Η Μάγισσα του Αέρα (Κεφάλαιο 4) Πληροφορίες από τον Κάτω Κόσμο

«Νόρα, πάρε τη Μπόνι και κρυφτείτε κάπου καλά. Χρησιμοποίησε το μενταγιόν», είπε η μαμά μου και προσπάθησε να με αφήσει στην αγκαλιά της αδερφής μου.

«Μαμά, έλα και εσύ», την ικέτεψα μέσα στα αναφιλητά μου. Την αγκάλιασα σφιχτά και έχωσα το κεφαλάκι μου στη βάση του λαιμού της. Η μύτη μου έτρεχε από το κλάμα και τα μάτια μου έτσουζαν. Δεν ήθελα να αφήσω τη μαμά μου. Κάτι μέσα μου μου έλεγε πως αν φύγω τώρα από κοντά της, δεν θα την ξαναδώ ποτέ.
Η μαμά ξέσφιξε απαλά τα χέρια μου και με απομάκρυνε από το σώμα της. Με άφησε στα χέρια της αδερφής μου και μου χαμογέλασε γλυκά, παρά τον πόνο που ένιωθε από τα τραύματά της. Εκείνος ο ξανθός μάγος με την κοτσίδα την είχε χτυπήσει πολύ άσχημα. Είχε μια τεράστια πληγή στον αριστερό της ώμο, ένα βαθύ κόψιμο στο δεξί της μπράτσο και γρατζουνιές σε όλο της το πρόσωπο. Τα σμαραγδένια μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα, αλλά δεν τα άφησε να κυλήσουν στα ματωμένα μάγουλά της, για να μην με ανησυχήσει περισσότερο.
«Πήγαινε με τη Νόρα, αγάπη μου και να είσαι καλό κορίτσι. Να μην της δημιουργείς μπελάδες», είπε και με φίλησε στο μέτωπο. «Να είσαι γενναία, μωρό μου. Εγώ θα πάω να βοηθήσω τον μπαμπά και θα έρθουμε αμέσως να σας βρούμε. Να κρυφτείτε καλά, Νόρα», είπε στην αδερφή μου και της έδωσε το μενταγιόν που φορούσε.
Προσπάθησα να σταματήσω το κλάμα για να δείξω στη μαμά μου πόσο γενναία είμαι. Αυτή φίλησε και την αδερφή μου στο μέτωπο και αφού μας αγκάλιασε, έτρεξε προς την πόρτα και κατέβηκε κάτω.
«Και πώς θα μας βρει η μαμά αν κρυφτούμε καλά Νόρα;»
«Θα μας βρει, Μπόνι. Η μαμά θα βρίσκει πάντα τρόπο να είναι κοντά μας» είπε, αλλά τα μάτια της πρόδιδαν τον φόβο και την ανησυχία της.

Ένας δυνατός γδούπος από τον πάνω όροφο με ξυπνάει απότομα. Ανοίγω τα μάτια μου με δυσκολία για να αναγνωρίσω το σαλόνι της οικογένειας Χάλιγουελ από τα κάδρα στους τοίχους και το μεθυστικό άρωμα των λουλουδιών που έχουν πάντα στα βάζα. Είμαι ξαπλωμένη στον τριθέσιο καναπέ τους με ένα λεπτό σεντονάκι πάνω μου. Κοιτάζω το ρολόι στον τοίχο για να κατατοπιστώ σχετικά με την ώρα. Δείχνει μία και είκοσι. Ρίχνω μια ματιά έξω απ’ το παράθυρο για να διαπιστώσω ότι είναι ακόμα νύχτα.
Φέρνω το χέρι μου στο προσωπό μου και τρίβω τα μάτια μου. Τι όνειρο και αυτό. Είχα καιρό να δω τη μαμά μου στον ύπνο μου. Για πολύ καιρό μετά το θανατό των γονιών μου είχα κάθε λογής εφιαλτές να με στοιχειώνουν κάθε βράδυ, αναγκάζοντας την αδερφή μου να με κοιμίζει στο κρεβάτι της. Από ένα σημείο και μετά όμως, κατάφερα να καταπνίξω τις αναμνήσεις μου από εκείνη τη μέρα και οι εφιάλτες μου σταμάτησαν.
