Η Μελωδία του Λύκου και της Λέαινας (Κεφάλαιο 5)

Βορράς, Κάστρο των Λάικανς

Έπρεπε να παραδεχτεί ότι η ομορφιά του Βορρά μπορούσε εύκολα να ανταγωνιστεί αυτή του Νότου.
Ο νεαρός άρχοντας, αν μη τι άλλο, είχε μείνει έκπληκτος από την άγρια ομορφιά του χιονισμένου και κρύου Βορρά. Είχε τόση μεγάλη αντίθεση με το Νότο, αλλά αλληλοσυμπλήρωναν ότι δεν είχαν. Μπορεί ο Βορράς να μην είχε ένα μεγάλο λιμάνι, αλλά είχε ένα απέραντο δάσος, το οποίο τον προκαλούσε να το εξερευνήσει μονοπάτι προς μονοπάτι. Ίσως, αυτό να ήταν και το μόνο που θα τον ηρεμούσε τώρα.

Αλλά φυσικά, δε μπορούσε να τα έχει όλα. Όχι, όταν έπρεπε να παρευρεθεί στη συνάντηση ανάμεσα σε εκείνον, τον πατέρα του, το Βασιλιά και τον Πρίγκιπα.
Δε μπορούσε να καταλάβει γιατί γινόντουσαν αυτές οι συναντήσεις. Ή τουλάχιστον, δεν ήθελε να καταλάβει... Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να είναι μαζί με τον τύραννο και το πιόνι του. Γιατί, ο πρίγκιπας, αν μη τι άλλο, ''ήταν ένα πιόνι εξαρτημένο απ'τις 'μπάλες' του πατέρα του'', όπως συνήθιζε να λέει. Ποτέ δε του άρεσε. Και αυτό που είχε κάνει, τον έκανε να τον μισήσει τελείως. Τώρα βέβαια, το γεγονός ότι θα ήταν γαμπρός του... Αυτό ήταν ένα άλλο θέμα...
Καθώς δι έβενε τον δρόμο προς την αίθουσα του Θρόνου, τα βήματά του ακουγόντουσαν ρυθμικά. Οι σκέψεις του περιπλανιόντουσαν στο τι θα γινόταν όταν γυρίζαν στο Νότο. Σίγουρα, είχε και εκείνος τις υποχρεώσεις του...
Ξαφνικά, όλες αυτές οι σκέψεις του σταμάτησαν, όταν άκουσε μια γυναικεία ξαφνιασμένη κραυγή.
Σηκώνοντας το βλέμμα του από το πάτωμα, ξέχασε πώς να αναπνεύσει. Η γυναικεία μορφή μπροστά στα μάτια του, αν μη τι άλλο, μπορούσε εύκολα να ήταν μια αρχαία Θεότητα. Τα καταπράσινα μάτια της, που όμοιά τους δεν είχε ξαναδεί, ακτινοβολούσαν στο φως, ενώ τα κατάμαυρα μαλλιά της έπεφταν πάνω απ'το πλούσιο στήθος της.
'' Χίλια συγγνώμη! '', είπε η νεαρή πρασινομάτα, κοιτώντας τον έκπληκτη. Ίσως, να σκεφτόταν τα ίδια πράγματα που σκεφτόταν και εκείνος...
'' Εγώ, συγγνώμη, αρχόντισσά μου! Δεν έπρεπε να είμαι αφηρημένος, ξέροντας ότι μπορεί να περάσει κάποια σαν εσάς και να πέσει πάνω μου. '', την κολάκευε, χαμογελώντας με το πιο ελκυστικό χαμόγελο που διέθετε.
Αμέσως, ένα σαγηνευτικό χαμόγελο κόσμησε τα χείλη της νεαρής αρχόντισσας. '' Συγχωρεμένος, λοιπόν. '', του είπε, πιάνοντάς τον εξ απηνής.
Δεν περίμενε αυτή την απάντηση. Ναι μεν, έφταιγε αυτός, εφόσον έπρεπε να ήταν πιο προσεχτικός και προσγειωμένος, αλλά αυτή η απάντηση ήταν κάτι το τελείως διαφορετικό από αυτό που περίμενε. Η νέα γυναίκα που στεκόταν περήφανη μπροστά του, φαινόταν να ξέρει τι να πει, πότε να το πει και μέχρι σε ποια όρια μπορούσε να παίξει. Όλο αυτό, αν και ίσως να τον εκνεύριζε, τον εξίταρε απίστευτα.
