Η μελωδία του λύκου και της λέαινας (Kεφάλαιο 7)



Βορράς, κάστρο των Λάικαν

Η μέρα του γάμου, υποτίθεται ότι για όλες τις γυναίκες ήταν μια ξεχωριστή μέρα, γεμάτη χαρές και γέλια. Λάθος! Για εκείνη, ήταν η αρχή του Γολγοθά της.
Νωρίς-νωρίς, είχε ξυπνήσει, ώστε να ξεκινήσουν οι προετοιμασίες. Το πλύσιμο και η καθαριότητά της ήταν τα πρώτα στη σειρά. Ακολούθησαν η περιποίηση, το ντύσιμο και, εν τέλη, λίγες ακόμη τελευταίες πινελιές.
Όσο ο χρόνος περνούσε, τόσο πιο πολύ η ίδια ασφυκτιούσε. Δε τολμούσε να σκεφτεί τι θα ακολουθούσε μετά τον γάμο και την γιορτή. Δεν ήθελε. Δεν μπορούσε.
Καθώς τώρα στεκόταν μόνη της μπροστά απ'το παράθυρο, που της είχε κρατήσει συντροφιά τόσες και τόσες ώρες, προσπαθούσε να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι σε λίγα λεπτά, θα έκανε όρκο μπροστά στα μάτια των Θεών για εκείνον.
Βαθιά μέσα της, παραδεχόταν ότι είχε φανταστεί πολλές φορές εκείνη τη μέρα. Τη μέρα όπου θα ορκιζόταν αιώνια αγάπη και πίστη σε εκείνον. Όμως, τώρα, και μόνο στην ιδέα ήθελε να φύγει. Παρόλα αυτά, η φυγή δεν ήταν λύση και το ήξερε...
Έπρεπε αργά ή γρήγορα να το δεχόταν και να μάθαινε να ζούσε με αυτόν τον άντρα στο πλευρό της. Έπρεπε να το σκεφτεί ως μια ώριμη νεαρή γυναίκα. Μα, εκείνη δεν ήταν ώριμη... Τα νεύρα της ήταν τόσο τεντωμένα, σαν σχοινί σε τεντωμένο τόξο, έτοιμο να ρίξει τα βέλη του.
Ευχόταν να ήταν η μητέρα της εδώ για μια στιγμή. Εκείνη ήξερε πάντα πώς έπρεπε να συμπεριφερθεί και τι έπρεπε να κάνει σε δύσκολες καταστάσεις. Ήταν μια γνήσια ήρεμη Λέαινα. Όλα όσα εκείνη δε θα ήταν ποτέ...
''Κάποια μέρα, το αίμα που κυλάει στις φλέβες σου, θα είναι και η καταστροφή σου".
Αυτό της είχε πει κάποτε. Τότε δεν την είχε πιστέψει. Πίστευε ότι απλά προσπαθούσε να τη λογικέψει. Δεν πίστεψε στα λόγια της. Μα τώρα... Έμοιαζαν τα λόγια της τόσο σωστά... Μόνο εκείνη και ο μεγαλύτερος αδελφός της μοιράζονταν το συγκεκριμένο «αίμα». Και όμως, φαινόταν ότι μόνο εκείνη είχε τόσο πολύ μέσα της... «Το αίμα των Λιονταριών». Και μόνο η ιδέα ότι το είχε κληρονομήσει της προκαλούσε γέλιο. Και όμως, ήταν δύσκολο να το αμφισβητήσει.
Ένα ξαφνικό χτύπημα στην πόρτα της τράβηξε την προσοχή απ'τις σκέψεις της.
"Περάστε" είπε, στρέφοντας το βλέμμα της στην μεγάλη ξύλινη πόρτα.
Μέσα αμέσως μπήκε μια λεπτή νέα γυναίκα, που περισσότερο έμοιαζε με νύμφη παρά με κοινή θνητή. Η χάρη που έβγαζε καθώς περπατούσε ήταν απερίγραπτη. Τα μακριά ξανθά μαλλιά της πλαισίωσαν το γαλακτώδη πλούσιο στήθος, ενώ το κόκκινο μεταξωτό φόρεμα της αγκάλιαζε με μαεστρία το καμπυλωτό κορμί της.
Το βλέμμα της συνάντησε το ζωηρό πράσινο βλέμμα της νεαρής μπροστά της με απορία.
"Αρχόντισσα Λεάννα'' υποκλίθηκε σεβάσμια και την κοίταξε με ένα χαμόγελο, γεμάτο γλύκα.
Η απορία στο βλέμμα της Λέαινας παρέμενε, όμως, παρά το γλυκό χαμόγελο της νεαρής ξανθιάς γυναίκας.
Έτσι, η πρασινομάτα κατευθείαν έσπευσε να της συστηθεί. ''Είμαι η Κύρα Τίγκρε, η αδελφή του Μάρκους''.
Αμέσως, τα μάτια της νεαρής καστανομάλλας άνοιξαν διάπλατα. Πώς δε το είχε καταλάβει; Έπρεπε να το είχε καταλάβει! Τα ίδια εξωπραγματικά πράσινα μάτια και χρυσαφένια ξανθά μαλλιά!
''Ωωω μα φυσικά!'' αναφώνησε, επιπλήττοντας τον εαυτό της για την ανοησία της να μην τη θυμηθεί. ''Είστε ίδιοι! Η ομορφιά σου είναι ξακουστή στον Νότο!'' της είπε, κερδίζοντας ένα χαμόγελο από την ίδια.
''Χαίρομαι που το ακούω. Και η δικιά σας είναι πολύ ξακουστή. Φημίζεστε ως η Λέαινα ή το Φεγγάρι του Νότου. Είναι τιμή μου, να σας βλέπω από κοντά'' της αποκάλυψε, κάνοντάς τη για πρώτη φορά να χαμογελάσει.
Της άρεσε. Ήξερε ποια είναι και ήξερε να κάνει τους άλλους να αισθανθούν όμορφα. Και το χρειαζόταν. Όμως, τα λόγια δε της έφταναν. Της τα είχαν πει πολλοί...
