Η μάχη του έρωτα (Κεφάλαιο 19)

Χτύπησε απαλά την πόρτα του δωματίου του, κρατώντας έναν μεγάλο δίσκο στα χέρια της. Από την ώρα που τον είχαν φέρει σπίτι, δεν την είχαν αφήσει λεπτό ήσυχη. Η μία εντολή διαδεχόταν την άλλη και εκείνη ένιωθε πως δεν είχε άλλες δυνάμεις να σηκώσει ούτε ένα γραμμάριο παραπάνω.

«Το πρωινό σας κύριε Δούκα», του είπε και του άφησε μπροστά του το πρωινό. «Εσείς κύριε θα θέλατε να σας φέρω κάτι;» ρώτησε κοιτώντας τον καλοντυμένο άντρα που στεκόταν δίπλα από τον Φίλιππο, αποφεύγοντας το επίμονο βλέμμα του αφεντικού της.
«Όχι, σ’ ευχαριστώ πολύ», της απάντησε χαμογελαστός και η Νεφέλη το έβαλε σχεδόν στα πόδια ανακουφισμένη που για λίγο δεν θα χρειαζόταν να τον ξαναδεί.
Από εκείνη την μέρα στο νοσοκομείο προσπαθούσε να τον αποφεύγει. Δεν ήταν κι πολύ εύκολο, μιας και η Ξένια την είχε ορίσει υπεύθυνη για τον Φίλιππο. Έπρεπε να πηγαίνει κάθε τόσο να ρωτάει αν χρειαζόταν κάτι άλλο. Κι εκείνος της μιλούσε ψυχρά, σαν να μην την είχε φιλήσει ποτέ. Την διέταζε όπως όλους ακόμα κι όταν ήταν μόνοι τους. Ούτε ένα χαμόγελο δεν της χάρισε, ούτε με το όνομα της την φώναζε. Έδειχνε τόσο τυπικά μαλάκας που της ερχόταν να του φέρει τον δίσκο στο κεφάλι.
Θυμόταν ακόμα την γεύση από τα χείλη του, την τρυφερότητα με την οποία παρά τον πόνο του, την κρατούσε. Δεν γινόταν να μην θυμάται. Μήπως αν του έριχνε τίποτα στο κεφάλι να συνερχόταν; Μήπως τον είχαν πειράξει τα φάρμακα; Δεν εξηγιόταν αλλιώς αυτή η απότομη αλλαγή του. Εκείνη όμως είχε πάρει τις αποφάσεις της και δεν θα τον άφηνε να συνεχίσει αυτό το θεατράκι του παραλόγου.
Προχώρησε προς την κουζίνα για να τακτοποιήσει κι τα τελευταία ψώνια που είχαν φέρει. Βοήθησε τον Αναστάση να καθαρίσουν τα μαρούλια για το μεσημεριανό και έπειτα έβαλε να βράσουν οι πατάτες.
«Νεφελάκι μου χωρίς παρεξήγηση αλλά τηγανητές πατάτες λέει το μενού σήμερα», την διέκοψε από τις σκέψεις της με ένα βαθύ χαλαρωτικό γέλιο ο Αναστάσης.
Ο Αναστάσης ήταν μισός Γάλλος, υπέροχος σεφ και άνθρωπος. Από την μέρα που είχαν γνωριστεί κάτω από τις αντίξοες συνθήκες της κουζίνας, είχαν γίνει αχώριστοι. Είχε έρθει στην δουλειά λίγες μέρες αργότερα από τους υπόλοιπους.
«Γαμώτο!» μουρμούρισε τσατισμένη και απέσυρε την κατσαρόλα από το μάτι. Μετά όμως από μερικά λεπτά σκέψης, έβαλε ξανά την κατσαρόλα με τις πατάτες για βράσιμο. «Σήμερα το αφεντικό θα φάει βραστές πατάτες και παίρνω εγώ την ευθύνη. Άρρωστος είναι, ας κάνει λίγη διατροφή», του είπε ευχαριστημένη με την σκέψη της και έφυγε για την αποθήκη.




