Η Μελωδία του Λύκου και της Λέαινας (Κεφάλαιο 2)

Βορράς, Κάστρο των Λάικανς
Το κρύο ήταν αφόρητο. Το χιόνι αρκετό. Σκορπισμένο παντού. Σε στέγες... σε κάρα... Όλα τα τζάκια ήταν αναμμένα.

Ο νεαρός πρίγκιπας στεκόταν δίπλα απ' το παράθυρο και κοιτούσε τον ορίζοντα, καθώς ο μικρός αδελφός του έπαιζε με τα ξύλινα παιχνίδια του δίπλα στο μεγάλο ζεστό τζάκι. Η μητέρα του κοντά, διάβαζε ένα βιβλίο και περνούσε την ώρα της ήσυχα.
Όλα έμοιαζαν τόσο τέλεια και ονειρικά. Γαλήνια. Έπρεπε να νιώθει γαλήνια. Το άξιζε. Όμως, όχι. Ένα συνεχές άγχος. Ένα περίεργο συναίσθημα. Ένιωθε ότι κάτι πλησίαζε. Κάτι καινούργιο.
Τα ψυχρά μάτια του εξέταζαν αφηρημένα το χιονισμένο τοπίο που απλωνόταν γύρω του. Ο άνεμος έδερνε τα δέντρα, παρασύροντάς τα. Το χιόνι έπεφτε ορμητικά και άγγιζε την γλυκιά γη. Τόσο ωραίο θέαμα. Ήταν το μόνο που τον ησύχαζε, έστω και λίγο. Από μικρός λάτρευε το χιόνι. Αυτό και τη μικρή λίμνη που υπήρχε, μόλις λίγα χιλιόμετρα ανατολικά απ' το κάστρο τους.
Ήταν η κρυψώνα του. Την είχε βρει όταν ήταν ακόμα ένα μικρό παιδί, ανυποψίαστο για το τι θα του επιφέρει το μέλλον. Ανυποψίαστο για τις υποχρεώσεις που αυξάνονταν μέρα με τη μέρα.
Ίσως να ήταν και καλύτερα τότε. Δε χρειαζόταν να ξέρει. Όμως, από την άλλη, ίσως ήταν καιρός να μάθει. Η μητέρα του είχε περάσει αρκετά μόνη της. Ήταν καιρός να πάρει άλλος τα βάρη.
Είχε προσπαθήσει τόσο καιρό να κρατήσει τον πρωτότοκό της μακριά από την τρέλα του πατέρα του για την εξουσία και το χρήμα. Με την ενηλικίωσή του όμως έληξε και η προστασία του. Ήταν καιρός να αντιμετωπίσει την σκληρή πραγματικότητα. Όχι πως δεν την γνώριζε...
Είχε ακούσει φήμες. Είχε ρωτήσει τη μητέρα του. Πίστευε. Υποψιαζόταν. Όταν τελικά ενηλικιώθηκε, κατάλαβε. Όλοι είχαν δίκιο. Ο πατέρας του δεν ήταν ήρωας. Ήταν ένα τέρας μεταμορφωμένο σε ηγέτη. Η δίψα του για εξουσία ήταν τόσο μεγάλη που έθεσε σε δεύτερη μοίρα τις υποχρεώσεις του προς το βασίλειο. Ευτυχώς που υπήρχε η μητέρα του και το βασιλικό συμβούλιο.
Όταν ενηλικιώθηκε, όλη η ευθύνη έπεσε πάνω του, σαν διάδοχος που ήταν. Πλέον, υποχρέωσή του ήταν να κρατά μια ισορροπία, να φροντίζει για την ασφάλεια του μικρού του αδελφού αλλά και για την άνοιά του προς το αληθινό πρόσωπο του πατέρα τους. Όπως κάποτε έκανε η μητέρα του για εκείνον.
Το χτύπημα στην πόρτα ήταν αρκετό για να τον αποσπάσει απ' τις σκέψεις του.
Αφού έδωσε την άδεια, μέσα μπήκε ο καλύτερός του φίλος και πιστός του ιππότης, Μάρκους. Έκανε την τυπική υπόκλιση προς τα μέλη της βασιλικής οικογένειας και αφού χαιρέτησε το μικρό παιδί και την εγκυμονούσα βασίλισσα, έστρεψε το πράσινο βλέμμα του στον μελαχρινό φίλο του. Ένα κούνημα του κεφαλιού ήταν αρκετό για να καταλάβει ο νεαρός άντρας πού έπρεπε να πάει.
