Ίντριγκες και Πάθη (Κεφάλαιο 17)


Η φωνή της Λάνα και τα ελαφριά σκουντήματα που ακολούθησαν, κατάφεραν να συνεφέρουν τη Νοέλια. Τα μάτια της άνοιξαν σταδιακά και η θολούρα υποχώρησε μετά από λίγα δευτερόλεπτα. Είχε λιποθυμήσει. Όλες αυτές οι πληροφορίες και η μεγάλη αποκάλυψη που τις συνόδευε ήταν υπερβολικά πολλά για να τα αντέξει.
  «Είσαι καλά;» ρώτησε η κοπέλα, στο πρόσωπό της χαραγμένη η ανησυχία.
  «Ναι, καλά είμαι» τη διαβεβαίωσε εκείνη. Το κεφάλι της πονούσε αρκετά, όπως και το σώμα της εξαιτίας της πτώσης, αλλά ήταν εντάξει.
  Η Λάνα, που ήταν γονατιστή πλάι της, πέρασε το χέρι της γύρω από τη μέση της και τη βοήθησε να σηκωθεί.

  «Έλα να σε πάω στο δωμάτιό σου» της είπε απαλά. Η Νοέλια κούνησε ανεπαίσθητα το κεφάλι και μαζί άρχισαν να περπατάν.
  «Τελικά υπάρχουν φωτογραφίες;» ρώτησε αδύναμα καθώς διέσχιζαν τον μακρύ διάδρομο. Έπρεπε να μάθει.
  «Καλύτερα να συνεχίσουμε κάποια άλλη στιγμή αυτή τη συζήτηση, τώρα πρέπει να ξεκουραστείς. Θα ενημερώσω τον κ. Λεονάρντο ότι δεν νιώθεις καλά για να σου δώσει άδεια για σήμερα».
  Η Νοέλια σταμάτησε απότομα να περπατά. «Όχι, πρέπει να δω αυτές τις φωτογραφίες, αν υπάρχουν, και να πάω οπωσδήποτε στη δουλειά σήμερα».
  Η Λάνα άφησε έναν μακρόσυρτο αναστεναγμό. «Εντάξει, αλλά ξεκουράσου λίγο πρώτα».
  «Λάνα;» μια φωνή έκανε και τις δύο να αναπηδήσουν ξαφνιασμένες.
  Η νεαρή υπηρέτρια έστρεψε το βλέμμα της προς τον Λεονάρντο που ήταν ακουμπισμένος στο ξύλο της πόρτας στα αριστερά τους, υιοθετώντας ένα επαγγελματικό βλέμμα.
  «Ναι, κ. Μελέντεζ».
  Τα μάτια του Λεονάρντο απομακρύνθηκαν από την κοπέλα για να σταθούν πάνω στη Νοέλια, η οποία βλαστημούσε από μέσα της που σταμάτησε μπροστά από το δωμάτιό του.
  «Γιατί δεν βρίσκεστε στα δωμάτιά σας;» ρώτησε αυστηρά.
  Η Λάνα ήταν έτοιμη να απαντήσει, αλλά η Νοέλια δεν κατάφερε να συγκρατήσει τον εαυτό της.
  «Δεν καταλαβαίνω γιατί ρωτάτε κ. Μελέντεζ; Πειράζει που έχουμε αυπνίες;».
  Τα χείλη του Λεονάρντο στράβωσαν σε ένα λοξό χαμόγελο πριν απαντήσει: «Πειράζει, όταν η αυπνία σας, δις Σαβιόνε, ενοχλεί τον ιδιοκτήτη αυτού του σπιτιού που προσπαθεί απεγνωσμένα να κοιμηθεί».
  Η Νοέλια ανασήκωσε το αριστερό της φρύδι και τον κοίταξε ειρωνικά. «Αν ο ιδιοκτήτης αυτού του σπιτιού επιθυμούσε τόσο "απεγνωσμένα" τον ύπνο, θα έπρεπε να βάλει ωτοασπίδες».
  Η Λάνα ένιωθε αναμφίβολα αμήχανα καθώς παρακολουθούσε αυτή τη μικρή αντιπαράθεση μεταξύ τους. Καλώς ή κακώς πάντως, αποφάσισε να μιλήσει.
