Η μελωδία του λύκου και της λέαινας (Κεφάλαιο 9)


Βορράς, Κάστρο των Λάικαν
Το βράδυ πέρασε πολύ μουντά και γρήγορα για εκείνη. Δε μπορούσε να σταματήσει να κλαίει, θυμόμενη τα πάντα. Δε μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται. Ειδικότερα τα χθεσινοβραδινά. Και έβριζε ξανά και ξανά τον εαυτό της.
Ήταν έτοιμη να ενδώσει στο κάλεσμα του Λύκου! Για άλλη μια φορά!
Ο Ραλφ δεν ήταν ο ίδιος! Ήταν έτοιμος να της κλέψει ό,τι πιο πολύτιμο είχε!
Ήταν ανίκανη να σταματήσει να τα σκέφτεται αυτά. Ο Ραλφ... Ο Λύκος... Το καθήκον... Ο γάμος... Έπρεπε κάποια στιγμή να γίνει. Έπρεπε η πρώτη νύχτα του γάμου της να ήταν ονειρική με τον άντρα που ήθελε εκείνη. Που την αγαπούσε... Μα, ο Ραλφ δεν ήταν αυτός ο άντρας! Και χθες δεν ήταν η πιο ονειρική νύχτα της ζωής της...
Καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που αποφασίστηκε ο γάμος του. Και ειδικότερα, τα αλλόκοτα συναισθήματά της απέναντι σε εκείνον. Ήταν καθήκον της να του δοθεί. Έπρεπε να γίνει. Μα, δε μπορούσε. Το άγγιγμά του την έκαιγε σε κάθε σημείο που την έπιανε. Είχε γίνει πηλός και μπορούσε να την κάνει ό,τι θέλει. Μα, μετά θα ήταν ερείπιο. Δε μπορούσε να αφήσει τον εαυτό της να καταστραφεί, όχι μετά από τον κόπο που έκανε για να μαζέψει όλα της τα κομμάτια ξανά.
Η ώρα περνούσε, και έτσι, όταν άκουσε τον χτύπο στην πόρτα της, σηκώθηκε σιγά-σιγά και άνοιξε. Ανοίγοντας, είδε την Κύρα να την κοιτά χαμογελαστή και την άφησε να περάσει μέσα, ενώ εκείνη άρπαξε την ρόμπα της και την έσφιξε γύρω της.
Η-όχι και τόσο ευδιάθετη- συμπεριφορά της δεν έμεινε απαρατήρητη από τη νεαρή Αρχόντισσα, η οποία αμέσως την κοίταξε μπερδεμένη. ''Καλημέρα! Τι συμβαίνει;'' τόλμησε να ρωτήσει, με τα πράσινα μάτια της να είναι γεμάτα απορία.
Εκείνη δεν την κοίταξε. Προς έκπληξή της, το πάτωμα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον.
Όσο, όμως, εκείνη παρέμενε ήσυχη, τόσο το μυαλό της ίδιας οργίαζε. ''Σε...'' άρχισε, μα ποτέ δεν μπόρεσε να τελειώσει τη σκέψη της. Ήταν αδιανόητο, ακόμα και για την ίδια, να μπορέσει να φανταστεί τον Ραλφ να κάνει κάτι τέτοιο! Ευτυχώς, εκείνη κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Μα, ο λεκές αίματος πάνω στα άσπρα σεντόνια, όσο και να ήθελε, δεν την άφηνε να ησυχάσει. ''Τότε αυτό τι είναι;'' την πίεσε να μάθει.
Η Λεάννα ακολούθησε το βλέμμα της. "Εκείνου'' απάντησε αόριστα, κάνοντας την πρασινομάτα γυναίκα να την κοιτάξει μπερδεμένη.
Οι άντρες δεν μάτωναν... Τουλάχιστον, αυτό ήξερε απ'την εμπειρία της. ''Τον χτύπησες;!'' τη ρώτησε έντρομη με την ιδέα.
Η νέα πριγκίπισσα αναστέναξε, κουρασμένη. ''Εκείνος το έκανε! Δε ξέρω γιατί'' απάντησε και την προσπέρασε, πιάνοντας ένα ποτήρι μπροστά της και γεμίζοντάς το με νερό.
Η Κύρα όμως συνέχισε να νιώθει μπερδεμένη. Μέχρι, που κατάλαβε... ''Σε προστάτεψε!'' ξεφούρνισε, κερδίζοντας ένα απορημένο βλέμμα απ'την πριγκίπισσα. ''Μη με κοιτάς έτσι! Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση!''
Η νεαρή κάγχασε. ''Ναι καλά...''
Η Κύρα γούρλωσε τα μάτια της. ''Δε μπορεί να υπάρχει άλλη εξήγηση!'' επέμενε εκείνη.
Η κουβέντα είχε τελειώσει.
