Ίντριγκες και Πάθη (Κεφάλαιο 14)


Η διαδρομή προς το εστιατόριο Daniel ήταν σιωπηλή, καθώς ο Λεονάρντο ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του και η Νοέλια αφοσιωμένη στον δρόμο έξω απ’ το παράθυρο. Δεν ήθελε να αφήσει αυτή την απροσδιόριστη ψυχρότητα που επικρατούσε στο αυτοκίνητο να τη ρίξει συναισθηματικά. Περίμενε ανυπόμονα να φτάσουν, ελπίζοντας πως το δείπνο θα εξελισσόταν φυσιολογικά και χωρίς προβλήματα.
Ήλπιζε επίσης πως θα  της δινόταν η ευκαιρία, μέσω του διαλόγου, να εισπράξει ορισμένες χρήσιμες πληροφορίες. Μετά από έναν ολόκληρο μήνα υπό την επιτήρηση του Λεονάρντο, ήθελε να μάθει κάποια πράγματα για τη ζωή του. Ήταν σίγουρη πως αυτός ο αινιγματικός άντρας, έκρυβε μέσα του μεγάλα βάσανα.
  «Ξέρεις» άρχισε να λέει για να σπάσει την ενοχλητική σιωπή, «θέλω πραγματικά να σε γνωρίσω καλύτερα απόψε».
  Η έκφραση του Λεονάρντο δεν άλλαξε και το βλέμμα του παρέμεινε κολλημένο ευθεία μπροστά, στον δρόμο.
  «Ήμουν σίγουρος γι’ αυτό» της απάντησε έπειτα από λίγο και η ειρωνεία που πότιζε τη φωνή του, την έκανε να αισθανθεί άσχημα.
  Του έριξε ένα πληγωμένο βλέμμα που σίγουρα δεν είδε και στράφηκε προς τον δρόμο. Μια θύελλα ερωτημάτων ξέσπασε μέσα στο μυαλό της, καθώς προσπαθούσε να κατανοήσει την ακραία αλλαγή στη συμπεριφορά του.
  «Μάλιστα» είπε δείχνοντας του την ενόχληση της. Δεν περίμενε να πάρει απάντηση, αλλά μέσα της προσευχόταν να γύριζε επιτέλους προς το μέρος της και να της ζητούσε συγγνώμη.
  Όταν το ρολόι στο ταμπλό του αυτοκινήτου έδειξε ακριβώς εννέα και μισή, το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά από ένα επιβλητικό κτήριο. Η Νοέλια ήταν αγχωμένη, λες και έβγαινε το πρώτο της ραντεβού και φοβόταν μήπως έκανε καμιά γκάφα.
  Ο Λεονάρντο βγήκε απ’ το αυτοκίνητο και αφού παρέδωσε τα κλειδιά στο παρκαδόρο που περίμενε ακριβώς έξω απ’ την πόρτα του, έτρεξε προς την πλευρά του συνοδηγού και της άνοιξε την πόρτα.
  Αφού της χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο, της έτεινε το χέρι για να τη βοηθήσει να βγει.
  «Τζέντλεμαν» σχολίασε, δίνοντας του το χέρι της.
  Όταν πια στέκονταν ο ένας μπροστά απ’ τον άλλο, έσκυψε κοντά στο αυτί της και της ψιθύρισε: «Συγγνώμη για πριν, δεν ήθελα να ακουστεί όπως ακούστηκε».
  Η καρδιά της Νοέλια πετάρισε και ένιωσε την παρόρμηση να τον σφίξει στην αγκαλιά της για να τον ευχαριστήσει.
  «Όλα καλά» τον καθησύχασε. Εκείνος της χαμογέλασε αχνά και στη συνέχεια της έπιασε το χέρι. Η κίνησή του την ξάφνιασε, αλλά δεν σκόπευε να τον απωθήσει. Αντιθέτως, ήθελε να μείνουν πιασμένοι χέρι-χέρι όσο το δυνατόν περισσότερο.
  «Πρέπει να αντιμετωπίσω τα επίμονα βλέμματα εκεί μέσα χωρίς καβγά» της είπε καθώς έμπαιναν στο εστιατόριο.