  «Κύριε, μας συγχωρείτε, δεν θέλαμε να σας ξυπνήσουμε. Πήγαινα την κ. Σαβιόνε στο δωμάτιο της γιατί δεν αισθανόταν καλά».
  Ο Λεονάρντο, που μέχρι εκείνη τη στιγμή διατηρούσε το γνωστό αυτάρεσκο χαμόγελό του, σοβάρεψε απότομα και κοίταξε τη Νοέλια από πάνω μέχρι κάτω.
  «Τι έχεις;» ρώτησε καρφώνοντας τα μάτια του στα δικά της.
  Η Νοέλια στριφογύρισε τα μάτια της αναστενάζοντας. Αν μπορούσε θα έριχνε σίγουρα ένα δολοφονικό βλέμμα προς τη Λάνα που δεν κατάφερε να κρατήσει το στόμα της κλειστό.
  «Τίποτα, είμαι μια χαρά» του είπε απότομα, αποφεύγοντας να τον κοιτάξει στα μάτια.
  «Λάνα, άσε μας μόνους για λίγο» διέταξε εκείνος τη νεαρή υπηρέτρια.
   Η Νοέλια σήκωσε κατευθείαν το βλέμμα της και κοίταξε τη κοπέλα με νόημα. Δεν έπρεπε να τους αφήσει μόνους. Δεν μπορούσε να τον αντιμετωπίσει πάλι. Ήταν ήδη αρκετό το γεγονός ότι την άφησε μόνη στο σαλόνι, διψασμένη για ένα φιλί που εκείνος δεν θα της ξανά έδινε λίγη μόλις ώρα πριν.
  Η Λάνα φυσικά αγνόησε το έντονο βλέμμα της και γνέφοντας το κεφάλι αποφάσισε να αποσυρθεί και να τους αφήσει μόνους.
  Η Νοέλια έβλεπε την υποτιθέμενη σύμμαχό της να χάνεται στο μακρύ διάδρομο, όταν ο Λεονάρντο πέρασε αιφνιδιάστηκα το χέρι του γύρω απ' τη μέση της και την τράβηξε προς το δωμάτιό του.
  «Έλα» είπε σιγανά ανοίγοντας περισσότερο την πόρτα για να περάσει. Δεν έμοιαζε να αντιλαμβάνεται την αλλαγή στη στάση της, ούτε την κοφτή της ανάσα. Κι όμως, το άγγιγμά του την ανατρίχιασε και σήκωσε μέσα της μια θύελλα ανάμεικτων συναισθημάτων.
  «Δεν χρειάζεται, καλύτερα να επιστρέψω στο δωμάτιό μου» κατόρθωσε να πει. Η τρεμάμενη φωνή της πρόδωσε την αναστάτωσή της.
  «Μην ανησυχείς, δεν σκοπεύω να σε σκοτώσω» αστειεύτηκε εκείνος, αλλά η Νοέλια δεν κατάφερε ούτε να χαμογελάσει.
  Ο Λεονάρντο ξερόβηξε μόλις κατάλαβε τι είχε πει και απομάκρυνε το χέρι του.
  «Τέλος πάντων, ήθελα απλώς να μιλήσουμε» είπε με εμφανώς λιγότερη αυτοπεποίθηση.
  Η Νοέλια εισέπνευσε βαθιά για να χαλαρώσει, κάτι που έμοιαζε απίθανο, αφού βρισκόταν μόνη, μαζί του, στο δωμάτιό του.
  «Για τι πράγμα;» ρώτησε όσο πιο αδιάφορα μπορούσε.
  «Για όλα. Είμαι έτοιμος να λύσω όλες σου τις απορίες» της απάντησε σοβαρά.
  Τον κοίταξε ερωτηματικά, προσπαθώντας να καταλάβει τις προθέσεις του. Οι τελευταίες είκοσι τέσσερις ώρες που πέρασε μαζί του έμοιαζαν να έχουν ανατρέψει τα πάντα. Δεν μπορούσε πλέον να καταλάβει τι κρυβόταν πίσω από το αινιγματικό και μυστήριο παρουσιαστικό του.