Ανοίγοντας πάλι τα μάτια μου παρατηρώ πως το χέρι μου είναι λερωμένο με ξεραμένα αίματα. Σηκώνομαι πανικόβλητη από τον καναπέ και ψιλαφίζω την κοιλιά μου με τα τρεμάμενα δάχτυλά μου. Καμία πληγή, ούτε σημάδι. Μόνο ξεραμένο αίμα. Το μπλουζάκι της πιτζάμας μου είναι χιλιοσκισμένο πάνω από τον αφαλό. Αλλά είμαι καλά. Αυτό έχει σημασία. Κοιτάζω γύρω μου αναζητώντας κάποιο οικείο πρόσωπο αλλά δεν υπάρχει κανείς. Προσπαθώ να θυμηθώ πως έφτασα στον καναπέ. Θυμάμαι τον Χαμαιλέοντα να με έχει κατατροπώσει, θυμάμαι την βρωμερή του γλώσσα να ακουμπάει τον λαιμό μου... Θυμάμαι την απελπισία μου και τον φόβο του θανάτου να με κυριεύουν λίγα δευτερόλεπτα πριν να εμφανιστεί ο Κα, ο σωτήρας μου. Και μετά ήρθε ο Τάι. Ο καθοδηγητής μου, ο απαγορευμένος μου έρωτας. Αργοπορημένος όπως πάντα ήρθε για να με θεραπεύσει. Μετά από αυτό, ό,τι κι αν συνέβη, είναι σκόρπιες εικόνες στο μυαλό μου: μια λάμψη από το χέρι του Τάι, το έντρομο βλέμμα της Κάρι, την πλάτη του Κα καθώς πήγαινε να αντιμετωπίσει τον εχθρό μου...
«Ξύπνησες, τι καλά!», η κελαηδιστή φωνή της Κάρι με βγάζει από τις σκέψεις μου και ένα κύμα ανακούφισης κυριεύει το κορμί μου. Ευτυχώς είναι καλά. Κρατάει ένα δίσκο στα χέρια της με ένα σάντουιτς και μια πορτοκαλάδα, καθώς βγαίνει απο την κουζίνα με ζωηρό περπάτημα.
Της χαμογελώ πλατιά. Λογικά και οι υπόλοιποι θα είναι ασφαλείς.
«Σκέφτηκα ότι θα πεινάσεις μόλις ξυπνήσεις», μου εξηγεί καθώς αφήνει το δίσκο στο τραπεζάκι μπροστά μου. Αμέσως μετά, έρχεται καταπάνω μου και απλώνει τα χέρια της για να με αγκαλιάσει. Ανοίγω κι εγώ την αγκαλιά μου να την υποδεχτώ και αφού κουρνιάσει στον κόρφο μου, ξεσπά σε κλάματα.
«Με τρόμαξες τόσο πολύ.», μου παραπονιέται ανάμεσα στα αναφιλητά της και με σφίγγει δυνατά πάνω της.
Δεν με ξαφνιάζει η αντίδραση της μικρής. Το ξέρω ότι είναι πολύ ευαίσθητη και είναι λογικό να τρόμαξε μετά απ’ ότι έγινε. Της χαϊδεύω την πλάτη και την σφίγγω κι εγώ πάνω μου για να την ηρεμήσω.
«Έλα μικρή μου, μην κλαις. Όλα είναι καλά τώρα. Μόνο που σου χρωστάω ένα καινούριο ζευγάρι πιτζάμες... ροζ.»
Το αστείο μου φαίνεται να πιάνει τόπο. Η αγκαλιά της χαλαρώνει, σταματά να κλαίει και τελικά με αφήνει και μου σκάει ένα παραπονιάρικο χαμόγελο.
«Καλύτερα να σου δώσω κάτι άλλο να βάλεις».
«Θα το εκτιμούσα, σε ευχαριστώ πολύ».
Το βλέμμα της σκοτεινιάζει με το που σηκώνεται από τον καναπέ – υποθέτω γιατί σκέφτεται τον χαμό στο δωμάτιό της. Πρέπει να καταστράφηκαν πολλά πράγματα κατά τη διάρκεια της μάχης μου με αυτό το τέρας.
Γκντουπ, γκντουπ...
