Η μελωδία του λύκου και της λέαινας (Κεφάλαιο 10)


Βορράς, Κάστρο των Λάικαν
Και είχε δίκιο. Όσο οι μέρες περνούσαν, τόσο η υπομονή του πατέρα του λιγόστευε. Οι συζητήσεις περί του διαδόχου αυξανόντουσαν κατακόρυφα και το βλέμμα του ήταν λες και τους έστηνε στον τοίχο.
Όμως, όσο η υπομονή εκείνου λιγόστευε, τόσο η οργή της Λεάννας αυξανόταν. Πλέον, προσπαθούσε όσο το λιγότερο να τους έχει μαζί στον ίδιο χώρο, καθώς ήταν σίγουρος ότι, μία λάθος κουβέντα και η νεαρή λέαινα θα είχε σίγουρο θάνατο στην κρεμάλα. Κάτι που, αν και δεν το έδειχνε, δεν το ήθελε. Παρόλα αυτά, προσπαθούσε να την κρατάει μακριά απ'τα αδιάκριτα βλέμματα του πατέρα του και τις συζητήσεις του, αφήνοντάς την  στην φροντίδα της μητέρας του και της Κύρας. Η νεαρή, αν και δεν το έδειχνε, ένιωθε μόνη και εκείνος το καταλάβαινε. Όμως, δεν τον άφηνε να κάνει και πολλά. Ο πατέρας της είχε φύγει, αφήνοντας πίσω μόνο τους αδελφούς της και εκείνη φαινόταν μέρα με τη μέρα να πνίγεται όλο και πιο πολύ σε αυτούς τους τείχους.
 
Μα, τι μπορούσε παραπάνω να κάνει; Όλα είχαν πέσει πάνω σε εκείνον. Είχε έναν πατέρα που τον πίεζε καθημερινά για να κάνει τον πολυπόθητο διάδοχο και μια γυναίκα που όσο εκείνη τον έδιωχνε και τον εξύβριζε, τόσο εκείνος κόλλαγε μαζί της και προσπαθούσε να την προστατέψει με νύχια και με δόντια. Και φυσικά, δεν ήταν μόνο αυτοί. Είχε μια μητέρα που θα γεννούσε σε 3 φεγγάρια από τώρα, έναν αδελφό που όσο πήγαινε και μεγάλωνε, απαιτώντας περισσότερο χρόνο από εκείνον ώστε να τον διδάξει να είναι ένας σωστός πρίγκιπας και, φυσικά, ένα ολόκληρο βασίλειο να φροντίζει. Δεν θα άντεχε πολύ και ήταν σίγουρος, ότι αυτό ήταν μόνο η αρχή...
''Ραλφ! Ραλφ, με ακούς;!'' άκουσε τον Μάρκους να τον φωνάζει και αμέσως επανήλθε απότομα απ'τις σκέψεις του.
''Χμμ...; Ναι...'' απάντησε αόριστα και άφησε το κομμάτι χαρτιού που κρατούσε μπροστά του και βολεύτηκε λίγο καλύτερα στην καρέκλα του.
''Είσαι σίγουρος; Δεν μου φαίνεσαι και τόσο καλά...'' συνέχισε ο φίλος του, μα εκείνος απλά έκλεισε τα μάτια του και άφησε ένα μουγκρητό συμφωνίας να βγει από μέσα του, ευχόμενος να πείσει τον ξανθό άντρα μπροστά του. Μα, όσο περνούσαν τα λεπτά και παρέμενε σιωπηλός, τόσο ένιωθε το έντονο βλέμμα του να τον καρφώνει, ζητώντας να μάθει τι του συμβαίνει.
Εν τέλη, αναστέναξε και άνοιξε τα μάτια του. ''Δεν είναι τίποτα, μην ανησυχείς. Είμαι απλά κουρασμένος'' του εκμυστηρεύτηκε, ελπίζοντας να σταματήσει να τον ρωτά.
Ο Μάρκους τον κοίταξε με συμπόνια, μα δεν μίλησε. Εξάλλου, τι να του έλεγε; Του είχε πει κάποτε να τα παρατήσει όλα και να φύγει, μα δεν τον άκουσε. Ίσως τώρα να το μετάνιωνε...
''Ποιος τολμάει να κουράζει τον αδελφό μου;! Θα του δείξω εγώ!'' ακούστηκε η παιδιάστικη φωνή του μικρού του αδελφού, ο οποίος μόλις έμπαινε στο δωμάτιο. Αμέσως, οι δύο άντρες στράφηκαν προς αυτόν, χωρίς να μπορούν να κρύψουν το χαμόγελό τους.
