Μοιραία Συνάντηση (Κεφάλαιο 8)

Οι επόμενες μέρες πέρασαν μέσα στη φρενίτιδα, με τη Γωγώ να με σέρνει σε κάθε μαγαζί για νυφικά ώσπου να βρούμε το κατάλληλο. Όχι πως ήταν εύκολο, καθώς οτιδήποτε και αν έβλεπα μου φαινόταν υπερβολικό ή ασήμαντο. Αφότου γυρίσαμε το εικοστό μαγαζί εκείνη τη μέρα, μπήκαμε στο τελευταίο κατάστημα.

«Έλα τώρα Εύα, μην κάνεις έτσι. Θα έπρεπε να είσαι ευτυχισμένη.» είπε η Γωγώ σέρνοντας το δάχτυλό της στα νυφικά. Ρίχνοντάς της μια παγωμένη ματιά, προσπάθησα να καταπιώ την αμφιβολία που με έπνιγε.

«Κάτι μου κρύβει.» είπα ξαφνικά και κάθισα στο πάτωμα με το κεφάλι σκυμμένο.

«Τι εννοείς; Τι μπορεί να σου κρύβει;» ρώτησε με ενδιαφέρον, έστω και αν πίστευε ότι υπερβάλλω.

«Δεν ξέρω. Μακάρι να ήξερα.» ξεφυσώντας δυνατά τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τον εαυτό μου με το στομάχι μου να ανακατεύεται.

«Σίγουρα κάνεις λάθος. Και εγώ υπερβάλλω ορισμένες φόρες για τον Αλέξη αλλά συνήθως είναι στο μυαλό μου.» αποκρίθηκε με ένα μεγάλο χαμόγελο, τραβώντας τα μαλλιά μου πίσω ώστε να με βλέπει.

«Αλέξης;  Ποιος είναι ο Αλέξης;» ρώτησα με αναζωπυρωμένο ενδιαφέρον, καθώς δεν μου είχε τίποτα τις τελευταίες μέρες.

«Ε, να... δεν σου το είπα γιατί είχες τόσα προβλήματα, μα γνώρισα κάποιον την τελευταία εβδομάδα. Είναι πολύ καλός, ψηλός, με πράσινα μάτια και μαύρα μαλλιά... Υπέροχος!» το πρόσωπό της έλαμπε από χαρά καθώς μιλούσε για εκείνον και στο θέαμά της ένιωσα ευτυχισμένη.
«Ω, είμαι τόσο ευτυχισμένη! Μα γιατί δεν μου το είπες;»

«Είχες τόσα προβλήματα και δεν ήθελα να σε απασχολώ με τις βλακείες μου...» είπε ήρεμα και σηκώθηκε με αργά βήματα.

Την κοίταξα όπως περνούσε ανάμεσα από τα νυφικά και για λίγο ένιωσα τύψεις. Εκείνη ήταν πάντα δίπλα μου στις δύσκολες στιγμές, άκουγε ό,τι της έλεγα, μα τώρα δεν μπορούσε να μου μιλήσει για κάτι τόσο σημαντικό; Έπειτα από χρόνια είχε βρει κάποιον να τον αγαπήσει και να την αγαπήσει και αντί να μου μιλήσει προτίμησε τη σιωπή.

Ποσό άχρηστη ήμουν σαν φίλη; Έβλεπα ότι κάτι είχε αλλάξει πάνω της και εγώ μιλούσα συνέχεια για τον Θάνο και τα προβλήματά μου, λες και ήταν πιο σημαντικά. Προχωρώντας προς το μέρος της, την είδα να κράτα ένα νυφικό. Τα δάχτυλά της περιεργάζονταν το ύφασμα, ενώ φαινόταν βαθιά χωμένη στις σκέψεις της.

«Συγγνώμη.» ήταν το μόνο που ψέλλισα.