Άρχισαν πάλι να ακούγονται θόρυβοι από πάνω.
«Μα τι συμβαίνει εκεί;» ρωτάω αναστατωμένη. Σηκώνομαι από τη θέση μου και κατευθύνομαι αποφασιστικά προς τις σκάλες.
«Όχι, σταμάτα. Δεν είναι ασφαλές για σένα να ανέβεις εκεί πάνω.»
«Είναι ζωντανός;», τη ρωτώ με απότομο ύφος και νιώθω την καρδιά μου στο στήθος μου να χτυπάει σαν τρελή. Όχι μόνο από τρόμο, αλλά και από θυμό.
«Προς το παρόν», μου απαντά διστακτικά, φοβούμενη την αντίδρασή μου.
«Πρέπει να πάω πάνω, πρέπει να τους βοηθήσω», δηλώνω αποφασιστικά.
«Δεν χρειάζεται να πας πουθενά, Μπόνι. Όλα τελείωσαν».
Η Ρίκα κατεβαίνει τις σκάλες σοβαρή και με αργά βήματα. Τα μαλλιά της είναι δεμένα σε έναν ψηλό επιβλητικό κότσο και τα ρούχα της είναι λερωμένα με αίμα. Ελπίζω όχι το δικό της αίμα.
«Τι εννοείς «όλα τελείωσαν»;»
«Ο Χαμαιλέοντας είναι νεκρός. Τον εξοντώσαμε».
«Ναι, αλλά γιατί ήταν ζωντανός μέχρι τώρα;»
«Για τον προφανή λόγο: ανάκριση», μου απαντά ο Κα, κατεβαίνοντας τα σκαλιά πίσω από την Ρίκα. Στρέφω το βλέμμα μου πάνω του, αγωνιώντας για την σωματική του ακεραιότητα. Άλλωστε με αυτόν τα είχε βάλει ο δαίμονας αφού τελείωσε με μένα. Φοράει ένα μαύρο φανελάκι και μια φόρμα – τουλάχιστον δεν τριγυρνάει πάλι ημίγυμνος. Μελαχρινές τούφες από τα μαλλιά του πετάνε από δω κι από εκεί ατίθασες, δίνοντας του μια ελαφρώς ατημέλητη όψη. Αλλά δεν είναι λερωμένος.
Παρατηρώντας τον να κατεβαίνει τις σκάλες, γεννιούνται τόσα συναισθήματα μέσα μου. Νιώθω να μου κόβετε η ανάσα. Αν δεν ήταν ο Κα, δεν θα ήμουν εδώ αυτή τη στιγμή. Πώς μπορέσω να τον ευχαριστήσω πραγματικά που μου έσωσε τη ζωή;
«Τουλάχιστον σε θεράπευσε τελείως», παρατηρεί, σκανάρωντας με με το βλέμμα του από πάνω μέχρι κάτω. «Κάτι έκανε σωστά για κάποιον που είναι τελείως άχρηστος», σχολιάζει με στόμφο ο Κα και ρίχνει το βλέμμα του στην άκρη της σκάλας σαν να μου κάνει νόημα να κοιτάξω. Γυρνάω αρκετά γρήγορα προς τα κει, για να προλάβω το πληγωμένο βλέμμα του Τάι στο άκουσμα αυτού του σχολίου.
Όταν ο Τάι βλέπει πώς το βλέμμα μου έχει καρφωθεί πάνω του, αλλάζει αυτομάτως έκφραση. Αυτή τη φορά ένα ψεύτικο χαμόγελο απλώνεται στο πρόσωπό του που δεν ξεγελά κανέναν.
«Πώς νιώθεις;», με ρωτά, αλλά χωρίς να με πλησιάζει. Παραμένει στο τέλος της σκάλας, σκουπίζοντας τα χέρια του με ένα πανί. Δεν το παρατήρησα αμέσως, αλλά ήταν και αυτός λερωμένος με αίματα.
«Ω, Θεέ μου, είσαι καλά;» ρωτάω ανήσυχη και κατευθύνομαι αντανακλαστικά προς το μέρος του.
«Μια χαρά είμαι, δεν είναι δικό μου αίμα αυτό», μου λέει με φωνή κάπως παγωμένη, σαν να μην θέλει να τον πλησιάσω.
