Μοιραία Συνάντηση (Κεφάλαιο 4)

Δυο εβδομάδες αργότερα η σχέση μου με τον Θάνο ήταν επίσημη καθώς είχαμε αποφασίσει να μείνουμε μαζί σε ένα μικρό διαμέρισμα στο άλλο κέντρο της πόλης. Για εμάς ήταν σημαντικό να μην δίνουμε δικαιώματα στο φροντιστήριο άλλα και γενικά σε οποιονδήποτε ήταν έτοιμος να σχολιάσει την ζωή μας καθώς μια σχέση μεταξύ μαθήτριας και καθηγητή ήταν απαγορευμένη, όσο και αν κάποιοι θέλουν να πιστεύουν ότι η κοινωνία μας έχει προχωρήσει.
Στο φροντιστήριο πλέον είχε πάψει να μου δίνει πολύ σημασία καθώς τα υπόλοιπα κορίτσια ζήλευαν και μπορώ να πω πως το απολάμβανα εφόσον ήξερα πως με θέλει. Το έβλεπα, το ένιωθα κάθε φορά που μου έδινε την κολλά διαγωνίσματος ή που με σήκωνε στον πίνακα ή όταν ερχόταν στις εξετάσεις δίπλα μου και καλά για να μου δείξει κάποιες υποσημειώσεις. Εκείνες τις στιγμές τον αγαπούσα, τον αγαπούσα πραγματικά αφού ένιωθα σαν να είχα κερδίσει το λαχείο.
Βεβαία η ζωή πότε δεν είναι εύκολη και όσο και αν προσπαθούσαμε να κρυφτούμε ο ξαδέρφης του – ο καθηγητής της έκθεσης- με είχε στριμώξει αρκετές φόρες στο διάλλειμα λέγοντας μου να αφήσω ήσυχο τον Θάνο και να ρίξω τα ματιά μου σε κανένα αγοράκι της ηλικίας μου. Παρότι εκείνη την στιγμή μου είχε έρθει να τον κτυπήσω στο μυαλό μου είχε έρθει ο Θάνος ο όποιος όλο αυτό το διάστημα μου είχε μάθει πως η εκδίκηση δεν είναι πάντα το παν, πως η βία δεν είναι πάντα λύση…
Πάνω σε αυτό είχα μια –δυο ενστάσεις μα πότε δεν μίλησα, ξέροντας πως αν μάθαινε την διπλή μου ζωή θα κινδύνευε. Ήδη άθελα του είχε συγκρουστεί με τον Νικολάι και δεν θα άντεχα σε καμία των περιπτώσεων να πάθει κάποιο κακό. Βγαίνοντας από το μπάνιο κοίταξα το ρολόι που έδειχνε 10.30 το βραδύ και αναρωτήθηκα πως και δεν είχε γυρίσει ακόμα ο Θάνος από τα ιδιαιτέρα που έκανε.
Περπατώντας μέσα στο σπίτι με γυμνά πόδια σκέφτηκα ποσό χαρούμενη ήμουν για όσα ζούσα. Το σπίτι μας ήταν υπέροχο, μικρό άλλα υπέροχο, με μεγάλα παράθυρα και κυρίως μπαλκόνι καθώς γνώριζε ποσό πανικοβαλλόμουν σε κλειστούς χώρους. Το δωμάτιο μας ήταν δίκη μου έμπνευση τολμώ να πω καθώς είχα βάψει το ταβάνι έτσι ώστε να μοιάζει με ουρανό.
Ξαπλώνοντας τα χέρια μου άγγιξαν τα μεταξωτά σεντόνια ..πάνω τους υπήρχε ακόμα η μυρωδιά του, σκέφτηκα με έναν αναστεναγμό. Γυρνώντας πλευρό, δεν μπορούσα να σταματήσω τον εαυτό μου από το να σκέφτεται όσα μου είχε πει η μητέρα μου δυο εβδομάδες πριν. Την κατηγορούσαν για φόνο ... για φόνο! Πως μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο εκείνη που δεν σκότωνε ούτε μύγα; ;
Πως μπόρεσε να ξεπεράσει τα ηθικά της όρια και να δολοφονήσει κάποιον; Μα ακόμα χειρότερα πως άντεξε να μου καταστρέψει την ζωή για ακόμα μια φορά; Ήμουν θυμωμένη, φοβισμένη, ανήσυχη για την κατάληξη μου καθώς ο Μπαρίσνικοφ με ήθελε. Τον ήξερα, δεν θα σταματούσε πότε. Τα ματιά μου γυάλισαν μέσα στο απαλό σκοτάδι παίζοντας την τελευταία συζήτηση που είχα μαζί του πριν από χρονιά.