Γυρνώντας απότομα το κεφάλι της είπε «Μην το κάνεις αυτό. Όλα είναι καλά, Εύα.» Στα μάτια της σχηματίστηκαν τα πρώτα δάκρυα, κάνοντας την καρδιά μου να χτυπά πιο γρήγορα.

«Εάν ήμουν δίπλα σου ίσως...»

«Μα δεν κλαίω από δυστυχία... είναι δάκρυα χαράς. Είμαι τόσο χαρούμενη που η κολλητή μου παντρεύεται και το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι πόσο σε ζηλεύω! Θα ήθελα να ζούσα αυτό που ζεις εσύ τώρα.» αναφώνησε με κάποια δυσκολία, τείνοντας μου το φόρεμα. Παίρνοντάς το στα χέρια μου την αγκάλιασα σφιχτά.
 «Κάποια στιγμή θα γίνει και αυτό. Είσαι πολύ νέα όμως, πρέπει να χαρείς τη ζωή σου. Ζήσε όσα δεν μπόρεσα να ζήσω εγώ.» Ακούγοντας τον εαυτό μου ένιωσα χάλια και γρήγορα χώθηκα πίσω από το δοκιμαστήριο.




Το βράδυ στο σπίτι...

Κατά τις 2.00 το πρωί άκουσα τα κλειδιά στην πόρτα και γυρνώντας από το άλλο πλευρό παράστησα την κοιμισμένη. Περίμενα τον Θάνο από τις 22:00, παίρνοντάς τον αμέτρητα τηλέφωνα και ανησυχώντας για εκείνον, μα ποτέ δεν το σήκωνε. Δεν είμαι σίγουρη για το αν το έκανε επίτηδες ή όχι αλλά σίγουρα δεν ήταν ο σωστός τρόπος για να καταπραΰνει το άγχος που ένιωθα.

Μπαίνοντας μέσα στο δωμάτιο, τον ένιωσα να με κοιτάζει για λίγο προτού καθίσει στο κρεβάτι.
Με γρήγορες κινήσεις έβγαλε τα ρούχα του και ξάπλωσε δίπλα μου αγκαλιάζοντάς με από πίσω. Τα χείλη του πλησίασαν τον λαιμό μου και η καρδιά μου χτυπούσε πράγματι σαν τρελή τώρα. Ήθελα να κουνηθώ μα από την άλλη αν το έκανα θα έπρεπε να ρωτήσω πού είχε πάει μέχρι τέτοια ώρα.

«Η καρδιά σου χτυπάει δυνατά.» ψιθύρισε στο αυτί μου, σφίγγοντάς με πάνω του.

«Πού ήσουν;» ρώτησα με χαμηλή φωνή, χώνοντας το κεφάλι μου βαθιά στο μαξιλάρι.

«Μην το κάνεις αυτό. Είχα δουλειές και για αυτό επέστρεψα αργά.» είπε ενοχλημένος αφήνοντάς με.

«Τι συμβαίνει, Θάνο; Γιατί φέρεσαι έτσι; Γιατί τόση μυστικοπάθεια;» απανωτές ερωτήσεις σε μια προσπάθεια να μάθω τι είναι αυτό που μου κρύβει.

Ήθελα να καταλάβω γιατί τις τελευταίες μέρες με απέφευγε και γιατί γυρνούσε τόσο αργά, κουρασμένος και εκνευρισμένος. Ίσως αν ήμουν πιο τρυφερή μαζί του εκείνος να μου ανοιγόταν αλλά εκείνη τη στιγμή μου φαινόταν τόσο δύσκολο... Σχεδόν αδιανόητο.

Σέρνοντας τα δάχτυλά μου μέσα από τα μαλλιά του, ψιθύρισα «Γιατί δεν μου λες τι σκεφτεσαι; Ίσως να βρούμε μια λύση μαζί... Εκτός και αν μετάνιωσες.» Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα περιμένοντας για μια του απάντηση.