Χωρίς αμφιβολία, ο Κάναγκαν ήταν εκείνος που κρατούσε το κάστρο απ'το να γίνει φυλακή. Η ανεμελιά και η προσωπική του ελευθερία ήταν κάτι που προσπαθούσε να προστατέψει με νύχια και με δόντια ο Ραλφ, όπως έκανε και η μητέρα τους τόσα χρόνια με εκείνον. Παρόλα αυτά, στην ηλικία του εκείνος ήξερε, είχε ακούσει φήμες. Η μητέρα του, αν και προσπάθησε, δεν κατάφερε να τον προστατέψει τελείως απ'τον πατέρα του, κάτι που την πλήγωσε. Πάντα έριχνε το φταίξιμο στον εαυτό της για όλα όσα πέρασε εκείνος. Τώρα, δεν ήταν διατεθειμένος να την αφήσει να προστατέψει μόνη της τον αδελφό του. Ο μικρός είχε κάθε δικαίωμα να ζήσει μια ιδανική παιδική ηλικία, ότι δηλαδή δεν έζησε εκείνος.
Ο αδελφός του έμοιαζε πολύ στον ίδιο. Μόνο που το μόνο χαρακτηριστικό που διέφεραν ήταν το πρόσωπο. Είχε κληρονομήσει αρκετά χαρακτηριστικά απ'τον πατέρα τους, ενώ ο ίδιος, έμοιαζε εξολοκλήρου στην μητέρα τους. Κάτι που πίστευε ότι ήταν η αιτία που ο πατέρας του τον μισούσε τόσο...
''Ήρθε και το κουτάβι...'' μουρμούρισε ο Μάρκους αρκετά δυνατά ώστε να τον ακούσουν, κοιτώντας τον μικρό πρίγκιπα, ο οποίος στάθηκε δίπλα του, με σηκωμένο το ανάστημά του.
''Δεν είμαι κουτάβι! Είμαι ένας δυνατός λύκος!'' αναφώνησε εκείνος, κάνοντας τους δύο άντρες να γελάσουν μαζί του.
''Σίγουρα είσαι πολύ δυνατός. Για κουτάβι'' συνέχισε να τον πειράζει ο ξανθός άντρας, κάνοντας τον μικρό πρίγκιπα να αρχίζει να βράζει από θυμό.
''Σου είπα ότι είμαι λύκος! Τα κουτάβια είναι μικρά και αδύναμα! Ενώ εγώ είμαι δυνατός, σαν τον αδελφό μου!'' είπε ο μικρός, κάνοντας τον αδελφό του να γεμίζει με υπερηφάνεια που ήταν το πρότυπο του αδελφού του.
Ο Μάρκους άρπαξε τον μικρό και τον ανέβασε στους ώμους του, αρχίζοντας να τον γαργαλά. ''Πόσο δυνατός είσαι τώρα, εεε;'' τον ειρωνεύτηκε, καθώς ο μικρός γέλαγε δυνατά, ενώ τα δάχτυλά του νεαρού Ιππότη τον βασάνιζαν.
''Σταμάτα!'' τον διέταξε ο Κάναγκαν, μα εκείνος συνέχισε.
''Πες σε παρακαλώ!'' του είπε εκείνος, συνεχίζοντας την επίθεσή του.
''Ποτέ!'' αρνήθηκε εκείνος και τότε ο Μάρκους αύξησε τον ρυθμό του, κερδίζοντας έτσι την πολυπόθητη λέξη.
''Καλό κουτάβι!'' είπε, κατεβάζοντάς τον από τους ώμους και χα'ι'δεύοντάς του τα μαλλιά.
Μόλις ο μικρός πάτησε ξανά στην γη, κοίταξε τον αδελφό του μουτρωμένος. ''Δεν μιλάς; Κοίτα τι μου έκανε!'' του φώναξε παραπονιάρικα εκείνος, ενώ ο Ραλφ τον κοιτούσε χαμογελαστός.
''Πίστεψέ με, δεν φοβάμαι τον Μάρκους. Αν σου έκανε κάτι κακό, θα τον είχα σταματήσει'' του απάντησε εκείνος και ο αδελφός του τον κοίταξε δύσπιστος.
''Αλήθεια;" τον ρώτησε και ο Ραλφ γέλασε αχνά με το πρόσωπό του.
''Ναι, άντε πήγαινε τώρα και θα έρθω να σου γνωρίσω το καινούργιο σου άλογο'' του είπε και αμέσως το πρόσωπο του μικρού άστραψε.