  «Δεν σε καταλαβαίνω, Λεονάρντο» του είπε, «Ειλικρινά, δεν σε καταλαβαίνω. Από τη μια το παίζεις κακός και μοχθηρός και απ' την άλλη καλός. Τη μία μέρα με κλειδώνεις σε ένα δωμάτιο και φέρεσαι σαν ψυχοπαθής και την άλλη με φιλάς και το παίζεις κύριος. Τι στο καλό τρέχει με εσένα;».
  Το πρόσωπό του έμοιαζε μελαγχολικό καθώς την κοιτούσε στα μάτια. Η Νοέλια περίμενε να πει οτιδήποτε. Ήταν βέβαια σχεδόν σίγουρη πως θα αρνιόταν ότι η στάση του απέναντί της είχε πράγματι υποστεί τέτοια σκαμπανεβάσματα.
  Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα, επιτέλους μίλησε. «Αυτή είναι η πρώτη σου ερώτηση;».
  «Ορίστε;».
  «Λέω, αυτή είναι η πρώτη σου ερώτηση; Τι στο καλό τρέχει με εμένα;».
  Η Νοέλια τον κοιτούσε εξεταστικά, προσπαθώντας να καταλάβει αν την κορόιδευε. Τελικά απέσυρε το βλέμμα της και βούλιαξε στο κάθισμα που βρήκε δίπλα της.
«Είσαι εξοργιστικός» κλαψούρισε, χώνοντας το πρόσωπό της μέσα στο χέρια της.
  Ο Λεονάρντο χαμογέλασε, πάρα την απόφασή του να παραμείνει αδιάφορος.
  «Μπορείς να πεις και την αλήθεια. Είμαι γοητευτικός και αστείος» είπε, ανασηκώνοντας το αριστερό του φρύδι.
  Η Νοέλια σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε, «θέλεις την αλήθεια;» είπε. Σηκώθηκε απ' τον καναπέ για να τον αντικρίσει. «Είσαι εξοργιστικός, ναρκισσιστής, κακότροπος, μανιακός, ψεύτης, υποκριτής, εκμεταλλευτής, αυταρχικός και άλλα χίλια δυο αρνητικά πράγματα....Όμως...είσαι και καλός, γλυκός, όμορφος και θελκτικός και ειλικρινά νομίζω πως εγώ...».
  Δεν μπορούσε να το πει. Θα ήταν ανόητη αν παραδεχόταν ότι είναι ερωτευμένη μαζί του. Αν και ήταν βέβαιο πως για άλλη μια φορά κατάφερε να δείξει την ευαισθησία της.
  «Εσύ... τι;» τη ρώτησε εκείνος. Τα μάτια του δεν άφηναν ούτε στιγμή τα δικά της.
  «Τίποτα» είπε ψέματα και προσπάθησε να απομακρυνθεί, καθώς οι δυο τους είχαν πλησιάσει αρκετά κοντά ο ένας στον άλλο. Τα χέρια του Λεονάρντο τυλίχτηκαν αιφνίδια γύρω της, συγκρατώντας την στη θέση της, μόλις μερικά εκατοστά μακριά του.
  «Πες μου» την πίεσε.
  «Άφησέ με» τον παρακάλεσε εκείνη.
  «Νοέλια, πες μου... πες μου αυτό που αισθάνεσαι», η φωνή του πρόδιδε ένα είδους απόγνωση.
  «Εσύ τι αισθάνεσαι;» τον ρώτησε, όχι μόνο για να βγει από αυτή τη δύσκολη θέση, αλλά και γιατί πραγματικά ήθελε να μάθει.
  «Θες την αλήθεια;» ρώτησε.
  «Πάντα».
  «Δεν ξέρω. Δεν ξέρω τι νιώθω για εσένα».
  Απογοήτευση την κατέκλυσε και προσπάθησε να απελευθερωθεί απ' το κράτημά του.
  «Άφησέ με» απαίτησε αυτή τη φορά.
  «Όχι, Νοέλια» της είπε κατηγορηματικά. «Όχι πριν μου πεις τι νιώθεις».
  «Παράτα με, Λεονάρντο!» ούρλιαξε και κατόρθωσε ελευθερωθεί. «Δεν νιώθω τίποτα για εσένα, γιατί είσαι ένα τέρας που με κρατάει φυλακισμένη!».
  Το ξέσπασμά της δεν φάνηκε να επιδρά αρνητικά επάνω του. Αντιθέτως, ένα μικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του.
