Η λύκαινα και το κοράκι (Κεφάλαιο 11)


Οι πρώτες μέρες της συνεργασίας ανάμεσα στην νεαρή Βασίλισσα και την Αρχόντισσα ήταν... μπερδεμένες. Απ'τη μια, η Ρωξάνδρα εκτιμούσε το γεγονός ότι η νεαρή γυναίκα είχε τη θέληση να τη βοηθήσει να συμφιλιωθεί με τον καινούργιο της ρόλο. Απ'την άλλη, όμως, όταν την έβλεπε κάθε βράδυ να δειπνίζουν δίπλα-δίπλα με τον Στρατηγό, ένιωθε ένα αλλόκοτα και ενοχλητικό συναίσθημα να κατασπαράζει τα σωθικά της.
Προσπαθούσε για μέρες να πείσει τον εαυτό της ότι δεν ήταν τίποτα παρά μόνο από την αδυναμία της να συνηθίσει την καινούργια ζωή της. Όμως, ήξερε κατά βάθος...
Ήταν άλλη μια από εκείνες τις ζεστές μέρες που η θερμοκρασία ήταν υπερβολικά υψηλή για τα γούστα της. Οι σταγόνες ίδρωτα κυλούσαν πάνω στα κόκκινα μάγουλά της και στο μακρύ λαιμό της, καταλήγοντας στο μπούστο της. Ήταν στα πρόθυμα λιποθυμίας. Σε αντίθεση με τη πρασινομάτα γυναίκα δίπλα της, η οποία έδειχνε να μην την απασχολεί καθόλου η αφόρητη ζέστη. Με τα μεταξωτά φουστάνια της και το αρχοντικό παράστημά της, κινούνταν στο χώρο λες και είχε γεννηθεί για να έχει αυτόν τον ρόλο.
Καθώς υπέγραφαν μαζί μερικά χαρτιά για πράγματα που έπρεπε να γίνουν για το εμπόριο, άνοιξε ξαφνικά η πόρτα. Ένας χαμογελαστός Αρθούρος μπήκε μέσα, με γοργό βήμα. Φαινόταν απ'τις κινήσεις του ότι ήθελε να πει κάτι καλό.
''Βασίλισσα.. Ανίκα'' της χαιρέτησε, χαμογελώντας και αμέσως εκείνη ένιωσε ένα μικρό τσίμπημα ενόχλησης, σαν αγκάθι στα πλευρά της. Δεν είμαι μόνο ένας τίτλος... σκέφτηκε, μα έδιωξε γρήγορα τις σκέψεις της και επικεντρώθηκε στα χαρτιά μπροστά της, αγνοώντας τους.  Ο Στρατηγός συνέχισε. ''Κάποιος έχει έρθει για να σε δει'' μίλησε στην Ανίκα, μα εκείνη έσμιξε τα φρύδια της, περίεργη.
''Ποιος;'' ρώτησε, μα το χαμόγελό του της τα είπε όλα. Αμέσως, το πρόσωπό της έλαμψε. ''Μη μου πεις!'' αναφώνησε ενθουσιασμένη και έτρεξε προς την πόρτα, μα πριν βγει, σταμάτησε απότομα και κοίταξε τη βασίλισσα. ''Βασίλισσα μου, με συγχωρείτε, μα πρέπει να δω κάποιον'' της ζήτησε άδεια και έφυγε με ταχύ βήμα, αφήνοντας πίσω της μια μπερδεμένη Ρωξάνδρα και έναν χαμογελαστό Αρθούρο.
Κανείς απ'τους δύο δε μίλησε. Όσο πήγαινε, η σιωπή ανάμεσά τους μεγάλωνε και έτσι, εκείνος κίνησε προς την πόρτα. Μα, ενώ ήταν έτοιμος να φύγει και να την αφήσει μόνη της, γύρισε και την κοίταξε. ''Θα έρθεις;'' της έκανε αυτήν την απλή ερώτηση και εκείνη ένιωσε τον αέρα μέσα της να μπερδεύεται, αφήνοντάς την ξέπνοη. Το βλέμμα του ήταν αθώο, άκακο, τρυφερό. Δεν ήθελε να την πειράξει, δεν την προκαλούσε. Θύμιζε παιδί. Πρώτη φορά τον έβλεπε τόσο τρυφερό και ευδιάθετο, απλό. 