Νόμιζα πως είχα γλιτώσει.. Νόμιζα. Μα κάνεις δεν ξεφεύγει από το παρελθόν του. Η μοίρα μας είναι πάντα σφραγισμένη ότι και να κάνουμε. Δεν είμαστε πάρα πιόνια σε μια ζωή που προσπαθεί να μας πείσει πως η ελεύθερη βούληση μπορεί να επιφέρει αλλαγές. Το κινητό μου δονείται πάνω στο κομοδίνο και παίρνοντας το πάνω στα χεριά μου βλέπω πως είναι η Άννα.
« Τι κάνεις; Είναι λιγάκι αργά! Συμβαίνει κάτι ;»
«Με κυνηγού. Ήρθε σπίτι μου μαζί με τρεις φίλους του και...» τα λόγια της πνίγηκαν από την άλλη άκρη της γραμμής και αμέσως σηκώθηκα από το κρεβάτι βηματίζοντας πάνω κάτω
Για λίγη ώρα δεν μιλούσε καμία από τις δυο μας.
«Σου έκανε τίποτα Άννα;» ρώτησα με την ψυχή στο στόμα.
Ένα μικρό βογγητό βγήκε από την άλλη γραμμή προτού ακούσω θόρυβο σαν κάποιος να της είχε επιτεθεί.
«Άννα; Άννα; είσαι καλά ; πες μου ότι είσαι καλά; Είναι ακόμα εκεί;» είπα ήρεμα ξέροντας πως κάτι δεν πήγαινε καλά.
Πάνω που περίμενα να ακούσω την φωνή της κάποιος άλλος πήρε το λόγο: «Θα είναι καλά όταν σταματήσεις να με ενοχλείς. Θα είναι καλά όταν με αφήσεις να της κάνω ότι θέλω κοιτώντας την ζωούλα σου» ακούστηκε η βραχνή φωνή του Αντώνη και για λίγο κόντεψε να μου πέσει το κινητό από τα χεριά.


«Αγάπη μου γύρισα» ακούστηκε η φωνή του Θάνου λίγα μετρά μακριά μου κάνοντας με να τρέξω στο μπάνιο.
Από την μια μεριά είχα τον Αντώνη ο όποιος προσπαθούσε να με απειλήσει και από την άλλη τον Θάνο που τώρα κτυπούσε την πόρτα από το μπάνιο ζητώντας να μάθει αν είμαι καλά. Τι μπορούσα να κάνω;; Ανοίγοντας την πόρτα διστακτικά, έβγαλα το κεφάλι μου έξω λέγοντας «συγγνώμη δεν θα αργήσω. Μίλα με τους δικούς μου» με φωνή όσο πιο σταθερή γινόταν.
Κλείνοντας την πόρτα πίσω μου κάθισα στην άκρη της μπανιέρας παίρνοντας πάλι τον έλεγχο « Θα στο ξαναπώ μια φορά. Εάν την ακουμπήσεις θα σε βρω και θα σε κάνω τροφή για τα σκυλιά. Ξέρεις πως μπορώ να το κάνω. » είπα μελιστάλαχτα ακούγοντας ένα γρύλισμα από την άλλη μεριά.
« Θυμήσου τι είπε ο Νικολάι ! Είμαι υπό την προστασία του και ο νικολάι υπό την προστασία του Μπαρίσνικοφ. » είπε γελώντας « Α, ξέχασα ... να σου ευχηθώ μια υπεροχή ζωή δίπλα του».
« Τι εννοείς ; δεν καταλαβαίνω για τι μιλάς».
« Έλα τώρα στο ίδιο κύκλωμα είμαστε Εύα. Νόμιζες πως δεν θα ακούσω τα νέα για την οικογένεια σου ή για τον επικείμενο γάμο σου με τον μεγαλύτερο μαφιόζο;»
« Να πεις στον πληροφοριοδότη σου πως μάλλον έχει λανθασμένες πληροφορίες. » ξεφούρνισα φωνάζοντας στο τηλέφωνο, μετανιώνοντας για την πράξη μου.