  «Εγώ το τέρας κι εσύ η πεντάμορφη» είπε με θυμηδία.
  «Να πας στο διάολο, Λεονάρντο Μελέντεζ» του είπε και βγήκε αμέσως απ' το δωμάτιο.
  Δεν άργησε να την ακολουθήσει.
«Αυτό είναι το νέο σου σύνθημα;» τον άκουσε να λέει γελώντας.
  «Ναι!» του φώναξε και τάχυνε το βήμα της για να φτάσει γρήγορα στο δωμάτιό της.
  Ο Λεονάρντο μπορεί να την ακολουθούσε, αλλά δεν έδειχνε να θέλει να τη φτάσει, αφού δεν έκανε καμία κίνηση να καλύψει το κενό αναμεσά τους.
  «Εντάξει, δεν είναι κι άσχημο... βασικά νομίζω ότι αντικατοπτρίζει επακριβώς το αίσθημα μίσους που τρέφεις για εμένα».
  Η Νοέλια μπορούσε να φανταστεί το αλαζονικό και γελοίο χαμόγελο που είχε χαραχθεί στο πρόσωπό του. Είχε ήδη ξεκαθαρίσει ότι δεν τον μισούσε. Ήθελε να τον μισήσει... έπρεπε να τον μισήσει. Αλλά δεν μπορούσε να το κάνει. Τα συναισθήματα που έτρεφε απέναντί του ήταν τελείως λάθος.
  «Παράτα με» του φώναξε μια τελευταία φορά πριν ανοίξει βιαστικά την πόρτα του δωματίου της και κρυφτεί μέσα. Ευχόταν να μπορούσε να κλειδώσει, ώστε να είναι σίγουρη ότι δεν θα χρειαστεί να τον αντιμετωπίσει, αλλά το κλειδί δεν βρισκόταν στην κατοχή της.
  Σωριάστηκε στο πάτωμα και ακούμπησε το κεφάλι της στην πόρτα. Η καρδιά της χτυπούσε γοργά μέσα στο στήθος της και ένας απαίσιος κόμπος είχε δημιουργηθεί στο στομάχι της, δυσκολεύοντας την αναπνοή της. Αυτός ο άντρας κόντευε να την τρελάνει. Η συμπεριφορά του Λεονάρντο ήταν αλλόκοτη και εκείνη δεν μπορούσε να επιλέξει ποια πλευρά του ήταν η πραγματική. Ήταν ένας απατεώνας που του άρεσε να παίζει με τα συναισθήματα των ανθρώπων ή ήταν απλώς ένας βασανισμένος άνθρωπος που προσπαθούσε να καταπολεμήσει τα συναισθήματα του ώστε να φέρει εις πέρας μια αποστολή; Και φυσικά αυτή η αποστολή είχε στηθεί από κάποιον ανώτερο και είχε ως στόχο την ολοκληρωτική καταστροφή της... ή μπορεί και κάτι πολύ χειρότερο που εκείνη δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει.
  Ένα ελαφρύ χτύπημα στην πόρτα την έκανε να τιναχτεί.
  «Νοέλια, άσε με να μπω. Θέλω να μιλήσουμε».
  Είχαν μιλήσει αρκετά εκείνη την ημέρα. Οι πληροφορίες που είχε αποκομίσει ήταν ήδη υπερβολικά πολλές για να τις διαχειριστεί.
  «Δεν θα έρθω στη δουλειά σήμερα» του ανακοίνωσε, αγνοώντας την παράκλησή του. Ήξερε πως με το να μην πάει στη δουλειά θα έχανε την αντίδραση του σχετικά με το e-mail, ωστόσο δεν ένιωθε πλέον έτοιμη να μάθει τίποτα περισσότερο για τις απίστευτες ίντριγκες που τον αφορούσαν.
  «Αυτό είναι δική μου απόφαση» της είπε, η φωνή του φανερά πιο ανεβασμένη και απαιτητική.
  Η Νοέλια αναστέναξε βαριά. Τα μάτια της πλημμύρισαν με δάκρυα. Φυσικά και ήταν δική του απόφαση... εδώ και δύο μήνες η ζωή της βρισκόταν στα χέρια του. Μόνο εκείνος αποφάσιζε πότε θα βγει από το δωμάτιο της, με ποιους θα συναναστρέφεται και που θα κυκλοφορεί. Δεν μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό της να συνεχίσει να ζει έτσι. Είχε φτάσει η στιγμή να πάρει ξανά τα ηνία.