''Θέλετε να σας φτιάξω τα μαλλιά; Υποτίθεται ότι ήρθα εδώ για να σας συντροφεύσω μέχρι να έρθει η ώρα του γάμου, αλλά αυτό το περίεργο χτένισμα δε σας κολακεύει και πολύ. Και είναι κρίμα, τόσο ωραία κοπέλα''.
Με αυτά τα λόγια, ένα χαμόγελο κόσμησε τα χείλη της, το οποίο προήλθε χάρις τον αυθορμητισμό της νεαρής κοπέλας. Δε μπορούσε να της το αρνηθεί- όχι γιατί νοιαζόταν για την εμφάνισή της, αλλά γιατί χρειαζόταν λίγες στιγμές χαλάρωσης.
Έτσι, κατέληξαν με την νεαρή γυναίκα με τα πράσινα μάτια να της φτιάχνει τα μαλλιά ξανά, ενώ διάφορα αστεία και πτυχές της ζωής τους ακουγόντουσαν με πολλά γέλια.
"Έτοιμη είστε!" της είπε μετά από λίγη ώρα και αμέσως τής έδωσε τον μικρό καθρέφτη για να δει το αποτέλεσμα.
Μόλις κοίταξε τον εαυτό της, μπορούσε να πει με σιγουριά ότι το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικό. Τα μακριά μαλλιά της κυμάτιζαν σαν μαύροι καταρράκτες πάνω απ'τους ώμους της και κάλυπταν το μπούστο της, ενώ έφταναν μέχρι τη μέση της. Το αποτέλεσμα ήταν, αν μη τι άλλο, εντυπωσιακό. Και σύντομα, θα ολοκληρωνόταν με το πριγκιπικό στέμμα, φτιαγμένο ειδικά για εκείνη.
"Είναι... υπέροχο. Ευχαριστώ!" την ευχαρίστησε συγκινημένη, και σαν απάντηση, άκουσε το ευχαριστημένο γλυκό γέλιο της νεαρής αρχόντισσας.
"Μην το ξαναπείτε! Οτιδήποτε για την πριγκίπισσα!" της είπε εκείνη και αμέσως το γνωστό πέπλο μελαγχολίας κάλυψε τα μαύρα μάτια της, κάτι που δε πέρασε απαρατήρητο από την πράσινη ματιά της αρχόντισσας. ''Λυπάμαι, εγώ-'' άρχισε αλλά η νεαρή Λέαινα τη διέκοψε.
''Δε χρειάζεται να απολογείσαι. Δε πειράζει. Εξάλλου, αργά ή γρήγορα πρέπει να το συνηθίσω'' της είπε με ένα αχνό χαμόγελο, που όμως, δεν άγγιζε τα μάτια της στο ελάχιστο.
Η γυναίκα με τον ήλιο στα μαλλιά για λίγο στάθηκε να την κοιτάξει. Καταλάβαινε ότι ήταν πολύ δύσκολο για εκείνη. Είχε ακούσει μερικά πράγματα, είχαν ξεφύγει απ'τον αδελφό της μερικά. Όμως, είχε δει τον πρίγκιπα πώς την κοίταζε όταν έφθασε. Τα συναισθήματα δεν είχαν χαθεί. Υπήρχαν κάπου εκεί βαθιά στην αδιαφορία εκείνης και στην απολογία εκείνου. ''Καταλαβαίνω γιατί φοβάστε. Τουλάχιστον, πιστεύω'' πήρε την πρωτοβουλία να μιλήσει, διώχνοντας τη σιωπή μακριά. ''Η μέρα του γάμου είναι δύσκολη μέρα, καταλαβαίνω. Όμως, μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι ο πρίγκιπας είναι ο καλύτερος γαμπρός που θα μπορούσε να σας τύχει.'' με αυτά τα λόγια, η προσοχή της Λέαινας ήταν πάνω της. Η απορία στο βλέμμα της φαινόταν από μακριά. ''Τον ξέρω. Αλίμονο, μεγαλώσαμε μαζί! Τον νιώθω σαν αδελφό μου! Μέσα στην ψυχή του κατοικεί αγνή αγάπη. Όλο αυτό το ψυχρό ύφος είναι φύλαξη. Ξόρκισε τη στεναχώρια που κατοικεί στη καρδιά του, και θα σε κάνει την πιο ευτυχισμένη γυναίκα στον κόσμο'' της είπε και εκείνη απλά για λίγο, στάθηκε να την κοιτά, καθώς τα λόγια της εισέβαλαν στην καρδιά της και απελευθέρωσαν συναισθήματα, βαθιά θαμμένα, που τη χάιδευαν με τα ακροδάχτυλά τους στη ψυχή της.
Τον ήξερε. Είχε τολμήσει είδε να ξορκίσει τη θλίψη του. Μάρτυρες οι Θεοί, είχε βάλει σκοπό της να τον κάνει να δει τη φωτεινή πλευρά των πραγμάτων, την ανέμελη. Εκείνη που έβλεπε και η ίδια. Είχαν ξεκινήσει ένα ταξίδι γεμάτο όνειρο και υποσχέσεις, που τελείωσε τόσο άδοξα. Δε μπορούσε να τον αφήσει να εισβάλει ξανά στη καρδιά της. Όχι. Είχε δώσει πολλά για να ξαναγίνει αυτό που ήταν. Και τώρα, μετά από χρόνια, διεκδικεί ξανά μια θέση στη ζωή της.
Με μάτια βουρκωμένα, έστρεψε το βλέμμα της σε εκείνη. ''Δε ξέρεις. Δε μπορώ'' ψέλλισε και αμέσως η γυναίκα έτρεξε και την έπιασε στην αγκαλιά της, πιάνοντας το πρόσωπό της στις χούφτες της.
''Πίστεψέ με, μπορείς. Μόνο εσύ μπορείς να του κάνεις καλό'' της είπε εκείνη, με μάτια που έλαμπαν.
''Μα, αν τον σώσω αυτόν μόνο για να καταστραφώ εγώ;'' τη ρώτησε, καθώς ένας κόμπος έσφιγγε επικίνδυνα το λαιμό της, ενώ εκείνη προσπαθούσε να πνίξει τους λυγμούς της.