Πιάνω το μήνυμα και κάθομαι στη θέση μου.
«Θα μου πει κάποιος τι έγινε; Μάθαμε κάτι;»
«Ο Χαμαιλέοντας είναι κεφαλοκυνηγός. Ή μάλλον ήταν για να είμαστε πιο ακριβείς», σπεύδει να με πληροφορήσει ο Κα και ένα ειρωνικό γελάκι σχηματίζεται στο πρόσωπό του. Υποθέτω ότι θα βρίσκει τον εαυτό του αστείο. Αν και είναι η πρώτη φορά που βλέπω τον Κα να χαμογελάει, ομολογώ ότι δεν μου αρέσει στην παρούσα φάση.
«Αποστολή του ήταν να σε οδηγήσει στον Κάτω Κόσμο, ζωντανή, και να σε παραδώσει στους Ανωτέρους του».
«Ναι, στον Αλάσταρ», θυμήθηκα το όνομα από τη μάχη.
«Ο Αλάσταρ είναι απλά ο αρχηγός της Φατρίας του. Ο αρχηγός Χαμαιλέοντας», πρόσθεσε και ο Κρις, ερχόμενος από την κουζίνα. Φοράει ήδη πιτζάμες και έχει στα χέρια του ένα πιάτο με ένα τεράστιο σάντουιτς. Κλασσικός Κρις. Ακόμα και στο σχολείο, πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις, κοντά στο κυλικείο θα είναι σε κάθε διάλλειμα.
«Σύμφωνα με τις πληροφορίες που συνέλεξε ο Κρίστοφερ στον Κάτω Κόσμο, η Φατρία του Αλάσταρ λογοδοτεί σε κάποιον άλλον πλέον. Όχι στον Βασιλιά της Πηγής».
Βασιλιάς της Πηγής όλου του Κακού είναι ο πρώτος στην ιεραρχία του Κάτω Κόσμου. Εξουσιάζει όλες τις δαιμονικές φατρίες, τους σατανικούς μάγους και τους Σκοτεινούς Καθοδηγητές, τις Ιέρειες και τους Βρικόλακες. Είναι αυτός που αποφασίζει ποιος θα συνεχίσει να τον υπηρετεί, ποιος θα πάρει προαγωγή και ποιος θα πάει στα θυμαράκια. Και το χρίσμα του είναι κληρονομικό. Είτε εξ αίματος, είτε ορίζοντας διάδοχο μέσω μαγείας.
«Άρα έχουμε... ανταρσία στον Κάτω Κόσμο;» ρωτάω  εύλογα.
«Ναι, σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι», σχολιάζει ο Κα.
«Υπάρχουν αναταράξεις και ανακατατάξεις συμμαχιών. Φαίνεται σαν να χωρίζεται πλέον ο δαιμονικός κόσμος σε δυο στρατόπεδα», απαντά ο Ρέι και δαγκώνει μια καλή μπουκιά από το σάντουιτς του.
«Το τι γίνεται στον Κάτω Κόσμο δεν μας νοιάζει. Ας σκοτωθούνε μεταξύ τους. Λιγότερη δουλειά για μας», σχολιάζει κυνικά η Ρίκα. Αλλά δεν συμφωνώ μαζί της. Αν υπάρχουν δυο αρχηγοί, ένας για το κάθε στρατόπεδο, αυτό σημαίνει πως θα έχουμε να περιμένουμε διπλές επιθέσεις. Ειδικά αν και οι δυο έχουν βάλει στόχο εμένα.
«Ποιος είναι ο αντίπαλος του Βασιλιά;»
«Αυτό δεν το ξέρουμε ακόμα. Ο Χαμαιλέοντας μίλησε για ένα συμβούλιο, τη Δαιμονική Τριάδα. Ισχυρίζεται ότι από αυτούς πήρε εντολή να σε κυνηγήσει».
«Πρώτη φορά ακούω γι’ αυτό το Συμβούλιο».
«Γιατί υποτίθεται ότι εξοντώθηκε πριν ακόμα γεννηθούμε εμείς. Οι τρεις καλύτεροι δαιμονικοί εκτελεστές του Βασιλιά της Πηγής του Κακού και αρχηγοί των τριών πιο ισχυρών δαιμονικών φατριών», με ενημέρωσε η Κάρι που άρχισε να χασμουριέται από τη νύστα.