Τα βήματά του μεγάλα και αποφασιστικά. Η έκφρασή του σκεπτική. Έπρεπε να ξέρει την επόμενη κίνησή του. Με έναν τρελό μπορούσες μόνο να παίξεις με άριστη στρατηγική. Ο πατέρας του πλέον δεν άφηνε τίποτα να σταθεί εμπόδιο στον δρόμο του. Ο νεαρός άντρας, απ' την άλλη, έπρεπε να προστατέψει τόσο τον ίδιο όσο και την μητέρα μαζί με τον αγέννητο αδερφό του και τον αδελφό του απ' την δίψα και την τρέλα του πατέρα του. Και η στρατηγική ήταν η τέλεια λύση.
Μπήκε μέσα στην μεγάλη αίθουσα με σταθερά και σίγουρα βήματα, περίεργος για τα λόγια του πατέρα του.
Ο ηλικιωμένος άντρας καθόταν εκεί, πάνω στον χρυσο-ασημένιο θρόνο του, ψηλότερα απ όλους. Τα μακριά μαλλιά του γύρω του, να πέφτουν απ' τους φαρδύς ώμους του και να κυλούν στον καμπουριασμένο κορμό του. Τα ψυχρά καταγάλανα μάτια του να κοιτούν το πάτωμα, χαμένα. Τα κακοφτιαγμένα νύχια του ακουμπούσαν το χέρι του ψηλού και επιβλητικού θρόνου, καθώς ο ίδιος χάιδευε κυκλικά το υλικό, λες και ετοίμαζε το πιο έξυπνο σχέδιο.
Ένα ρίγος διαπέρασε την ραχοκοκαλιά του νεαρού διαδόχου. Ήλπιζε μόνο ο ίδιος να ήταν ένα βήμα μπροστά από τον τρελό άντρα μπροστά του. Αλλά από ότι καταλάβαινε, ποτέ δε θα μπορούσε να προβλέψει με σιγουριά τις επόμενες κινήσεις του πατέρα του. Ποτέ κανείς δεν έβγαλε άκρη με έναν τρελό.
Περίμενε υπομονετικά τον πατέρα του, χωρίς να τον ενοχλήσει στο ελάχιστο. Αντιθέτως, στεκόταν απέναντί του και λίγα μέτρα μακριά απ'τον ίδιο και τον θρόνο, με τα χέρια μπροστά και την πλάτη ίσια, μελετώντας την κάθε κίνηση του.
Εν τέλη, μετά από μερικά βασανιστικά ήρεμα λεπτά απόλυτης σιωπής, ο μεγαλύτερος άντρας έστρεψε το ψυχρό γαλανό βλέμμα του στον πρωτότοκο γιο του.
'' Ραλφ. '', είπε αόριστα, λες και τον παρατηρούσε για πρώτη φορά από την ώρα που μπήκε.
Εκείνος έκανε μια τυπική υπόκλιση. '' Πατέρα. '', μίλησε και ο ίδιος, κρατώντας σταθερά το βλέμμα του στον πατέρα του.
'' Αρκετά με τις τυπικότητες. Σου έχω σημαντικά νέα. '', είπε ανυπόμονα ο πατέρας του και ο νεότερος άνδρας τον κοίταξε μπερδεμένος.
'' Θα μπορούσατε να γίνεται πιο σαφής, πατέρα; '', ρώτησε ευγενικά, ξέροντας ότι δε τον σύμφερε να του πάει κόντρα.
'' Γάμος, Ραλφ. Ήρθε η ώρα να παντρευτείς. '', απάντησε απότομα ο βασιλιάς, σοκάροντας έτσι τον γιο του.
Ο Ραλφ έμεινε να κοιτά σοκαρισμένος τον πατέρα του. '' Πώς; '', ρώτησε έκπληκτος, σμίγοντας τα φρύδια του.
Αγνοώντας την ερώτησή του, ο πατέρας του συνεχίζει την ανακοίνωσή του. '' Θα παντρευτείς την κόρη του Λάναστερ. Είναι νέα και μπορεί να σου προσφέρει αρκετούς διαδόχους. Επίσης, είναι και από την πλουσιότερη οικογένεια του βασιλείου μας. '', είπε, αλλά εκείνος δε θα μπορούσε να σκέφτεται λιγότερο τα λεφτά.
'' Πατέρα, δε μπορώ. '', είπε δειλά, ελπίζοντας για μια φορά να σκεφτεί και τις δικές του ανάγκες.