Αποφασίζοντας να παίξει το παιχνίδι της, χαμογελάει για άλλη μια φορά, κοιτώντας την μέσα στα μαγευτικά μάτια της. '' Χαίρομαι, αρχόντισσά μου. '', μουρμουρίζει. '' Μα, να με συγχωρείται, πρέπει να πηγαίνω. Με περιμένουν σημαντικά πράγματα. '', είπε, προσπερνώντας την ευγενικά.
Καθώς χανόταν απ'το οπτικό της πεδίο πίσω από την γωνία του διαδρόμου, μπορούσε να νιώσει το βλέμμα της να τον τρυπάει στην πλάτη.
Αν και καθυστερημένος, έφτασε τελικά στην αίθουσα του Θρόνου. Μπαίνοντας μέσα, διέκρινε τον πατέρα του να στέκεται απέναντι απ'τον Βασιλιά, ο οποίος καθόταν με δύο φρουρούς σε κάθε πλευρά του και με τον πρίγκιπα δίπλα του. Ο επιβλητικός Θρόνος, ο οποίος είχε την δική του μεγάλη και αρχαία ιστορία, έκλεβε όλη την παράσταση, τραβώντας το βλέμμα του σαν μαγνήτης.
'' Επιτέλους, Βρούτε, ήρθε ο γιος σου. '', ακούστηκε η ενοχλημένη και ανυπόμονη φωνή του βασιλιά, επαναφέροντάς τον στην πραγματικότητα.
'' Με συγχωρείται, Βασιλιά μου. Δε θα επαναληφθεί. '', είπε εκείνος, παίρνοντας την θέση του δίπλα στον πατέρα του.
'' Και καλά θα κάνεις, να κρατήσεις τον λόγο σου. Ως ανερχόμενος άρχοντας, πρέπει να είσαι συνεπείς. '', του είπε εκείνος με τη σειρά του, κοιτώντας τον με τα φοβερά και επικίνδυνα μάτια του. Τα μάτια ενός τρελού... Τα αναγνώριζε εύκολα. Ειδικά αυτά τα μάτια, ήταν ευρέως γνωστά για την τρέλα που έκρυβαν μέσα τους...
Στεκούμενος δίπλα απ'τον πατέρα του και παίρνοντας την θέση του απέναντι απ'τον βασιλιά, άρχισε η συζήτηση περί της ένωσης των Λάναστερ και των Λάικαν.
'' Σε περίπτωση πολέμου, θα έχουμε πρόσβαση στον πλούτο και στα ορυχεία σας, ενώ και οι δύο στρατοί θα είναι ενωμένοι σε έναν κοινό σκοπό. Διακόσοι στρατιώτες του Βορρά θα βρίσκονται στην πρωτεύουσα της Δύσης, για τυχόν ανάγκη. Το ίδιο θα συμβαίνει και στον Βορρά. '', οι απαιτήσεις του Βασιλιά ήταν λογικές. Είχαν τα ίδια στο μυαλό τους. Όμως, υπήρχε κάτι που δεν αναφέρθηκε... Κάτι που κυριαρχούσε στο μυαλό των Λιονταριών...
'' Συμφωνούμε σε όλα, βασιλιά μου. Μόνο που θα θέλαμε να μάθουμε για ένα πράγμα... '', το ανοιχτό εξεταστικό βλέμμα του Βασιλιά, έδινε την άδεια που χρειαζόταν το γηραιό Λιοντάρι για να συνεχίσει. '' Σχετικά με την κόρη μου. Κάθε πότε θα μπορεί να επισκέπτεται το σπίτι της; '', ρώτησε με τέτοια απορία και ανησυχία, που ακόμα και ο ίδιος ο γιος του απόρησε με την αγάπη που έδειχνε να τρέφει για την νεαρή αρχόντισσα. Πώς δε θα μπορούσε άλλωστε; Ο πατέρας του, ανέκαθεν, έδειχνε συχνά ένα σκληρό και σοβαρό πρόσωπο απέναντι στα παιδιά του. Είχε καιρό να δείξει τα συναισθήματά του. Ίσως, από το χαμό της μητέρας τους...
