Ίντριγκες και Πάθη (Κεφάλαιο 8)


Τον κοίταζε τόσο έντονα, που ήταν σίγουρη πως ένιωθε άβολα. Για κάποιο λόγο δεν ένιωθε ούτε μίσος, ούτε θυμό, ούτε θλίψη. Αυτό που ένιωθε ήταν οίκτος.
  «Τι κάνετε κ. Στίβενσον;» ρώτησε με προσποιητό ενδιαφέρον και κάρφωσε τα καταπράσινα μάτια της στα καστανά δικά του. Εκείνος βλεφάρισε εντελώς σαστισμένος.
  «Συγγνώμη; Θέλω να πω, πως γνωρίζεται τα όνομά μου;» είπε.
  Η Νοέλια ένιωσε να της κόβονται τα πόδια. Το ήξερε πως θα προσποιούταν ότι δεν την γνώριζε απ’ τη στιγμή που πρωτομίλησε, αλλά  δεν περίμενε με τίποτα ότι θα είχε τόσο ταλέντο.
  «Τόσο γρήγορα ξεχάσατε την γραμματέα που στείλατε ως κ. Ρόμπινσον στη δημοπρασία αυτού εδώ του οίκου μόδας, πριν μόλις τρεις μέρες;».
  Το πρώην αφεντικό της πισωπάτησε και η Νοέλια παραλίγο να βάλει τα γέλια με την κίνησή του.

  «Δεν σας καταλαβαίνω», στο πρόσωπό του επικρατούσε η απορία. Δεν υπήρχε πλέον αμφιβολία, κι αυτός ήταν στο κόλπο… αν βέβαια δεν ήταν ο ίδιος που διοργάνωσε αυτή την πλεκτάνη.
  «Είστε πολύ καλός υποκριτής» είπε η Νοέλια με πίκρα και άρχισε να απομακρύνεται.
  Ήθελε να πει περισσότερα, ένιωθε την ανάγκη να δείξει τον πόνο της και να του μεταδώσει ένα, έστω και μικρό, ψήγμα της δυστυχίας της. Ωστόσο, δεν ήθελε εξίσου να του δείξει ότι τα γεγονότα των τελευταίων ημερών την είχαν καταρρακώσει. Έπρεπε να φανεί δυνατή και το κυριότερο: χαρούμενη. Αν ο στόχος ήταν να την κάνουν να ηττηθεί και να γίνει ένα ράκος, τότε δεν υπήρχε καμία περίπτωση να τους δείξει ότι ο στόχος τους είχε στεφθεί με επιτυχία.
  Η Νοέλια κάθισε στο βολικό κάθισμα, υιοθετώντας ένα προσποιητό χαμόγελο. Πριν λίγη ώρα ήταν μια χαρά, αλλά τώρα ένιωθε συναισθηματικά φορτισμένη, έτοιμη να κλάψει και να φωνάξει ώσπου να βρει τη λύτρωση.
  Προσπαθούσε τόσο σκληρά να μην σκέφτεται το γεγονός που είχε πουληθεί σαν ένα απλό αντικείμενο και πως απλά βρισκόταν εγκλωβισμένη, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να το βγάλει απ’ το μυαλό της. Κοίταζε τριγύρω τον κόσμο, τη σκηνή, προσπαθούσε να δώσει προσοχή στους στίχους των τραγουδιών και να βγάλει εντελώς απ’ το μυαλό της όσα είχαν συμβεί… μέχρι που κάποια στιγμή τα μάτια της μετακινήθηκαν προς την έξοδο, και ο ειρμός των σκέψεων της ανατράπηκε.
  Μια καινούργια σκέψη κυριάρχησε στο μυαλό της καθώς τα μάτια της παρακολουθούσαν τον κόσμο να χύνεται μέσα στην μεγάλη αίθουσα:  Μπορούσε να φύγει. Ήταν άλλη μια τέλεια ευκαιρία, και αυτή τη φορά δεν θα την έχανε.