Άφησε τα χαρτιά από τα χέρια της και τον πλησίασε. Κατευθύνθηκαν προς την αυλή. Η ησυχία συνέχισε να υπάρχει μεταξύ τους, γέμιζε τον χώρο ανάμεσά τους. Μα, ίσως και να ήταν η πιο άνετη στιγμή μεταξύ τους. Δεν ένιωθε ότι έπρεπε να πει κάτι. Ήθελε απλώς να μάθει γιατί ήταν έτσι.
Βγαίνοντας έξω, είδε την Ανίκα να βρίσκεται στην αγκαλιά ενός άντρα, ενώ δάκρυα χαράς κυλούσαν απ'τα μάτια της. Φαινόταν τόσο χαρούμενη, που ίσως και να ζήλεψε λίγο την ευτυχία της. Ο άντρας την κρατούσε γερά πάνω του, σκορπίζοντας φιλιά στα μαλλιά της και ψιθυρίζοντας λόγια στο αυτί της.
Έριξε μια λοξή ματιά στον Αρθούρο, περιμένοντας να δει την οργή του ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Μα, αντίθετα, κοιτούσε με τρυφερότητα και περηφάνια τους δυο τους. Αμέσως, ένα κύμα περιέργειας την έλουσε. Ποιος να ήταν αυτός ο ξένος; Ίσως να ήταν αδελφός τους... Μπα, δεν έμοιαζαν. Ίσως να ήταν ξάδελφός τους... Αυτή η προοπτική φαινόταν πιο πιστική.
''Δεν είναι υπέροχοι;'' τον άκουσε να μουρμουρά, έχοντας καρφωμένο το βλέμμα του πάνω τους. 
Εκείνη σήκωσε το φρύδι της, κοιτώντας τον μπερδεμένη. Μα, εν τέλη, χαμογέλασε, κοιτώντας τους. ''Πράγματι''.
''Βασίλισσά μου, να σου συστήσω τον άντρα μου, Ερρίκο'' απευθύνθηκε στη Ρωξάνδρα η Ανίκα, αφήνοντάς την έκπληκτη να την κοιτά.
''Συ-σύζυγος;'' τραύλισε ελαφρά, ανίκανη να το πιστέψει. Έριξε μια ματιά προς τον Αρθούρο και ξανακοίταξε την Ανίκα. Μα πώς δεν το είχε προσέξει! Μοιάζαν τόσο πολύ! Έβρισε σιωπηλά τον εαυτό της και τη συνήθειά της να βγάζει γρήγορα συμπεράσματα και τους πλησίασε. ''Καλώς ήρθες, Ερρίκο. Χαίρομαι που σε γνωρίζω'' είπε και άπλωσε το χέρι της.
''Παρομοίως, Υψηλοτάτη'' της απάντησε, φιλώντας της το χέρι. ''Επιτέλους ο Μύρωνας συμμαζεύτηκε. Περίμενα καιρό για αυτό! Όσο ήταν ελεύθερος ήταν κίνδυνος!'' συμπλήρωσε χαρωπά, κοιτώντας την Ανίκα, η οποία κοιτούσε κάτω, γελώντας. 
Από την άλλη, η Ρωξάνδρα ανάγκασε ένα χαμόγελο στα χείλη της και συμφώνησε βουβά. 
''Μην ανησυχείς, δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα. Το παιδί μας δεν σε κάνει να μου έχεις εμπιστοσύνη ούτε λίγο;'' τον ρώτησε η πρασινομάτα κοπέλα και για δεύτερη φορά μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, η Ρωξάνδρα ένιωθε τη μεγάλη ανάγκη να βρίσει τον εαυτό της.
''Έχετε παιδί;'' τους ρώτησε έκπληκτη και εκείνοι χαμογέλασαν στοργικά, πιάνοντας την κοιλιά της Ανίκας.
''Σύντομα'' της εξήγησε η Ανίκα, χαϊδεύοντας την επίπεδη ακόμα κοιλιά της.