«Μπορείς να μου πεις τι έγινε με την πιτσιρίκα και ήταν μέσα στα νεύρα;» ρώτησε ο Γιώργος χτυπώντας ρυθμικά το δάχτυλό του πάνω στο κομοδίνο που βρισκόταν δίπλα του.
«Θα ζορίστηκε μάλλον από τις δουλειές», του απάντησε δήθεν αδιάφορος.
«Ντίνο τόσα χρόνια κάνουμε παρέα, μην μου λες ψέματα!»
«Δεν έγινε κάτι! Απλά είναι νευρική η μικρή»
«Καλά! Δεν επιμένω αλλά εγώ είμαι σίγουρος πως κάτι της έκανες. Σε κοιτούσε με θυμό», συμπέρανε ο Γιώργος και έπειτα κάθισε πάλι αναπαυτικά στην καρέκλα του.
«Καμιά εξέλιξη έχουμε;»
«Τίποτα το σπουδαίο! Το μόνο που μάθαμε είναι ότι ο Δούκας έδιωξε το υπηρετικό προσωπικό του με άδεια. Όλους!»
«Αρκετά για σήμερα με τον Δούκα! Μας τα έχει πρήξει ο μαλάκας», ξεφύσησε αγανακτισμένος.
«Θα βρεθεί η άκρη», δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση του και η Νεφέλη μπήκε φουριόζα στο δωμάτιο. Ούτε που πρόσεξε τον καλεσμένο, θεωρώντας πως θα είχε φύγει.
«Κύριε Μέγα είστε μεγάλος μαλάκας τελικά!», του ξεφούρνισε, κάνοντας τα μάτια των δύο άντρων να ανοίξουν διάπλατα. «Πρώτα μας φιλάτε, μετά μας ζητάτε την αυτοβιογραφία μας και τώρα ούτε που μας μιλάτε. Έτσι κάνουν οι άντρες από τα δικά σας τζάκια;» τσίριζε σχεδόν από τα νεύρα της. Λίγο πριν συνεχίσει είδε τον καλεσμένο, «και τώρα με συγχωρείτε! Α και βραστές πατάτες θα φάτε σήμερα», σφύριξε νευριασμένα και έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω της.
Ο Ντίνος πετάχτηκε όρθιος κόκκινος από θυμό και την ακολούθησε.
«Νεφέλη! Νεφέλη!» την φώναζε αλλά η Νεφέλη ούτε που του έδινε σημασία. Έτρεχε προς το δωμάτιό της και του έκλεισε στην μούρη την πόρτα, κλειδώνοντας. «Νεφέλη άσε τα παιδιαρίσματα και άνοιξέ μου να μιλήσουμε», την παρακάλεσε με όση ηρεμία του είχε απομείνει. «Νεφέλη μην κάνεις σαν πεντάχρονο! Δεν με ανάβουν ερωτικά τέτοιου είδους συμπεριφορές», προσπάθησε να την τσιγκλήσει για να ανοίξει την πόρτα.
«Άι στο διάολο κύριε ερωτιάρη!» τον έβρισε από μέσα.
«Θα με συνοδέψετε δεσποινίς μέχρι εκεί;»
«Φύγε!»
«Εσύ μπούκαρες με το έτσι θέλω στο δωμάτιό μου και με έβρισες, εγώ να φύγω;»
«Παραιτούμαι και θα φύγω εγώ μόλις κλειστείτε εσείς στο δικό σας δωμάτιο», γρύλισε η Νεφέλη παρακαλώντας να την αφήσει ήσυχη.
«Εντάξει», της είπε τελικά και περπάτησε μερικά ψεύτικα βήματα.
Η Νεφέλη πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να μαζεύει τα πράγματά της. Τα έβαλε όπως να ‘ναι στην βαλίτσα και περίμενε να περάσουν μερικά λεπτά για να βγει. Αφού βεβαιώθηκε πως δεν ακουγόταν κανείς έξω στον διάδρομο, ξεκλείδωσε σιγά – σιγά την πόρτα. Άνοιξε και λίγο πριν προλάβει να κάνει το πρώτο της βήμα εκτός δωματίου, ο Ντίνος όρμησε πάνω της. Την πήρε αγκαλιά και μπήκε στο δωμάτιό της. Την άφησε πάνω στο κρεβάτι και την κοίταξε που τσίριζε βοήθεια.