Τον είδα να αναπνέει βαριά με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια, πασχίζοντας να κρατήσει τον εαυτό του σε έλεγχο. Άνετα θα μπορούσε κάποιος να ακούσει μια καρφίτσα εάν έπεφτε αυτή τη στιγμή κάτω.

«Δεν μετάνιωσα για τίποτα. Σ' αγαπώ, έστω και αν δεν το λέω ή δεν το δείχνω συχνά. Απλά έχω ορισμένα προβλήματα και με πιέζουν από παντού.» άρχισε να λέει με βαριά φωνή ξαπλώνοντας στο κρεβάτι.

«Μπορώ να ρωτήσω τι προβλήματα είναι αυτά;»

«Δεν έχουν σχέση με σένα και δεν θέλω να σε μπλέξω. Ό,τι δεν ξέρεις δεν σε σκοτώνει.» είπε ενώ με έσφιξε στην αγκαλιά του.

Για πρώτη φορά εκείνο το βράδυ φοβήθηκα· φοβήθηκα ότι αυτός ο άνθρωπος ίσως είχε και μια πλευρά που ποτέ δεν είδα ή δεν θέλησα να δω. Πλέκοντας τα δάχτυλά μου στα δικά του, το βλέμμα μου καρφώθηκε στον τοίχο και ένιωθα το σώμα του βαρύ πάνω μου.

«Έχεις σκεφτεί ποτέ πως ίσως να βιαζόμαστε; Ίσως να χρειαζόμαστε χρόνο...» μουρμούρισα προτού με σταματήσει.

«Από τη στιγμή που θέλουμε ο ένας τον άλλον, δεν καταλαβαίνω γιατί το πιστεύεις αυτό. Αύριο θα μοιράσω τα προσκλητήρια στο φροντιστήριο. Σε τέσσερις μέρες παντρευόμαστε και θέλω όλα να πάνε κατ' ευχήν.» Το στόμα του βρέθηκε στην πλάτη μου να φιλάει το απαλό μου δέρμα και προς στιγμήν ξέχασα τα πάντα.


Οι μέρες περνούσαν τόσο γρήγορα, αφού έπρεπε να κανονίσω όλες τις λεπτομέρειες: την εκκλησία, το νυφικό -που ήθελε κάποιες διορθώσεις ακόμα-  το κέντρο στο όποιο θα πηγαίναμε μετά, τις μπομπονιέρες και τόσα άλλα πράγματα στα οποία μια κοπέλα χρειάζεται την οικογένειά της για να τη βοηθήσει. Τσεκάροντας όσα είχα κάνει ως τώρα στη λίστα μου, δεν μπορούσα να μη νιώθω απογοήτευση κάθε φορά που η σκέψη μου πήγαινε στην οικογένειά μου. Τους ήθελα μαζί μου στην εκκλησία, να με παραδώσουν στον Θάνο, να στέκονται δίπλα μου την ώρα που θα πετώ την ανθοδέσμη, να είναι ευτυχισμένοι. Ευτυχισμένοι επειδή το παιδί τους επιτέλους άνοιγε τα φτερά του και έκανε το πρώτο του βήμα μακριά από το σπίτι, ξεκινώντας μια νέα ζωή. Μια νέα ζωή, η οποία με τρόμαζε αλλά ταυτόχρονα με εξίταρε, καθώς ήμουν απόλυτα σίγουρη πως ήθελα τα παιδιά του. Ω ναι, ήθελα να ζήσω μαζί του μέχρι τα βαθιά γεράματα, όσο ρομαντικό και χαζό κι αν ακούγεται αυτό.

Ο Θάνος είχε φροντίσει να μοιράσει τα προσκλητήρια και να κανονίσει κάποιες λεπτομέρειες, τις οποίες δεν προλάβαινα εγώ. Ήμουν τόσο τυχερή που είχα έναν τόσο υποστηρικτικό άντρα δίπλα μου, έτοιμο να παλέψει με όλους και με όλα.