  Ένιωσε την πόρτα πίσω της να ανοίγει. Αμέσως σκούπισε τα μάτια της και σηκώθηκε όρθια.
  Όταν ο Λεονάρντο μπήκε στο δωμάτιο και οι δυο τους βρέθηκαν αντικριστά, η Νοέλια έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιο που προετοίμαζε εδώ και εβδομάδες.
  Αρχικά τον κοίταξε στα μάτια και του χαμογέλασε θλιμμένα. Έπρεπε να του αποσπάσει την προσοχή. Ήξερε πως μπορούσε να τον αποπροσανατολίσει.
  «Έχεις τόσο όμορφα μάτια» της είπε χαμηλόφωνα.
  Η Νοέλια ένιωσε ένα μικρό τσίμπημα στο στήθος. Όχι γιατί της άρεσαν τα λόγια του, αλλά γιατί είχε πετύχει τον σκοπό της.
  Πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει λάγνα και να δαγκώσει το κάτω χείλος της. Αργότερα θα ένιωθε ντροπή για τις πράξεις της. Τώρα έπρεπε να συγκεντρωθεί στο εγχείρημά της.
  Τα μάτια του Λεονάρντο μετακινήθηκαν αυτόματα προς τα χείλη της.
  «Τι προσπαθείς να κάνεις;» τη ρώτησε, δίχως να πάρει το βλέμμα του.
  Η καρδιά της κλώτσησε δυνατά μέσα στο στήθος της. Την είχε καταλάβει; Όχι, έπρεπε να το παίξει άνετη.
  «Τίποτα» του είπε σιγανά κι έκανε ένα βήμα προς το μέρος του.
  Η αναπνοή του έμοιαζε να βγαίνει πιο αργή, γεγονός που τη χαροποίησε ιδιαίτερα. Είχε αρχίσει να τον επηρεάζει.
  Πριν προλάβει να κάνει κάτι άλλο, ο Λεονάρντο κάλυψε το κενό ανάμεσά τους και άρχισε να τη φιλάει λαίμαργα στο λαιμό.
  Δεν είχε προετοιμαστεί για κάτι τέτοιο, ιδίως η καρδιά και το σώμα της που αντέδρασαν άμεσα στο άγγιγμα και τα απρόσμενα φιλιά του.
 «Σε θέλω τόσο πολύ, Νοέλια» της ψιθύρισε. Το χέρι του χάιδεψε το μηρό της.
  Το σχέδιο της θα ματαιωνόταν αν δεν έκανε κάτι για να ανακόψει την ταχύτατη ροή των γεγονότων. Δεν είχε αυτή την εξέλιξη στο μυαλό της. Έπρεπε απλά να φιληθούν. Τα χάδια και τα φιλιά του την έκαναν να επιθυμεί περισσότερα. Την έκαναν να θέλει να μείνει και να αποδεχθεί την άτυχη μοίρα της αρκεί να είναι μαζί του.
  «Σταμ...» προσπάθησε να μιλήσει, αλλά εκείνος κάλυψε τα χείλη της με τα δικά του, αποτρέποντας τις λέξεις να ακουστούν.
  Το μυαλό της θόλωσε και όλες τις οι σκέψεις εξαφανίστηκαν μεμιάς. Το μόνο που ήξερε πλέον ήταν ότι τον ήθελε και αυτή.
  Μόνο όταν η μπλούζα της έφυγε και βρέθηκε μόνο με το σουτιέν, κατάφερε να επαναφέρει τον εαυτό της.
 Δίχως να το πολυσκεφτεί και με τον φόβο μην αποτύχει το σχέδιο της, κλότσησε δυνατά τον Λεονάρντο στα αχαμνά.
 Εκείνος απομακρύνθηκε αμέσως από κοντά της βλαστημώντας.
  «Τι στο διάολο κάνεις;» φώναξε εξαγριωμένος, ενώ το πρόσωπό του συσπάστικε από τον πόνο.