Στιγμιαία, το βλέμμα του πρίγκιπα έπεσε στον πατέρα του, πριν ξανακοιτάξει τα Λιοντάρια. Είχε και ο ίδιος την ίδια απορία. Η ματιά του πατέρα του παρέμεινε για λίγα δευτερόλεπτα παγωμένη στα Λιοντάρια. Τα δευτερόλεπτα, όμως, για όλους τους έμοιαζαν αιώνες. Ο νεαρός άντρας στο πλάι του, ήταν έτοιμος για το οποιοδήποτε ξέσπασμα του γηραιού Λύκου.
Όμως, αντιθέτως, αυτό δεν ήρθε ποτέ. Αντί για σκληρά λόγια, τα χείλη του απλά σχημάτισαν ένα λεπτό χαμόγελο, που ίσα-ίσα φαινόταν μέσα απ'τα μακριά μούσια του. '' Αυτό είναι για το γιο μου να το αποφασίσει και να το συζητήσει με την νεαρά. '', απάντησε, ρίχνοντας μια ματιά στον διάδοχό του, που στεκόταν ανήσυχος στο πλάι του. Ήξερε ακριβώς γιατί ήταν έτσι. Όμως, δε σκόπευε να τον καθησυχάσει με τον οποιοδήποτε τρόπο. Κοίταξε ξανά τα Λιοντάρια. '' Αλλά εσείς είστε πάντα ευπρόσδεκτοι εδώ. '', τελείωσε και οι δύο άντρες μπροστά του έγνεψαν τα κεφάλια τους, ευχαριστημένοι με την απάντηση του Βασιλιά.
Καθώς λεπτά αργότερα ο νεαρός άρχοντας περπατούσε σκεπτικός, άκουσε την γνώριμη φωνή του αδελφού του να τον φωνάζει από μακριά. Στη στιγμή, κοντοστάθηκε και έστρεψε το κεφάλι του προς την πλευρά του νεαρού εφήβου που είχε αυξήσει τον ρυθμό του ώστε να φτάσει τον μεγαλύτερο άντρα.
'' Τι έγινε; '', αμέσως έκανε γνωστή την απορία του, το λεπτό που έφτασε τον αδελφό του.
'' Καλά. Πήγε καλά. '', απάντησε στον νεαρό αόριστα, κάνοντάς τον να καταλάβει ότι δε χρειάζεται να πει τίποτε άλλο. '' Είδες καθόλου τη μικρή; '', ρώτησε αμέσως μετά. Δυστυχώς, δεν είχε προλάβει να την δει μετά από την ώρα που έφυγε με τον πρίγκιπα. Και το ύφος και η στάση του πρίγκιπα, τον έκανε να θέλει όσο το δυνατόν γρηγορότερο να την επισκεφτεί. Αλλά την γνώριζε, δε θα του μιλούσε αν δε το αποφάσιζε εκείνη πρώτα. Και να πήγαινε, απλά θα την έβλεπε να κάνει το μόνο πράγμα που έκανε όταν ήταν σκεπτική και αναστατωμένη: να κοιτά το κενό. Και εκείνος δε το μπορούσε αυτό. Η υπομονή του δε τον βοηθούσε ώστε να μπορεί να την περιμένει.
Ο αδελφός του κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. '' Όχι, επέβλεπα τα πράγματά μας να μπουν στις θέσεις τους. '', απάντησε. Ο αδελφός του κούνησε αφηρημένα το κεφάλι, κοιτώντας κάτω. '' Λες να είναι ξανά αναστατωμένη; '', απόρησε φωναχτά, τραβώντας ξανά την προσοχή του αδελφού του.
Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του. '' Πιθανόν. Σίγουρα θα είναι πολύ δύσκολο για αυτήν όλο αυτό. '', έστρεψε το βλέμμα του μαζί με τον αδελφό του ψηλά, στο παράθυρο της αδελφής του. Φαινόταν να κάθεται και να κοιτά το άπυρο, ξανά. Ήταν σίγουροι ότι δεν έβλεπε κάτι συγκεκριμένο. Ξανά.
'' Πιστεύεις ότι πρέπει να της μιλήσουμε; '', ρώτησε ξαφνικά ο Μπεν, κοιτώντας τον αδελφό του που είχε καρφωμένο το βλέμμα του στην νεαρή αρχόντισσα.
'' Καλύτερα να την αφήσουμε μόνη της. Πρέπει να γιατρέψει μόνη της τις πληγές της. '', απάντησε. '' Όπως και κάθε λιοντάρι. '', τελείωσε, στρέφοντας το κεφάλι του μακριά και συνεχίζοντας την διαδρομή του προς την αυλή του κάστρου.  


Despoina Andreou