Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 28) - "Υποκρισία"

Κίεβο, Μάρτιος 1020

Αφ’ ότου ο Σβιατοπόλκ επέστρεψε από την ηγεμονία της Βολχίνια είχε συνεχώς αυτό το άσχημο συναίσθημα, ότι κάτι πολύ κακό επρόκειτο να συμβεί.
Ανησυχούσε γιατί τα προβλήματα ολοένα και συσσωρεύονταν. Εκτός από την έντονη δυσαρέσκεια του λαού, την οποία αδυνατούσε να καταλάβει, είχε να αντιμετωπίσει οξεία οικονομικά προβλήματα. Παρόλο που η φορολογία ήταν αυξημένη, οι εισπράξεις ήταν λιγοστές˙ όλο και περισσότεροι κάτοικοι της Ρωσίας αδυνατούσαν να πληρώσουν το φόρο, και αντ’ αυτού δοκίμαζαν το σπαθί του δήμιου. Παράλληλα, το τελευταίο διάστημα σημειώνονταν συχνές επιδρομές των Πετσενέγων, μιας εχθρικής φυλής στα νοτιονατολικά σύνορα, επιδρομές που ήταν μάστιγα για τις παραμεθόριες περιοχές.

Έπρεπε με κάποιον τρόπο να ισχυροποιήσει την θέση του. Το γεγονός ότι δεν είχε κληρονόμο τον έθλιβε βαθιά. Στην ηλικία του ο Βλαντιμίρ του είχε μια ντουζίνα παιδιά, εκείνος τι έκανε;
Ευτυχώς, τουλάχιστον είχε ακόμη την κόρη της πορφυρογέννητης Βυζαντινής Πριγκίπισσας. Μπορούσε να χρησιμοποιήσει εκείνη, για να συνάψει μια ανίκητη συμμαχία.
Δεν μπορούσε όμως να αποφασίσει ποιος ήταν ο κατάλληλος σύζυγος. Ποια συμμαχία θα του προσέφερε τη μεγαλύτερη ασφάλεια και κύρος; Τώρα, μέσα στη σιγή της νύχτας, περπατώντας πάνω κάτω στο γραφείο του προσπαθούσε να βρει τη λύση στα αναπάντητα ερωτήματα του.
Να την έδινε στον πρίγκιπα των Πετσενέγων, στα πλαίσια μιας συνθήκης ειρήνης; Μπορούσε να πέσει τόσο χαμηλά; Ίσως, αν ήταν σίγουρος για τη συμμόρφωση της άγριας φυλής. Εντούτοις, οι Πετσενέγοι είχαν μια μακρά ιστορίας παραβάσεων των όρων οποιασδήποτε συνθήκης υπογραφόταν ανάμεσα στα δυο κράτη. Εκτός αυτού, όλοι οι προκάτοχοί του είχαν επιλέξει το δρόμο του σπαθιού. Δε θα γινόταν εκείνος ο πρώτος που θα επιχειρούσε διπλωματική λύση.
Δεν ήταν σκόπιμο να τη δώσει σε κάποιον ισχυρό βογιάρο.  Κανείς ανάμεσά τους δεν ήταν τόσο ισχυρός, ώστε να του φανεί χρήσιμος στον αγώνα του να διατηρήσει την εξουσία. Η μόνη εξαίρεση ήταν ο διοικητής του Νόβγκοροντ, μα τη δική του αφοσίωση δε χρειαζόταν να εξασφαλίσει.
Μάλλον, η καλύτερη λύση ήταν ένας ξένος πρίγκιπας. Αλλά ποιος; Ένας Σκανδιναβός, ένας πρίγκιπας του Βυζαντίου, ή να την έδινε σε κάποιον από τους γιους του πεθερού του; Με αυτόν τον τρόπο θα ανανέωνε τη συμμαχία τους και ίσως να έβρισκε τρόπο να πάψει ο Μπολεσλάβ να λεηλατεί τα σύνορά του. Δεν ήταν άσχημη προοπτική, μα δεν ήταν σίγουρος. .
Ήταν τόσο μπερδεμένος… Κάτι τέτοιες στιγμές ένιωθε στο πετσί του πόσο δύσκολο είναι να είναι κανείς ηγέτης μιας χώρας. Δεν υπήρχε κανείς για να του εμπιστευτεί τις δυσκολίες που τον βασάνιζαν…
Μα πώς δεν το σκέφτηκε νωρίτερα; Ο Στεφάν και η Ναντέζντα! Την επόμενη μέρα θα έστελνε να τους φωνάξουν. Άλλωστε, ο Στεφάν είχε μια απάντηση να του δώσει.
* * *
Όποιος παρατηρούσε τον Στεφάν και τη Ναντέζντα δε θα καταλάβαινε την παραμικρή αλλαγή στη μεταξύ τους σχέση. Όπως πριν κανείς δεν είχε αντιληφθεί το άσβεστο μίσος που ορθωνόταν ανάμεσά τους, τώρα κανείς δεν αντιλαμβανόταν την κρυφή συνεννόηση μεταξύ τους.