«Οι γονείς μας τους εξόντωσαν».
«Ο πατέρας μου θέλεις να πεις, τους εξόντωσε», διόρθωσε εκνευρισμένος ο Κα την Ρίκα. Το βλέμμα του είχε σκοτεινιάσει και έσφιγγε τα χέρια του σε γροθιές.
«Ο πατέρας σου ήταν ένας από...».
«Ρίκα!» φώναξε επιβλητικά ο Τάι. «Αρκετά. Είμαστε όλοι κουρασμένοι. Πηγαίνετε όλοι για ύπνο και θα μιλήσουμε αύριο».
Ο τόνος του μεγαλύτερου αδερφού της οικογένειας δεν σήκωνε διαφωνίες. Χωρίς να ειπωθεί κάτι παραπάνω, κατευθύνθηκαν όλοι προς διαφορετικούς προορισμούς. Ο Κα προς την κουζίνα, ο Κρις, μαζί με το τεράστιο σάντουιτς του, τηλεμεταφέρθηκε στο δωμάτιό του, και οι δίδυμες ανέβηκαν τα σκαλιά προς τα πάνω.
Εγώ δεν ήξερα πού να πάω ή τι να κάνω. Στεκόμουν αμήχανα με τις σκισμένες και λερωμένες πιτζάμες μου κοντά στις σκάλες και περίμενα να δω τι θα κάνει τώρα ο Τάι. Θέλω να τον ρωτήσω τόσα πράγματα! Θέλω να μάθω περισσότερα για αυτά που μάθανε τα παιδιά, αλλά χωρίς να επιβαρύνω την κατάσταση για κανέναν. Άσε που τώρα θα αναρωτιέμαι και τι συνέβει με τον πατέρα του Κα. Έχω αρχίσει να τσιτώνω με όλα αυτά.  Η αντίδραση όλων είναι το λιγότερο ύποπτη. Η ατμόσφαιρά παραήταν ηλεκτρισμένη μεταξύ τους. Κάτι κρύβει αυτή η οικογένεια. Κάποιο μεγάλο μυστικό.
«Συγγνώμη γι’ αυτό», λέει απολογητικά και με κοιτάζει, περιμένοντας την αντίδρασή μου.
 «Για ποιο απ’ όλα;»
Με κοιτάζει απορημένος και σοκαρισμένος μαζί. Σίγουρα δεν περίμενε αυτό τον επιθετικό τόνο από εμένα. Ούτε κι εγώ βέβαια από τον εαυτό μου. Αλλά όταν άρχισε πάλι τις συγγνώμες και τις απολογίες, λες και μια συγγνώμη θα τον γλιτώνει πάντα από τις εξηγήσεις που πρέπει να δώσει ή τις ευθύνες που έχει να αναλάβει, τα νεύρα μου χτύπησαν κόκκινο.
«Κάτσε να σου εξηγήσω», συνεχίζω με ύφος. «Αρχικά, με αφήνεις σύξυλη με τους δικούς σου στο τραπέζι. Μεγάλο φάουλ αυτό από μέρους σου. Μετά μπλέκομαι σε μάχη και εσύ ούτε που το καταλαβαίνεις. Υποτίθεται ότι οι Καθοδηγητές μπορούν να καταλάβουν πότε οι προστατευόμενοι τους είναι σε κίνδυνο.»
«Ειλικρινά, δεν μπορώ να καταλάβω τι συνέβη...»
«Μη με διακόπτεις!» Έχω πάρει φόρα, παρόλο που βλέπω πως τα λόγια μου τον πληγώνουν. Πληγώνουν το εγωισμό του, την αυτοπεποίθησή του σαν Καθοδηγητής, δεν ξέρω. Αλλά δεν μπορώ να τα κρατήσω άλλο μέσα μου όλα αυτά. Δεν αισθάνομαι πλέον ασφαλής. Δεν είμαι ασφαλής! «Και μετά, με εξαιρείτε από την ανάκριση του διώκτη μου με το έτσι θέλω, δεν μου δίνετε όλες τις πληροφορίες που έχετε και βάζετε και το οικογενειακό δράμα σας στη μέση. Εδώ παίζεται η ζωή μου, Τάι! Το καταλαβαίνεις;»
Τώρα πια, όλόκληρο το κορμί μου τρέμει από θυμό και ένταση μαζί. Νιώθω ζεστά τα δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλά μου και αυτή την φορά δεν με νοιάζει καθόλου αν θα φανώ αδύναμη. Χωρίς να το σκεφτώ ιδιαίτερα πάνω στο νεύρα μου, τρέχω πάνω στον Τάι και αρχίζω να χτυπάω το στήθος του με τις παλάμες μου.