  «Τι εννοείς;» τον ρώτησε, «Συνηθίζουν να σε κοιτάζουν επειδή είσαι διάσημος και επιτυχημένος;».
  Ο Λεονάρντο μισογέλασε, «δεν εννοώ αυτό».
  «Τότε τι εννοείς;».
  Αναστέναξε, «εννοώ, ότι συνοδεύω μια από τις πιο όμορφες γυναίκες του πλανήτη και όλα τα βλέμματα θα είναι καρφωμένα πάνω της. Μπορείς να φανταστείς πόσο εκνευριστικό είναι να κοιτούν κάτι που σου ανήκει…».
  Η Νοέλια τον κοιτούσε επίμονα και αναμφίβολά εκείνος το είχε καταλάβει. Γιατί έπρεπε να το πει αυτό; Ήταν ανάγκη να της υπενθυμίσει ότι το μόνο που τον ένοιαζε, ήταν να μην χάσει το χρυσοπληρωμένο “αντικείμενό” του;
  «Ναι, βέβαια» του απάντησε, καταπνίγοντας το κύμα δακρύων που ήταν έτοιμο να ξεσπάσει.
  Αφού ο Λεονάρντο πληροφόρησε τον νεαρό στην είσοδο για την κράτηση, ένας σερβιτόρος τους οδήγησε στο τραπέζι τους στο πίσω μέρος του εστιατορίου. Βολεύτηκαν και οι δύο στις θέσεις τους και η Νοέλια πήρε το μενού για να διαλέξει το βραδινό της. Ωστόσο, όση ώρα κοιτούσε τη σελίδα, στο μυαλό της επαναλαμβάνονταν τα λόγια του άντρα που καθόταν απέναντί της, «μπορείς να φανταστείς πόσο εκνευριστικό είναι να κοιτούν κάτι που σου ανήκει». Για κάποιο λόγο, όσο περισσότερο το σκεφτόταν, τόσο περισσότερο της φαινόταν ότι τα λόγια του έκρυβαν κάτι άλλο. Μήπως δεν ήθελε να την κοιτούν άλλοι άντρες γιατί ζήλευε;
  «Νοέλια;».
  Αναπήδησε ξαφνιασμένη και σήκωσε το βλέμμα της για να δει τα μαύρα μάτια του Λεονάρντο να την παρακολουθούν.
  «Ναι; Είπες κάτι;» ρώτησε και η ντροπή της φάνηκε από το κόκκινο χρώμα που είχε σίγουρα καλύψει τα μάγουλά της.
  «Ρώτησα αν είσαι έτοιμη. Αποφάσισες τι θα παραγγείλεις;».
  Ξεροκατάπιε και κοίταξε βιαστικά το μενού. Δεν είχε ιδέα τι να πάρει.
  «Θα μπορούσες να μου προτείνεις κάτι;».
  Το χαμόγελο που απλώθηκε στα καλοσχηματισμένη χείλη του, την έκανε αναδευτεί αμήχανα στη θέση της.
  «Φυσικά» της αποκρίθηκε, «τι θα έλεγες για χοιρινό φιλέτο με λουκάνικο πράσου σφαίρα ελιάς & νιόκι φέτας;».
  «Μια χαρά» του αποκρίθηκε.
  Έπειτα από αρκετή ώρα, τα πιάτα τους είχαν έρθει και οι δύο έτρωγαν με όρεξη. Δεν έλεγαν τίποτα ουσιώδες, απλά σχολίαζαν τη γεύση του φαγητού και την ατμόσφαιρα του εστιατορίου. Η Νοέλια είχε πιάσει τρεις φορές έναν άντρα να την καρφώνει με το βλέμμα του, αλλά ευτυχώς ο Λεονάρντο δεν το είχε προσέξει.
  «Λοιπόν, Λέο, έχω να σου προτείνω κάτι» του είπε κάποια στιγμή, επιθυμώντας να ξεκινήσει την πραγματική συζήτηση.
  Ο Λεονάρντο την κοίταξε ερωτηματικά, «Τι είναι αυτό το “κάτι”».
  «Να… έλεγα μήπως θα ήθελες να παίξουμε ένα παιχνίδι».
  Τον είδε που κατέπνιξε ένα γελάκι, αλλά δεν άφησε την αντίδρασή του να την επηρεάσει.