  Σηκώθηκε απ’ τον καναπέ κι άρχισε να περπατάει αργά, για να μην δώσει στόχο, προς την ανοιγμένη δίφυλλη πόρτα. Όσο πιο πολύ πλησίαζε, τόσο πιο μεγάλη αγαλλίαση αισθανόταν. Ο Λεονάρντο δεν θα μπορούσε να τη βρει μέσα στο πλήθος και ίσως την αναζητούσε στον κόσμο όταν δεν την έβρισκε στη θέση της, αλλά σίγουρα δεν θα έβγαινε έξω να την ψάξει. Δεν μπορούσε να απουσιάζει απ’ την επίδειξη μόδας μόνο και μόνο για να την βρει.
  Η Νοέλια προσπέρασε δύο καλοντυμένες, ηλικιωμένες κυρίες και βγήκε έξω. Προχώρησε με γρήγορο βηματισμό μέσα στον διάδρομο, κατέβηκε βιαστικά τις σκάλες κι έπειτα δίχως να ρίξει ματιά πίσω της, κατευθύνθηκε προς την κύρια έξοδο. Το μυαλό της είχε θολώσει. Έπραττε δίχως να σκέφτεται τις κινήσεις της, όλα γίνονταν μηχανικά.
  Ήταν έτοιμη να βγει έξω, όταν μέσα απ’ τη μεγάλη τζαμαρία διέκρινε ένα απ’ τα τσιράκια του Λεονάρτο. Αυτός ο άντρας με την γυμνασμένη κορμοστασιά ήταν κάτι περισσότερο από ένας απλός οικιακός βοηθός, κάτι σαν προσωπικός φρουρός. Ακολουθούσε τον Λεονάρντο παντού, σαν πιστός σκύλος.  
  Η Νοέλια παρακολουθούσε τον άντρα να μιλά στο τηλέφωνο, ώσπου οι ματιές τους συναντήθηκαν μέσα απ’ το τζάμι. Η καρδιά της κλότσησε δυνατά μέσα στο στήθος της και η έκπληξη που ένιωσε την έκανε να μαρμαρώσει αντί να το βάλει στα πόδια. Είδε τον άντρα να κλείνει απότομα το κινητό και να κατευθύνεται με μεγάλες δρασκελιές προς το μέρος της. Όταν η απόσταση μεταξύ τους είχε μειωθεί αισθητά, η Νοέλια κατάφερε να βγει απ’ την αποχαύνωση και να τρέξει προς τις σκάλες στα αριστερά της.
  Δεν είχε ιδέα που οδηγούσαν, αλλά άρχισε να κατεβαίνει όσο πιο γρήγορα της επέτρεπαν τα δωδεκάποντα τακούνια και το μακρύ της φόρεμα. Φτάνοντας στο τέλος της σκάλας, παραπάτησε και παραλίγο να πέσει. Βλαστήμησε μέσα απ’ τα δόντια της και βρίσκοντας την ισορροπία της, συνέχισε να προχωρά. Σύντομα βρέθηκε μπροστά από μια κλειστή πόρτα και ανίκανη να σκεφτεί κάτι άλλο, αποφάσισε να την ανοίξει και να κρυφτεί στον χώρο που κρυβόταν από πίσω.
  Άκουσε τα βήματα του άντρα καθώς κατέβαινε τις σκάλες και βιάστηκε να κλείσει την πόρτα πίσω της, προτού καν προλάβει να εξετάσει το μέρος.
  Ακούμπησε την πλάτη της στην μεταλλική επένδυση και προσπάθησε να βρει την ανάσα της, εξετάζοντας συνάμα με το βλέμμα της το δωμάτιο. Ήταν ένα ατελιέ. Μια μικρή αίθουσα, με μπεζ ταπετσαρία. Στο κέντρο του δωματίου ήταν τοποθετημένος ένας πάγκος εργασίας με ξεχυμένα επάνω διάσπαρτα σχέδια ρούχων. Δίπλα της στεκόταν ένας καλόγηρος με κρεμασμένα καπέλα και ζακέτες, ενώ απέναντί της, πίσω απ’ τον πάγκο, υπήρχαν δύο τροχήλατες κρεμάστρες γεμάτες ρούχα.