  Η Νοέλια δεν άφησε χρόνο για χάσιμο. Άρπαξε γρήγορα την μπλούζα της και άρχισε να τρέχει. Έσπρωξε τη μισάνοιχτη πόρτα με δύναμη για να κλείσει πίσω της. Τα μάτια της έπεσαν αυτόματα στο κλειδί που βρισκόταν στην κλειδαριά. Έπραξε χωρίς να σκεφτεί. Τον κλείδωσε μέσα. Οι φωνές του και δυνατά χτυπήματα πάνω στην πόρτα ηχούσανε σε ολόκληρο τον όροφο, καθώς εκείνη έτρεχε για να βρει τις σκάλες.
  Ήταν σίγουρη πως αν σταματούσε για μια στιγμή θα κατέρρεε. Ο φόβος είχε αρχίσει να την καταλαμβάνει ολόκληρη. Φοβόταν πως δεν θα κατάφερνε να περάσει απαρατήρητη μπροστά από τους φρουρούς. Χρειαζόταν βοήθεια.
  Κατέβηκε δυο-δυο τα σκαλοπάτια και συνέχισε να τρέχει προς την έξοδο. Γύρισε για μια στιγμή το κεφάλι της προς τα πίσω για να ελέγξει αν την ακολουθούσε κανείς και ξαφνικά συγκρούστηκε με ένα γεροδεμένο στέρνο. Ένα επιφώνημα έκπληξης ξέφυγε από τα χείλη της.
  «Για πού το βαλες, ομορφούλα;» τη ρώτησε ο άντρας. Ήταν ένας από τους φρουρούς της αυλής. Προφανώς ο Λεονάρντο τον ειδοποίησε μέσω τηλεφώνου.
  «Εε...να...εγώ», ήταν λαχανιασμένη, κουρασμένη και δεν φορούσε μπλούζα. Το μυαλό της δεν ήταν σε θέση να κατεβάσει καμία καλή δικαιολογία.
  «Σε τσάκωσα. Έλα, ώρα να επιστρέψεις στο δωμάτιό σου» είπε ο άντρας χαμογελώντας.
  Η καρδιά της Νοέλια βούλιαξε, απογοήτευση την κυρίευσε. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα πάρα να υπακούσει.
  «Μέισον, περίμενε» η γνώριμη φωνή της Λάνα τους έκανε να σταματήσουν. Οι ελπίδες της αναπτερώθηκαν. Επιτέλους, η βοήθεια που επιθυμούσε.
  Ο άντρας γύρισε προς το μέρος της νεαρής κοπέλας και την κοίταξε εξεταστικά.
  «Τι συμβαίνει;».
  «Ο κ. Μελέντεζ μόλις με ειδοποίησε ότι έχει κλειδωθεί το δωμάτιο 13. Καλύτερα να πάω εγώ την κ. Σαβιόνε σε εκείνον».
  Ο φρουρός κοίταξε πρώτα τη Νοέλια κι έπειτα τη Λάνα. Τελικά ένευσε.
  «Εντάξει».
  Η Λάνα κούνησε το κεφάλι κι έπιασε τη Νοέλια από το χέρι, τραβώντας την μακριά.
  «Τι στο καλό κάνεις;» ρώτησε όταν είχαν πια απομακρυνθεί αρκετά από την ύπουλη ματιά του άντρα.
  Η Νοέλια έβαλε στα γρήγορα την μπλούζα της κι έπειτα την κοίταξε λυπημένα.
  «Πρέπει να με βοηθήσεις. Θέλω να φύγω από εδώ» είπε ικετευτικά.
  «Και το να κλειδώσεις τον Λεονάρντο στο δωμάτιο ήταν ό,τι καλύτερο βρήκες για να το σκάσεις;». Κούνησε το κεφάλι της, λες και ήταν απογοητευμένη με τις πράξεις της. «Το σπίτι είναι γεμάτο υπηρέτες και η αυλή γεμάτη φρουρούς. Είναι σχεδόν αδύνατον να φύγει κάποιος απαρατήρητος από εδώ μέσα. Έπρεπε να με είχες ενημερώσει ότι σκόπευες να αποδράσεις, υπάρχουν πράγματα που πρέπει να μάθεις πρώτα».