Ο Θάνος κτύπησε την πόρτα ακόμα μια φορά μα δεν είχα όρεξη να του μιλήσω. Βιαστικά είπα « καλέ μου, μιλώ με τους γονείς μου σου είπα. Μόλις τελειώσω θα έρθω να κοιμηθούμε» ψεύτικο χαμόγελο, καμία σχέση με την μαυρίλα που κυριαρχούσε μέσα μου εκείνο το δευτερόλεπτο.
« Εύα είσαι σίγουρη πως μιλάς με τους γονείς σου;» φώναξε εκείνος απέξω και αμέσως βγήκα από το μπάνιο.
« Μην με ενοχλείς όλη την ώρα για ηλίθια πράγματα Θάνο. Ξάπλωσε και θα έρθω μόλις τελειώσω» ομολόγησα με διάχυτο εκνευρισμό βγαίνοντας στην βεράντα για να μπορώ να μιλήσω ελευθέρα.
« Είναι ώρα να κάνουμε μια συμφωνία εμείς οι δυο» είπα στον Αντώνη
« Τι είδους;»
«Δεν την ξανά ακουμπάς και εγώ δεν στέλνω ένα έγγραφο που έχω στην κατοχή μου με εσένα να κτυπάς τον κ.Παπαδοπουλο. Εκτός και αν θες να μάθει η αστυνομία και η οικογένεια σου τι κάνεις τα βράδια» συνέχισα ειρωνικά προσπαθώντας να τον πιέσω.
«Ξέρω που μένεις Εύα. Ξέρω ότι βγαίνεις με τον Θάνο... και πίστεψε με όταν λέω πως μια μέρα θα σε βρω και θα σε κάνω να πληρώσεις» αντίτεινε θυμωμένα κλείνοντας μου το τηλέφωνο στο πρόσωπο.




Ένας μεγάλος αναστεναγμός βγήκε από τα χείλη μου επιστρέφοντας πίσω στο υπνοδωμάτιο. Ο Θάνος βρισκόταν καθισμένος στο κρεβάτι με ένα περίεργο βλέμμα σχεδόν θυμωμένο .
«Τι θα έλεγες να μου πεις την αλήθεια» ξεκίνησε εκείνος με βλέμμα όλο φωτιά.
« Δεν σε καταλαβαίνω» είπα γελώντας.
« Όση ώρα ήσουν στο μπάνιο, μιλώντας με τους δικούς σου, πηρέ η μητέρα σου λέγοντας πως σε παίρνει και δεν βρίσκει γραμμή» συνέχισε εκείνος με ματιά σκοτεινά, πλησιάζοντας με.
Η καρδιά μου άρχισε να κτυπά γρήγορα... έπρεπε να σκεφτώ κάτι εάν ήθελα να τον σώσω μα το κινητό μου άρχισε να ξαναχτύπα. Κλείνοντας το, κοίταξα τον όμορφο άντρα μπροστά μου βυθισμένη στα γαλανά ματιά του παίρνοντας το χέρι μου κάτω από το μπλουζάκι του, παύοντας το γυμνασμένο κορμί του.
« Εντάξει σου είπα ένα ψεματάκι. Συγγνώμη» δαγκώνοντας τα χείλη μου τον φίλησα στο μέτωπο, στο μάγουλο και έπειτα στο στόμα.
« Μην προσπαθείς να με μπερδέψεις. Θέλω να μάθω» είπε πιάνοντας τα χεριά μου ελαφρά και ήξερα πως το χαρτί της αποπλάνησης δεν έπαιζε ακόμα.
Βέβαια εάν ήθελα να λέω την αλήθεια έπειτα από τόσο καιρό με τον Θάνο δεν είχαμε έρθει πότε τόσο κοντά ... η όλη μας επαφή είχε μείνει στα φιλιά και στα χαδάκια καθώς εκείνος έλεγε πως ήθελε να είναι ξεχωριστή η πρώτη μας φορά. Εντάξει ήταν λίγο αστείο να το ακούς αυτό από έναν άντρα μα δεν ήθελα να του πάω κόντρα.
Πίσω στην πραγματικότητα ψιθύρισα « ήταν η Γωγώ, έχει ένα θέμα με την υγεία της και μου ζήτησε να την συνοδέψω αύριο στο γιατρό» ήμουν καλή με τις δικαιολογίες αν μη τι άλλο.