  Απομακρύνθηκε σαστισμένη απ’ την πόρτα και προχώρησε προς τον πάγκο με τα σχέδια. Η καρδιά της χτυπούσε γοργά μέσα στο στήθος της. Και μόνο στη σκέψη πως αυτά ήταν τα σχέδια για τα οποία κατηγορούταν ότι ήθελε να κλέψει, στα μάτια της ανέβλυσαν καυτά δάκρυα.
  Τη στιγμή που η Νοέλια έτεινε το χέρι της για να πιάσει ένα απ’ τα σχέδια, η πόρτα πίσω της άνοιξε. Πάγωσε και άργησε να μαζέψει το χέρι της, παραμένοντας για αρκετά δευτερόλεπτα με το δεξί της χέρι προτεταμένο πάνω απ’ τα σχέδια. Δεν ήταν καθόλου δύσκολο να νομίσει κάποιος ότι βρισκόταν εκεί με κακοπροαίρετους σκοπούς. Η εικόνα της, στα μάτια κάποιου που ήδη θεωρούσε ότι ήθελε να κλέψει τα σχέδια, δεν έδινε και την καλύτερη εντύπωση.
  «Τι στο διάολο κάνεις εδώ;» η ένταση στη φωνή του, ο θυμός που υπόβοσκε, την έκαναν κυριολεκτικά να ριγήσει.
  Η Νοέλια ήθελε να ανοίξει η γη να την καταπιεί. Δεν είχε το θάρρος να τον κοιτάξει στα μάτια, γιατί σίγουρα μέσα τους θα φώλιαζε το μίσος. Ο Λεονάρντο πλέον, θεωρούσε πως είχε επιβεβαιώσει τις υποψίες του και εκείνη δεν μπορούσε να τον αδικήσει… τουλάχιστον όχι αυτή τη φορά.
  «Δεν είναι αυτό που νομίζεις» κατάφερε να ψελλίσει, ανίκανη ωστόσο να στραφεί προς το μέρος του. Τα μάτια του κατά κάποιο τρόπο, διαπερνούσαν τη σάρκα της και έκαιγαν την καρδιά της.
  Άκουσε το ειρωνικό του γέλιο και η καρδιά της σφίχτηκε.
  «Είσαι πολύ ανόητη» της είπε επιθετικά, «όλο το κτήριο είναι γεμάτο με άτομα που δουλεύουν για εμένα. Νόμιζες πραγματικά πως θα ήταν τόσο εύκολο να βρεθείς εδώ μέσα απαρατήρητη; Και ξέρεις τι είναι το πιο γελοίο;». Η Νοέλια δεν απάντησε. «Ότι έκανες για δεύτερη φορά το ίδιο λάθος».
  Τα λόγια του την ανάγκασαν να γυρίσει απότομα. Τον κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια.
  «Τι εννοείς “για δεύτερη φορά”;» ρώτησε.
  «Δεν υπάρχει καν λόγος να το συζητήσω. Γνωρίζεις και γνωρίζω πολύ καλά σε τι αναφέρομαι».
  «Όχι, δεν γνωρίζω και απαιτώ να μάθω!» σχεδόν φώναξε η Νοέλια. Οι σκέψεις της διαδέχονταν η μια την άλλη σε ταχύτατους ρυθμούς και χρειαζόταν απαντήσεις για να τις βάλει σε μια τάξη.
  «Πως νομίζεις ότι σε ανακάλυψα; Ξέρω ότι είναι η δεύτερη φορά που μπουκάρεις εδώ μέσα. Η πρώτη ήταν τρεις μέρες πριν τη δημοπρασία, τα κατέγραψε όλα η κάμερα» είπε και έδειξε μια μικρή κάμερα στην πάνω αριστερή γωνία του δωματίου, σκάζοντας ένα σαρδόνιο χαμόγελο που έκανε τα μάτια του να αστράψουν από θρίαμβο.
  «Τι;» ήταν το μόνο που βγήκε απ’ τα χείλη της Νοέλια.
