Ίντριγκες και Πάθη (Κεφάλαιο 13)


Διάβασε το e-mail άλλες τρεις φορές, αλλά δεν άλλαξε κάτι. Ο πόνος στο στήθος της και οι ολοένα αυξανόμενες ερωτήσεις στο μυαλό της έκαναν την κατάσταση χειρότερη. Η άγνοια τη σκότωνε. Ήθελε να μάθει ποιος έπαιζε μαζί της, γιατί αυτοί οι δύο άντρες την κορόιδευαν και ποιος τελικά της είχε πει έστω και μια μικρή αλήθεια σ’ αυτό το θέατρο του παραλόγου. Δεν σκόπευε να διαγράψει το e-mail. Αντιθέτως, θα πήγαινε κατευθείαν στον Λεονάρντο να του το δείξει, απαιτώντας μερικές απαντήσεις.
  Σηκώθηκε απ’ τη θέση της και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του. Ήταν αποφασισμένη να μπει μέσα και να τον διακόψει από ό,τι κι αν έκανε μ’ αυτήν την ξανθιά, αλλά τελευταία στιγμή δίστασε. Αν ο Στίβενσον έλεγε αλήθεια; Πως μπορούσε να το ρισκάρει; Το ένστικτο της, της έλεγε πως έπρεπε να διαγράψει αμέσως αυτό το e-mail και να μην μιλήσει σε κανέναν. Ωστόσο, κάτι βαθύτερο την συμβούλευε να μην κάνει τίποτα κι απλά να περιμένει. Την επόμενη μέρα ο Λεονάρντο θα έβλεπε σίγουρα τα e-mail της. Η αντίδρασή του και οι κινήσεις του αφότου διάβαζε όσα της αποκάλυψε ο Στίβενσον, θα καθόριζαν και τη θέση του.
  Επέστρεψε στο γραφείο της και προσπάθησε να ηρεμίσει. Πολλά περνούσαν απ’ το μυαλό της τις τελευταίες εβδομάδες. Όλα ήταν εναντίον του Λεονάρντο, κι ενώ εκείνη ήθελε να το πιστέψει, δεν μπορούσε. Για κάποιο περίεργο λόγο, η καρδιά της δεν δεχόταν αυτή την αλήθεια. Δεν μπορούσε ούτε η ίδια να κατανοήσει αυτό το παράξενο αίσθημα που σιγόκαιγε μέσα της. Ίσως αυτός ο ένας και απαίσιος μήνας που πέρασε μαζί του, ήταν αρκετός για να την κάνει να δεθεί μαζί του. Όσο μισητός κι αν της ήταν στην αρχή και παρά την αντιπαλότητα που κυριαρχούσε ανάμεσα τους τον περισσότερο καιρό, αυτές οι λίγες στιγμές που τον είχε δει να μεταλλάσσεται από μοχθηρό σε γλυκό και τρυφερό, ήταν αρκετές για να διώξουν όποια κακία νόμιζε ότι έκρυβε μέσα του. Αναστέναξε και κατσάδιασε νοερά τον εαυτό της που ήταν τόσο ανόητη.
  Χρειαζόταν κάτι για να ξεχαστεί και σίγουρα η δουλειά δεν ήταν αυτό. Κοίταξε τους φακέλους στο γραφείο της κι έπειτα πήρε ένα κομμάτι χαρτί κι ένα μολύβι. Άρχισε να σχεδιάζει μια ψιλόλιγνη κοπέλα, ντυμένη με ένα πανέμορφο, μακρύ, στράπλες φόρεμα. Είχε απορροφηθεί τόσο πολύ στο σχέδιο, που δεν αντιλήφθηκε καν τον Λεονάρντο να βγαίνει από το γραφείο, ώσπου τον άκουσε να βήχει, κάτι που προφανώς έκανε για να κάνει αισθητή την παρουσία του.
  «Σε ενοχλώ μήπως;» την ρώτησε ειρωνικά, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος.
  «Καθόλου» του απάντησε εκείνη στον ίδιο τόνο. Για κάποιο λόγο της ήταν πολύ δύσκολο να είναι ψυχρή ή επιθετική απέναντί του, παρότι εκείνος πυροδοτούσε πάντα τον καβγά.
  «Ωραία, λοιπόν, θέλω να κάνεις μια κράτηση».
  Η Νοέλια τον κοίταξε ερωτηματικά. «Κράτηση;».
  «Στο εστιατόριο Daniel, για δύο» της εξήγησε, «σκοπεύω να βγω ραντεβού, με μια… πολύ ιδιαίτερη γυναίκα». Της έκλεισε το μάτι και πριν καν πάρει απάντηση, επέστρεψε στο γραφείο του.