''Δε θα σε αφήσει.'' η φωνή της πρασινομάτας γυναίκας σίγουρη, χωρίς υπεκφυγές. Για τον πρίγκιπα, θα μπορούσε ακόμα να βάλει και στοίχημα να ριχτεί στην πυρά. Ήξερε ότι ήταν τίμιος, ποτέ δε θα άφηνε κάποιον να χαθεί για χάρη του. Ειδικά αυτήν...
Τότε έσπασε. Τα δάκρυα ξεχύθηκαν. Δε μπορούσε άλλο να τα κρατήσει. Την πονούσε πολύ. Πονούσε για τότε. Πονούσε για τώρα. Πονούσε για μετά. Μα πιο πολύ, πονούσε γιατί ήξερε ότι είχε δίκιο. Το ήξερε, κατά βάθος.
Λίγες στιγμές αργότερα, και αφού κατάφερε να την παρηγορήσει με καθησυχαστικά λόγια και με αχνά φιλιά στα μαλλιά της, η Λεάννα έστρεψε το μαύρο βλέμμα της στη χρυσομάλλα γυναίκα μπροστά της. ''Σε ευχαριστώ'' ψέλλισε, γεμάτη ευγνωμοσύνη.
''Ευχαρίστησή μου, πριγκίπισσα'' της είπε εκείνη, κερδίζοντας ένα παιχνιδιάρικο αγριοκοίταγμα απ'την ίδια.
''Αρκετά με τα πριγκίπισσα, έχω και όνομα! Και με το πληθυντικό! Αλίμονο, συνομήλικες είμαστε πια!'' της είπε, και αμέσως, τα γέλια τους ακούστηκαν σε όλο το δωμάτιο.
''Εντάξει... Λεάννα'' είπε η Κύρα, κερδίζοντας ένα χαμόγελο από εκείνη.
Ίσως, αυτό να ήταν η αρχή μια δυνατής φιλίας μεταξύ της Λέαινας και της Τίγρης...
Το χτύπημα στην πόρτα ήταν εκείνο που έσπασε τη σιωπή ανάμεσα στις δυο γυναίκες. Αφού έδωσε άδεια η Λεάννα, μέσα μπήκε ο μεγάλος της αδελφός.
Με το που είδε τις δύο γυναίκες, μαρμάρωσε. Αυτή η χρυσομάλλα γυναίκα που στεκόταν δίπλα απ'την αδελφή του κάτι του θύμιζε. Ήταν σίγουρος ότι την είχε ξαναδεί.
''Μπράντον, φαντάζομαι ότι δεν την ξέρεις την αρχόντισσα. Από εδώ η Κύρα Τίγκρε, η αδελφή του Μάρκους Τίγκρε'' του σύστησε τη κοπέλα, ενώ εκείνη τον κοιτούσε, με ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη της. ''Κύρα, από εδώ ο αδελφός μου, ο Μπράντον'' τον σύστησε και τον ίδιο, αλλά εκείνος δε μπορούσε να νοιάζεται λιγότερο.
Αυτά τα μάτια... Λες και μέσα τους έκρυβαν όλα τα σμαράγδια του κόσμου. Όμοιά τους δεν είχε ξαναδεί. Θα μπορούσε να ορκιστεί ότι ήταν τα μοναδικά μάτια που είχαν τέτοιο χρώμα. Θα μπορούσε να κάθετε για ατελείωτες ώρες και να τα χαζεύει. Για μια στιγμή, αναρωτήθηκε αν στο σκοτάδι έλαμπαν. Έπιασε το χέρι της και το φίλησε, χωρίς να μπορεί να πάρει το βλέμμα του απ'τα σμαράγδια της. Και τότε, θυμήθηκε. Τα μάτια... Το άρωμα... Ήταν η κοπέλα στον διάδρομο! ''Τη ξέρω ήδη την αρχόντισσα, αδελφούλα. Μα, χαίρομαι που επιτέλους μαθαίνω το όνομά της'' είπε, κερδίζοντας ένα χαμόγελο απ'τα σαρκώδη χείλη της κοπέλας και ένα βλέμμα γεμάτο απορία και περιέργεια απ'την αδελφή του.
''Την ξέρεις;'' τόλμησε να ρωτήσει και τότε, η γυναίκα με το φιλί του ήλιου στα μαλλιά πήρε τον λόγο.
''Είχαμε την τύχη να... πέσουμε ο ένας πάνω στον άλλον, κυριολεκτικά'' της εξήγησε εκείνη, χωρίς να παίρνει τα μάτια της απ'τον γκριζομάτη νεαρό, που δεν έλεγε να αφήσει το χέρι της απ'το δικό του, λες και αν την άφηνε, ίσως να μην το ξαναέπιανε ποτέ.
Τότε, ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη της νεαρής Λέαινας. ''Ώστε έτσι...'' μουρμούρισε, κοιτώντας τους δύο ανθρώπους μπροστά της, που κατά κάποιον τρόπο, ήταν λες και υπήρχαν μόνο αυτοί, ενώ δεν έδιναν σημασία σε εκείνη. Όχι ότι την πείραζε φυσικά... Κάθε άλλο.
''Όμως, αδελφέ, έχω μια απορία. Τι σε φέρνει από εδώ;'' αποκρίθηκε περίεργη, αν και δεν ήθελε να χαλάσει την στιγμή.
Τότε ήταν η πρώτη φορά που την κοίταξε, από την ώρα που μπήκε. Έστρεψε το βλέμμα του μακριά απ'την χρυσομάλλα γυναίκα και κοίταξε την αδελφή του. ''Ήρθα να σε παραδώσω στον σύζυγο σου.'' της είπε και θα μπορούσε να ορκιστεί ότι της ζητούσε συγχώρεση μέσα απ'το βλέμμα του. Τι να την έκανε, όμως, τη συγχώρεση; Η ώρα είχε έρθει. Εντός ολίγον λεπτών, θα ονομαζόταν πλέον μια Λάικαν.
Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, άφησε τον αδελφό της να τη συνοδεύσει προς την αίθουσα όπου θα γινόταν ο γάμος, με την Κύρα να τους ακολουθεί. Μόλις έφτασαν μπροστά απο τη μεγάλη πόρτα και πλέον ήταν μόνοι τους, εφόσον η Κύρα είχε πάρει τη δικιά της θέσει στο πλήθος, η νεαρή νύφη έριξε μια κλεφτή ματιά πάνω απ'τον ώμο της. Ήλπιζε ότι, αν του ζητούσε τώρα να φύγουν, θα συμφωνούσε. Μα, ήξερε ότι κατά βάθος, θα έπαιρνε πολύ μεγάλο ρίσκο. Η τρέλα του βασιλιά ήταν γνωστή. Αν έφευγαν τώρα, μόλις τους έβρισκαν οι στρατιώτες, τα κεφάλια τους θα διακοσμούσαν της Πύλες του κάστρου, ως προς παραδειγματισμό. Δε μπορούσε να πάρει στον λαιμό της τη ζωή του αδελφού της. Δεν του άξιζε να πεθάνει για την επιθυμία της να μην παντρευτεί αυτόν. Έπρεπε να φανεί ώριμη. Έπρεπε να φανεί δυνατή. Έπρεπε...
Έστρεψε το βλέμμα της στο πάτωμα, προσπαθώντας να πάρει ανάσες και να ηρεμίσει τα σφυριά που ένιωθε να χτυπάν με μανία το κρανίο της. Έσφιξε το χέρι του αδελφού της σε μια προσπάθεια να κρατήσει τα πόδια της στη θέση τους.
Αμέσως, εκείνος έστρεψε το προβληματισμένο βλέμμα του σε εκείνη. ''Είσαι σίγουρη;'' τη ρώτησε.
Εκείνη προσπάθησε να κρατήσει πίσω ένα ειρωνικό γέλιο που αναδυόταν απο το λαιμό της. Λες και μπορούσε να του πει την αλήθεια. ''Ναι...'' ψέλλισε, μα ακόμα και η χροιά της φωνής της πρόδιδε μια άλλη αλήθεια. Ήλπιζε τουλάχιστον να μην κάνει καμιά τρέλα... ''Είναι ώρα'' είπε, καθώς ο ήχος της καμπάνας αντήχησε στα αυτιά της. Η πόρτα μπροστά της άνοιξε διάπλατα, κόβοντάς της την ανάσα. Άρχισε να περπατά, μαζί με τον αδελφό της.
Κάθε σκαλί, και μια κομμένη ανάσα. Κάθε βήμα, και μια τρελή ιδέα στο μυαλό της. Όλα τα βλέμματα στραμμένα πάνω της. Ασφυκτιούσε, το οξυγόνο όλο και λιγόστευε. Μέχρι, που τον είδε. Στεκόταν ακριβώς μπροστά της, ψηλός, ωραίος και αρρενωπός. Ένα όνειρο, ίσως και μια οφθαλμαπάτη. Τα μάτια του ανήκαν σε εκείνη, το ίδιο και η ψυχή του, σε λίγα λεπτά. Μα, όλο αυτό τη φόβιζε. Την έκανε να τρέμει από τρόμο στο τι θα επακολουθήσει. Άραγε, ήταν αυτή μια πραγματικότητα που ήθελε να πιστέψει;
Την παρέδωσε, με ένα νεύμα του κεφαλιού. Τα γκρίζα μάτια του αδελφού της έκαναν άηχες υποσχέσεις περί εκδίκησης, στη περίπτωση που κάτι της συνέβαινε. Εκείνος, συμφώνησε με τον δικό του τρόπο, πιάνοντας το χέρι της. Μα, όλοι ήξεραν, ότι κανείς δε θα τους έσωζε απ'τα σχέδια του βασιλιά.
Η τελετή ξεκίνησε. Στεκόταν πλέον μπροστά του, τα μάτια του κλειδωμένα στα δικά της. Πόσο καιρό είχε να νιώσει τη θέρμη του σώματός του; Αρκετό, ώστε να της λείπει. Αμέσως, δάγκωσε το εσωτερικό του μάγουλού της, με αυτή τη σκέψη. Δεν έπρεπε να της λείπει. Έπρεπε να την αηδιάζει. Έπρεπε!
Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της. Τα λόγια της έβγαιναν αυτόματα απ'τα χείλη της, ακολουθώντας τα δικά του.
Έπρεπε να τραβήξει τα χέρια της απ'τα δικά του! Δεν ανήκαν αυτά τα λόγια περί αιώνιας πίστης σε αυτόν! Δεν έπρεπε να στέκεται εκείνος μπροστά της!
Όπως έπρεπε, γύρισε για να της βάλει τη μεγάλη κάπα με το σύμβολο του σπιτιού των Λάικαν. Τα ακροδάχτυλά του χάιδεψαν μαλακά το σβέρκο της, καθώς την κάλυπτε με την μεγάλη κάπα. Μια ανατριχίλα διαπέρασε την ραχοκοκαλιά της.
Πλέον, ονομαζόταν επισήμως μια Λάικαν...
''Με την ευλογία των Θεών και το αξίωμα του Ιερέα που διαθέτω, είθε τούτα τα δεσμά να ενώνουν εσάς και τις ψυχές σας παντοτινά''.
Τα λόγια του ιερέα τα ένιωσε κυριολεκτικά στο πετσί της. Τα δεσμά -μια χρυσοκόκκινη στη μεριά του πρίγκιπα και μια γκριζόμαυρη στη δική της μεριά, κορδέλα-, έδεναν σφιχτά τα χέρια της, δίνοντάς της να καταλάβει ότι δεν υπήρχε γυρισμός.
Όχι πλέον...  
Αργότερα, στην τελετή κάθησε δίπλα του. Το ποτό και το φαγητό έρεε άφθονο. Όλοι φαινόντουσαν ευχαριστημένοι, αφού υπήρχε ακόμα και η γυναικεία συντροφιά σε μερικούς άντρες. Ακόμα και ο βασιλιάς, κρατούσε το ψυχρό βλέμμα του πάνω στο νεόνυμφο ζευγάρι, ευχαριστημένος με την κατάσταση. Μπορούσε να διακρίνει ακόμα και τον αδελφό της, λίγα μέτρα μακριά της. Καθόταν με τη νεαρή Τίγρη και απολάμβανε την συντροφιά της με χαμόγελα και γέλια. Δε τον αδικούσε. Χαιρόταν με τη χαρά του. Χρειαζόταν μια γυναίκα στο πλευρό του και, από ότι καταλάβαινε, καλύτερη δε θα έβρισκε από την Κύρα.