  Η Νοέλια αναστέναξε. «Δεν έχω χρόνο για χάσιμο, Λάνα, πρέπει να φύγω αμέσως. Δεν θα ξανά βρω τέτοια ευκαιρία».
  «Άσε με πρώτα να σου δείξω τι βρήκα και μετά θα σε βοηθήσω εγώ να το σκάσεις».
  «Ναι, αλλά ο Λεον...».
  «Ο Λεονάρντο θα πρέπει μείνει κλειδωμένος εκεί μέσα για λίιγο ακόμα» την καθησύχασε, κλείνοντας της το μάτι συνωμοτικά.
  Η Νοέλια χαμογέλασε. «Εντάξει. Σε ευχαριστώ».
  «Ακολούθησε με».

***

Μισή ώρα αργότερα η Νοέλια προσπαθούσε ακόμα να συμβιβαστεί με όσα έμαθε. Στεκόταν ακίνητη εδώ και αρκετή ώρα, με το βλέμμα της καρφωμένο στην φωτογραφία. Της ήταν αδύνατον να τα αποδεχθεί όλα αυτά. Χρειαζόταν απαντήσεις... τις χρειαζόταν επειγόντος.
  «Νοέλια...είσαι καλά;» ρώτησε η Λάνα, που τόση ώρα παρέμενε σιωπηλή.
  Όχι, δεν είμαι! Αυτό ήθελε να φωνάξει. Γιατί πως γίνεται να είναι κάποιος καλά όταν μαθαίνει κάτι που ανατρέπει όλα όσα ήξερε και πίστευε;
  «Θέλω να φύγω αμέσως από εδώ» ψιθύρισε και τα δάκρυα που τόση ώρα συγκρατούσε αυλάκωσαν τα μάγουλά της.
  «Εντάξει» είπε η κοπέλα και την χάιδεψε απαλά στην πλάτη για να την παρηγορήσει.
  «Πες μου, πως θα βγω από  αυτή εδώ τη φυλακή;» ρώτησε και η φωνή της έσπασε στην τελευταία λέξη.
  «Υπάρχει μια μικρή πορτούλα στην πίσω αυλή που οδηγεί στο δάσος. Θα σε βγάλω από εκεί» της εξήγησε.
  Η Νοέλια έγνεψε. Ήταν συναισθηματικά καταπονημένη και επιθυμούσε όσο τίποτε άλλο να βρεθεί ελεύθερη, μακριά από αυτό το μέρος.
  «Πάμε» είπε και σηκώθηκε. Ήλπιζε να μην είχε ανοίξει κανείς στον Λεονάρντο όση ώρα ήταν κλεισμένες στην αποθήκη, διαφορετικά τα πάντα θα καταστρέφονταν ξανά.
  Η νεαρή υπηρέτρια και μοναδική σύμμαχος της, κούνησε το κεφάλι και της χάρισε ένα μικρό χαμόγελο.
  «Θα κρατήσεις τη φωτογραφία;» τη ρώτησε καθώς άνοιγε την πόρτα.
  «Ναι, αν δεν υπάρχει πρόβλημα» απάντησε εκείνη. Τη χρειαζόταν αυτή τη φωτογραφία σαν αποδεικτικό στοιχείο σε περίπτωση που ο Λεονάρντο προσπαθούσε να την ξανά βγάλει ψεύτρα ή τρελή.
  «Κράτα την, κανείς δεν θα την ψάξει ούτως ή άλλως».
  Τόσο πολύ ήθελε ο Λεονάρντο να ξεχάσει τον παρελθόν; Μακάρι να ήξερε.
  Οι δυο κοπέλες περπατούσαν όσο πιο αθόρυβα και προσεκτικά μπορούσαν, ελέγχοντας συνεχώς τριγύρω μήπως εμφανιστεί κάποιος και τις τσακώσει. Ο ήλιος είχε πια κάνει για τα καλά την εμφάνισή του, απλώνοντας τις ακτίνες του σε όλη την πόλη. Το σπίτι είχε κατακλυστεί από φως, γεγονός που κατέστρεφε την, αναγκαία για την απόδραση, κάλυψη που πρόσφερε η νύχτα.
  «Θα βγούμε από εδώ» είπε η Λάνα και έσπρωξε απαλά τη Νοέλια να περάσει πρώτη από τη συρόμενη πόρτα που οδηγούσε στην αυλή.
