Girl Can you Keep my Secret? (Κεφάλαιο 11)

Παρασκευή απόγευμα. Βρίσκομαι στο σπίτι της Scarlett. Τρέχει να ετοιμαστεί για το βράδυ που έρχεται. Κάνει κύκλους μέσα στο δωμάτιο ψάχνοντας ρούχα ενώ συγχρόνως βάφεται και φτιάχνει τα μαλλιά της. Αντιθέτως εγώ κάθομαι στο κρεβάτι της βλέποντας κάποια επεισόδια της αγαπημένης μου σειράς. Το πιο αστείο στην κατάσταση μας είναι ότι η Scarlett έχει αγχωθεί και ετοιμάζεται από την στιγμή που ήρθα ενώ εγώ φοράω ακόμα φόρμες και βαριέμαι να ετοιμαστώ.
«Έχει πάει 8 και μισή. Πάρε τον κώλο σου και άρχισε να ετοιμάζεσαι.» Φωνάζει μέσα από το μπάνιο.
Το μόνο που δεν θέλω να κάνω είναι να πάω σε αυτό το μπαράκι ακούγοντας ατάλαντους μουσικούς με μία παρέα που μισώ. Αλλά δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς ήδη έχω δεχτεί την πρόσκληση του Simon.
Σηκώνομαι από το άνετο και τεράστιο κρεβάτι της και κλείνω την τηλεόραση. Δεν έχω ιδέα τι θα φορέσω . Η Scarlett έχει υπερβολικά ρούχα στην ντουλάπα της που δεν χρειάστηκε να φέρω κάτι από το σπίτι μου. Τελικά ψάχνοντας μέσα στο τεράστιο χάος βρίσκω κάτι που μου ταιριάζει. Είναι ένα σκούρο γκρι midi φόρεμα που πηγαίνει υπέροχα με το μαύρο δερμάτινο μπουφάν μου.
Όταν το φοράω καταλαβαίνω γιατί η Scarlett έχει ένα τέτοιο φόρεμα στην ντουλάπα της. Είναι σε στενή γραμμή και δείχνει το σώμα μου γυμνασμένο. Φοράω τα άσπρα sneakers μου και είμαι έτοιμη. Τα μαλλιά μου είναι ίσια και δεν χρειάζεται να κάνω κάποια προετοιμασία.
Οι νύχτες σαν αυτή είναι μία τραγική ειρωνεία. Ξέρω κάθε τους εξέλιξη μα βασανίζομαι. Συνεχίζω να ετοιμάζομαι ενώ ξέρω ότι όλα αυτά είναι για το τίποτα. Απλά φοβάμαι να μείνω κι άλλο μόνη. Δεν φοβάμαι την μοναξιά αλλά τους δαίμονες μου που ξεφυτρώνουν στην μέση της νύχτας από το πουθενά.


Η Scarlett εμφανίζεται έτοιμη λίγα λεπτά αργότερα. Με κοιτάει αλλά δεν βγάζει άχνα κι αυτό είναι ένα καλό σημάδι. Κατεβαίνουμε στο ισόγειο παίρνοντας τα πράγματά μας. Αποχαιρετούμε την μαμά της και πηγαίνουμε προς το αυτοκίνητο της. Όπως κάθε μέρα, η κολλητή μου είναι μαγευτικά όμορφη. Φοράει μία ψηλόμεση τζιν φούστα και ένα άσπρο τοπ ταιριάζοντας τα με άσπρες γόβες. Ποτέ δεν κατάλαβα πως μπορούσε να περπατάει πάνω σε αυτές. Μα ποτέ δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί κάθε φορά ντυνόταν τόσο υπερβολικά ή βαφόταν τόσο έντονα. Δεν τα χρειάζεται όλα αυτά. Είναι τόσο όμορφη. Δεν χρειάζεται τα καλλυντικά, ούτε τα κοντά μπλουζάκια. Ούτε κάποιον που θέλει να την βλέπει πάντοτε στην τρίχα. Χρειάζεται απλά πράγματα όπως αγάπη, ρομαντισμό και έναν άνθρωπο να πιστεύει σε αυτή.


«Τι σκέφτεσαι;» Με διακόπτει ενώ οδηγάει μέσα στο κέντρο της πόλης.