Κάθισαν όμορφα και περίμεναν τον άρχοντά τους να φανεί. Δεν δέχτηκαν το τσάι που τους προσέφεραν, ούτε το κατσικίσιο γάλα. Η Ναντέζντα χτυπούσε νευρικά τα δάχτυλά της πάνω στο ξύλινο μπράτσο του καθίσματος, και ο Στεφάν κουνούσε συνεχώς το δεξί του πόδι. Λέξη δεν άρθρωσαν, όσο περίμεναν˙ δεν είχαν κάτι άλλο να πουν.
Είχαν περάσει ολόκληρη τη νύχτα προσπαθώντας να καθησυχάσουν την Αναστασία, σκεπτόμενοι πώς ακριβώς έπρεπε να αντιδράσουν. Τελικά, κατέληξαν ότι δεν έπρεπε να προβάλουν για την ώρα καμιά αντίρρηση. Ήταν προτιμότερο να συλλέξουν πρώτα περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις προθέσεις του Πρίγκιπα και να πράξουν ανάλογα.
Ειδικά η Αναστασία δεν έπρεπε να αντισταθεί στον ηγεμόνα. Ο μόνος που  ίσως θα μπορούσε να διαφωνήσει με το σχέδιο αν κρινόταν απολύτως απαραίτητο, ήταν ο Στεφάν. Γιατί,  αν το επιχειρούσε οποιαδήποτε από τις δυο αρχόντισσες, η αντίδρασή τους θα αποδιδόταν στην τρυφερή, γυναικεία φύση τους. Η Ναντέζντα έπρεπε να το παραδεχτεί, σύμμαχοι όπως ο Στεφάν παρείχαν ορισμένα πλεονεκτήματα.
Βέβαια δεν μπορούσε να μην αισθάνεται άβολα που είχε μοιραστεί τις σκέψεις με τόσους ανθρώπους. Είχε συνηθίσει να ενεργεί μόνη, χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανένα. Είχε κάνει μια εξαίρεση όταν ζήτησε βοήθεια από το Μιστισλάβ και το είχε μετανιώσει πικρά. Η σκιά εμπιστοσύνης που έδειχνε στην Αναστασία και τον Στεφάν την έκανε να αισθάνεται ευάλωτη, επιρρεπή σε οποιοδήποτε χτύπημα. Και χτυπούσε τα δάχτυλά της ακόμα πιο νευρικά, ακόμα πιο γρήγορα, ακόμα πιο ηχηρά.
Ο ήχος απέσπασε τον Στεφάν από τις δικές του σκέψεις, που περιστρέφονταν γύρω από εκείνη όπως πάντα. Την είδε χλομότερη από το συνηθισμένο, ενώ τα μάτια της ήταν καρφωμένα σε ένα μόνο σημείο, χωρίς να βλέπουν. Μαύροι κύκλοι στεφάνωναν τα μάτια της, που τώρα έλαμπαν παράξενα από την ένταση, μα δεν έβλεπε ίχνος κούρασης πάνω της. Είχε αλλάξει.  Δεν είχε καμία σχέση με την κοπέλα που είχε σώσει πριν από δέκα χρόνια. Ίσως γι’ αυτό απέρριπτε το παλιό της υποκοριστικό με τόση ένταση. Ήθελε να σβήσει κάθε ανάμνηση του ποια ήταν κάποτε. Μα, ο Στεφάν δεν πίστευε πως  ήταν δυνατό.
Σταμάτησε να κουνάει πάνω κάτω το πόδι του, ξέχασε τι είχαν έρθει να κάνουν. Άπλωσε το χέρι του για να πιάσει το δικό της, και ήθελε με αυτή την κίνηση να διανύσει τη μεγάλη απόσταση που εκείνη και ο χρόνος είχαν βάλει ανάμεσά τους. Ήθελε να της δώσει ένα στήριγμα, να της πει πως μπορούσε να ηρεμήσει, δε χρειαζόταν να παλεύει άλλο μόνη˙ ήταν αυτός εκεί.
Αυτό που όμως, αντίκρισε στα μάτια της, σαν γύρισε να τον κοιτάξει, τον τρόμαξε. Έκπληξη που γρήγορα διαδέχτηκε η αποστροφή και το μίσος. Τράβηξε αμέσως το χέρι της και κόλλησε στο αριστερό άκρο του καθίσματος, όπως κάθε φορά. Αναρωτήθηκε αν αυτό θα συνέβαινε πάντα. Άραγε, πάντοτε άραγε θα μόρφαζε στο παραμικρό άγγιγμά του; Ποτέ δε θα τον συγχωρούσε; Δεν τον είχε τιμωρήσει τάχα αρκετά;