«Γίνεσαι πολύ σέξι όταν θυμώνεις», της είπε γελώντας και έκανε την Νεφέλη ακόμα πιο έξαλλη. Κλείδωσε την πόρτα και έβαλε το κλειδί στην τσέπη του.
«Δώσε μου το κλειδί», τον παρακάλεσε κλαψιάρικα.
«Αν το θες, εδώ είμαι! Έλα να το πάρεις!»
«Είσαι κάθαρμα! Και τι θα κάνεις; Θα με έχεις εδώ μέσα κλειδωμένη μέχρι να πεθάνω από ασιτία;»
«Κάπως δεν πρέπει να σε τιμωρήσω;» την ρώτησε και κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα στο παράθυρο.
«Ρε είσαι μουρλός; Άσε με να φύγω!»
«Όταν ηρεμήσεις και πάψεις να με στολίζεις με κοσμητικά επίθετα, μπορεί και να μιλήσουμε!», της είπε χαμογελαστός.
Η Νεφέλη δεν του έδωσε περισσότερη σημασία. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και περίμενε εκεί. Δεν γινόταν κάποια στιγμή θα την άφηνε ήσυχη. Ο Ντίνος την κοιτούσε που είχε μαζευτεί ένα κουβάρι και ήταν έτοιμος να της ορμήσει. Ήθελε τόσο πολύ να της πει πως δεν είναι τόσο μαλάκας όσο φαίνεται, πως θα έδινε τα πάντα για να του χαρίσει ένα της χαμόγελο. Πόσο καιρό είχε να νοιώσει έτσι! Μετά από εκείνη, καμιά γυναίκα δεν είχε καταφέρει να τρυπώσει στην καρδιά του, να τον ξελογιάσει απλά με την ύπαρξή της. Και η γυναίκα που είχε τώρα μπροστά του, τον έκανε να χάνει κάθε ίχνος λογικής.
Είχε περάσει αρκετή ώρα και η Νεφέλη είχε αποκοιμηθεί. Ο Ντίνος στάθηκε για λίγο δίπλα της και έπειτα έψαξε για ένα χαρτί. Κάτι έγραψε και της το άφησε μαζί με το κλειδί δίπλα της. Έφυγε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε για να μην την ξυπνήσει. Μπήκε στο δωμάτιό του κουρασμένος από την μάχη που είχε δώσει με την μικρή αγριόγατα που του είχε πέσει από τον ουρανό. Προσπάθησε να ηρεμήσει τους χτύπους της καρδιάς του, αλλά ήταν αδύνατον.
Μόλις που είχε καταφέρει να κλείσει τα μάτια του, άκουσε το σύρσιμο της πόρτας. Η Νεφέλη είχε τρυπώσει μέσα και τώρα στεκόταν πάνω από το κεφάλι του.
«Δεν θα αντέξω δεύτερο γύρο κοσμητικών επιθέτων», προσπάθησε να αμυνθεί. Ένοιωθε κι μια ζαλάδα που δεν τον άφηνε να παλέψει όπως ήθελε.
«Σου αφήνω το κλειδί της πόρτας σου και σε προκαλώ να βρεις το κλειδί της καρδιάς μου», του είπε σταθερά. Λίγο πριν συνεχίσει αυτό που ήθελε να πει, την άρπαξε από την μέση και τα χείλη τους ενώθηκαν σε έναν τρελό χορό, από εκείνους που το ίδιο το πάθος θα ζήλευε. Την φίλησε σαν να μην υπάρχει αύριο, ρούφηξε κάθε ανάσα της, κάθε εκατοστό των χειλιών της.
Σταμάτησε να διεκδικεί τα χείλη της και την κοίταξε στα μάτια. Ήθελε να δει τον ίδιο πόθο που ένοιωθε κι αυτός μέσα στα μάτια της. Αντί για πόθο όμως, προσγειώθηκε ένα χαστούκι στο μάγουλό του.
«Αυτό γιατί σταμάτησες», του είπε και αυτή την φορά όρμησε εκείνη στα χείλη του.

Βασιλική Κυργιαφίνη