Ώρες αργότερα, βρισκόταν καθισμένη δίπλα του, στο πρώτο οικογενειακό τους δείπνο. Απέναντί της, η Βασίλισσα, ο μικρός πρίγκιπας, ο πατέρας της και ο μεγάλος της αδελφός, ενώ δίπλα της, μόνο ο Μπέντζεν. Στο κεφάλι του τραπεζιού, φυσικά ο Βασιλιάς.
Το μόνο που επιθυμούσε ήταν να ανοίξει η γη στα δύο και να την καταπιεί. Τίποτε παραπάνω. Η θέρμη που πήγαζε απ'το μελαμψό κορμί του δίπλα της, την έκανε να θέλει να πιαστεί πάνω του και να τον αφήσει να την κλείσει στην αγκαλιά του. Μα, η λογική της το απαγόρευε ρητός.
Τι και αν το συναίσθημα της έβαζε ιδέες, που μετά θα πλήρωνε; Η λογική πάντα ήταν με το μέρος της.
Το τραπέζι σχετικά ήσυχο, δίχως πολλές και άσκοπες κουβέντες από το ζευγάρι. Ο αδελφός της, δε σταματούσε να την κοιτά, απορημένο με το πόσο σιωπηλή ήταν η αδελφή του, μα εκείνη δεν έδινε σημασία. Ο πατέρας τους μιλούσε με το Βασιλιά, λες και ήταν ζώα προς ξεπούλημα. Η οργή έκαιγε τη σάρκα της, μα παρέμενε κρυμμένη, κατασπαράζοντας το μέσα της.
''Ελπίζω η κόρη σου να είναι τόσο γόνιμη όσο φαίνεται, και να δώσει στον γιο μου πολλούς απογόνους'' είπε ο βασιλιάς, κοιτώντας τους δύο νέους.
''Είμαι σίγουρος ότι θα εκπληρώσει το χρέος της απέναντι στον θρόνο'' απάντησε ο πατέρας της, ακολουθώντας το βλέμμα του.
Εκείνη τη στιγμή, ένα ξεφύσημα αναδύθηκε απ'τα σωθικά της και ξέφυγε, πριν καν προλάβει να το κρατήσει. ''Με συγχωρείτε, μα είμαι κουρασμένη. Καληνύχτα σας'' με αυτό, σηκώθηκε απ'το τραπέζι, μα ένιωσε κάποιον να πιάνει το χέρι της.
''Θα έρθω και εγώ. Μας συγχωρείτε. Καληνύχτα σας'' άκουσε τον Ραλφ να λέει. Όλοι τους καληνύχτισαν και εκείνοι πήραν την άδειά τους, φεύγοντας από το δωμάτιο με τα ανεπιθύμητα βλέμματα. Όσο και να ήθελε, όμως, να του φωνάξει να μην την ακολουθήσει, το χέρι του στην μέση της τής έλεγε να ησυχάσει.
Βγαίνοντας έξω και πλέον, στο δωμάτιό 'τους', δεν μπόρεσε να κρατήσει άλλο την γλώσσα της. ''Πώς τολμάνε! Λες και είμαστε ζώα! Και εντάξει, απ'τον πατέρα σου το περίμενα. Μα απ'τον δικό μου! Υποτίθεται ότι είμαι η πολύτιμη μοναχοκόρη του!'' φώναξε εξοργισμένη, βγάζοντας τα παπούτσια της, αδιαφορώντας για εκείνον που της έριχνες λοξές καθησυχαστικές ματιές, γεμίζοντας ένα ποτήρι κόκκινο ζεστό κρασί.
''Φαίνεται ότι δεν είσαι πλέον..." μουρμούρισε άθελά του. Δυστυχώς για αυτόν, τα λόγια είχαν ξεφύγει ήδη απ'το στόμα του και ήταν πολύ αργά για να τα πάρει πίσω.
Το εξοργισμένο βλέμμα της, μαύρο και απειλητικό, όπως η Νύχτα, έπεσε πάνω του, κάνοντάς τον να ανατριχιάσει. ''Μπορεί εσύ να μην είχες ποτέ τις καλύτερες σχέσεις με τον πατέρα σου, μα εγώ είχα!'' του αντιγύρισε, με τη φωνή της να στάζει δηλητήριο.
Ήξερε ότι τα λόγια της ήταν σκληρά, θυμίζοντας πληγές που προσπαθούσε εκείνος να κλείσει καιρό, μα δε μπορούσε να κρατήσει. Πάντα, η γλώσσα της ήταν πιο γρήγορη απ'το μυαλό της.