''Και εγώ θα γίνω ο νονός, μη λέμε πάλι τα ίδια!'' ακούστηκε ξαφνικά η φωνή του Μύρωμα από πίσω, καθώς τους πλησίαζε. Στάθηκε δίπλα στη Ρωξάνδρα και πέρασε το χέρι του γύρω απ'την μέση της. ''Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω, Ερρίκο'' είπε ο βασιλιάς, χαμογελώντας και έσφιξαν τα χέρια με τον μαυρομάλλη άντρα.
''Και εγώ, Μύρωνα. Συγγνώμη για την ξαφνική επίσκεψη, μα δε μπορούσα να αφήσω τη γυναίκα μου μόνη στο στόμα του λύκου'' αστειεύτηκε για άλλη μια φορά και ο βασιλιάς γέλασε δυνατά.
''Μείνε ήσυχος, είμαι απασχολημένος. Η Ανίκα είναι όλη δική σου!'' του είπε, σφίγγοντας κτητικά τη Ρωξάνδρα πάνω του. ''Μόνο να την προσέχεις, γιατί μετά θα έχεις να κάνεις με μένα!'' του είπε γελώντας και του ένευσε να τον ακολουθήσει στο εσωτερικό του κάστρου. Ακολούθησαν οι δύο γυναίκες, οι οποίες ήταν ξανά έτοιμες να συνεχίσουν τη δουλειά τους. Μόνο ο Στρατηγός έμεινε πίσω και όδευσε προς το χώρο εκπαίδευσης. Έπρεπε με κάποιο τρόπο να βγάλει όλο τον θυμό που ένιωθε...
 Το βράδυ για άλλη μια φορά το κάστρο ήταν στολισμένο και φωτεινό, με μυρωδιές πεντανόστιμων φαγητών και κρασιών να το περιτριγυρίζουν. Αρχόντισσες με τα φανταχτερά και πανάκριβα φορέματά τους φλέρταραν με νεαρούς ιππότες, ενώ Άρχοντες μιλούσαν για θέματα του βασιλείου και συχνά-πυκνά έδειχναν και ένα ενδιαφέρον για τις υπηρέτριες που τους σέρβιραν. Η βασιλική οικογένεια καθόταν στο κεντρικό τραπέζι, χαρούμενη και γελαστή, σχεδόν ήδη μισομεθυσμένη, καθώς τα ποτήρια άδειαζαν και γέμιζαν ξανά και ξανά. Ακόμα και η Ρωξάνδρα, έδειχνε πιο ανάλαφρη για πρώτη φορά, συζητώντας με τη σύμβουλό της και -ίσως στο μέλλον- φίλη της για διάφορα θέματα, κυρίως του βασιλείου μα και για τα ταξίδια και τη ζωή της Ανίκας.
Μόνο ένας ήταν απομακρυσμένος και μόνος, μη δείχνοντας να συμμερίζεται την εύθυμη διάθεσή τους. Με ένα ποτήρι κρασί που γέμιζε και άδειαζε πιο γρήγορα και απ'τις αναπνοές του που εισέβαλαν στους πνεύμονές του ρυθμικά και μηχανικά και ξέφευγαν χωρίς μεγάλη δυσκολία, και ένα κενό βλέμμα που φαινόταν να ενδιαφερόταν ξαφνικά για το πάτωμα, στεκόταν ο Στρατηγός μακριά από όλους. Μα, κανείς δεν έδειχνε να τον έχει καταλάβει ή τουλάχιστον, κανείς δεν ήθελε να τον ενοχλήσει, καθώς όλοι ήταν πολύ απασχολημένοι με το να περάσουν μια ωραία βραδιά.
Μόνο ένα ζευγάρι ματιών στρεφόταν συχνά σε αυτόν, ανήσυχα και ζωηρά, αποζητώντας να πιάσει λίγο το δικό του βλέμμα, να σιγουρευτεί ότι ήταν καλά και ότι όλα ήταν εντάξει. Μα, ποτέ δεν κοίταξε.

Η Αννίκα παρατήρησε για πολλοστή φορά τη ματιά της βασίλισσας να ξεφεύγει από αυτήν και να χάνεται σε μια σκοτεινή γωνιά της αίθουσας. Γνώριζε γιατί κοιτούσε εκεί και ήξερε επίσης και ποιος ήταν εκεί. Ανυπόμονη όπως ήταν, αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή της.