Βέβαια, πηγαίνοντας την Παρασκευή στο φροντιστήριο το κλίμα ήταν περίεργο. Μπαίνοντας μέσα στην αίθουσα με περίμεναν η Άννα με τη Γωγώ χαμογελαστές, κάνοντάς μου νόημα να καθίσω μαζί τους. Υπήρχαν πολλά παιδιά που έρχονταν εκείνη τη μέρα στο διάλειμμα για να μου ευχηθούν μια ευτυχισμένη ζωή ή για να ζητήσουν να μάθουν για την πρόταση γάμου.

Όμως υπήρχαν και κάποιοι που δεν χάρηκαν καθόλου. Ορισμένοι που με κάθε ευκαιρία σχολίαζαν πόσο ανήθικη ήμουν που θα παντρευόμουν με τον καθηγητή μου, με έναν άντρα μεγαλύτερό μου και μάλιστα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Άκουγα διάφορα πράγματα, όπως ότι μπορεί να είμαι έγκυος, να τον εκβιάζω, να του έχω κάνει μάγια, να είμαι πολύ καλή στο κρεβάτι και για αυτό να είναι ακόμα μαζί μου... Κακίες στις οποίες έκλεινα τα αυτιά και παρίστανα ότι δεν με ενδιέφεραν, έστω και αν κατάβαθα με πλήγωναν. Πάνω από όλα ήμουν άνθρωπος και το να ακούω τέτοιες συκοφαντίες ήταν κάτι που με εξόργιζε.

Ωστόσο, δεν ήταν μόνο οι μαθητές μα και ορισμένοι καθηγητές. Την τελευταία ώρα είχα μάθημα με την κ. Βασιλείου. Παρότι ήταν από τις αγαπημένες μου καθηγήτριες, εκείνη τη μέρα κάτι την είχε πιάσει, καθώς με σήκωνε συνέχεια στον πίνακα και με κοιτούσε με κακία... σαν να της είχα κάνει κάτι κακό.

«Εύα όλοι γνωρίζουμε πως μεθαύριο παντρεύεσαι αλλά μπορείς να μου κάνεις τη χάρη να σταματήσεις να μιλάς; Στερείς από τους υπόλοιπους μαθητές την ευκαιρία της μάθησης.» είπε με τσιριχτή φωνή και σύντομα βρέθηκα να κοιτώ το θρανίο ψιθυρίζοντας μία μικρή «συγγνώμη.»
Η Γωγώ δίπλα μου ψιθύρισε «Τι έχει πάθει αυτή σήμερα; Πρώτη φορά που σου μιλάει έτσι.»
Κρύβοντας το στόμα μου με το χέρι, απάντησα χαμηλόφωνα «Δεν έχω ιδέα, πάντως με κοιτάζει περίεργα.»

«Κορίτσια μη μιλάτε.» είπε ξανά η καθηγήτρια σε μένα και τη Γωγώ. Πλέον είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι. «Με ρώτησε κάτι η φίλη μου και της απάντησα. Δεν απαγορεύεται νομίζω.»

«Στην τάξη μου θα γίνεται αυτό που θέλω εγώ. Τώρα το μόνο που ζητώ είναι ησυχία. Άλλωστε είναι και το μόνο που μπορείς να κανείς σε μένα.» τόνισε με ύφος, ανασηκώνοντας τα φρύδια της.

«Εάν έχετε πρόβλημα, μπορείτε να μου το πείτε στην ψύχρα και όχι με αόριστα σχόλια.» ξεφούρνισα με κατακόκκινο πρόσωπο, ενώ η Γωγώ μου έκανε νόημα να σταματήσω.