«Το καταλαβαίνεις; Πες μου, το καταλαβαίνεις;»
Νιώθω στον αέρα γύρω μου την θερμοκρασία να πέφτει. Είναι άραγε απόρροια των ανεξέλεγκτων δυνάμεών μου ή απλά ανεβάζω πυρετό και κρυώνω;
«Ησύχασε τώρα. Είμαι εγώ εδώ, είσαι ασφαλής, ηρέμησε», μου λέει καθησυχαστικά, καθώς με αγκαλιάζει δυνατά και ουσιαστικά με εγκλωβίζει πάνω στο στήθος του.
Κάποια στιγμή, σταμάτησα να τον χτυπάω. Σταμάτησα να σκέφτομαι όλα αυτά που με θύμωναν τόσο πολύ, όλα αυτά που με τρομοκρατούσαν και με έβγαζαν εκτός εαυτού. Και τότε, με κατέκλυσαν ένα σωρό άλλα συναισθήματά. Ο φόβος, η αγωνία για το μέλλον μου, η ανασφάλεια... Έχω περάσει τόσα πολλά μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Αδύναμη να αντισταθώ στις ζοφερές σκέψεις για το μέλλον μου, με πιάνουν τα κλάματα για τα καλά. Τώρα πια έκλαιγα με λυγμούς πάνω  στο στήθος του.
Μας τηλεμεταφέρει στην σοφίτα του σπιτιού και προς στιγμήν νιώθω μια ζαλάδα, αλλά δεν σταματώ να κλαίω. Τα δάκρυά μου, καυτοί καταρράκτες χωρίς τελειωμό. Ο Τάι συνεχίζει να με κρατάει στην αγκαλιά του μέχρι που μετά από κάμποση ώρα, απλά στέρεψα. Παρέμενα όμως στην αγκαλιά του ακόμα, κοιτάζοντας το κενό.
«Καλύτερα τώρα;»
«Ναι, πολύ», του απαντώ χωρίς να πάρω το κεφάλι μου από το στήθος του.
«Και πώς νιώθεις;»
«Πολύ κουρασμένη», ψέλλισα ξεψυχισμένα.
«Έλα να σου δώσω κάτι να φορέσεις και να σε βάλω για ύπνο».
«Όχι ακόμα», του λέω και φεύγω από την αγκαλιά του για να καθίσω αντικριστά του. «Θέλω πρώτα να μου πεις τι άλλο μάθαμε».
«Εντάξει θα σου πω». Σηκώνεται και κατευθύνεται προς τη συρταριέρα του. Βγάζει από μέσα μια μακριά, γκρι, κοντομάνικη μπούζα. «Νομίζω πως αυτή θα σου κάνει μια χαρά. Δεν μπορώ να σε βλέπω άλλο με αυτά τα σκισμένα ρούχα».
Μου δίνει την μπλούζα και γυρίζει από την άλλη, με την πλάτη του στραμμένη προς τα μένα. Υπάκουα, βγάζω τα κουρέλια από πάνω μου και ετοιμάζομαι να φορέσω την μπλούζα του, που λογικά θα μου φτάνει μέχρι ψηλά στους μηρούς. Ο Τάι περιμένει υπομονετικά, σχεδόν ακίνητος να αλλάξω και δεν μπορώ να συγκρατήσω τις σκέψεις μου: θα ήθελα να με κρυφοκοιτάξει για λίγο. Ή έστω να προσπαθήσει να ρίξει μια κλεφτή ματιά. Φοράω ένα μαύρο δαντελωτό σουτιέν που τονίζει τέλεια το στήθος μου και ένα  μαύρο μπραζίλ σλιπάκι που κολακεύει απίστευτα τους καλοσχηματισμένους μου γλουτούς. Παρόλο που δεν είμαι τώρα το καλύτερο θέαμα με τόσο πρησμένα μάτια από το κλάμα, χρειάζομαι μια ένεση αυτοπεποίθησης. Μια επιβεβαίωση ότι ακόμα υπάρχει κάτι μέσα του για μένα. Αλλά από την άλλη, ξέρω ότι δεν είναι τέτοιος τύπος. Και επιπλέον, δεν θα έπρεπε να επιζητώ μια τέτοια επιβεβαίωση.