«Τίποτα σημαντικό.» Της απαντάω και γυρίζω το κεφάλι μου έτσι ώστε να βλέπω τα φώτα, τους ανθρώπους και την βραδιά που κυλάει.


«Ξέρεις, ο Jason δεν μιλάει για τίποτα άλλο εκτός από εσένα.» Μου αναφέρει και εγώ την κοιτάω.






«Ξεχνάς μήπως τι έκανε ο Jason στην Lexi ; Δεν με ενδιαφέρει ούτε αυτός, ούτε τα λόγια του.» Της φωνάζω και κοιτάω μακριά της μέχρι να φτάσουμε στο μικρό bar.


Όταν φτάνουμε βλέπω ήδη τον Simon και τον Jason μαζί με την παρέα τους. Ανάμεσα τους, βρίσκονται διαφορές κοπέλες, οι περισσότερες φίλες της Scarlett. Τους χαιρετάμε και μπαίνουμε μέσα στον μικρό χώρο. Μόλις αντικρίζω τους τοίχους, την μικρή σκηνή, τα τραπέζια μένω άναυδη. Όλο το μαγαζί είναι γεμάτο από αφίσες των Nirvana, Scorpions και των Ramones, ενώ στην σκηνή βρίσκονται μουσικοί παίζοντας ροκ μπαλάντες. Πραγματικά είμαι ενθουσιασμένη με την εξέλιξη της βραδιάς αφού εδώ μέσα είμαι ελεύθερη να δείξω ποια πραγματικά είμαι. Οι υπόλοιποι κοιτούν με έκπληξη τον χώρο. Τα βλέμματά τους δηλώνουν πως αν μπορούσαν να φύγουν τρέχοντας θα το έκαναν εδώ και τώρα. Μα εγώ είμαι ενθουσιασμένη.


Έχω ήδη απομακρυνθεί από την παρέα και βρίσκομαι κοντά στην σκηνή χορεύοντας μαζί με άλλα παιδιά στην ηλικία μου. Ο τραγουδιστής κρατάει μία από τις αγαπημένες μου ηλεκτρικές κιθάρες και όταν το βλέμμα του πέφτει πάνω μου εγώ του κλείνω το μάτι.


Η μπάντα λέει μερικά ακόμα αγαπημένα τραγούδια της ροκ και απομακρύνεται από την σκηνή. Βρίσκω την ευκαιρία και ψάχνω την Scarlett και τα παιδιά. Τους εντοπίζω και φτάνω γρήγορα στο τραπέζι τους. Φαίνεται πως συνήθισαν τα ουρλιαχτά και τον ήχο της ηλεκτρικής κιθάρας και κάποιοι απ’ αυτούς διασκεδάζουν.


«Που χάθηκες εσύ;» Με ρωτάει η Scarlett.


«Είχα πάει να δω από κοντά αυτό το συγκρότημα. Πραγματικά τα σπάνε.» Χαμογελάω και με κοιτούν περίεργα. Κάποιες κοπέλες με κοιτούν με τρομοκρατημένο βλέμμα.


«Ναι εντάξει, καλοί είναι.» Μου λέει η Scarlett. Όταν είμαι έτοιμη να της απαντήσω με διακόπτει ο Simon.


«Σε λίγο θα βγει το συγκρότημα που παίζει ο Luke, ο φίλος του αδερφού μου.» Μας ενημερώνει.


«Τώρα που το ανέφερες, αυτός που είναι χαμένος;» Ρωτάει ο Jason. Μου φαίνεται παράξενο γιατί είχα ώρα να ακούσω την φωνή του.


«Δεν έχω ιδέα.» Του λέει και πίνει μία γουλιά από το ποτό του.


Κάθομαι σε ένα ψηλό σκαμπό δίπλα στον Jason και κοιτώ τον κόσμο προσπαθώντας να τον αποφύγω.


«Μήπως θες να πιεις κάτι;» Με ρωτάει λίγα λεπτά αργότερα και όσο θέλω να αρνηθώ είναι αδύνατον αφού διψάω πολύ.


«Nαι μια μπύρα.» Του απαντάω ενώ σηκώνεται. Πηγαίνει προς το bar για να παραγγείλει αυτό που ζήτησα και εγώ ξανά βρίσκομαι βυθισμένη στην ησυχία μου.


