Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 25) - "Δίκοπο Μαχαίρι"

Κίεβο, Μάρτιος 1020

Η Νάντια τον μισούσε.
Αυτή ήταν η μοναδική σκέψη του άρχοντα Στεφάν Ραντοσλάβιτς, καθώς έπινε το ένα ποτό μετά το άλλο σ’ ένα καπηλειό. Τα σκληρά λόγια που είχαν ανταλλάξει τον είχαν διαλύσει. Καθόταν μόνος σ’ ένα τραπέζι, αρνούμενος κάθε πρόσκληση για παρέα, για συμμετοχή σε κάποια χαρούμενη συζήτηση. Προτιμούσε να βασανίζεται με τις αναμνήσεις και τις ζοφερές του σκέψεις.

Μία λέξη είχε καρφωθεί στο μυαλό του και δεν έλεγε να τον αφήσει ήσυχο: προδότης. Είχε προδώσει τη Νάντια, και τώρα δεν άξιζε ούτε την περιφρόνησή της.
Ωστόσο, παρόλο που η καρδιά του έμοιαζε έτοιμη να δεχτεί στωικά όλες τις κατηγορίες της, η λογική του υπενθύμιζε ότι η Ναντέζντα είχε άδικο να του φέρεται έτσι. Έπρεπε να την αρπάξει, να την αναγκάσει να τον ακούσει και να μη δεχτεί καμία αντίρρηση. Έτσι λύνουν οι άντρες τις διαφορές τους. Ένα της βλέμμα όμως, ήταν ικανό να τον κομματιάσει και να κάνει θρύψαλα την αυτοπεποίθηση και τη λεγόμενη πυγμή του.
Γιατί της επέτρεπε να ‘χει τόση εξουσία πάνω του; Ήταν δυνατόν αυτός, ένας από τους ισχυρότερους βογιάρους, ο Ηγεμόνας του Νόβγκοροντ να λυγίζει μπροστά στις ιδιοτροπίες της κάθε γυναικούλας;
Τότε όμως αναγκάστηκε να θυμηθεί ότι διοικούσε την ίδια ηγεμονία που κάποτε υπάκουε στον αδερφό της, ότι ο ίδιος ο πατέρας του φρόντισε για την καταστροφή της, προδίδοντας όλα τα μυστικά της. Έκαψαν σπίτια, σκότωσαν άντρες, βίασαν γυναίκες, αιχμαλώτισαν παιδιά. Έσπειραν τον όλεθρο εκείνη την καταραμένη νύχτα που τη συνάντησε. Ήταν τότε δεκαέξι χρονών˙ εκείνος κι η Ναντέζντα είχαν την ίδια ηλικία.
Δεν είχε ιδέα ποια ήταν. Το μόνο που ήξερε ότι έμοιαζε με άγγελο στη μέση της ζοφερότερης κόλασης. Τον καθήλωσε με την ψυχραιμία και το θάρρος της. Είχε τα πιο πράσινα μάτια που είχε δει ποτέ του. Έλαμπαν σαν πετράδια μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, που φωτιζόταν μονάχα από τις πύρινες γλώσσες που έγλειφαν τα ανυπεράσπιστα ξύλινα και αχυρένια σπίτια –φωτιές που είχαν ανάψει οι στρατιώτες του πατέρα του. Όμως, σαν την κοίταξε δε σκέφτηκε  μήτε το μακελειό, μήτε το πλιάτσικο. Τον μάγεψε μ’ ένα μονάχα βλέμμα, κι ούτε μια στιγμή δε λογίστηκε να την πειράξει. Προτού το καταλάβει η οπτασία ταλαντεύτηκε, μα πρόλαβε να την πιάσει προτού σωριαστεί στο χιόνι. Κι εκείνη τη στιγμή του φάνηκε πως κρατούσε κάτι τόσο πολύτιμο, όσο κι ο κόσμος ολόκληρος.
Αποφάσισε να μείνει μαζί της μέχρι να ξυπνήσει. Μα, η άγνωστη δεν άνοιγε τα μάτια κι εκείνος ανησυχούσε. Την πήρε μαζί του, πίσω στη φλεγόμενη πόλη. Ήθελε να της δώσει νερό, να τη βάλει κάπου να ξαπλώσει. Κανείς όμως, δεν έπρεπε να τη δει, φοβόταν τι μπορεί να της έκαναν. Δυστυχώς, ο Ραντομίρ, τον εντόπισε και αμέσως ειδοποίησε τον πατέρα. Στην αρχή δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αναίσθητη νέα, μα τα ολόχρυσα μαλλιά και το καλής ποιότητας ένδυμα τράβηξαν την προσοχή του. Δεν άργησε να παρατηρήσει το ογκώδες κόσμημα που ήταν περασμένο στο λαιμό της. Το ασημένιο μενταγιόν με το στρογγυλό σμαράγδι και το χαρακτηριστικό μονόγραμμα, μπορούσε να ανήκει μόνο σε μία γυναίκα σε ολάκερο το βασίλειο. Δε μίλησε, μόνο διέταξε τους στρατιώτες να τη μεταφέρουν στα μπουντρούμια του κάστρου, που παρέμεινε άθικτο στη μεγάλη πυρκαγιά.