Εκείνη σηκώθηκε και ήρθε προς το μέρος μου. «Μπορεί να τύλιξες τον Θάνο αλλά δεν θα το κάνεις με όλους τους καθηγητές. Δεν είσαι παρά μια φτηνή, ασήμαντη κοπελίτσα που χώθηκε στο κρεβάτι ενός μεγαλυτέρου άντρα χωρίς να την ενδιαφέρει ο χαμός που θα προκαλέσει.» είπε σε μια οκτάβα παραπάνω.

Αυτό ήταν, αρκετά είχα ανεχτεί από όλους εδώ μέσα. «Κυρία Βασιλείου, ξεπερνάτε τα όρια και εγώ δεν είμαι κανένα κοριτσάκι για να στέκομαι σούζα. Απαιτώ να μου ζητήσετε συγγνώμη.» είπα με τα χέρια σταυρωμένα κάτω από το στήθος.
«Κορίτσια ακούτε; Η Εύα θέλει να της ζητήσω συγγνώμη!» αναφώνησε γελώντας προς την υπόλοιπη αίθουσα και έπειτα ξαναγύρισε σε μένα. «Ο Θάνος δεν σε αγαπάει κορίτσι μου, αυτό που ήθελε το πήρε.»

«Δεν σε καταλαβαίνω.»

«Το μόνο που ήθελε ήταν να σε ρίξει στο κρεβάτι και εσύ κακομοίρα μου νομίζεις πως θα ζήσετε μαζί για πάντα... Σε λυπάμαι.» συνέχισε γελώντας και το χέρι της βρέθηκε στον ώμο μου.

Τα μάτια μου παρακολούθησαν το πρόσωπό της και έπειτα το χέρι της πάνω μου. Με μια κίνηση της το άρπαξα και φέρνοντάς το πίσω από την πλάτη της, την κόλλησα στον τοίχο «Ο μόνος λόγος που δεν σε χτυπάω είναι γιατί θα μπω στη φυλακή.»

Ακούγοντας τις τσιρίδες των παιδιών, είδα καθηγητές να μπαίνουν μέσα στην αίθουσα και χέρια να με τραβάνε με τη βία προς την άλλη πλευρά της αίθουσας. Ο Βασίλης πήρε την καθηγήτρια στην αγκαλιά του, όσο με κρατούσε ο διευθυντής από τα χέρια.

«Εύα, το ξέρεις ότι μετά από αυτό πρέπει να καλέσω τους γονείς σου και πολύ πιθανόν να σε αποβάλλω από το φροντιστήριο.» είπε ο γκριζομάλλης κύριος από πίσω μου, αφήνοντάς με ελεύθερη επιτέλους.

Παρατηρώντας τα βλέμματα όλων, μπορούσα να καταλάβω τη ζήλια και την κακία τους προς το πρόσωπό μου. Για αυτούς θα ήμουν πάντα η μαθήτρια που κοιμήθηκε με τον καθηγητή της και όχι η Εύα που έκανε τα πάντα για να τους προστατεύσει όλους. Ήρεμα άνοιξα το στόμα μου, σκεπτόμενη πολύ καλά τι θα έλεγα.

«Ξέρετε, ήρθα σε αυτό το φροντιστήριο με την πεποίθηση πως θα κάνω νέους φίλους και θα βρω καθηγητές οι οποίοι θα χαρούν να με προετοιμάσουν για τις εισαγωγικές μου αλλά το μόνο που κέρδισα ήταν πισώπλατα μαχαιρώματα. Ναι! Έχω σχέση με τον Θάνο και ναι είναι καθηγητής μου και ναι είμαι ανήλικη.» άρχισα να λέω με τον πανικό να κάνει την εμφάνισή του. «Σας ακούω μήνες τώρα να με κρίνετε και να λέτε πράγματα που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, με αποκαλείτε «τσούλα», «ανήθικη», και άλλα πολλά... Από τα παιδιά το περίμενα μα από τους καθηγητές όχι. Υποτίθεται πως ζούμε σε μια ελεύθερη χώρα, όπου ο καθένας έχει το δικαίωμα της ζωής του και της γνώμης του αλλά εσείς... Όλοι εσείς μου φέρεστε με έναν χυδαίο τρόπο. Ελπίζω όλοι να είστε καλά και μια μέρα να βρείτε αυτό που ψάχνετε στη ζωή σας, να γίνετε ευτυχισμένοι και ίσως τότε καταλάβετε γιατί κάνω ό,τι κάνω.» Τα λόγια έβγαιναν από το στόμα μου τόσο γρήγορα που δεν τα καταλάβαινα.