  «Ακριβώς. Μια μικρή ατέλεια στο λεπτομερές σχέδιο σου. Για κακή σου τύχη, η κάμερα κατέγραψε την σύντομη επίσκεψή σου και έτσι εμείς ήμασταν προετοιμασμένοι σε περίπτωση που ξανά εμφανιζόσουν. Όπως καταλαβαίνεις δις Σαβιόνε, τίποτα δεν ήταν τυχαίο».
  Η Νοέλια ένιωσε το δωμάτιο να κλείνει ασφυκτικά γύρω της. Τα πάντα στριφογύριζαν σε φρενήρη ρυθμό και δεν μπορούσε να αποδιώξει την ξαφνική ζαλάδα. Σήκωσε το κεφάλι για να αντικρίσει το Λεονάρντο, αλλά το σκοτάδι που την παρέσυρε δεν ήταν εκείνο των ματιών του.
***
Την είδε να πέφτει και έμεινε να την κοιτάζει, ανήμπορος να κουνηθεί για να την πιάσει. Για κάποιο λόγο η καρδιά του κλότσησε δυνατά μέσα στο στήθος του και η ανησυχία χαράχτηκε στο πρόσωπό του. Βλαστήμησε μέσα απ’ τα δόντια του και έτρεξε κοντά της. Είχε λιποθυμήσει.
  «Νοέλια» πρόφερε σιγανά το όνομά της και την ταρακούνησε ελαφρά μήπως ξυπνήσει. Το όμορφο πρόσωπό της είχε ασπρίσει και μια τούφα απ’ τα πυκνά μαύρα μαλλιά της κάλυπτε το δεξί της μάτι.
  «Αφεντικό;» άκουσε από πίσω του. Τον αγνόησε και πήρε αμέσως τη Νοέλια μέσα στην αγκαλιά του, κρατώντας την προστατευτικά.
  «Γρήγορα πάμε στο γραφείο μου».
***
Άνοιξε αργά τα βαριά της βλέφαρα και κοίταξε γύρω της. Δεν είχε ιδέα τι είχε συμβεί και που ακριβώς βρισκόταν, αλλά αυτός ο πόνος στα πλευρά της υποδήλωνε πως κάτι άσχημο είχε συμβεί.
  Έτριψε τα μάτια της και φώναξε: «Λεονάρντο;».
  Καμία απάντηση. Σηκώθηκε απ’ τον καναπέ μορφάζοντας απ’ τον πόνο και περιπλανήθηκε για λίγο μέσα στο ευρύχωρο δωμάτιο. Δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο: ένα απλό, ξύλινο γραφείο, μερικές βιβλιοθήκες και έναν μεγάλο, αριστοκρατικό πίνακα να στολίζει τον μεσαίο τοίχο του δωματίου.
  Ήθελε να βγει από εκεί, ωστόσο δεν το έκανε πεπεισμένη πως δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής και πως από στιγμή σε στιγμή ο Λεονάρντο θα επέστρεφε. Έτσι, σωριάστηκε πάνω στον καναπέ και σφράγισε τα βλέφαρά της.
  Στο μυαλό της ήρθαν αμέσως τα λόγια του Λεονάρντο, οι κατηγορίες που ουσιαστικά της καταλόγιζε, και η καρδιά της δεν μπορούσε παρά να αντιδράσει στη σκέψη ότι τα πράγματα χειροτέρευαν και εκείνη δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να εμποδίσει τις καταστροφικές συνέπειες που αναμένονταν. Αυτό που συνέβαινε ήταν τρελό και αδιανόητο, βγαλμένο κατευθείαν από ταινία μυστηρίου. Μόνο που στις ταινίες λυνόταν το μυστήριο… ενώ εκείνη ήταν καταδικασμένη να υπομένει τις συνέπειες των πράξεων κάποιου άλλου, δίχως να μαθαίνει ποτέ το λόγο της εμπλοκής της σε αυτό.