Ο Στεφάν βέβαια, εξακολουθούσε να μην έχει ιδέα ποιο ήταν το κορίτσι που είχε σώσει. Εκείνος κι ο Ραντομίρ δεν μπορούσαν να κάνουν καμία υπόθεση για την ταυτότητά της.
Την επόμενη φορά που την είδε, ήταν αλυσοδεμένη με το πρόσωπο στραμμένο στον πέτρινο τοίχο ενός κελιού. Η πλάτη της ήταν γυμνή και καταματωμένη.
Ήξερε πια, ότι είχε σώσει τη μικρότερη θυγατέρα του Μεγάλου Βλαντιμίρ και της Ρογκνέντα του Πόλοτσκ. Ο Ραντοσλάβ, όλος χαρά το ανακοίνωσε στους δυο γιους του, μόλις η φρενίτιδα της νύχτας της κατάληψης της πόλης πήρε τέλος˙ μόλις ορίστηκε διοικητής και ο Σβιατοπόλκ με τον υπόλοιπο στρατό, συνέχισαν την εξέγερση. Είχε φροντίσει όμως, οι δυο γιοι του να είναι οι μόνοι που ήξεραν την αλήθεια. Για όλους τους άλλους η Νάντια είχε σκοτωθεί από κάποιον άξεστο στρατιώτη στην επιδρομή.
«Αυτή θα μας φυλάξει απ’ όλα τα δεινά Στίβα, να το ξέρεις. Μπράβο σου που την έπιασες.»
Ο έπαινος εκείνος τον έκαιγε σαν πυρακτωμένο σίδερο. Ανησυχούσε τόσο πολύ για την τύχη του αγγέλου, που άρχισε να περιπλανιέται κατά μήκος των υπόγειων φυλακών μέχρι να ανακαλύψει πού βρισκόταν.
Σαν την είδε στην ελεεινή κατάσταση που βρισκόταν μέσα από το μικρό παράθυρο, πόνεσε κι εκείνος λες και το μαστίγιο είχε χτυπήσει τη δική του πλάτη αλύπητα, κι όχι τη δική της. Αργότερα παραβίασε την πόρτα εφοδιασμένος με νερό και φάρμακα. Φρόντισε τις πληγές της χωρίς να νοιάζεται για την τιμωρία που σίγουρα θα του επέβαλε ο πατέρας του. Έβγαλε τη νύχτα στο κελί μαζί της, μέχρι που τον βρήκε ο φύλακας.
Ο Στεφάν χαμογέλασε καθώς αναλογιζόταν πώς είχε πάει κόντρα σε όλες τις επιθυμίες του πατέρα του για χάρη της. Είχε κάνει αυτό που του υπαγόρευε η καρδιά του. χωρίς να εκτιμήσει αν ήταν σωστό ή λάθος και ποιες θα ήταν οι επιπτώσεις. Ευχήθηκε να μπορούσε να το είχε κάνει ως το τέλος. Το ευχήθηκε, μα ήξερε καλά πως ήταν αδύνατο. Όχι, χωρίς να προδώσει το ιερότερο πράγμα στον κόσμο, την οικογένεια. Μπορούσε να παραβλέψει τα πάντα για να σώσει τη Νάντια; Μπορούσε να φανεί τόσο εγωιστής, ακόμα κι αν αυτό μονάχα ζητούσε η καρδιά του;
«Λοιπόν όμορφε, γιατί είσαι μόνος;»
Η γυναικεία φωνή τον απέσπασε από τις σκέψεις του. Ο Στεφάν έστρεψε το βλέμμα και είδε μια μελαχρινή γυναίκα, με πλούσιο στήθος και ένα προκλητικό φόρεμα να  κάθεται στην καρέκλα δίπλα του.
«Μπορεί να μου αρέσει η μοναξιά…», αποκρίθηκε εξετάζοντάς την από πάνω μέχρι κάτω. Συμπαθητική ήταν.
«Μα είναι κρίμα! Ένας άντρας σαν εσένα θα έπρεπε να έχει την κατάλληλη παρέα…», είπε εκείνη κοιτώντας τον κατάματα και άρχισε να χαϊδεύει το μπράτσο του. «Αν θέλεις, εγώ μπορώ να σε κάνω να ξεχάσει ό,τι κι αν σε βασανίζει…», ψιθύρισε σαγηνευτικά.
