε καλά, το ορκίζομαι. » Το χαμόγελο δεν σταματάει να φεύγει από το χαμόγελο της. Παίρνει τα χέρια της μακριά από τα δικά μου και με χαιρετάει. Την βλέπω να βυθίζεται στην λίμνη που αυτή τη στιγμή αντί να είναι καθαρή είναι γεμάτη αίμα και πόνο. Κάπου εκεί χάνεται και αυτή, και θέλω τόσο να ουρλιάξω αλλά η φωνή δεν βγαίνει και θέλω τόσο να κλάψω αλλά το δάκρυ δεν πέφτει.


[…]


Είμαι στο κρεβάτι μου, κάτω από τα παπλώματα σκεπτόμενη για το αν πρέπει να σηκωθώ ή όχι. Τελικά αποφασίζω να σηκωθώ και να κατέβω στο ισόγειο για να πάρω ένα παυσίπονο. Κοιτάω την ώρα και είναι σχεδόν μεσημέρι. Ξεκλειδώνω και κατεβαίνω με βαριά καρδιά τα σκαλιά. Κατευθύνομαι προς την κουζίνα όπου εκεί βλέπω την μαμά μου να μαγειρεύει. «Καλημέρα. » Λέω και αρπάζω ένα παυσίπονο από το ντουλάπι.
«Καλημέρ . Είσαι καλά;;» Με ρωτάει.


«Ναι, πονάει λίγο το κεφάλι μου. Δεν έχεις δουλεία σήμερα;» Την ρωτάω και καταπίνω το παυσίπονο. «Όχι, άφησα τον αδερφό σου στον πατέρα σου και γύρισα να μαγειρέψω γιατί έχω βραδινή βάρδια. » Με ενημερώνει.
«Νομίζω ότι έχω αρρωστήσει. » Της λέω ενώ ακουμπάω το μέτωπο μου που καίει.
«Λογικό τέτοια ώρα που γύρισες πως το έπαθες; Εσύ τα βαριέσαι κάτι τέτοια. » Μου λέει ενώ με κοιτάω παραξενεμένη.
«Που να σου εξηγώ τώρα, τέλος πάντων πάω να ξαπλώσω. » Της λέω και φεύγω γρήγορα από την κουζίνα.
Κάποια λεπτά μετά βρίσκομαι στο κρεβάτι μου σκεπασμένη μέχρι το κεφάλι χάνοντας κάθε επικοινωνία με το περιβάλλον. Πέφτω σε έναν βαθύ ύπνο χωρίς όνειρα αυτή τη φορά.Κατά το απόγευμα όταν ξυπνάω νοιώθω καλύτερα. Ο πονοκέφαλος έχει φύγει και στην θέση του έχει έρθει ένας ενοχλητικός βήχας. Αυτό δεν με ανησυχεί τόσο πολύ. Είμαι μόνη στο σπίτι, η μαμά έχει φύγει ήδη για την δουλειά της και ο μικρός μου αδερφός βρίσκεται στο σπίτι του πατέρα μου. Μπαίνω στο μπάνιο. Βγάζω σιγά σιγά τα ρούχα μου. Είναι απλά η ίδια διαδικασία. Δεν σκέφτομαι τίποτα. Το μυαλό μου άδειο, οι σκέψεις μου κενές. Πότε έφτασα σε αυτό το σημείο; Δεν αντιδρώ ούτε όταν βλέπω τον εαυτό μου στον καθρέπτη. Θέλεις να σου πω τι είδα; Γκρεμισμένα όνειρα, κλαμένα μαύρα μάτια, ανακατεμένα μαλλιά, αναστατωμένα μυαλά. Ένα μάτσο χάλια, μα το έχω συνηθίσει και το έχω πάρει απόφαση. Ρίχνω το βλέμμα στο νερό που κυλάει μέσα στην μπανιέρα. Πηγαίνω προς τα εκεί. Κλείνω την κουρτίνα πίσω μου και ακουμπάω την πλάτη μου στο κρύο πλακάκι της μπανιέρας. Το νερό είναι τόσο ζεστό και σε λίγο έχει καλύψει κάθε σπιθαμή του σώματος μου. Κλείνω τα μάτια μου. Μία αποκρουστική εικόνα έρχεται στο μυαλό μου. Ξημερώματα, έξω από ένα bar, πάνω σε μία μηχανή. Ουρλιαχτά, αίματα, ένα γυναικείο σώμα στον κρύο δρόμο, μία καρδιά χίλια κομμάτια. Κι η φωνή μου στο ενδιάμεσο να σβήνει.

Κάπου εκεί με πιάνουν τα κλάματα και ξεπλένω τον εαυτό μου από την σαπουνάδα, από τις άσχημες αναμνήσεις και από τις κακές σκέψεις. Όταν βρίσκομαι ξανά μέσα στο δωμάτιο μου είμαι ήσυχη και έχω ξεχάσει το ξέσπασμά μου. Παίρνω στα χέρια μου κάποια ανάλαφρα ρούχα και τα φοράω. Λίγο αργότερα βγαίνω έξω στον κήπο του σπιτιού μου με έναν ζεστό καφέ και ένα πακέτο τσιγάρα. Κι ακόμα δεν μπορώ να αποφασίσω για τι παλεύω να ξεχάσω. Πάντα με εγκατέλειπε στο τέλος της παράστασης. Όταν έπεφταν τα φώτα. Άσε με στον κήπο μέρες, ώρες. . Μήπως νικήσω τον κακό μου εαυτό. Και γίνω αυτά που μου αξίζουν. Χωρίς όλη την σαπίλα που κουβαλάω.


Night.Dreamer