Αν και όλοι φαινόντουσαν ευχαριστημένοι, οι μόνοι που δεν είχαν χαμόγελα στα χείλη τους ήταν οι νεόνυμφοι. Ακόμα και ο πρίγκιπας, καθόταν δίπλα της αμίλητος, με το ζεστό κόκκινο κρασί να του κρατά συντροφιά. Δε τολμούσε να την ακουμπήσει, κάτι που ήταν ευγνώμων. Της ήταν ήδη δύσκολο όλο αυτό.
Σύντομα, καθώς η ώρα είχε περάσει, όλοι έστρεψαν τα κεφάλια τους προς εκείνους, με μόνο μια φράση να βγαίνει απ'τα χείλη τους: ''Νύχτα γάμου''.
Κρύος ιδρώτας την έλουσε με μιας και ένιωθε να χάνει το έδαφος κάτω απ'τα πόδια της. Ήταν πολύ νωρίς. Πάντα θα είναι πολύ νωρίς, της θύμισε μια ενοχλητική φωνή μέσα της. Έριξε μια φευγαλέα ματιά προς τον Ραλφ και τον είδε να την κοιτά με τα περίεργα μάτια του. 
Γρήγορα ένιωσε πάνω της τα χέρια των υπηρετριών να τη τραβούν και να τη ρίχνουν πάνω στο πλήθος ανδρών, οι οποίοι τη σήκωσαν τα χέρια τους. Η πρώτη της σκέψη ήταν να παλέψει αλλά γρήγορα την απέρριψε, ξέροντας ότι έτσι ήταν το έθιμο και δε μπορούσε να κάνει κάτι για αυτό. Έριξε μια γρήγορη ικετευτική ματιά στον αδελφό της, ο οποίος έμοιαζε με ένα φυλακισμένο λιοντάρι, έτοιμο να επιτεθεί από στιγμή σε στιγμή. Δε μπορούσε να κάνει πολλά και ο ίδιος, το ήξερε. Ασυνείδητα, γύρισε να κοιτάξει τον πρίγκιπα, ο οποίος εκείνη την στιγμή έδειχνε να μιλά με τον Στρατηγό της Βασιλικής Φρουράς. Ο ξανθός άνδρας μαζί με τον πρίγκιπα, κοίταζαν προς αυτήν. Κράτησε το βλέμμα της σε αυτούς μέχρι που χάθηκαν απ'το οπτικό της πεδίο.
Ένιωθε σαν ένα ζώο, σηκωμένα στα χέρια 20 ανδρών, έτοιμοι να το κατασπαράξουν. Ήθελε όσο τίποτε άλλο να φύγει από εκεί, από τα χέρια τους. Οι φωνές τους, τα γέλια τους και τα χέρια τους την έκαναν να αηδιάζει. Καθώς περπατούσαν προς το δωμάτιο όπου θα μοιραζόταν με τον πρίγκιπα, κομμάτια απ'το νυφικό της στόλιζαν το πάτωμα. Ξαφνικά, ένιωσε κάποιον να την πιάσει στο στήθος, κάνοντάς τη να τσιρίξει και τους υπόλοιπους άνδρες να γελάσουν δυνατότερα.
''Σκορπ, κοντά τα χέρια σου απ'τη πριγκίπισσα!'' άκουσε τη βροντερή και απειλητική φωνή του Στρατηγού, ο οποίος τους ακολουθούσε από πίσω μαζί με τη συνοδεία δύο ανδρών ακόμα. Για μια στιγμή ένιωσε ανακούφιση που είχε κάποιον να την προσέχει, ενώ αρχικά νόμιζε ότι ήταν μόνη μαζί τους.
Σύντομα, φθάσαν στην πόρτα του δωματίου, όπου και την άφησαν. Καθώς τους έβλεπε να φεύγουν, προσπάθησε να κρύψει τον εαυτό της με τα χέρια της. Το μισό της φόρεμα είχε καταστραφεί, ενώ λίγα σημεία είχαν παραμείνει πάνω της. Ένιωθε να καίει το πρόσωπό της από ντροπή.
''Πήγαινε, πριγκίπισσα. Σύντομα θα έρθει και ο πρίγκιπας.'' της είπε ο πρασινομάτης Στρατηγός, ενώ άκουγαν τα γέλια των γυναικών όλο και πιο δυνατά, κοντά τους.  
Χωρίς να το πολυσκεφτεί, άνοιξε την πόρτα και κλείνοντάς την, άφησε τον εαυτό της να ξεκουραστεί εναντίον της. Μόνο τότε άφησε την μακρόσυρτη ανάσα που κρατούσε φυλακισμένη μέσα της, να εγκαταλείψει τα χείλη της. Σίγουρη ότι μπορεί να στηριχτεί στα πόδια της, πλησίασε τον καθρέφτη και τόλμησε να κοιτάξει το είδωλό της. Όπως το είχε φανταστεί, το μισό φόρεμα έλειπε, ενώ στη θέση του, φαινόταν το λεπτό λευκό φορεματάκι που υπήρχε κάτω απ'το νυφικό. Έφτανε τουλάχιστον μέχρι τις γάμπες της. Τα μαλλιά της, ατίθασα και μακριά, έρεαν σαν τρεχούμενο νερό μέχρι τη μέση της. Η κούρασή της εμφανής. Το μόνο που επιθυμούσε, να ξαπλώσει.
Ξαφνικά, ενώ είχε κλείσει τα μάτια, άκουσε την πόρτα να ανοίγει. Ένα κύμα πανικού τη διαπέρασε, ξέροντας ακριβώς ποιος ήταν. Άκουσε τα βήματά του να την πλησιάζουν ολοένα και περισσότερο, ενώ το οξυγόνο όλο και πιο πολύ λιγόστευε.