Αυτός που έσπασε  τη σιωπή, ήταν ο ξερακιανός και ευθυτενής υπηρέτης με τα ψαρά μαλλιά και την επίσημη περιβολή που τους οδήγησε στο γραφείο του Μεγάλου Πρίγκιπα. Τον είδαν χωμένο στα κρατικά έγγραφα πασχίζοντας να βρει την άκρη.
Τους χαιρέτησε απότομα, λες κι εκείνοι ευθύνονταν για όλα τα δεινά του κράτους, όμως εκείνοι απάντησαν με φιλοφρονήσεις και δουλοπρέπεια. Η Ναντέζντα ένιωσε για άλλη μια φορά  να αηδιάζει με την υποκρισία στην οποία ήταν παγιδευμένη. Αναγκάστηκε να υπενθυμίσει για άλλη μια φορά στον εαυτό της, γιατί έκανε ό,τι έκανε, γιατί βρισκόταν στο παλάτι και γιατί δεν είχε πηδήξει από ένα ψηλό κτήριο χρόνια πριν.
Ο Σβιατοπόλκ τους εξήγησε διεξοδικά γιατί τους είχε καλέσει. Τους μίλησε με όλες τις λεπτομέρειες για τα σχέδια και τους ενδοιασμούς του όσον αφορά τη νεαρά πριγκίπισσα και το γάμος της.
Οι δυο τους υποκρίθηκαν ενθουσιασμό με τη μεγαλύτερη πειστικότητα. Όσο κι αν ο Στεφάν απεχθανόταν τα ψέματα, κατανοούσε πως ήταν αναγκαίο κι έτσι ακολούθησε το παράδειγμα της Ναντέζντα, σε κάθε βήμα. Η θερμή τους υποστήριξη ανύψωσε το ηθικό του Σβιατοπόλκ, ένιωσε ευχαριστημένος με τον εαυτό του και σκέφτηκε πως έκανε καλά που ζήτησε τη συμβουλή τους, κι ας μην του είχαν δώσει απάντηση ακόμα.
Η Ναντέζντα δεν έπαψε στιγμή να σκέφτεται, με ποιο τρόπο θα έβρισκε τη λύση στο δικό τους πρόβλημα. Ήταν πια βέβαιη, πως κάποιοι από τους χειρότερους φόβους της είχαν επαληθευτεί. Ο Σβιατοπόλκ χρειαζόταν τον γάμο, τη συμμαχία για να βοηθήσει τη χώρα να ορθοποδήσει. Θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να του αλλάξουν γνώμη. Ίσως όμως, να μη χρειαζόταν για να προστατεύσουν την Αναστασία και τα σχέδια της Ναντέζντα να αναλάβει την εξουσία. Ας διάλεγε ο Καταραμένος τον πολύφερνο γαμπρό, κι η Ναντέζντα θα φρόντισε να κερδίσει την υποστήριξή του για λογαριασμό της και όχι του Καταραμένου.
Ένα καταχθόνιο χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό της, τόσο φευγαλέα που όποιος κοιτούσε θα νόμιζε ότι το φαντάστηκε. Ο Στεφάν όμως, που την παρατηρούσε προσεκτικά, κατάλαβε ότι είχε μηχανευτεί το σχέδιο δράσης τους. Δεν ξαφνιάστηκε, ήταν βέβαιος πως θα έβρισκε το σωστό δρόμο μέσα από το λαβύρινθο που είχαν εγκλωβιστεί. Παρέμεινε όμως συγκροτημένος και ψύχραιμος και δεν επέτρεψε καμία αλλαγή στη συμπεριφορά τους.
Η ματιές τους συναντήθηκαν, και δίχως καμία λέξη, συνεννοήθηκαν. Έπρεπε να κάνουν υπομονή αλλά, το δίχως άλλο κάποια στιγμή ο Καταραμένος θα έπεφτε και οι προσευχές τους θα εισακούονταν.  

Ήταν περίεργο, όμως η  Ναντέζντα αισθανόταν ότι με τον Στεφάν ποτέ δε θα είχε ανάγκη τη λεκτική επικοινωνία. Πώς ήταν δυνατόν ο μόνος άνθρωπος που έδειχνε να την καταλαβαίνει, να ήταν ο ορκισμένος εχθρός της; Έδιωξε τις σκέψεις και επικεντρώθηκε στον στόχο, να συνεχίσει να υποκρίνεται, να εκθειάσει τον Σβιατοπόλκ και το σκεπτικό του, με πολλές ψεύτικες φιλοφρονήσεις, αλλά να μην τον αφήσει να καταλήξει πουθενά˙ έπρεπε να κερδίσουν χρόνο. 

 Σοφία Γκρέκα