Επιτέλους φάνηκε να με πιστεύει καθώς το σώμα του χαλάρωσε δίπλα στο δικό μου και επιτέλους με φίλησε, ρίχνοντας με στο κρεβάτι. Χαμογελώντας ρώτησα παιχνιδιάρικα «εσύ δεν ήσουν που ήθελες η πρώτη μας φορά να είναι ξεχωριστή;»
Αφήνοντας με πετάχτηκε μακριά από το κρεβάτι βγαίνοντας από το δωμάτιο με έμενα να αναρωτιέμαι τι έχει συμβεί. «Μπράβο, Εύα» ψιθύριζα στον εαυτό μου με ένα μικρό γρύλισμα.
Έπειτα από κάποια λεπτά επέστρεψε πίσω κρατώντας ένα μικρό κουτάκι στο χέρι τού Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα μα δεν τολμούσα να κουνηθώ ..ούτε να μιλήσω. Τον κοιτούσα εκστασιασμένη και συγχρόνως φοβισμένη.
«Τι θα έλεγες να ξαπλώσουμε; Είμαι πολύ κουρασμένη αγάπη μου και αύριο έχω γεμάτο πρόγραμμα» ψιθύρισα δίνοντας του ένα γρήγορο φιλί στον λαιμό και αμέσως χώθηκα κάτω από τα σεντόνια σαν πληγωμένο αγρίμι.
Τον ένιωσα να ξαπλώνει δίπλα μου αναπνέοντας βαθιά και ήξερα ποσό άσχημα είχα φερθεί. Τα χεριά του βρέθηκαν στην μέση μου, φέροντας τα σώματα μας όσο πιο κοντά γίνονταν, αφήνοντας μικρές δαγκωματιές στην βάση του λαιμού μου, μέχρι που ένιωσα το παγωμένο χέρι του κάτω από το μπλουζάκι μου. Η καρδιά μου άρχισε να κτύπα γρήγορα μην ξέροντας τι να κάνω..
«Δεν με άφησες να σου δώσω αυτό που ήθελα. » Ψιθύρισε στο αυτί μου χωρίς να σταματήσει να με φιλάει .
« Εντάξει. έχεις δίκιο, δεν ήταν σωστό αυτό που έκανα .Είμαι έτοιμη. » ομολόγησα γυρνώντας έτσι ώστε τα πρόσωπα μας να απέχουν λίγα εκατοστά.
Με γρήγορες κινήσεις πέρασε στο δάκτυλο μου ένα δακτυλίδι με ένα μικρό διαμαντάκι στο κέντρο, φανερά χαρούμενος. Κοιτάζοντας κάτω στο δάκτυλο μου, αμφιταλαντεύτηκα ως προς το τι έπρεπε να πω.
«Θάνο εγώ... είναι πολύ ωραίο όλο αυτό…» τα λόγια μετά δυσκολίας έβγαιναν από το στόμα μου μέχρι την στιγμή που με έσωσε το κουδούνι. Ήταν ήδη αργά, περασμένα μεσάνυχτα, μα εγώ το είδα σαν την σωτήρια μου. « Πάω να δω ποιος είναι και επιστρέφω». Ανοίγοντας την πόρτα είδα μπροστά μου έναν ψηλό, καστανό-ξανθό άντρα με πράσινα ματιά να με κοίτα από πάνω μέχρι κάτω με ένα χαμόγελο. Κοιτώντας τον εαυτό μου είδα το κοντό μπλουζάκι που φόρεσα και έπειτα το σορτσάκι μου .
«Ποιος είσαι ;» ρώτησα τον άγνωστο άντρα στην πόρτα μου.
« Σταυρός. Ο κ. Μπαρίσνικοφ είπε να σου παραδώσω αυτό το δέμα» η φωνή του αντήχησε σαν κεραυνός στου αυτιά μου. τα χεριά του κουνήθηκαν μέσα από το μπουφάν του και αντανακλαστικά έσυρα το χέρι μου στο κομοδίνο δίπλα στην πόρτα. Σε ένα από τα χορταράκια είχα κρύψει το μαχαίρι μου το όποιο και τώρα ακουμπούσα. «Ορίστε» αποκρίθηκε εκείνος κλείνοντας τον χώρο μεταξύ μας.

Τα χέρια μου περιεργάστηκαν το δέμα ανοίγοντας το με γρήγορες κινήσεις. «Δεν είναι δυνατόν» ψιθύρισα πετώντας το κάτω…


Εύα Αναγνώστου