Η νύχτα που ο Παράδεισος έπεσε (Κεφάλαιο 17) "No Turning Back'


Δεν είχαμε συναντήσει περίπολους, πράγμα πολύ περίεργο. Μετά την τελευταία μας επίθεση, είχαμε μάθει ότι τα ανώτερα τάγματα αναλάμβαναν βραδινές περιπόλους για να έχουν την ψευδαίσθηση του πλεονεκτήματος σε μια επικείμενη δεύτερη επίθεση.
Σήμερα όμως, εμείς δεν είχαμε δει κανέναν να προστατεύει τα αιθέρια σύνορα του Παραδείσου. Αυτό μας ενεργοποιούσε τα τείχη της επιφυλακής μας. Ίσως να είχαν κάποια πληροφόρηση ή κάποια διαίσθηση για την σφαγή που θα ακολουθούσε.
  Διέταξα σιωπηλά το στράτευμα μου να σωπάσει τους χτύπους των φτερών τους και προσγειώθηκαν στα κοντινά σύννεφα σχεδόν αθόρυβα. Εγώ πάλι, προσγειώθηκα θρασύτατα και με μεγάλο γδούπο ακριβώς μπροστά απο την Παραδεισένια Πύλη και ισιώνοντας το σώμα μου, κοίταξα τριγύρω. Κανένας φύλακας. Τι στο καλό συνέβαινε? Γύρισα να κοιτάξω τους συντρόφους μου οι οποίοι είχαν την ίδια απορία χαραγμένη στα πρόσωπα τους. Στα φρικαλέα, αηδιαστικά πρόσωπα τους.
  Αν και το στράτευμα μου αποτελούνταν αποκλειστικά απο έκπτωτους, αδέρφια μου στην Πτώση, δεν είχαν επιλέξει να κρατήσουν τίποτα απο τον παλιό τους εαυτό. Ο αδερφός μου συνήθιζε να λέει: «Η αμαρτία αλλάζει...» και το έβλεπα κάθε μέρα στα πρόσωπα των φίλων μου.  Περισσότεροι καρποί της Κόλασης, περισσότερα θανάσιμα αμαρτήματα και δεν έμενε τίποτα αγγελικό πάνω τους.
  Εγώ πάλι δεν ήμουν έτσι. Όσο και αν μισούσα τον Παράδεισο και τους αγγέλους του, πίστευα ότι χειρότερη τιμωρία για εκείνους θα ήταν να έβλεπαν τα γνώριμα και κάποτε φιλικά τους πρόσωπα να σύνθλιβαν τα αιθέρια σώματα τους και να στέλνουν τις αθώες ψυχές τους στο Καθαρτήριο. Γι’΄αυτό και εγώ, καθώς και αρκετοί απο τους ακολούθους μου προσέχαμε τις ψυχές μας απο την διαφθορά. Αποφεύγαμε τους καρπούς της Κόλασης –εξάλλου δεν τους βρίσκαμε ιδιαίτερα εύγεστους πέραν μερικών εξαιρέσεων φυσικά-, προσέχαμε τον χρόνο που περνούσαμε στην Κόλαση αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε πολλά για τις αμαρτίες. Ενδίδαμε χωρίς δεύτερη σκέψη. Ήταν στην φύση μας εξάλλου και το απολαμβάναμε πλήρως. Κοίταξα τριγύρω μου. Ψυχή. Προχώρησα προς την πύλη κραδαίνοντας το ξίφος μου αλλά εκείνη άνοιξε διάπλατα μπροστά μου. Ενέδρα? Έκανα σήμα στο στράτευμα να κινηθεί μπροστά αλλά με προσοχή. Προχώρησα αργά αλλά σταθερά με όλες μου τις αισθήσεις σε ετοιμότητα. Έφτασα στο Ιερό Κέντρο εύκολα και χωρίς κανένας να με διακόψει. Τι σκατά είχε συμβεί εδώ? Σήκωσα το ξίφος μου και το κάρφωσα στο χρυσό σιντριβάνι. Ένας εκκωφαντικός ήχος βγήκε καθώς αυτό διαλυόταν μπροστά μου. Άκουσα φτερουγίσματα και χαμογέλασα. Έστρεψα το κεφάλι μου προς την πηγή του θορύβου και είδα τους αγγέλους να βγαίνουν τρομαγμένοι από το Δικαστήριο. Τι κάνανε αυτοί όλοι εκεί μέσα? Θα του είχα δώσει λίγη παραπάνω  προσοχή αν δεν έβλεπα τον Κάιλ να πρωτοστατεί τραβώντας το ξίφος του και αφήνοντας την λάμα του να τυλιχτεί με ρυάκια νερού. Γέλασα καθώς ορμούσε προς το μέρος μου μαζί με τους υπόλοιπους Αγγέλους και τους δικούς μου αδερφούς να μπαίνουν μπροστά μου εμποδίζοντας τους να με αγγίξουν. Είδα το μένος να καθρεφτίζεται στο πρόσωπο του και να ορμάει με μανία στους δαίμονες μου. Ο καημένος. Θα καθόμουν να παίξω λίγο μαζί του αλλά δεν ήμουν εδώ για αυτόν τον άχρηστο. Προχώρησα προς τα δώματα των Αρχαγγέλων. Χιλιάδες αναμνήσεις προσπαθούσαν να εισβάλλουν στο μυαλό μου αλλά δεν τους έκανα το χατίρι. Διέλυα τις πόρτες των δωμάτων με το σπαθί μου αλλά όλα ήταν άδεια. Έφτασα  στα δυο τελευταία που κάποτε χρησιμοποιούσαμε εγώ και ο αδερφός μου. Κοντοστάθηκα ελάχιστα πριν θρυμματίσω και εκείνες τις πόρτες. Τίποτα δεν είχε αλλάξει, τίποτα δεν έδειχνε ότι είχαν χρησιμοποιηθεί και ποτέ. Όπως κάθε δωμάτιο σε αυτό τον τόπο. Όλα απόλυτα καθαρά, απόλυτα λευκά, απόλυτα αγνά. Εμετικά αγνά. Γύρισα απότομα να μπλοκάρω την επίθεση ενός αγγέλου που προσπάθησε να με αιφνιδιάσει. Αλλά καθώς το άψυχο σώμα του κυλούσε από την λεπίδα μου τον είδα. Έβγαινε υποβασταζόμενος από τον Ραφαήλ από το Δικαστήριο. Φρέσκες πληγές υπήρχαν στην πλάτη του. Τι είχε συμβεί? Τον κοιτούσα καθώς πάλευε να σταθεί στα πόδια του και τον Ραφαήλ να τον παρακινεί να συνεχίσει. Δυο από τους δαίμονες μου ήταν εκεί αλλά κανένας δεν έκανε κίνηση. Το στράτευμα μου ήξερε ότι ο Μέγας Αρχάγγελος ανήκε μόνο σε μένα και εγώ θα ήμουν αυτός που θα έμπηγα την λάμα μου στο σώμα του ξανά. Χανόταν και τον εμφανιζόταν ξανά πίσω από ζευγάρια σπαθιών που κροτάλιζαν και δίνες δυνάμεων που εκτοξεύονταν η μια ενάντια στην άλλη.