  «Και τι είδους παιχνίδι είναι αυτό;» τη ρώτησε, χαμογελώντας απροκάλυπτα.
  «Ένα παιχνίδι ερωτήσεων, Λεονάρντο, μη με κοροϊδεύεις. Δεν σκόπευα να σου προτείνω να παίξουμε κυνηγητό, όπως κάνουν τα παιδάκια» του είπε, προσποιούμενη τη θιγμένη.
  «Εντάξει τότε. Ποιοι είναι οι κανόνες;» είπε εκείνος σοβαρεύοντας.
  «Δεν υπάρχουν κανόνες, απλώς κάνει ο ένας στον άλλο ερωτήσεις. Φυσικά έχεις το δικαίωμα να μην απαντήσεις σε κάποια αν δεν το επιθυμείς» του εξήγησε.
  Ο Λεονάρντο κοίταξε για μια στιγμή έξω απ’ το παράθυρο τη βροχή που έπεφτε καταρρακτωδώς, κι έπειτα στράφηκε για να την αντικρίσει. Τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά της. Δεν υπήρχε κάποιο συναίσθημα μέσα τους, απλή ουδετερότητα.
  «Οκ, ποιος ξεκινάει;» της είπε.
  «Μμ, θες να αρχίσεις εσύ;».
  Της έγνεψε καταφατικά, κι εκείνη τον προέτρεψε να ξεκινήσει με ένα  χαμόγελο.
  «Γιατί ήθελες να φύγεις μακριά από τον πατέρα σου;». Κατευθείαν στα βαθιά, σκέφτηκε η Νοέλια.
  «Να υποθέσω πως για να κάνεις αυτή την ερώτηση, με πιστεύεις;» τον ρώτησε και η ελπίδα γεννήθηκε μέσα της.
  «Επ, μόνο απαντήσεις μέχρι να έρθει η σειρά σου. Μην κλέβεις!» τη μάλωσε. Έμοιαζε χαλαρός και ήταν ολοφάνερο πως διασκέδαζε.
  «Έχεις δίκιο, με συγχωρείς» του είπε, κι έπειτα συνέχισε για να δώσει απάντηση στο ερώτημα που της έθεσε. «Λοιπόν, ο λόγος που ήθελα να φύγω μακριά από τον πατέρα μου ήταν γιατί προσπαθούσε να με χειραγωγήσει. Ήθελε πάντα να αποδέχομαι τις απόψεις και τα πιστεύω του, μα κυρίως προσπαθούσε συνεχώς να μου επιβάλει τι να κάνω και πώς να ζήσω τη ζωή μου. Δεν δίσταζε να με τρομοκρατεί με ψέματα και απειλές για να αποδέχομαι τα αιτήματα του. Ορισμένες φορές γινόταν αδίστακτος και άσπλαχνος».
   »Ξέρεις, όταν ήμουν μικρή, δεν είχαμε πολλά λεφτά. Ήμασταν μια οικογένεια που ζούσε κοντά στο όριο της φτώχειας. Θυμάμαι τον πατέρα μου να λέει: Τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία. Δεν τον ενοχλούσε η άσχημη οικονομική μας κατάσταση, την είχε αποδεχθεί και προσπαθούσε απλά να προσφέρει σε εμένα και τη μητέρα μου τα απαραίτητα. Ήταν υπέροχος πατέρας όταν ήμουν μικρή, ήταν ο καλύτερος… μέχρι που μάθαμε ότι η μητέρα μου ήταν κάτοχος μεγάλης περιούσιας. Ο παππούς μου, είχε μια κερδοφόρα επιχείρηση, είχε βγάλει πολλά λεφτά πριν πεθάνει. Δεν περιμέναμε ότι θα παραχωρούσε όλη του την περιουσία στην μητέρα μου και εμένα και όταν το μάθαμε, τα πάντα άλλαξαν. Ο πατέρας μου άρχισε να αποστασιοποιείται από εμάς, τσακωνόταν συνέχεια με τη μητέρα μου και φώναζε πως όλα τα λεφτά έπρεπε να γίνουν δικά του. Θυμάμαι ξεκάθαρα τη στιγμή που με απείλησε ότι αν δεν έπειθα τη μητέρα μου να του δώσουμε όλα τα λεφτά για να στήσει τη δική του επιχείρηση, θα μας εγκατέλειπε. Ήμουν τρομοκρατημένοι και πίστευα ότι μου έλεγε….».