Ξέροντας ότι αργά ή γρήγορα θα τον δει, γύρισε μόνη της. Με το θέαμά του, η ανάσα της κόπηκε κατευθείαν. Μπροστά της στεκόταν μόνο με ένα λεπτό πουκάμισο, το παντελόνι και τα παπούτσια του. Πίσω απ'το πουκάμισό του, φαινόταν ξεκάθαρα το μυώδες στήθος του. Δε θύμιζε σε τίποτα τον άντρα που θυμόταν τότε... Τα μάτια του στεκόντουσαν μόνο πάνω της, χωρίς να τα ανοιγοκλείνει καν. Στο μόνο μέρος που την κοίταζε ήταν το πρόσωπό της. Το βλέμμα του ούτε για μια στιγμή δε κατέβηκε προς το σώμα της. Ένιωθε ντροπή που φαινόταν τόσο απροστάτευτη μπροστά του.
Ξάφνου, ένιωσε το χέρι του πάνω στα μαλλιά της, να τα αγγίζει, λες και φοβόταν μην τη σπάσει έτσι και λυγίσει μπροστά του. Δεν έπρεπε να λυγίσει. Μα ήταν τόσο δύσκολο... Έκλεισε τα μάτια της, λέγοντας στον εαυτό της ότι ονειρεύεται. Έπρεπε να ονειρεύεται! Τότε, ένιωσε τα χείλη του στο μάγουλό της, κλέβοντάς της τελείως της ανάσας.
Ήταν μια τόσο αθώα κίνηση... Φαινόταν τόσο αθώα! Όμως, παρόλα αυτά, κάθε επαφή μαζί του, ειδικά τα χείλη του, έμοιαζαν τόσο πολύ για αυτήν.
Παρέμεινε ακίνητη, χωρίς καν να τον αγγίζει, και έτσι, μετά από λίγο, ένιωσε τα χείλη του να κινούνται προς το σαγόνι της. Η μία ανατριχίλα διαδεχόταν την άλλη και εκείνη ένιωθε σαν πηλός στα χέρια του. Μόνο όταν τον ένιωσε να καλεί το όνομά της, άνοιξε τα μάτια της.
Αμέσως, καταλαβαίνοντας τι έκανε, απομακρύνθηκε από κοντά του, αφήνοντάς τον πίσω της. ''Όχι!'' φώναξε, αφήνοντάς τον να την κοιτά σοκαρισμένος.
''Λεάννα...'' ψέλλισε και πήγε να την αγγίξει, μα εκείνη τον απομάκρυνε.
''Μη με αγγίζεις! Δε γίνεται, δε το βλέπεις; Δε μπορώ!'' του φώναξε, φοβούμενη μην λυγίσει ξανά στο άγγιγμά του.
Εκείνος την κοιτούσε λες και έβλεπε ένα φάντασμα μπροστά του. Ήταν σχεδόν σίγουρος ότι έβλεπε ένα φάντασμα μπροστά του. Θυμόταν την κοπέλα τότε που δεν τον φοβόταν, που έβλεπε μόνο αγάπη στα μάτια της. Μα εκείνη... Εκείνη δεν ήταν αυτή η κοπέλα. Εκείνη δε τον άντεχε, τον μισούσε!
Μη μπορώντας να σταθεί άλλο εκεί, έφυγε σχεδόν τρέχοντας, αφήνοντάς τη μόνη. Η πόρτα πίσω του έκλεισε με δύναμη και το κρύο αεράκι του διαδρόμου τον χτύπησε καταπρόσωπα. Ήξερε ότι ήταν πολύ εύκολο για να είναι αλήθεια. Ήξερε ότι η Λέαινα ποτέ δε θα υπέκυπτε τόσο εύκολα στα χάδια και τα φιλιά του. Όμως, μάρτυρες οι Θεοί, ευχήθηκε για μια στιγμή να έκανε λάθος. Μόνοι οι Θεοί ήξεραν πόσο μεγάλη ανάγκη την είχε. Το άρωμά της, τόσο μεθυστικό. Την είχε τόση ώρα δίπλα του, χωρίς να την αγγίζει. Ήταν πολύ για να το αντέξει.
Καθώς πήγε να φύγει, ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του. Γύρισε κατευθείαν και είδε το δεξί χέρι του πατέρα του, τον Ρούφους. Ίσως, η μέρα του μπορούσε να γίνει χειρότερη... Αυτός ο άνθρωπος ποτέ δεν ήταν για καλό εκεί.
''Τι θες;'' αποκρίθηκε, με εμφανή την δυσαρέσκειά του.
''Υψηλότατε, ο βασιλιάς θέλει να σας δει'' του απάντησε και αμέσως, το μυαλό του πήγε στο χειρότερο. Τέτοια ώρα, σίγουρα δε θα ήταν για καλό.
Χωρίς να φέρει αντιρρήσεις, δέχτηκε να τον ακολουθήσει προς την Βασιλική Αίθουσα, όπου ήταν ο πατέρας του. Σε όλη τη διαδρομή, το μυαλό του δεν έλεγε να σταματήσει να κάνει πιθανά σχέδια για το τι θα μπορεί να τον ήθελε τέτοια ώρα. Σήμερα δεν ήταν η μέρα του, φαινόταν. Και μια συνάντηση με τον πατέρα του ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελε.
Μόλις έφτασαν, πήγε και στάθηκε μπροστά στον πατέρα του, σοβαρός. ''Πατέρα'' με την άκρη του ματιού του, είδε τον γλοιώδες γέρο να σέρνεται για άλλη μια φορά στις σκιές, όπου παρέμεινε, κοιτώντας τους με το γερακίσιο μαύρο βλέμμα του.
''Ραλφ. Για να είσαι εδώ σημαίνει ότι δεν εκπληρώνεις τα καθήκοντά σου'' είπε ο πατέρας του με έναν εξεταστικό τόνο, ενώ το διαπεραστικό βλέμμα του ήταν καρφωμένο πάνω του. Ο νεαρός πρίγκιπας έμεινε αμίλητος. Τι να έλεγε εξάλλου; Προφανώς, ο πατέρας του είχε βάλει το δεξί του χέρι να φυλά την πόρτα, σε περίπτωση που έβγαινε. Το οποίο έκανε και το μετάνιωνε τώρα. Για λίγες στιγμές, ο πατέρας του παραμένει το ίδιο σιωπηλός. Μόνο, που αυτές οι στιγμές τελειώνουν σύντομα. Ένας αναστεναγμός ακολουθεί από τον βασιλιά. ''Ραλφ, ειλικρινά, με έχεις κουράσει. Σου είπα ότι θα παντρευτείς την μικρή Λέαινα, έφερες αντιρρήσεις. Σήμερα το πρωί, δίσταζες. Και τώρα, ούτε να την πηδήξεις δε μπορείς!" φώναξε εξοργισμένος, μα τότε ο Ραλφ αντέδρασε.