«Έτοιμη».
Γυρνάει και μου ρίχνει ένα βλέμμα ικανοποίησης.
«Το ήξερα ότι θα σου πηγαίνει».
«Κι εγώ», του απαντώ και χαμογελώ σκανδαλιάρικα. Καταπολεμώ την παρόρμησή μου να φλερτάρω μαζί του και τελικά μπαίνω κατευθείαν στο ζουμί. «Σε ακούω».
«Από τον Χαμαιλέοντα δεν μάθαμε και πολλά. Ήταν σκληρό καρύδι. Δύο ώρες τον ανακρίναμε και το μόνο που μας είπε είναι πως ο Αλάσταρ σε θέλει ζωντανή».
«Θετικό αυτό. Σωστά;»
«Ναι, σωστά. Και ο Κρις επιβεβαίωσε αυτή την πληροφορία. Σε χρειάζονται ζωντανή για να σε χρησιμοποιήσουν για το ξόρκι εντοπισμού της Πέτρας του Αέρα. Άρα οποιαδήποτε επίθεση έχει ως στόχο εσένα από δω και πέρα θα ξέρουμε ότι τουλάχιστον δεν κινδυνεύει η ζωή σου – μέχρι να πάρουν στα χέρια τους την Πέτρα βέβαια».
«Φυσικά. Εμείς ξέρουμε ποιο είναι αυτό το ξόρκι; Τι απαιτεί;»
«Είναι ξόρκι από το Γκριμουάρ, Μπόνι. Από το ανίερο βιβλίο μαγείας του Βασιλιά. Δεν μπορούμε να εκτελέσουμε εμείς ένα τέτοιο σκοτεινό ξόρκι. Γι’ αυτό ψάχνουμε εναλλακτική λύση».
«Κι αν δεν υπάρχει;» ρωτάω απογοητευμένη, σκεφτόμενη πως αργά ή γρήγορα οι κακοί θα πάρουν αυτό που θέλουν αν δεν μπορούμε να τους ανταγωνιστούμε στο κυνήγι της Πέτρας. Κάθομαι στο κρεβάτι του Τάι και περιμένω με αγωνία την απάντησή του.
«Υπάρχει, μην ανησυχείς γι’ αυτό. Είναι θέμα ισορροπίας στη Φύση. Πρέπει όλες οι πλευρές να έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν αυτή τη δύναμη. Ο πατέρας μας θα συνεχίσει να ψάχνει στη βιβλιοθήκη και θα βρει τη λύση, σύντομα. Έχει και βοήθεια», λέει και μου κλείνει το μάτι.
«Αυτά συμβαίνουν όταν είσαι ευηπόληπτος καθηγητής σε μια τέτοια σχολή. Θα έχει βάλει τα καημένα τα φοιτητούδια να του κάνουν τη δουλειά.», αστειεύομαι κι εγώ. Του χαμογελώ και ξαπλώνω στην δεξιά πλευρά του κρεβατιού. Τον βλέπω που με χαζεύει, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω αν απλά του αρέσει το θέαμα ή αν απορεί με το θράσος μου στην κατάληψη του κρεβατιού του. «Τι; Δεν πιστεύω να περίμενες να κοιμηθώ στο πάτωμα ή κάτι τέτοιο;»
«Όχι βέβαια. Υπάρχει και ο καναπές.»