  «Δεν θα μας δουν;» ρώτησε εκείνη, αγχωμένη.
  «Έχει κάγκελα τριγύρω γι' αυτό δεν υπάρχουν φρουροί από αυτή την πλευρά. Θα πρέπει να σκαρφαλώσεις για να βγεις».
  «Και μετά;» ρώτησε όλο αγωνία, κοιτάζοντας πέρα από τις πολυθρόνες για να βρει τα κάγκελα.
  «Μετά είναι ο φράχτης που καλύπτει ολόκληρη την αυλή. Θα περπατήσεις προς τα δεξιά και θα δεις την πορτούλα που σου είπα».
  Η Νοέλια έγνεψε ως ένδειξη κατανόησης. Έπρεπε να κάνει πέρα τον φόβο και την δείλια της και να πράξει σωστά.
  «Εσύ τι θα κάνεις;».
  Η κοπέλα πήρε μια βαθιά ανάσα. «Πρέπει να πάω να ανοίξω στον Λεονάρντο».
  «Θα σε απολύσει;». Ήταν εγωίστρια. Τόση ώρα σκεφτόταν μόνο τον εαυτό της. Δεν της πέρασε καν από το μυαλό ότι εξαιτίας της η Λάνα θα έμενε άνεργη.
  «Θα βρω κάποια δικαιολογία» είπε με ένα στραβό χαμόγελο.
  Η Νοέλια αμέσως την αγκάλιασε. «Σε ευχαριστώ για όλα» της είπε με ειλικρίνεια.
  «Δεν χρειάζεται να με ευχαριστείς για τίποτα. Απλά βοήθησα μια κοπέλα που υπέφερε. Εύχομαι να ξεφύγεις από εκείνους που θέλουν να σε βλάψουν και να βρεις την ευτυχία».
  Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που αντάλλαξαν.
  Η Νοέλια έτρεξε στην αυλή και έκανε όλα όσα της είπε. Σκαρφάλωσε τα κάγκελά, έστριψε δεξιά, έτρεξε κατά μήκος του φράχτη, ώσπου βρήκε την πορτούλα.
  Έπιασε το πόμολο με το δεξί της χέρι και αποφάσισε να ρίξει μια τελευταία ματιά πίσω, σε ό,τι άφηνε. Τα μάτια της παρέμειναν για αρκετή ώρα στο σημείο όπου άφησε την Λάνα, μέχρι που κάτι άλλο τράβηξε την προσοχή της. Ένα μαύρο αυτοκίνητο σταμάτησε στην είσοδο.
  Η καρδιά της βάλθηκε να χτυπά δυνατά, όταν από τη θέση του οδηγού βγήκε... ο πατέρας της.
  Πανικός την κατέλαβε. Δεν ήξερε τι να κάνει. Κοίταζε δεξιά και αριστερά. Έψαχνε κάποιον να της εξηγήσει τι συνέβαινε. Τι δουλεία είχε αυτός εκεί; Τι της έκρυβαν όλοι; Τα πάντα γύρω της κινούνταν με φρενήρη ρυθμό. Έπιασε το κεφάλι της σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να κάνει τον κόσμο γύρω της να σταματήσει να στριφογυρίζει.
  Κάποιος φώναξε το όνομά της. Δεν αναγνώρισε τη φωνή, αλλά κατάφερε να την συνεφέρει. Έπρεπε να φύγει.
  Άνοιξε την πόρτα και άρχισε να τρέχει με όλη της τη δύναμη. Η καρδιά της πονούσε. Ένιωθε προδομένη. Ο πατέρας της είχε γίνει ο χειρότερος εχθρός της. Τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι στα μάγουλά της. Έτρεχε, όμως δεν ήξερε που ακριβώς πήγαινε, δεν είχε κάποιο προορισμό.
  Κάποια στιγμή της φάνηκε πως άκουσε το όνομά της. Μπορεί και να ήταν η φαντασία της. Ωστόσο, αυτό που ακολούθησε ήταν πέρα για πέρα αληθινό.
  Δύο πυροβολισμοί, ο ένας μετά τον άλλο.
  Η Νοέλια κατέρρευσε. Κάποιος είχε πεθάνει.

Δέσποινα Χρ.