  «Ώστε πολύ “ιδιαίτερη” γυναίκα ο ξανθομπάμπουρας εκεί μέσα, ε;» είπε θυμωμένα η Νοέλια, πριν εκτελέσει την “εντολή” του αφεντικού της απρόθυμα.
***
Μια ολόκληρη ώρα περίμενε τον Λεονάρντο με την ξανθιά για να φύγουν. Δεν είχε ιδέα τι έκαναν τόση ώρα στο γραφείο του, και ούτε βέβαια ήθελε να μάθει. Το μόνο που την ένοιαζε εκείνη τη στιγμή ήταν να φύγει από εκεί, μπας και κόπαζε αυτό το θλιβερό αίσθημα ζήλιας. Γιατί σίγουρα, συνεχίζοντας να κοιτά τον Λεονάρντο να γελάει με αυτή τη γυναίκα, θα ήταν αδύνατον να νιώσει κάτι διαφορετικό.
  Όταν έφτασαν στο παρκινγκ, ο Λεονάρντο έσπευσε φυσικά να ανοίξει την πόρτα του συνοδηγού για την ξανθιά, αγνοώντας εντελώς την ύπαρξη της Νοέλια. Εκνευρισμένη, αλλά και λυπημένη, μπήκε στο πίσω κάθισμα και βάλθηκε να στριφογυρίζει το λουρί της τσάντας της. Οι σκέψεις της ήταν ένα κουβάρι, το ίδιο και τα συναισθήματά της. Απ’ τη μια στο μυαλό της υπήρχε η σκέψη του Στίβενσον και απ’ την άλλη η σκέψη του Λεονάρντο. Φοβόταν μήπως έκανε λάθος που δεν έσβησε το e-mail, μα ακόμα περισσότερο φοβόταν αυτό που ένιωθε. Ποιος στο καλό θα ζήλευε την κοπέλα του απαγωγέα του;
  «Νοέλια, έκανες την κράτηση που σου ζήτησα;». Η φωνή του την έβγαλε απ’ τις σκέψεις της.
  «Ναι, βέβαια» του απάντησε.
  Πρόλαβε να δει την ξανθιά να την κοιτάζει μέσα απ’ τον καθρέφτη, πριν την ακούσει να ρωτάει: «Αυτή γιατί είναι μαζί μας; Θα μπορούσε να επιστρέψει μόνη της στο σπίτι της, σωστά;».
  «Κοίτα τη δουλειά σου» πετάχτηκε η Νοέλια πριν προλάβει να συγκρατήσει τον εαυτό της. Αμέσως έστρεψε το βλέμμα της έξω απ’ το παράθυρο, για να αποφύγει το απειλητικό βλέμμα του Λεονάρντο.
  «Σωστά» είπε εκείνος αγνοώντας τα απότομα λόγια της, «θα μπορούσε να επιστρέψει μόνη της. Απλά δεν έχει αυτοκίνητο και αφού δούλεψε υπερωρία σήμερα, είπα να την ανταμείψω».
  «Τι καλός που είσαι, μωρό μου». Μπλιαχ.
  Η Νοέλια ένιωθε παρείσακτη, ήθελε να φτάσουν αμέσως στο σπίτι ώστε να κλειστεί στο δωμάτιο της και να σκεφτεί. Επικέντρωσε την προσοχή τους στους υγρούς δρόμους της Νέα Υόρκης, προσπαθώντας να αγνοήσει τη συζήτηση που είχαν αυτοί  οι δύο στα μπροστινά καθίσματα. Ότι ζεις μαζί του, είναι ένα μεγάλο ψέμα.  Προσπάθησε να συγκρατήσει τα λόγια του Στίβενσον στο μυαλό της, ώστε να αναζωπυρώνεται το αίσθημα της προδοσίας και της απάτης μέσα της. Ίσως έτσι κατάφερνε να διώξει τη ζήλεια, γνωρίζοντας ότι υπάρχει αυτή η μικρή πιθανότητα όλα αυτά να ήταν πράγματι ένα ψέμα.
           Δεν πέρασε πολύ ώρα και το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά από μια μεγάλη πολυκατοικία.
  «Μέγκαν, σε ευχαριστώ για την επίσκεψη, ελπίζω να τα πούμε σύντομα» άκουσε τον Λεονάρντο να λέει, και μέσα σε μια στιγμή  όλες τις οι σκέψεις περί απάτης και υποκρισίας εξαφανίστηκαν. Το τσίμπημα της ζήλειας μετατράπηκε σε αγαλλίαση, καθώς συνειδητοποίησε ότι η ξανθιά δεν θα έβγαινε ραντεβού μαζί του απόψε.
  «Μα…νόμιζα ότι…», η Μέγκαν φάνηκε να σαστίζει, δεν ήξερε τι να πει. Προφανώς, όταν επισκέφτηκε τον "Λέο" της δεν υπολόγισε την απόρριψη. Η Νοέλια δεν μπόρεσε να κρύψει το χαμόγελό της.