«Χμμ, τώρα είσαι αστείος;» λέω δήθεν πειραγμένη και του πετάω το μαξιλάρι. Το πιάνει στον αέρα γελώντας. Είναι τόσο όμορφο το γέλιο του. Μου αρέσει τόσο πολύ που νιώθω άνετα κοντά του, τόσο ζεστά... Μου αρέσει κυρίως που μαζί του μπορώ να είμαι ο εαυτός μου χωρίς επιφυλάξεις και υποκρισίες. Χωρίς να ανησυχώ αν είμαι ωραία, αν έχει κολλήσει μαρούλι στο δόντι μου ή αν μου φέρεται καλά γιατί θέλει μόνο να με ρίξει στο κρεβάτι. Ο Τάι είναι από τα «καλά παιδιά» που θα έλεγε και η χιλιοκαμμένη αδερφή μου.
Έρχεται με το μαξιλάρι αγκαλιά και κάθεται δίπλα μου.
«Τίποτα άλλο που να θέλεις να μάθεις;»
«Βασικά, ναι» του απαντώ διστακτικά. «Γιατί δεν διαισθάνθηκες ότι είχα τραυματιστεί; Ότι βρισκόμουν σε κίνδυνο;» Σίγουρα είναι μια ερώτηση που μπορεί να χαλάσει αυτήν την ωραία ατμόσφαιρα που έχουμε φτιάξει, αλλά πρέπει να καταλάβω τι συνέβει.
Κοίταξε το πάτωμα για λίγο προβληματισμένος. Τελικά ανασήκωσε τους ώμους του σαν να έλεγε «μακάρι να ‘ξερα».
«Μήπως φταίει ο... δεσμός μας; Καθοδηγητή και μάγισσας εννοώ», βιάστηκα να προσθέσω και ένιωσα τη ζέστη στα μάγουλά μου πάλι. «Μήπως δεν είναι αρκετά δυνατός; Μήπως τον «χαλάσαμε» βγαίνοντας.... ραντεβού;»
«Όχι δεν είναι αυτό, πίστεψέ με», μου λέει με στόμφο, αποφεύγοντας όμως να με κοιτάξει. «Ο δεσμός μας είναι από τους πιο ισχυρούς που είχα ποτέ με προστετευόμενη μου. Και σίγουρα δεν φταις σε κάτι εσύ, δεν θέλω να το σκέφτεσαι».
«Όμως κάτι δεν πάει καλά, κάτι είναι λάθος. Ακόμα και τώρα που είσαι μπροστά μου και είσαι καλά, δεν μπορώ να σε διαισθανθώ. Και αυτό δεν συνέβαινε πριν την επίθεση στη βιβλιοθήκη».
Άρχισα να χασμουριέμαι πάλι. Ελπίζω να μην νομίζει ότι βαριέμαι με αυτά που λέει. Είμαι κουρασμένη. Γυρνάω στο πλάι, ξαπλώνω λίγο πιο άνετα και παίρνω και το μαξιλάρι αγκαλιά.
«Αλλά τα υπόλοιπα θα τα πούμε αύριο. Ξεκουράσου τώρα», μου λέει δείχνοντας κατανόηση και σηκώνεται προσεκτικά από το κρεβάτι.
Προλαβαίνω και τον αρπάζω από το χέρι. Κατευθυνόταν προς τον καναπέ.
«Θα κοιμηθείς μαζί μου απόψε; Μόνο για απόψε και δεν εννοώ κάτι... απαγορευμένο. Απλά χρειάζομαι μια αγκαλιά», του ζητάω με όλο το θάρρος μιας πολύ νυσταγμένης κοπέλας που τα μισά από αυτά που λέει δεν τα συνειδητοποιεί πλήρως.
«Εντάξει», συμφωνεί με μια δόση αμφιβολίας στη φωνή του. Έρχεται και ξαπλώνει από πίσω μου στην αριστερή πλευρά του κρεβατιού και βάζει το χέρι του πάνω στο μπράτσο μου. Δεν είναι ώρα για ντροπές... Πιάνω το χέρι του και τον τραβάω πιο κοντά μου, με την πλάτη μου να ακουμπά πάνω του. Ανταποκρίνεται θετικά στις απαιτήσεις μου και με αγκαλιάζει κανονικά. Τώρα μπορώ να κοιμηθώ ήσυχη.
«Καληνύχτα Τάι» του εύχομαι σχεδόν ψιθυριστά από την κούραση και με παίρνει κατευθείαν ο ύπνος.

Foni Nats