"Γιατί δε πας να του μιλήσεις; Φαίνεται μόνος. Σίγουρα θέλει λίγη συντροφιά".
Η Ρωξάνδρα παρέμεινε για λίγο σιωπηλή. Το σκεφτόταν εδώ και ώρα, μα φοβόταν να αφήσει μόνη της την Αννίκα, μη τυχόν και την παρεξηγήσει. Μα, τώρα που είχε πάρει την άδεια, ένας άλλος φόβος είχε γεννηθεί: και αν δε θέλει τη συντροφιά της; Η περηφάνια της δε θα μπορούσε να μείνει ακλόνητη. "Και αν δε με θέλει;" αναρωτήθηκε δειλά, έχοντας το βλέμμα της ακόμα καρφωμένο πάνω του.
Η Αννίκα χαμογέλασε. "Σε θέλει".
Τότε η Ρωξάνδρα έφυγε, αφήνοντας την Αννίκα να απορεί πώς μπορεί κάποιος να είναι τόσο τυφλός.
Με σίγουρα και γοργά βήματα βρέθηκε δίπλα του. Στάθηκε σιωπηλά, αφήνοντάς τον να πάρει τον χρόνο του. Ώσπου, έσπασε τη σιωπή εκείνη. "Γιατί τόσο απομακρυσμένος;"
Ο Αρθούρος της έριξε ένα πλάγιο βλέμμα, τόσο ώστε να βεβαιωθεί ότι πράγματι είναι αυτή. Γρήγορα έστρεψε το βλέμμα του στο πλήθος. "Μου αρέσει να είμαι μόνος".
"Τότε γιατί δε πας έξω;"  τον ρώτησε, μα δεν απάντησε. Τότε πήρε τη πρωτοβουλία και τον έπιασε από το χέρι, τραβώντας τον ως τη βεράντα έξω. Κανείς δεν τους είχε προσέξει, οπότε σίγουρα δε θα υπήρχαν παρεξηγήσεις. Όλοι ήταν τόσο απασχολημένοι και εκείνοι τόσο μόνοι που το μόνο που επιθυμούσαν ήταν λίγη ηρεμία. Ίσως και κάποιον να κολλήσει τα κομμάτια τους... Μα αυτό ήταν άλλο θέμα, που για την ώρα δε θα θιγόταν.
Ο ένας κοιτούσε πάνω τον ουρανό, αποζητώντας λίγη ελευθερία, ταξιδεύοντας με το απαλό αεράκι σε τόπους της φαντασίας, ενώ ο άλλος κοιτούσε κάτω το μονοπάτι που οδηγούσε στο δάσος, προβληματισμένος με πράγματα που βασάνιζαν το μυαλό του και πολεμώντας με προσωπικούς του δαίμονες.
Της έριξε μια κλεφτή ματιά. Και άλλη μία. Και άλλη μία. Και μετά από αυτή, μία ακόμα. Δε χόρταινε να την κοιτά. Έδειχνε για πρώτη φορά τόσο ανάλαφρη και ευδιάθετη που τον έκανε να θυμάται εκείνα τα παραμύθια που έλεγε στην αδελφή του όταν ήταν μικρή και για εκείνη την κοπέλα που του έλεγε πάντα η μητέρα του ότι θα του κλέψει την καρδιά χωρίς καν να το καταλάβει.
Κοίταξε αμέσως μακριά από αυτήν, ξαφνικά τόσο αναστατωμένος όσο ποτέ άλλοτε.

«Να το θυμάσαι αυτό, Αρθούρε... Αυτή η γυναίκα θα είναι διαφορετική από κάθε άλλη. Όταν εσύ θα λες άσπρο, αυτή θα λέει μαύρο. Όταν εσύ θα λες ναι, αυτή θα λέει όχι. Θα σε γονατίσει, θα σε καταστρέψει και θα το απολαύσεις. Θα της δώσεις τον ήλιο και τα άστρα, θα της παραδώσεις την καρδιά σου, μα αυτή θα τα έχει πάρει ήδη προ πολλού, χωρίς καν να το έχεις καταλάβει. Για αυτή τη γυναίκα θα είσαι ικανός να πετάξεις ανάμεσα στα σύννεφα και να βουτήξεις στη βαθύτερη θάλασσα. Και αν σε αγαπά, θα κάνει το ίδιο. Μα, δε θα σε νοιάζει τι θα πάρεις».  