  Τα μάτια της Νοέλια είχαν γεμίσει δάκρυα. Γιατί του αποκάλυπτε τόσα πολλά; Δεν έπρεπε να τον εμπιστεύεται. Όμως της ήταν αδύνατον να σταματήσει. Για πρώτη φορά ένιωθε απελευθερωμένη, λες και ένα τεράστιο βάρος έφυγε από πάνω της.
  Ο Λεονάρντο την κοίταζε με φανερό ενδιαφέρον, αν και κάτι στη στάση του την έκανε να πιστεύει ότι είχε επηρεαστεί πολύ από τα λόγια της.
  «Δεν νομίζω πως χρειάζεται να συνεχίσω…» του είπε με σπασμένη φωνή, χαμηλώνοντας το κεφάλι.
  Δεν της απάντησε, αλλά έσυρε το χέρι του πάνω απ’ το τραπέζι και πήρε την παλάμη της μέσα στη δική του. Η κίνηση του θεράπευσε ως ένα σημείο τη ραγισμένη της καρδιά.
  «Νοέλια, εγώ ξέρω…» άρχισε να λέει, αλλά ο ήχος κλήσης του κινητού του τον έκοψε.
  Τράβηξε το χέρι του απ’ το δικό της και έβγαλε το τηλέφωνο απ’ την τσέπη του για να απαντήσει.
  «Με συγχωρείς» της είπε και σηκώθηκε για να βγει στο χολ.
  Η καρδιά της Νοέλια χτυπούσε δυνατά και η απογοήτευσή της ήταν μεγάλη. Ήταν σίγουρη πως ετοιμαζόταν να της αποκαλύψει κάτι πολύ σημαντικό. Γιατί έπρεπε να είναι τόσο άτυχη; Πήρε μια βαθιά ανάσα και έριξε την πλάτη της στην καρέκλα.
  Ο Λεονάρντο επέστρεψε έπειτα από ένα λεπτό. Ήταν ανέκφραστος, αλλά εκείνη κατάφερε να διακρίνει μια ελαφριά…ταραχή; Όποιος κι αν ήταν στο τηλέφωνο, δεν τον πήρε για καλό λόγο.
  «Συνέβη κάτι;» τον ρώτησε όταν έκατσε πίσω στη θέση του.
  Τον παρακολουθούσε να πιάνει με τρεμάμενα χέρια το μπλοκάκι με τον λογαριασμό και να αφήνει μέσα το αναγραφόμενο ποσό.
  «Πρέπει να φύγουμε» την πληροφόρησε. Έμοιαζε απίστευτα αγχωμένος. Τι στο καλό συνέβη;
  «Λεονάρντο, ηρέμισε και πες μου τι συμβαίνει» είπε απαιτητικά εκείνη.
  «Τίποτα, απλά σήκω να φύγουμε» είπε ολοφάνερα εκνευρισμένος και σηκώθηκε.
  «Δεν πάω πουθενά αν δεν μου πεις τι συνέβη».
  «Διάολε…» βλαστήμησε μέσα απ’ τα δόντια του, «πάμε να φύγουμε και θα σου εξηγήσω!».
  Προσπαθούσε να διατηρήσει το τόνο του σταθερό, αλλά η πρότερη ταραχή του σε συνδυασμό με την τωρινή οργή του, τον ωθούσαν στα άκρα. Το βλέμμα των περισσότερων πελατών είχε στραφεί επάνω τους.
  Η Νοέλια αποφάσισε να τον ακολουθήσει, πριν αναγκάζονταν να φύγουν με το ζόρι.
  «Εντάξει». Άρπαξε το τσαντάκι και το παλτό της και σηκώθηκε.
  Ο Λεονάρντο την έπιασε αμέσως σφιχτά απ’ το χέρι και βγήκαν βιαστικά απ’ το εστιατόριο. Πήρε γρήγορα τα κλειδιά του αυτοκινήτου απ’ το παρκαδόρο και μπήκαν και οι δύο μέσα.