  «Θα βγούμε κάποια άλλη μέρα» την καθησύχασε εκείνος.
  Η κοπέλα βγήκε με φούρια απ’ το αυτοκίνητο, κοπανώντας της πόρτα πίσω της.
  «Δεν πρόκειται να με ξαναδείς!» τσίριξε πριν χαθεί μέσα στην πολυκατοικία.
  «Έτσι ξεφορτώνεσαι όλες τις κοπέλες;» αστειεύτηκε η Νοέλια. Η διάθεση της υπέστη ακραία μεταβολή.
  «Έλα μπροστά» της αποκρίθηκε, χαρίζοντάς της ένα μικρό χαμόγελο. Το πρώτο, μετά από εβδομάδες. Υπάκουσε αμέσως.
  Ο Λεονάρντο έβαλε εμπρός τη μηχανή και το αυτοκίνητο άρχισε να απομακρύνεται απ’ την πολυκατοικία.
  «Μπορείς να σταματήσεις να χαμογελάς όλη την ώρα; Ήξερα ότι δεν είσαι και πολύ συναισθηματική, αλλά να γελάς με τον πόνο της κοπέλας; Ειλικρινά, ντροπή!» την πείραξε χαμογελώντας. Ήταν ένα διαφορετικό χαμόγελο. Δεν ήταν πονηρό, ούτε αυτάρεσκο, έμοιαζε να ανταποκρίνεται περισσότερο στη διάθεση του, και ήταν σίγουρα χαρούμενος.
  «Εγώ; Εσύ είσαι αυτός που μόλις απέρριψε μια πανέμορφη ξανθιά, με καταγάλανα μάτια και καυτό κορμί, δίνοντας κούφιες υποσχέσεις και τώρα την κοροϊδεύει. Ειλικρινά, ντροπή!», συνέχισε την πλάκα εκείνη.
  Ο Λεονάρντο γέλασε. Ήταν η δεύτερη φορά που τον είχε κάνει να γελάσει εκείνη.
  «Ω, έλα τώρα Νοέλια, η Μέγκαν δεν είναι και τόσο όμορφη. Εξάλλου, προτιμώ τις μελαχρινές, με πράσινα μάτια και σαρκώδη χείλη» είπε και της έκλεισε το μάτι.
  Τα μάγουλα της Νοέλια είχαν αναμφίβολα κοκκινίσει. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν ειλικρινής ή απλά αστειευόταν. Αναδεύτηκε στη θέση της και έπειτα τον κοίταξε.
  «Λεονάρντο Μελέντεζ, φλερτάρεις μαζί μου;» τον ρώτησε με μια τσαχπινιά που ούτε η ίδια ήξερε ότι διέθετε.
  «Ίσως…» απάντησε, «γιατί; Απαγορεύεται;».
  Η Νοέλια αποφάσισε να αγνοήσει την ερώτηση και απλά να πάει παρακάτω. Ένιωθε ήδη αρκετά ντροπιασμένη.
  «Θα με πας σπίτι;».
  «Ναι» είπε εκείνος λακωνικά.
  «Και… και εσύ θα πας στο ραντεβού σου;» τόλμησε να ρωτήσει.
  Ο Λεονάρντο έμεινε σιωπηλός για μερικά δευτερόλεπτα κι έπειτα ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια. Ήταν εκνευριστικό.
  «Τι είναι τόσο αστείο;».
  «Τίποτα, απλά σήμερα ανακαλύπτω μια πλευρά του εαυτού σου που ποτέ δεν πίστευα ότι υπήρχε» είπε, προσπαθώντας να κρατηθεί σοβαρός, ενώ ήταν ολοφάνερο πως διασκέδαζε.
  Η καλή της διάθεση μόλις πήγε περίπατο. «Δεν γνωρίζεις πολλά για εμένα, ούτως ή άλλως».
  Περίμενε πως η απάντησή της θα έδιωχνε την ενοχλητική έκφραση στο πρόσωπό του, αλλά έκανε λάθος.
  «Ισχύει» της είπε, «Άλλωστε, γι’ αυτό θα βγούμε απόψε μαζί. Θέλω να σε γνωρίσω καλύτερα».
  Τι; Τι είπε μόλις τώρα; Θα βγει μαζί μου; Η κράτηση ήταν για εμάς τους δύο; Ω, δεν το πιστεύω έδιωξε την ξανθιά για να βγει μαζί μου!
  «Αλήθεια;» κατάφερε να ρωτήσει, με περισσότερο ενθουσιασμό από όσο θα ήθελε.