''Μην αργήσεις!" του φώναξε, αφήνοντας τους δύο άντρες μόνους, να κοιτούν το μικρό πρίγκιπα με χάζι.
''Ο αδελφός σου είναι πραγματικά κάτι'' σχολίασε ο Μάρκους, ενώ ο Ραλφ συνέχισε απλώς να χαμογελά αμίλητος.
''Για το μόνο που είμαι ευγνώμων είναι ότι δεν μοιάζει στον πατέρα'' μουρμούρισε εκείνος και ο φίλος του έστρεψε το βλέμμα του σε αυτόν.
''Είναι νωρίς ακόμα για να κρίνεις'' του θύμισε ο ξανθός άντρας, μα εκείνος κούνησε το κεφάλι του.
''Ξέρω. Το νιώθω. Ο Κάναγκαν δεν είναι σαν αυτόν. Για εμένα φοβάμαι...'' σχολίασε με πίκρα στο τέλος και ο φίλος του για λίγο τον κοίταξε σοκαρισμένος, μη μπορώντας να πιστέψει στα λόγια του.
''Τι είναι αυτά που λες;! Δεν είσαι και δεν θα γίνεις ποτέ σαν αυτόν!'' προσπάθησε να τον πείσει ο Μάρκους, μα εκείνος δε μίλησε. Τον ανάγκασε να τον κοιτάξει, καλύβοντας του όλο το οπτικό πεδίο με τον κορμό του. ''Άκουσέ με, βλάκα! Πρίγκιπας ή μη, διάδοχος ή ό,τι σκατά είσαι, δε πρόκειται να κρυφτώ πίσω απ'το δάχτυλό μου και να μην στα πω στα ίσα!'' τον προειδοποίησε και ο Ραλφ δε μπορούσε να μην γελάσει αχνά με τα λόγια του. Ήταν φίλοι από μικρά. Αδέλφια, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Και αυτό, γιατί ο Μάρκους ποτέ δεν κράτησε τη γλώσσα του μπροστά του, λόγω του τίτλου του. ''Ο πατέρας σου είναι απαίσιος άνθρωπος. Προδοσία να μιλάω έτσι, το ξέρω, μα δεν πρόκειται να πω ψέματα. Όλο το βασίλειο ψιθυρίζει για το τέλος της βασιλείας του και την στέψη σου. Ανυπομονούν για έναν βασιλιά σαν εσένα! Είσαι ό,τι περίμεναν τόσα χρόνια! Δε θα ανεχτώ τις ασυναρτησίες σου περί ομοιότητας με εκείνον! Για όνομα των Θεών, είσαι ο Ραλφ Λάικαν! Πού πήγε ο άντρας που ήξερα;!'' του φώναξε, εξοργισμένος με την συμπεριφορά του.
Ο Ραλφ, όμως, δεν μίλησε. Δεν είχε απάντηση σε αυτό. Ακόμα και εκείνος αναρωτιόταν μερικές φορές πού ήταν εκείνος ο άντρας, ο χαρούμενος, ο ικανός να πολεμήσει για τα πιστεύω του. Εκείνος, που είχε γνωρίσει η Λεάννα τότε... Γνώριζε, άκουγε, έβλεπε... Πράγματι, το βασίλειο αδημονούσε για την εκθρόνιση του πατέρα του και την ενθρόνιση του. Πράγμα, που ήλπιζε κατά βάθος να γίνει σύντομα...
''Μη μιλάς έτσι.'' τελικά είπε, χωρίς όμως να ρίξει ούτε ένα βλέμμα στον άντρα μπροστά του, ο οποίος έδειχνε τρελαμένος με την συμπεριφορά του. ''Είναι προδοσία'' του εξήγησε, μα εκείνος δεν έδειχνε να μπορούσε να νοιαστεί λιγότερο.
''Δε δίνω δεκάρα για το τι είναι! Ας πάω και στην κρεμάλα! Το να λέω αυτό που πιστεύω δεν είναι ντροπή! Ειδικότερα αν είναι αλήθεια! Μόνο ένας τρελός θα το έβλεπε έτσι!'' του φώναξε και τότε εκείνος τον κοίταξε.