Φοβόταν την ώρα που θα γινόντουσαν πραγματικότητα τα λόγια της μητέρας του. Στα λόγια της φαινόταν τόσο ευάλωτος και ανυπεράσπιστος, ό,τι απεχθανόταν. Δεν ήθελε να είναι έτσι. Όλη του τη ζωή προσπαθούσε να είναι σκληρός. Έπρεπε να δείχνει σκληρός. Του άρεσε να είναι σκληρός, απολάμβανε την εξουσία. Να υποταχθεί σε μια γυναίκα... Ακουγόταν γελοίο! Και ειδικά στη Ρωξάνδρα, τη γυναίκα του βασιλιά! Δεν ήταν τόσο χαζός, δε μπορούσε να ήταν τόσο ανόητος!
Στράφηκε απότομα μπροστά της, νιώθοντας τις λέξεις να βαραίνουν επικίνδυνα το στήθος του και να τον πνίγουν. "Γιατί το κάνεις αυτό;" αναρωτήθηκε, μα σαν απάντηση πήρε μόνο ένα βλέμμα γεμάτο απορία από εκείνη.
"Τι εννοείς;"
"Γιατί τόσο ξαφνικό ενδιαφέρον; Γιατί δε με αφήνεις ήσυχο; Γιατί με τράβηξες έξω; Γιατί δεν είσαι με τον άντρα σου;" έφτυσε την τελευταία λέξη λες και έφτυνε σε εχθρό. Ήλπιζε μόνο να μην το είχε καταλάβει, μα δεν ήταν τόσο χαζή και το γνώριζε.
"Τι-τι λες; Είσαι με τα καλά σου;" αναρωτήθηκε, κινώντας τα χέρια της για να πάρει το ποτήρι από το χέρι του, μα αυτός την απομάκρυνε.
"Απάντησέ μου!" απαίτησε και εκείνη ξεφύσηξε αγανακτισμένη και κουρασμένη.
Η γλυκιά και ήσυχη στιγμή είχε τελειώσει και ένας νέος Αρθούρος είχε κάνει την εμφάνισή του. Ένας Αρθούρος αλλόκοτος, ξένος, περίεργος, που δεν ήξερε πώς να τον αντιμετωπίσει.
"Γιατί σε είδα μόνο!"
"Και γιατί δε με άφησες μόνο;"
"Γιατί σε νοιάζομαι, ανόητε!" αναφώνησε, πλέον αγανακτισμένη από τη συμπεριφορά του και εκείνος έμεινε στήλη άλατος.
Σιωπή. Τίποτα. Μόνο οι ανάσες τους να βγαίνουν βραχνές και κοφτές, γρήγορες. Τα βλέμματα έντονα και η μιλιά άφαντη.
"Ρωξάνδρα-" τον διέκοψε με το χέρι της.
"Μη μιλάς" ειπε κουρασμένα και έφυγε γρήγορα, νιώθοντας τα μάγουλά της να καίνε από ντροπή.
Μόλις είχε αποκαλύψει ένα μέρος των συναισθημάτων της. Όχι μόνο σε αυτόν, μα και στον ίδιο της τον εαυτό. Τον νοιαζόταν, Θεέ, για πόσο ακόμα θα το αρνιόταν; Έπαιζε ένα παιχνίδι ποντικιού και γάτας με τον εαυτό της αλλά και με αυτόν. Κάποια στιγμή θα έχανε το παιχνίδι και η πρώτη παρτίδα είχε ήδη χαθεί.
Παίρνοντας άδεια απ'τους υπόλοιπους, έτρεξε και κρύφτηκε πίσω απ'τις κλειστές πόρτες του υπνοδωματίου της. Μόνο εκεί ήταν ασφαλείς. Χωρίς λόγια να λένε την αλήθεια, χωρίς να λένε μυστικά που έπρεπε να μείνουν θαμμένα.
Μα, ο μόνος εχθρός ήταν το μυαλό.
Μέχρι το επόμενο πρωί.  

Despoina Andreou