  Πραγματικά, και τι δεν θα έδινε εκείνη τη στιγμή για να πάει πίσω το χρόνο και να αρνηθεί κατηγορηματικά την πρόταση του αφεντικού της. Αν μπορούσε να απελευθερωθεί από αυτή την άθλια κατάσταση, τότε δεν θα ξανά άφηνε κανέναν να την εκμεταλλευτεί ή να την εξαπατήσει.
  Δεν είχε περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα από τότε που ένιωθε τη ζωή της ανούσια και άδεια, από τότε που βασανιζόταν από χιλιάδες δαίμονες του παρελθόντος, από τότε που τη στοίχειωνε η εικόνα της μητέρας της. Ναι, δεν είχε περάσει ούτε ένας χρόνος απ’ τη μέρα που ο πατέρας της της είπε πως αν ήθελε έστω και ένα μικρό κομμάτι της περιουσίας, έπρεπε πρώτα να σταθεί μόνη της στα πόδια της και να εργαστεί για να τα βγάλει πέρα. Την είχε ουσιαστικά εγκαταλείψει για να τη βοηθήσει να γνωρίσει τον πραγματικό κόσμο και να μάθει να επιβιώνει μόνη της. Ωστόσο, έπρεπε να ξέρει ότι είχε ήδη μάθει πόσο άπονη μπορούσε να γίνει η ζωή… ο ίδιος αποτελούσε παράδειγμα ενός ανηλεή ανθρώπου.
  Τον ειρμό των σκέψεων της διέκοψε η πόρτα. Βιάστηκε να ανακαθίσει στον καναπέ και κοίταξε σχεδόν τρομαγμένα τον άντρα που μπήκε μέσα. Ήταν το “τσιράκι” του Λεονάρντο. Το σκληρό βλέμμα του έπεσε αμέσως πάνω της και την κατακεραύνωσε απειλητικά. Η Νοέλια αναδεύτηκε στη θέση της και κοίταξε το πάτωμα, θέλοντας να τον αποφύγει.
  «Σήκω» τη διέταξε, «θα σε πάω σπίτι». Σπίτι; Της ακούστηκε γελοίο.
  Αναστέναξε βαριά και έκανε όπως της είπε. Δεν είχε τη συναισθηματική δύναμη να αρνηθεί ή να ρωτήσει για τον Λεονάρντο, ήθελε απεγνωσμένα ένα ήσυχο μέρος για να σκεφτεί.
  Όταν πέρασαν μπροστά απ’ τη μεγάλη αίθουσα της επίδειξης, δεν κατάφερε να συγκρατηθεί.
  «Ο Λεονάρντο είναι στην αίθουσα;» ρώτησε.
  Ο άντρας δεν απάντησε, ώσπου βγήκαν στην αυλή του οίκου μόδας.
  «Ο κ. Μελέντεζ έπρεπε να μείνει ως το τέλος της επίδειξης» είπε.
  Η Νοέλια έγνεψε και τον ακολούθησε μέχρι το αμάξι.
***
Έμεινε τρείς ολόκληρες μέρες κλεισμένη στο δωμάτιο. Είχε να δει τον Λεονάρντο απ’ τη στιγμή που την έπιασε στο ατελιέ. Δεν την είχε επισκεφτεί καθόλου, λες και μ’ αυτόν τον τρόπο την τιμωρούσε. Το μόνο άτομο που έβλεπε ήταν μια νεαρή υπηρέτρια, την Λάνα, που της έφερνε φαγητό και της κρατούσε καμιά φορά συντροφιά για να μην νιώθει μόνη. Φυσικά έμενε πολύ λίγο κι αυτό στα κρυφά, γιατί όπως της είχε πει ο Λεονάρντο είχε δώσει εντολή να μην επικοινωνεί μαζί της.
  Το βράδυ της τρίτης μέρας, επιτέλους πήγε να τη δει. Είχε βάλει τις παιδιάστικες πιτζάμες της και ετοιμαζόταν να κοιμηθεί, όταν άκουσε την κλειδαριά να ξεκλειδώνει και κάποιον να μπαίνει αθόρυβα μες στο δωμάτιο. Αρχικά νόμιζε ότι ήταν η Λάνα, αλλά όταν η όξινη μυρωδιά του αλκοόλ έφτασε στα ρουθούνια της, κατάλαβε ότι ήταν εκείνος… και προφανώς, δεν είχε πάει εκεί με καλές προθέσεις.