"Μη μιλάς έτσι για αυτήν!" ήταν η δεύτερη φορά που τολμούσε να του φωνάξει. Άλλη μια φορά για χάρη της. Και για άλλη μια φορά, δε του άρεσε το αποτέλεσμα.
Τα μάτια του πατέρα του αμέσως σκούρυναν επικίνδυνα από θυμό. Με αργές αλλά σίγουρες κινήσεις, σηκώθηκε απ'τον θρόνο του. Τα βήματά του αντηχούσαν σε όλη την αίθουσα, δυνατά, όπως ένας κεραυνός πριν τη μεγάλη καταιγίδα. Φτάνοντάς τον, στάθηκε μπροστά του, ψηλός και επιβλητικός, κάνοντάς τον να φαντάζει κουτάβι. Φαινόταν τόσο απειλητικός, και όταν άνοιξε το στόμα του, επιβεβαιώθηκε. "Γιε μου... Το ότι είσαι αίμα μου, δε μπορεί να με σταματήσει. Κράτα τη γλώσσα σου κλεισμένη στο στόμα σου και τη φωνή σου χαμηλά. Αλλιώς, η νεαρή Λέαινα δε έχεις ιδέα τι μπορεί να πάθει. Και όσο και να προσπαθείς να την προστατέψεις, θα στέκεσαι απλός θεατής" τα λόγια του χαράχτηκαν στην μνήμη του. Ήξερε ότι δεν αστειευόταν, το ένιωθε. Όπως και τότε, έτσι και τώρα, όσο και να το ήθελε, ήταν αδύνατο να την προστατέψει. Έτσι, το μόνο που είχε να κάνει ήταν να διασφαλίσει την ασφάλειά της, από μακριά.
Παίρνοντας μια ανάσα κουράγιο, κοίταξε τον πατέρα του. "Τι πρέπει να κάνω;" ρώτησε, κερδίζοντας ένα διεστραμμένα πανούργο χαμόγελο απ'τον πατέρα του.
"Διάδοχο" ήταν η απάντησή του και ήξερε ότι δεν υπήρχαν περιθώρια αντιρρήσεις. "Ο Ρούφους θα βρίσκεται έξω απ'την πόρτα, βεβαιώνοντας ότι εκπλήρωσες το καθήκον σου" συμπλήρωσε, ενώ την ίδια στιγμή, ο γέρος φανέρωσε τον εαυτό του σκιές.
Έτσι, βρέθηκε να περπατά προς το δωμάτιό που βρισκόταν η νύφη, με τον Ρούφους να τον ακολουθεί σιωπηλά. Φτάνοντας, βρήκε να φυλά την πόρτα ο φίλος του, όπως του το είχε ζητήσει. Χωρίς να πει τίποτα, πέρασε από δίπλα του, ρίχνοντάς του μόνο μια φευγαλέα ματιά, και άνοιξε την πόρτα. Μπαίνοντας μέσα, άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί στο δωμάτιο, καθώς ο ήχος της πόρτας που έκλεισε πίσω του, αντήχησε στον χώρο. Την είδε να ξαπλώνει στο κρεβάτι, με το πρόσωπο στραμμένο στο παράθυρο απέναντί της. Τα ρούχα που φορούσε και πριν αγκάλιαζαν τόσο ωραία τις καμπύλες της. Έμοιαζε τόσο αθώα και απροστάτευτη... Μόνη. Δεν έμοιαζε σε εκείνο το κορίτσι. Αλλά συνέχιζε να πέφτει για αυτήν, ακριβώς όπως τότε.
Με σιωπηλά και αργά βήματα, άρχιζε να την πλησιάζει. Την άκουσε να ξεφυσάει απαλά, το λεπτό που την έφτασε. ''Φύγε. Μη το κάνεις πιο δύσκολο.'' την άκουσε να μουρμουρά και ένας αναστεναγμός ξέφυγε από μέσα του.
''Λεάννα, άκου με λίγο-'' άρχισε, μα μόλις την άγγιξε, εκείνη ούρλιαξε, σα μια λέαινα που προσπαθούσε να τον προειδοποιήσει να την αφήσει ήσυχη.
''Φύγε σου λέω!'Οσο και να προσπαθούσε να της εξηγήσει, άλλο τόσο εκείνη ούρλιαζε και φώναζε. Και τότε, του ήρθε μια ιδέα.
''Λεάννα, σε παρακαλώ, άκουσέ με!'' μουρμούρισε εκείνος, αρκετά δυνατά ώστε να τον ακούσει, μα εκείνη συνέχιζε. Έτσι, πήρε την πρωτοβουλία και την κράτησε στο κρεβάτι με τον αγκώνα του, αρκετά δυνατά για να την ακινητοποιήσει, αρκετά όμως, για να μην την πονέσει. Όπως ήταν αναμενόμενο, εκείνη συνέχιζε να ουρλιάζει και να φωνάζει να φύγει από πάνω της.
Μετά από λίγα λεπτά, και σίγουρος ότι τα είχε ακούσει όλα ο Ρούφους και ήταν αρκετά πειστικός, την άφησε και στάθηκε πάνω απ'το κρεβάτι, καθώς εκείνη προσπαθούσε να ανακτήσει την ανάσα της.
''Μπάσταρδε! Σε μισώ! Με έχεις καταστρέψει!" του φώναζε, καθώς η φωνή της έσταζε μίσος, μα εκείνος, χωρίς να της δίνει σημασία, φανέρωσε το μαχαίρι που είχε αρπάξει από τον Μάρκους, περνώντας από δίπλα του, κερδίζοντας ένα σοκαρισμένο βλέμμα απ'την Λεάννα. ''Τι-'' άρχισε, μα τη διέκοψε.