Εκείνος για μια στιγμή την κοίταξε χαμένος. Ήταν πλέον σίγουρος ότι η Λεάννα μπροστά του απείχε πολύ απ'την Λεάννα τότε. Πώς θα μπορούσε μέσα στην καρδιά της να υπάρχει τόσο μίσος για αυτόν; ''Τέλος πάντων, δεν είναι αυτό που με τρώει τώρα. Ο πατέρας σου είναι ο τελευταίος που με ενδιαφέρει αυτήν την στιγμή'' αποκρίθηκε, αλλάζοντας θέμα, μα δεν γλίτωσε ένα θανατηφόρο αγριοκοίταγμα από την ίδια για τα λόγια του. ''Η οργή του πατέρα μου όταν μάθει ότι δεν περιμένεις παιδί με ανησυχεί'' εξηγεί τις σκέψεις του, αποφεύγοντας στο τέλος να βάλει οποιαδήποτε κτητική αντωνυμία.
Η Λεάννα τον κοιτά αμίλητη για λίγα λεπτά. Ο Βασιλιάς φημιζόταν για την λεπτή υπομονή του και την οργή του. Ήταν θέμα χρόνου να μάθει ότι σε εννέα φεγγάρια δεν επρόκειτο να έβλεπε τον μελλοντικό διάδοχο του θρόνου. Και όταν το μάθαινε... Δεν ήθελε να φανταστεί τις συνέπειες.
''Δεν είμαι ζώο για να του δώσω διαδόχους!'' έσπασε τελικά, μη μπορώντας άλλο να κρατήσει την οργή της για αυτό το θέμα. Ο τρόπος που μιλούσαν και το θίγαν την εξόργιζε σε σημείο να θέλει να τρέξει μακριά και να τους παρατήσει όλους. Μα όχι... Ήταν αναγκασμένη να παίξει έναν ρόλο...
Ο πρίγκιπας καταπίνοντας μια γουλιά κρασί, την κοίταξε. Δεν ήξερε πώς να τη βοηθήσει. Η γυναίκα μπροστά του, μπορεί όμορφη και ελεημονούσα και γλυκιά, μα ήταν γνωστό ότι δεν είχε όρια στη γλώσσα της. Ευτυχώς που δεν άρχισε να κάνει παράπονα στο τραπέζι! Μια μάχη ανάμεσα στον πατέρα του και σε αυτήν θα τον έβαζε σε διχασμό για το ποιον να προστατέψει πρώτο. Εκείνη... Ή το βασίλειο; ''Δε μπορείς να κάνεις κάτι για αυτό. Είμαστε δεμένοι και οι δύο. Μην το παίρνεις προσωπικά'' της είπε, πιο ειρωνικά από ότι ήθελε στο τέλος, κερδίζοντας άλλο ένα αγριοκοίταγμα από την ίδια.
''Δεν είναι τα δεσμά που με εξοργίζουν'' άρχισε, κερδίζοντας την προσοχή του. ''Είναι ότι έχω έναν δειλό σύζυγο, ο οποίος δεν είναι άξιος να σταθεί απέναντι απ'τον πατέρα του και να υπερασπιστεί τις πεποιθήσεις του'' κατέληξε.
Το βλέμμα του αμέσως άλλαξε. Σκούρο χρώμα σκέπασε τις κόρες των ματιών του. Δεν ήξερε αν ήταν θυμός, θλίψη, η πληγωμένη περηφάνια του ή κάτι άλλο. Ίσως, να ήταν όλα αυτά. Μα, το σίγουρο ήταν ότι έστελνε απανωτές ανατριχίλες στη ραχοκοκαλιά της.
Τα βήματά του αργά, σαν ένας λύκος που στρίμωχνε το θήραμα του σε μια γωνιά, πριν το τελειωτικό χτύπημα. Στάθηκε μπροστά της, ψηλός, επιβλητικός και επικίνδυνος. ''Δεν ξέρεις τίποτα".
Εκείνη κάγχασε παρά τον φόβο της. Ένιωθε ότι το τραβούσε πολύ. Μα πάλι, ποτέ δεν είχε όρια το παιχνίδι τους. ''Δεν έχεις ιδέα πόσα ξέρω... Ράλφυ''.
Οι μνήμες που ακολούθησαν το παρατσούκλι του ήταν πολλές και επικίνδυνες. Ικανές να γονατίσουν και τους δύο. Μα, κανείς δεν ήταν πρόθυμος να γονατίσει μπροστά στον άλλον. Όχι τώρα.
Κάνοντας μεταβολή, την παράτησε για άλλη μια φορά μόνη στο δωμάτιό της, παρέα με το φεγγάρι, να παλεύει με αναμνήσεις. Μα, και εκείνος δεν απείχε πολύ. Λίγα μόνο μέτρα μακριά της, κλεισμένος στο δωμάτιό του, το ένα ποτήρι διαδεχόταν το άλλο. Το κόκκινο υγρό, όμως, κάθε άλλο παρά ικανό να διώξει τον πόνο του.
Η αυριανή μέρα θα ήταν δύσκολη. Το ίδιο και όσες ακολουθούσαν... 

Despoina Andreou