  «Νοέλιααα» είπε μακρόσυρτα και με φωνή πονεμένη. Η καρδιά της βάλθηκε αμέσως να χτυπά δυνατά.
  «Κύριε, τι κάνετε εδώ;» ρώτησε. Τον αποκάλεσε έτσι, επειδή είχε υποσχεθεί στον εαυτό της ότι έπρεπε να του συμπεριφέρεται ακριβώς όπως της συμπεριφερόταν κι εκείνος. Τέρμα η ευγένεια και η οικειότητα.
  «Ήρθα να σε δω» είπε και το πρόσωπό του σοβάρεψε απρόσμενα. Στεκόταν ακόμη στην πόρτα, ενώ η Νοέλια παρέμενε αδρανής μπροστά απ’ το κρεβάτι.
  «Να δείτε πως με καταντήσατε;» ρώτησε ειρωνικά, βάζοντας τα χέρια στους γοφούς.
  «Πως σε κατάντησα δηλαδή;». Τον έβλεπε να ταλαντεύεται, λες και δεν μπορούσε να σταθεί, ενώ διέκρινε στην φωνή του ένα μικρό τρέμουλο. Πιθανόν ευθυνόταν το αλκοόλ.
  «Ένα ράκος» είπε ήρεμα, «το γεγονός ότι με κλείσατε εδώ μέσα με έχει ρίξει τόσο συναισθηματικά, που πραγματικά μου περνάει η σκέψη να αυτοκτονήσω». Δεν εννοούσε τα τελευταία της λόγια, αλλά ήθελε να τον κάνει να νιώσει τύψεις. Ίσως έτσι την άφηνε να φύγει.
  «Μην λες βλακείες» είπε εκείνος και πλησίασε προς το μέρος της. Στάθηκε ακριβώς μπροστά της και την κοίταξε ευθεία μέσα στα μάτια.
  Η Νοέλια διέκρινε έγνοια, μπορεί και φόβο. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει.
  «Ει… είναι αλήθεια» τραύλισε. Το βλέμμα του την έκαιγε.
  «Γιατί είσαι έτσι;» τη ρώτησε μετά από μια στιγμή απόλυτης σιωπής.
  Η Νοέλια δεν ήξερε αν έπρεπε να νιώσει προσβεβλημένη με τα λόγια του. Απέσυρε το βλέμμα της και έκανε ένα βήμα πίσω, θέλοντας να διατηρήσει μια στοιχειώδη απόσταση αναμεσά τους.
  «Αν εννοείτε γιατί είμαι τόσο όμορφη και ευγενική, ειλικρινά ούτε εγώ ξέρω. Πάντως το θεωρώ προνόμιο, αφού καταφέρνω να γοητεύσω άντρες σαν κι εσάς».
   Δεν είχε σχεδιάσει να πει κάτι τέτοιο, αλλά τα λόγια του πέρασαν σαν αστραπή απ’ το μυαλό της: Πρέπει να με κάνεις να σε ερωτευτώ και δεν μπορούσε να χάσει αυτή την ευκαιρία.
  «Έχεις δίκιο» ψιθύρισε ο Λεονάρντο πριν καλύψει το κενό ανάμεσά τους και τη ρίξει στο κρεβάτι.
  «Με έχεις γοητεύσει τόσο πολύ…» συνέχισε σκεπάζοντας το σώμα της με το δικό του, «που αυτή τη στιγμή θέλω να σε κάνω δικιά μου».
  Η Νοέλια είχε σαστίσει τόσο, που δεν κατάφερε να αντιδράσει. Προσπάθησε να κουνηθεί, αλλά ο Λεονάρντο την ακινητοποίησε.
  «Σσς» ψιθύρισε στο αυτί της και πριν καν το καταλάβει, τα χείλη του ενώθηκαν με τα δικά της.

Δέσποινα Χρ.