Προφανώς η γυναίκα εκδιδόταν, μα ο Στεφάν διαισθάνθηκε ότι εννοούσε αυτό που έλεγε. Σε γενικές γραμμές θα μπορούσε να πει κανείς ότι θα ήταν ιδανική σύντροφος για μια νύχτα, κι ίσως να τον έκανε να ξεχαστεί για λίγο. Δεν έβλαπτε να δοκίμαζε, σωστά;
Ξαφνικά όμως, το πρόσωπο της Ναντέζντα παρουσιάστηκε στο μυαλό του, αναγκάζοντας τον να απορρίψει το ενδεχόμενο αυτοστιγμεί. Απάντησε κάτι ακατάληπτο στη γυναίκα και αφήνοντας κάποια κέρματα στο τραπέζι, βγήκε από το οινοπωλείο σαν κυνηγημένος και άρχισε να περπατά μέσα στη νύχτα.
Τα φαινόμενα έδειχναν ότι δεν επρόκειτο να απελευθερωθεί από εκείνη σύντομα.
Βέβαια, τώρα ήταν σε θέση  να συνειδητοποιήσει ότι στην πραγματικότητα παγιδεύτηκε την στιγμή που την αντίκρισε. Όταν αποφάσισε να τη φέρει στο κάστρο που είχε κυριεύσει ο πατέρας του, επισφράγισε τη μοίρα του. Έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα ήταν αναπόφευκτο να επιλέγει ανάμεσα σ’ εκείνη και την οικογένειά του για το υπόλοιπο της ζωής του. Κι ό,τι κι αν επέλεγε, στο τέλος ποτέ δε θα αισθανόταν ό,τι είχε κάνει το σωστό. Ήταν δίκοπο μαχαίρι. Μπορεί τελικά, να έμεινε πιστός στην οικογένειά του, αλλά δεν έπαψε ποτέ να κατηγορεί τον εαυτό του για ό,τι συνέβη στη Νάντια.
Δε θα ξεχνούσε ποτέ την οδύνη που ένιωσε, σαν έμαθε τα νέα του βέβαιου θανάτου της. Ήταν λες και χάθηκε το φως από τον κόσμο για κείνον. Η ζωή ξαφνικά έχασε κάτι από το νόημά της. Και δεν πέρασε μέρα από τότε που να μην την σκέφτηκε, να μην προσευχήθηκε για κείνη, και να μην κατηγόρησε τον εαυτό του, αναλαμβάνοντας κάθε ευθύνη για το χαμό της.
Κι από τότε που τη συνάντησε και πάλι, κι αντιλήφθηκε ότι όλο αυτό το διάστημα ήταν σώα και αβλαβής, βασανιζόταν ακόμα περισσότερο. Γιατί τώρα την έβλεπε διαρκώς, ήταν κοντά του και συγχρόνως τόσο μακριά, όσο και τότε που τη θεωρούσε νεκρή. Κι αυτό ήταν χειρότερο. Δεν μπορούσε να υποφέρει άλλο αυτή την απόσταση μεταξύ, αυτή την αδυσώπητη έχθρα που διάβαζε στα μάτια της. Ήθελε να την αγκαλιάσει, να συνειδητοποιήσει ότι ήταν όντως ζωντανή και δεν ήταν όλα ένα παιχνίδι του άρρωστου μυαλού του.
Ο λόγος ήταν ξεκάθαρος. Δεν είχε νόημα πια να εθελοτυφλεί και να λέει ψέματα στον εαυτό του.
Ήταν ερωτευμένος με τη Νάντια, ερωτευμένος οριστικά και αμετάκλητα. Την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά, μα τότε ήταν πολύ νέος, κι ο κόσμος που ζούσαν πολύ σκληρός για να μπορέσει να ονομάσει τα συναισθήματά του ως έρωτα. Όταν εκείνη ζούσε αιχμάλωτη σ’ ένα μπουντρούμι, με δεσμοφύλακα τον ίδιο τον πατέρα του, ένα ειδύλλιο μεταξύ τους ήταν εκ προοιμίου καταδικασμένο. Έκτοτε όμως, καμία από τις δεκάδες γυναίκες που ακολούθησαν δεν τον έκανε να αισθανθεί το ίδιο.
Καμιά δεν έκανε την καρδιά του να χτυπά δυνατά, καμιάς το άρωμα δεν τον μεθούσε, καμιά δεν ήταν ικανή να τον κάνει να χάσει την αυτοκυριαρχία του, να τον εξοργίσει μέχρι τρέλας, όπως η Νάντια. 

Ήταν αγάπη αυτό; Μάλλον, ναι.

Σοφία Γκρέκα