Μάτια τόσο όμοια στην όψη, μα και τόσο διαφορετικά, συναντήθηκαν. Ο ένας έκρυβε φόβο και ο άλλος πάθος για το μέλλον. Πάντα ο πρίγκιπας ήταν εκείνος που σκεφτόταν πιο πολύ, μα αυτό δεν σήμαινε ότι ήταν καλό... Σηκώθηκε απ'την θέση του και στάθηκε ακριβώς μπροστά του. Δύο άντρες τόσο δυνατοί και φοβεροί, που στην όψη τους γονάτιζαν αμέτρητοι εχθροί. ''Ξέρω ότι δεν σε νοιάζει. Μα, εγώ είμαι αυτός που θα σε γλιτώσει απ'την κρεμάλα, ηλίθιε! Και έχω ήδη κάποιον να προστατεύω, δεν θέλω και άλλον, ώστε να παίξω το κεφάλι μου κορόνα-γράμματα!'' του εξήγησε, λίγο πιο έντονα από όσο ήθελε.
Ο ξανθός άντρας παρέμεινε να τον κοιτά. Γνώριζε ότι το παρατραβά, μα δε μπορούσε να κρατηθεί. Υπήρχαν στιγμές σαν αυτές που ο πρίγκιπας τον έβγαζε εκτός εαυτού με τις ασυναρτησίες του. Έσκυψε το κεφάλι του και κοίταξε το πάτωμα, προσπαθώντας να κρατήσει αυτήν την φορά τη γλώσσα του.
Ο πρίγκιπας ξεφύσηξε. ''Κοίτα, συγγνώμη. Δε ξέρω τι έχω πάθει αυτές τις μέρες'' απολογήθηκε και ακούμπησε κουρασμένα τα χέρια του στο γραφείο.
Ο Μάρκους τον κοίταξε συμπονετικά για λίγο. Ένα μικρό χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του. ''Είναι για την Λέαινα, έτσι; Δεν μπορείς να την κουμαντάρεις εύκολα'' διαπίστωσε ο φίλος του και εκείνος κάγχασε.
''Δεν έχεις ιδέα!''
''Μα την αγαπάς''.
Δεν μίλησε. Δεν έβγαλε ούτε άχνα. Δεν ήξερε. Την νοιαζόταν, την ήθελε, σήμαινε τα πάντα για αυτόν, θα έκανε τα πάντα για να είναι ευτυχισμένη και ασφαλής. Ίσως, στο βάθος να ήξερε την σωστή απάντηση. Μα, δεν τολμούσε να την ξεστομίσει. Ήξερε ότι θα πληγωνόταν μετά.
Ο Μάρκους αναστέναξε. ''Είστε και οι δύο τόσο πεισματάρηδες. Ελπίζω μόνο να δείτε το πόσο μπορείτε να βοηθήσετε ο ένας τον άλλον. Το χρειάζεστε'' του είπε μα εκείνος παρέμεινε σιωπηλός. Η μόνη του κίνηση: ένα σκεπτικό βλέμμα με ένα χαμόγελο. ''Άντε τώρα, ο αδελφός σου σε περιμένει'' του θύμισε και εκείνος έφυγε, αυτή τη φορά πιο ευδιάθετος από πριν.
Το βήμα του γοργό και χαρούμενο, λες και πέταγε από χαρά για έναν άγνωστο λόγο. Η ώρα, όμως, πέρασε πολύ γρήγορα. Η εκπαίδευση του αδελφού του αυτή τη φορά δεν ήταν σαν τις άλλες. Δεν του έμαθε πώς να συμπεριφέρεται μόνο, μα έπαιξε, γέλασε και αστειεύτηκε μαζί του. Ήταν τόσο αναζωογονητικό που τον έκανε να ανησυχεί για το μετά.
Και, κατά κάποιο τρόπο, οι ανησυχίες του επιβεβαιώθηκαν. Ο πατέρας του είχε καλέσει εκείνον και την γυναίκα του να δειπνήσουν για βραδινό. Όσο και να προσπαθούσε να σκεφτεί άλλη μία δικαιολογία, το διαπεραστικό βλέμμα του πατέρα του τού έλεγε ότι δεν υπήρχαν πλέον δικαιολογίες. Και, ασυναίσθητα, ένα κύμα ανατριχίλας διαπέρασε την σπονδυλική του στήλη για το τι θα επακολουθούσε.
Έτσι, λίγη ώρα αργότερα, βρισκόταν απέναντι απ'την Λεάννα και στο πλευρό του πατέρα του, προσπαθώντας να μαντέψει οποιαδήποτε κίνηση του γηραιού άντρα. Μα, φαινόταν αδύνατον. Οι απλές συζητήσεις περί θεμάτων του βασιλείου, τα μικρά χαμόγελα και το ήπιο κλίμα ανάμεσά τους, τον έκανε να είναι σε επιφυλακή καθόλη εκείνη την ώρα. Από την άλλη, η γυναίκα απέναντί του είχε καρφώσει το βλέμμα της στο πιάτο της και ανά τακτά διαστήματα τσίμπαγε με το πιρούνι μικρές μπουκιές, μόνο για να τις αφήσει ξανά.