  Η βροχή μούσκεψε τα ρούχα και των δύο, αλλά μόνο η Νοέλια έτρεμε απ’ το κρύο. Ο συνοδός της ήταν λογικό να μην κρυώνει, αφού έβραζε από θυμό.
  «Τι στο διάολο νόμιζες πως έκανες εκεί μέσα;» άρχισε να της φωνάζει.
  «Ορίστε;».
  «Όταν σου λέω να κάνεις κάτι, θα το κάνεις γαμώτο!».
  «Τι είναι αυτά που λες; Όλα πάνε μια χαρά και ξαφνικά με ένα τηλεφώνημα γίνεσαι πυρ και μανία και απαιτείς να φύγουμε απ’ το εστιατόριο, χωρίς να έχουμε καλά-καλά ολοκληρώσει το δείπνο μας! Δεν είναι φυσιολογικό να θέλω να μάθω τι έγινε;! Ή μήπως νομίζεις πως επειδή είμαι η “δούλα” σου θα ‘πρεπε να κλείνω το στόμα μου και να ακολουθώ τις εντολές σου; Μάντεψε! Μόλις βρω την ευκαιρία θα φύγω από εσένα και τις διεστραμμένες απαιτήσεις σου!» άρχισε να φωνάζει κι εκείνη. Αν δεν ήταν τόσο συγχυσμένη, πιθανόν να είχε βάλει τα κλάματα.
  Ο Λεονάρντο χτύπησε με δύναμη το χέρι του στο τιμόνι, πριν στραφεί και την γραπώσει απ’ τον καρπό. Η Νοέλια αναφώνησε έκπληκτη και τρομαγμένη.
  «Ποια νομίζεις ότι είσαι για να μου φωνάζεις;! Με ποιο δικαίωμα, διάολε! Αν ήταν άλλη στη θέση σου, τώρα θα βρισκόταν πεταμένη στη μέση του δρόμου να ψοφήσει στη βροχή!» ούρλιαξε στο πρόσωπό της.
  Της πήρε μια στιγμή για να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της.
  «Και γιατί δεν είμαι εγώ αυτή; Εμπρός, πέτα με έξω απ’ το πανάκριβο αυτοκίνητο σου, μη στο βρωμίσω κιόλας! Αλλά βέβαια, δεν μπορείς, εδώ παίζονται συμφέροντα!».
  Την κοίταξε για μια στιγμή βαθιά μέσα στα μάτια και αμέσως μετά την άφησε.
  «Αν δεν ήσουν εσύ…» τον άκουσε να ψιθυρίζει. Ήταν βέβαιη πως δεν απευθυνόταν σε εκείνη.
  «Αν δεν ήμουν εγώ… τι;» τόλμησε να ρωτήσει.
  Ο Λεονάρντο την κοίταξε με την άκρη του ματιού του πριν απαντήσει: «Δεν ξέρω. Απλά είσαι εσύ και εγώ νιώθω αδύναμος. Δεν θέλω να σου κάνω τίποτα».
  Το στομάχι της σφίχτηκε με την αποκάλυψή του.
  «Δεν καταλαβαίνω» ψέλλισε αδύναμα.
  «Απλώς ξέχνα το» της είπε κι έβαλε μπρος τη μηχανή.
  Η Νοέλια γέμισε τους πνεύμονές της με οξυγόνο κι έπειτα κοίταξε προς το εστιατόριο απογοητευμένη. Όλα θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί τελείως διαφορετικά, αν ο άντρας που καθόταν πλάι της δεν ήταν τόσο παράξενος και οξύθυμος.
  Καθώς το αυτοκίνητο άρχισε απομακρύνεται, πρόλαβε να δει τον Στίβενσον να βγαίνει απ’ το εστιατόριο αγκαζέ με μια γυναίκα. Γούρλωσε τα μάτια μόλις συνειδητοποίησε ότι η συνοδός του της ήταν απίστευτα γνώριμη.
  Ένιωσε να της τελειώνει το οξυγόνο, η καρδιά της σφυροκοπούσε μέσα στο στήθος της. Δεν μπορεί…
  Η γυναίκα που στεκόταν πλάι στο πρώην αφεντικό της, ήταν η επί δέκα  χρόνια φίλη της Έμμα.

Δέσποινα Χρ.