Προχώρησα αργά προς το μέρος του αποφεύγοντας τις ρουκέτες δηλητηρίου και τις εκρήξεις φωτιάς και νερού που χτυπούσαν ανελέητα δεξιά και αριστερά. Ο Ραφαήλ με εντόπισε. Είδα τον τρόμο να γυαλίζει στα μάτια του και να προσπαθεί να κινηθεί γρηγορότερα κουβαλώντας τον αγγελικό μου στόχο. Τον είδα να προσπαθεί να καλέσει σε βοήθεια αλλά μάταια. Όλα τα αγγελικά τάγματα πάλευαν να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους. Υποκριτές. Υποστήριζαν ότι πάνω από όλα πάλευαν για το μεγαλύτερο καλό και για τα αδέρφια τους. Μόνο ο εαυτός τους ήταν ότι τους ένοιαζε περισσότερο. Πάντα έτσι ήταν αλλά αρνούνταν να το δεχτούν. Αρνούνταν να το δουν. Κανείς δεν ήταν ανιδιοτελής. Ήταν απλά μια ακόμα λέξη. Κανείς δεν χαρακτηριζόταν πια με αυτή την ιδιότητα. Ίσως κάποτε. Σε μια άλλη εποχή. Χαμογέλασα σαρδόνια ενώ πλησίαζα απειλητικά.
  «Όσο και να τρέξεις δεν μπορείς να κρυφτείς Ραφαήλ.» του φώναξα ενώ προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω από τον χαμό. Είχα κουραστεί όμως από το κρυφτούλι έτσι άνοιξα τα φτερά μου και προσγειώθηκα ακριβώς μπροστά του. «Μπου!» Ο Ραφαήλ στάθηκε μπροστά στον Αρχάγγελο, άπλωσε τα φτερά του και έφερε την λάμα του στον λαιμό μου.
  «Αν τον θες πρέπει να περάσεις πρώτα από μένα.» Γέλασα δυνατά
  «Το ξέρουμε και οι δυο ότι δεν είσαι μαχητής και ότι δεν είσαι ο στόχος μου. Απόψε.» Κρατούσε το σπαθί του όμως σθεναρά και το έμπηξε λίγο περισσότερο στον λαιμό μου. Αυτό με τσάντισε. Σήκωσα το δικό μου απότομα, μπλόκαρα την επίθεση του, έδιωξα το σπαθί από το χέρι του και με μια κίνηση τον πέταξα μακριά. «Τουλάχιστον έχετε ακόμα κότσια.» είπα στον Μιχαήλ ο οποίος δεν είχε μπει καν στον κόπο να τρέξει ή να κινηθεί.
  «Δεν είμαστε δειλοί.» μου είπε με φωνή που ίσα που έβγαινε.
  «Ομολογώ ότι με απογοητεύεις Μέγα Αρχάγγελε. Περίμενα κάτι πιο... μαχητικό. » είπα καθώς καθάριζα την λάμα μου.
  «Λυπάμαι που σε απογοητεύω Ντέιμιαν. Ή μήπως πρέπει να σε λέω Βελιάρ? » Τα μάτια μου στένεψαν στο άκουσμα του σχολίου του. Αλλά το προσπέρασα.
  «Για σένα θα είναι πάντα Ντέιμιαν. Κρίμα που δεν θα ζήσεις αρκετά να το χρησιμοποιήσεις.» Επιτέθηκα αλλά με μπλόκαρε με το σπαθί του. Εντυπωσιάστηκα αλήθεια. Ήξερα το βάρος ενός ξίφους όπως και το πόσο δύσκολο ήταν να το σηκώσεις με ένα τέτοιο τραύμα. «Δεν περίμενα κάτι λιγότερο από εσένα.» είπα με ειλικρινή θαυμασμό.
Μια γρήγορη κίνηση όμως και το σπαθί του απομακρύνθηκε αρκετά μέτρα μακριά του. Πήρα φόρα και όρμησα πάνω του την ώρα που μια λευκή λάμψη εμφανιζόταν μπροστά του...



Nadia