''Άσε τα θέματα του βασιλείου τώρα. Δεν με απασχολούν τόσο. Τι γίνεται με την νεαρά από εδώ; Μήπως έχετε τίποτα να μου πείτε;'' ρώτησε ο πατέρας του, ακριβώς την ώρα που είχε αρχίσει να πιστεύει ότι το θέμα δεν θα έφτανε ποτέ εκεί.
Ρίχνοντας ένα αστραπιαίο βλέμμα στην Λεάννα, η οποία είχε ήδη το βλέμμα της στραμμένο στον βασιλιά, πήρε μια ανάσα και αντίκρισε τον πατέρα του. ''Λυπάμαι, πατέρα, μα ακόμα δεν έχει φανεί τίποτα" του είπε, ελπίζοντας η αντίδρασή του να μην είναι ακραία.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του, σκεπτικός. ''Δεν ολοκληρώσατε ποτέ την πρώτη νύχτα του γάμου, έτσι;'' η φωνή του ανησυχητικά ήρεμη, τόσο που τον έκανε να τρέμει σχεδόν από φόβο.
Κοίταξε αμέσως την Λεάννα, η οποία έδειχνε να τον προκαλεί με το βλέμμα της να πει την αλήθεια. Ίσως, κατά βάθος, να το διασκέδαζε κιόλας. Μα, δεν ήξερε ότι και εκείνη διακινδύνευε την ζωή της...
''Πατέρα-''
Η απότομη κίνησή του χεριού του, ρίχνοντας κάτω το πιάτο του, τον έκανε να σταματήσει επιτόπου την φράση του. ''Με περνάς για ηλίθιο, Ραλφ;! Με περνάς για ένα ηλίθιο παιδάκι που δεν καταλαβαίνει τίποτα;! Για έναν τρελό που μπορείς να τον παίξεις όπως θέλεις;!''
Εκείνος έσκυψε το κεφάλι του και υπέμεινε το ξέσπασμά του. Φοβόταν την στιγμή που θα καταλάβαινε. Δεν άργησε να έρθει.
Τον άκουσε να ξεφυσά αγανακτισμένα. ''Εσύ και αυτή θα κάνετε τον διάδοχο, θέλετε δεν θέλετε!'' συνέχισε να φωνάζει και τότε η Λεάννα έστρεψε το εξοργισμένο βλέμμα της σε εκείνον.
''Και αν δεν θέλουμε; Δεν μπορείς να μας αναγκάσεις!'' αντέδρασε εκείνη εξοργισμένη και τότε οι δύο άντρες έστρεψαν το βλέμμα τους πάνω της. Μα, μόνο ένα ήταν τόσο τρομερό που την έφερνε στα πρόθυρα να κοιτάξει κάτω.
Ένα ανατριχιαστικό ειρωνικό γέλιο ξέφυγε απ'τα χείλη του βασιλιά. ''Γλυκιά μου, ατίθαση λέαινα... Δεν έχεις ιδέα πόσα μπορώ να κάνω''.
Ασυναίσθητα, κατάπιε τον ανύπαρκτο κόμπο που είχε αρχίσει να της τυλίγει τον λαιμό σιγά-σιγά. Το βλέμμα του γέρου την τρόμαζε όσο τίποτε άλλο. Μα, δεν είχε πρόθεση να του το δείξει.
Ο βασιλιάς πήρε μια ανάσα και τότε ξαναμίλησε, αυτή τη φορά πιο ήρεμα. ''Θα ολοκληρώσετε την νύχτα του γάμου και θα μου κάνετε τον διάδοχο. Και αυτό θα γίνει τώρα!'' τελείωσε και πήγε να σηκωθεί.
''Πατέρα-'' πήγε να μιλήσει ο Ραλφ, μα εκείνος δεν τον άκουσε. Ρίχνοντάς του ένα βλοσυρό βλέμμα, συνέχισε να περπατά προς την έξοδο του δωματίου.
Ο Ραλφ κοίταξε την Λεάννα, η οποία τον κοιτούσε ήδη σκεπτική. Η στιγμή που φοβόταν πιο πολύ, είχε ήδη φτάσει...

Despoina Andreou