Με την άκρη του ματιού μου είδα τον Θάνο δίπλα στην πόρτα να με κοιτάζει και για πρώτη φορά τον είδα δακρυσμένο. Στεκόταν εκεί στη γωνία αμίλητος, με χέρια σταυρωμένα, πιθανότατα ακούγοντας το λογύδριό μου. Όταν κατάλαβε πως τον είδα ήρθε δίπλα μου, παίρνοντας το χέρι μου στο δικό του και φιλώντας με απαλά.

Από εκεί που όλοι μιλούσαν, πλέον είχαν σωπάσει κοιτώντας τον με κατεβασμένο κεφάλι. Κάνοντας ένα βήμα μπροστά είπε φωναχτά «Πόσο καλά νιώθετε να τα βάζετε με ένα κορίτσι; Σας ακούω τόση ώρα να της επιτίθεστε, σας έχω ακούσει αμέτρητες φόρες στο γραφείο, έξω από το φροντιστήριο, παντού, να μιλάτε για εκείνη με απαίσια λόγια. Τι σας ενοχλεί τόσο πολύ;» η φωνή του πρόδιδε πόνο και οργή όσο μιλούσε «Επειδή εσείς δεν καταφέρατε να βρείτε όσα ψάχνετε κατηγορείτε εκείνη... Χωρίς να σκέφτεστε το πιο σημαντικό. Την αγαπώ αυτήν την κοπέλα και μάλιστα σήμερα ήμουν έτοιμος να της δώσω το δαχτυλίδι που τόσο καιρό είχα αργήσει. Περίμενα να τη βρω ευτυχισμένη, περιτριγυρισμένη από χαρούμενα γέλια και όχι σχεδόν κλαμμένη.»

Στρίβοντάς με έτσι ώστε να τον κοιτώ βαθιά στα μάτια, έβγαλε ένα δαχτυλίδι από την τσέπη του και γρήγορα το πέρασε στο δάχτυλό μου. «Συγγνώμη που σε άφησα να μείνεις σε αυτό το φροντιστήριο. Συγγνώμη που τόσο καιρό δεν ήμουν δίπλα σου σε όλα αυτά.» αποκρίθηκε με κόκκινα μάτια και εγώ έμεινα να κοιτώ μια εκείνον και μια τους υπόλοιπους.

Δεν ήξερα τι να πω. Ήξερε όμως εκείνος. «Από εδώ και πέρα ούτε εγώ ούτε η Εύα ανήκουμε εδώ. Θα περάσω αύριο να πάρω τα χαρτιά της παραίτησης και τους μισθούς μου.»

«Θάνο συγγνώμη...εμείς...» πήγε να πει η κα. Βασιλείου μα εκείνος δεν περίμενε τη συνέχεια.

«Εσύ ιδίως δεν πρέπει να μιλάς. Κανείς σας δεν πρέπει να μιλά ούτε να κρίνει. Πάμε, Εύα.» είπε και σύντομα βγήκαμε μαζί από το φροντιστήριο με δάκρυα χαράς.


Προχωρώντας στον δρόμο σταμάτησα και τον έσφιξα στην αγκαλιά μου κλαίγοντας από υπέρμετρη χαρά. «Αυτό που έκανες ήταν απίστευτο. Κανείς πότε δεν με υπερασπίστηκε.» είπα με ένα τρέμουλο, νιώθοντας τυχερή που τον είχα δίπλα μου.

Εύα Αναγνώστου