  Έγνεψε, «τώρα θα πάμε σπίτι για να ετοιμαστείς, σου έχω ήδη φέρει καινούργια ρούχα μιας και η Λάνα μου είπε τη γνώμη σου για αυτά που σου παρείχα ήδη, και μετά θα σε πάω σε ένα απ’ τα καλύτερα εστιατόρια της Νέα Υόρκης».
  Η Νοέλια κούνησε το κεφάλι της σε ένδειξη κατανόησης. Ήθελε να πει πολλά και να ρωτήσει άλλα τόσα, αλλά αποφάσισε να κρατήσει το στόμα της κλειστό. Ήξερε πως με βάση του e-mail το να βγουν έξω οι δυο τους αποτελούσε μέρος ενός σεναρίου. Ωστόσο για κάποιο λόγο ήθελε να ζήσει εκείνη τη νύχτα. Εξάλλου, δεν αργούσε η στιγμή που ο Λεονάρντο θα μάθαινε το μικρό της μυστικό και τότε όλα θα γίνονταν ξεκάθαρα.
***
Μπήκε γρήγορα στο δωμάτιο της και άνοιξε την ντουλάπα. Ο Λεονάρντο της είπε να κάνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε γιατί είχαν ήδη αργήσει, οπότε δεν έχασε χρόνο. Η αλήθεια είναι πως περίμενε να βρει ρούχα το ίδιο απαίσια με τα προηγούμενα, όμως αυτά που ήταν κρεμασμένα έδειχναν υπέροχα και πανάκριβα. Ευχήθηκε να μπορούσε να αγοράσει μόνη της τα ρούχα της, αλλά μετά σκέφτηκε ότι αυτό ήταν πολύ ασήμαντο σε σχέση με την απελευθέρωσή της.
  Αφού κοίταξε μερικά φορέματα, ξεκρέμασε ένα μαύρο με βαθύ ντεκολτέ που έφτανε λίγο πιο πάνω απ’ το γόνατο. Το ακούμπησε πάνω της και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Φαινόταν τέλειο. Ετοιμαζόταν να το φορέσει, συλλογιζόμενη πόσο πολύ θα άρεσε στον Λεονάρντο, αλλά αμέσως άλλαξε γνώμη. Δεν ήθελε να δείχνει σαν εκείνη την ξανθιά. Αυτό το φόρεμα ήταν πολύ προκλητικό και σίγουρα δεν χρειαζόταν να τραβήξει όλη την προσοχή πάνω της απόψε. Άλλωστε, δεν έβγαιναν ραντεβού, σωστά;
  Κρέμασε το φόρεμα πίσω στην κρεμάστρα και έβγαλε ένα κομψό μπλε φόρεμα, με υψηλή λαιμόκοψη και λάστιχο σε στιλ ζώνης στη μέση. Αυτό ήταν ό,τι πρέπει για την περίσταση.
  Είκοσι λεπτά αργότερα ήταν έτοιμη. Με τα μακριά μαλλιά της να πέφτουν σε όμορφες μπούκλες στην πλάτη της και το μαύρο μολύβι να τονίζει τα πράσινα μάτια της, ήταν σίγουρα όμορφη.
  «Νοέλια, να μπω;» άκουσε τον Λεονάρντο να ρωτά πίσω απ’ την κλειστή πόρτα του δωματίου της.
  «Ναι, πέρασε» φώναξε και αφού έβαλε μια τούφα απ’ τα μαλλιά της πίσω απ’ το αυτί, στράφηκε να τον αντικρίσει.
  Μόλις τα μάτια του στάθηκαν πάνω της, ένιωσε τα μάγουλά της να αναψοκοκκινίζουν. Την κοιτούσε από πάνω μέχρι κάτω, λες και έψαχνε για κάποια ατέλεια.
  «Καλή είμαι;» τον ρώτησε.
  Ένα πονηρό χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό του πριν απαντήσει: «Κάτι παραπάνω από καλή. Είσαι πανέμορφη».
  Η καρδιά της Νοέλια αντέδρασε θετικά στο σχόλιο του.
  «Σε ευχαριστώ, κι εσύ είσαι πολύ όμορφος». Πράγματι ήταν. Φορούσε ένα κομψό μαύρο κουστούμι και τα μαύρα μαλλιά ήταν χτενισμένα προς τα πίσω, φωτίζοντας αρκετά το πρόσωπό του. Η Νοέλια ένιωσε την παρόρμηση να αγγίξει αυτά τα κολακευτικά, μαύρα γένια του.
  «Φυσικά δεν μπορώ να συγκριθώ μαζί σου» είπε και της έκλεισε το μάτι για εκατοστή φορά εκείνη τη μέρα.
  Η Νοέλια γέλασε, νιώθοντας τα μάγουλά της να παίρνουν φωτιά.
  «Πάμε;» του είπε.
  Της έγνεψε. «Πάμε».

Δέσποινα Χρ.