''Για μια φορά μόνο, κλείσε το στόμα σου!" ψέλλισε εκείνος, φέρνοντας τη λεπίδα του μαχαιριού στο χέρι του, κόβοντας μια λεπτή γραμμή, αρκετή για να βγάλει όσο αίμα χρειάζεται. Πιέζοντας τη πληγή, έσταξε λίγο αίμα ανάμεσα στα πόδια της, στο στρώμα, ενώ εκείνη τον κοιτούσε σοκαρισμένη.
Όντας σίγουρος ότι είναι αρκετά πιστικός, έκρυψε ξανά το μαχαίρι στο παντελόνι του και σκεπάζοντάς τη, όδευσε προς την πόρτα. ''Καληνύχτα'' μουρμούρισε και έφυγε, αφήνοντάς την να τον κοιτά σοκαρισμένη.
Βγαίνοντας έξω, συνάντησε το ικανοποιημένο βλέμμα του γέρου και έναν σοκαρισμένο Μάρκους. ''Ο πατέρας σας θα είναι τόσο ευχαριστημένος'' άκουσε τον Ρούφους να λέει και του έριξε ένα πλάγιο αγριοκοίταγμα.
''Είμαι σίγουρος για αυτό'' μουρμούρισε και όδευσε προς τα δικά του διαμερίσματα. Φτάνοντας, πήγε να κλείσει την πόρτα, αλλά κάτι τον εμπόδισε.
''Δε σε πιστεύω! Δε μπορεί!'' άκουσε τη σοκαρισμένη και έξαλλη φωνή του φίλου του, ο οποίος, μπαίνοντας στα διαμερίσματά του, έκλεισε την πόρτα πίσω του.
''Μη με πιστεύεις'' του είπε και έβαλε λίγο νερό να πιει, γυρνώντας του την πλάτη.
''Είσαι απίστευτος! Πού είναι ο φίλος μου! Ο Ραλφ που ξέρω ποτέ δε θα έκανε κάτι τέτοιο, ειδικά στη γυναίκα που αγαπά!'' συνέχιζε να του φωνάζει ο φίλος του και μπήκε μπροστά του. ''Πες μου, πού είναι ο φίλος μου!'' απαίτησε να μάθει, κερδίζοντας ένα αγριοκοίταγμα.
''Εδώ είναι!'' είπε, φέρνοντας το χέρι του στο παντελόνι του, μα ο Μάρκους τον διέκοψε.
''Τώρα σου αρέσουν και οι άντρες;!'' ρώτησε, σοκαρισμένος, κερδίζοντας ένα θανατηφόρο αγριοκοίταγμα από τον νεαρό Λύκο.
''Τι λες ρε ηλίθιε;'' του είπε, στενεύοντας τα μάτια του και βγάζοντας απ'το παντελόνι το μαχαίρι που του είχε αρπάξει, πιάνοντάς τον εξαπίνης.
''Δηλαδή...'' άρχισε μα ποτέ δεν τελείωσε τη φράση του.
''Όχι, βέβαια!'' του απάντησε, κοιτώντας τον εκνευρισμένος και ήπιε λίγο ακόμα απ'το νερό του. ''Με έχεις για τέτοιον;'' τον ρώτησε ειρωνικά, κερδίζοντας ένα απολογητικό βλέμμα απ'τον φίλο του. ''Αυτό θα βρούνε'' συμπλήρωσε, δείχνοντάς του την πληγή του.
''Συγνώμη'' είπε τελικά ο νεαρός πρασινομάτης, κάνοντας τον φίλο του να χαμογελάσει. Σε τέτοιες περιπτώσεις, θυμόταν τότε που ήταν παιδιά. Όπως και τώρα, έτσι και τότε, του θύμιζε αυτό το παιδί που το έπιαναν να κάνει σκανταλιές ή να βγαίνει λάθος σε κάτι και έσκυβε το κεφάλι του. Ίσως, αν ήταν ο Μάρκους στη θέση του να ήταν όλα καλύτερα. Ήταν πάντα πιο θαρραλέος από εκείνον. Του θύμιζε την Λεάννα του. Ίσως, θα έπρεπε να είναι και εκείνος το ίδιο επαναστατικός με εκείνον. Μπορεί, η νεαρή Λέαινα να ήταν καλύτερα έτσι. Σήμερα, όμως, για άλλη μια φορά έκανες υπέρβαση για χάρη της, του θύμισε μια φωνή μέσα του και δε μπορούσε παρά να συμφωνήσει. Όπως πριν χρόνια, έτσι και τώρα, τον επηρεάζει με τον ίδιο τρόπο.
''Δε πειράζει, αδελφέ'' του είπε, χτυπώντας τον στον ώμο απαλά, κερδίζοντας ένα απολογητικό χαμόγελο. Σύντομα, όμως, το βλέμμα του για άλλη μια φορά μελαγχόλησε. ''Δε με θέλει. Δε της αξίζω'' ψέλλισε, χαμένος στις σκέψεις του, και αμέσως ο Μάρκους έπιασε το πρόσωπό του στις χούφτες του, αναγκάζοντάς τον να τον κοιτάξει.
''Άκουσέ με!'' πρόσταξε και εκείνος το έκανε. ''Είναι πληγωμένη. Δε γίνονται αυτά από τη μια μέρα στην άλλη!'' του είπε, μα εκείνος ήταν αρκετά πληγωμένος για να τον ακούσει. Ένας αναστεναγμός ακούστηκε απ'τον Στρατηγό. ''Ραλφ... Είσαι ένας Λάικαν, που να πάρει! Θα τα καταφέρεις να την δαμάσεις, πού θα πάει!'' του είπε, χαμογελώντας μα εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.
''Δε μπορώ. Δεν έχω το κουράγιο. Φοβάμαι και εγώ ο ίδιος. Φοβάμαι μην ξαναγίνουμε έτσι'' ομολόγησε τους φόβους του και στράφηκε προς το παράθυρό του. ''Δε μπορεί να με συγχωρέσει. Δε μπορώ να την βοηθήσω'' ολοκλήρωσε, καθώς το βλέμμα του χάθηκε στον σκοτεινό και χιονισμένο ορίζοντα.
Βλέποντας έτσι τον φίλο του, μόνο ένα πράγμα μπορούσε να σκεφτεί ο πρασινομάτης νεαρός: αυτός ο γέρος τούς είχε καταστρέψει όλους τους.   

Despoina Andreou