'' Μπορείς. '', η φωνή του ψυχρή και απόμακρη, έδειχνε ακριβώς αυτό που φοβόταν: δε νοιαζόταν καθόλου.
'' Δε θέλω. '', επέλεξε να δοκιμάσει, πετώντας ένα χαρτί που ήλπιζε να πιάσει. Ούτε και εκείνος ήθελε την μητέρα του. Ακόμα δε την ήθελε και ήταν σίγουρος για αυτό.
Η παγερή ματιά του πατέρα του έπεσε πάνω του, κάνοντάς τον να ξεροκαταπιεί. '' Δεν έχει σημασία τι θέλεις. '', είπε ξερά.
Θυμός άρχισε να χτίζεται για πρώτη φορά μέσα του μετά από πάρα πολύ καιρό. Θυμός που δε μπορούσε να συγκρατήσει. '' Είναι η ζωή μου! '', σχεδόν φώναξε από αγανάκτηση, μη μπορώντας να ανεχθεί άλλο την συμπεριφορά του.
'' Όχι από τότε που ενηλικιώθηκες. '', του απάντησε εκείνος απότομα, θυμίζοντάς του τη σκληρή αλήθεια.
Ο Ραλφ έσκυψε ηττημένος το κεφάλι, ανασαίνοντας. Έπαιξε επιπόλαια. Έχασε.
Γύρισε και έφυγε, κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
Περπάτησε βιαστικά, ψάχνοντας για ένα είδος μικρής λύτρωσης. Μόλις έφτασε στο δωμάτιό του, κλείνοντας την μεγάλη ξύλινη πόρτα, άνοιξε αμέσως το παράθυρο.
Κρύος αέρας ξεχύθηκε στο δωμάτιο, κάνοντάς τον να κρυώνει.
Λάθος! Τον έκανε να νιώθει ζωντανός. Ένιωθε το ζεστό αίμα να κυλά στις φλέβες του και ήξερε ότι, δυστυχώς, δεν ήταν άλλος ένα από εκείνους τους εφιάλτες του. Αλλά τον έκανε να νιώθει ζωντανός.
Άλλη μια πρόκληση, μουρμούρισε αχνά, θα την ξεπεράσω.
Όντας χαμένος στις σκέψεις του, δεν άκουσε ούτε τον φίλο του να μπαίνει ούτε και την πόρτα να κλείνει πίσω του.
'' Κλείστο, άνθρωπέ μου, θα ξεπαγιάσεις! '', άκουσε τον φίλο του να φωνάζει, καθώς έκλεινε το τεράστιο παράθυρο, σταματώντας έτσι την εισβολή του κρύου απ'το δωμάτιό του.
Εκείνος δεν έκανε τίποτα και απλά γέμισε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί.
Ο καστανόξανθος άντρας γύρισε προς το μέρος του. '' Καλά, παλάβωσες; Τι σε έπιασε και ανοίγεις παράθυρα; '', τον ρώτησε μπερδεμένος με την όλη στάση του.
'' Μάρκ- '', άρχισε αλλά τον διέκοψε.
'' Θα μιλήσεις, Ραλφ. Δε πρόκειται να σε αφήσω να περάσεις τίποτα μόνος. Κάναμε μια υπόσχεσή, θυμάσαι; '', τον ρώτησε ο φίλος του και εκείνος χαμογέλασε στην ανάμνηση εκείνης της μέρας. Τόσο αθώα και ξέγνοιαστα χρόνια... Ο Μαρκ τον χτύπησε φιλικά στον ώμο και στάθηκε δίπλα του. '' Λοιπόν; '', τον ρώτησε, περιμένοντας μια απάντηση.
Για λίγες στιγμές υπήρχε απόλυτη σιωπή. Δε τον διέκοψε. Ήθελε να τον αφήσει να σκεφτεί για λίγο.
Μετά από λίγες στιγμές, τελικά μίλησε. '' Παντρεύομαι. '', απάντησε και ο φίλος του τον κοίταξε έκπληκτος.
'' Άντε! Τυχερέ! Δε πιστεύω να είναι καμιά άσχημη. Ποια είναι; '', τον ρώτησε περίεργος και ο Ραλφ τον κοίταξε.
'' Η Λεάννα Λάναστερ. ''

Το σοκ στα πράσινα μάτια του φίλου του ήταν ακριβώς αυτό που περίμενε.
Despoina Andreou