Αν δεν είχαν συμβεί όλα αυτά ανάμεσα μας, θα μπορούσα να τον είχα συμπαθήσει. Θα μπορούσα να κάνω μία πολιτισμένη συζήτηση μαζί του. Ακόμη θα μου ήταν εύκολο να του χαμογελάσω και να ενδιαφερθώ για το τι κάνει. Αλλά αυτό δεν θα γίνει ποτέ. Δύσκολα αποδέχεσαι ανθρώπους που σε πόνεσαν ακόμα κι αν δεν το έκαναν άμεσα αλλά έμμεσα.


Φέρνει γρήγορα την μπύρα μου και πίνω μία γερή γουλιά. Με κοιτάει με τα μεγάλα του μάτια. Δεν λέει τίποτε άλλο και κοιτώ πάλι τριγύρω. Ο κόσμος έχει επιστρέψει στα τραπέζια και η ατμόσφαιρα δείχνει πιο αισθησιακή. Ένας τύπος ανεβαίνει πάνω στην σκηνή κρατώντας μία κιθάρα. Ακολουθούν άλλοι δύο. Ο τραγουδιστής μπαίνει τελευταίος κρατώντας κι αυτός μία κιθάρα. Όταν γυρίζει το πρόσωπο του νιώθω τα άκρα μου να παγώνουν. Είναι αυτός, θεέ μου είναι αυτός. O Stefan στέκεται πίσω από το μικρόφωνο και χαμογελάει στο κοινό. Έχω μείνει αμίλητη να αφουγκράζομαι την παρουσία του στον χώρο ενώ λίγα λεπτά αργότερα καρφώνω το βλέμμα μου στα άτομα μπροστά από την σκηνή. Η κολλητή του βρίσκεται εκεί μαζί με ακόμα κάποιες κοπέλες και δύο αγόρια. Του χαμογελάει και πραγματικά δείχνει περισσότερο χαρούμενος από κάθε άλλη φορά. Δεν έχει καταλάβει ακόμα πως είμαι εδώ.


«Αυτό είναι το συγκρότημα που σας έλεγα. Καλά παιδιά θα πάθετε πλάκα είναι καταπληκτικοί.» Μας λέει.


Συζητούν λίγο ακόμα ενώ εγώ δεν δίνω καμία σημασία. Το βλέμμα μου είναι καρφωμένο πάνω του. Όταν αρχίζει να παίζει το κομμάτι και ακούω την φωνή του μαγεύομαι. Είναι απαλή, σιγανή και αυτό σε ταξιδεύει. Ο Jason κάποια στιγμή αρπάζει το χέρι μου και βρίσκομαι κοντά στην σκηνή ανάμεσα σε άλλα ζευγάρια χορεύοντας μαζί του. Δεν με ενοχλεί και πολύ η κίνηση του επειδή έτσι βρίσκομαι πιο κοντά στον Stefan.


Στο τελευταίο ρεφρέν τα βλέμματα μας διασταυρώνονται και εγώ νιώθω να καίγομαι. Στην κυριολεξία.


Επιστρέφουμε στο τραπέζι. Δεν απομακρύνω λεπτό την ματιά μου από πάνω του. Φαίνεται να το αντιλαμβάνεται αφού μόλις αφήνει κάτω την κιθάρα του μου κλείνει το μάτι.


Σοβαρέψου ηλίθια, είναι φίλος σου. Το υποσυνείδητο μου ουρλιάζει.


Κατεβαίνουν από την σκηνή και η ροκ μουσική επιστρέφει μέσα από τα ηχεία. Φεύγω από το τραπέζι με την δικαιολογία ότι θέλω να πάω στο μπάνιο. Τρέχω γρήγορα προς τα παρασκήνια και ενώ είμαι έτοιμη να χτυπήσω ακούω την φωνή του από την μισάνοιχτη πόρτα.


«Είναι όμορφη αλλά πολύ πληγωμένη. Όλα τα νήματα μέσα της είναι σπασμένα.»


«Πως την λένε, είπαμε;» Τον ρωτάει αυτός.


«Olivia.» Απαντάει.


Το χέρι μου ακουμπά την πόρτα και την σπρώχνει προς τα μέσα. Μένω παγωμένη να τον κοιτάω και αυτός όταν καταλαβαίνει ότι είμαι εδώ βρίζει σιγανά για όσα είπε.


Μόνο όταν σηκώνεται και έρχεται προς το μέρος μου, το μυαλό μου καθαρίζει και τρέχω μακριά του. Ποιος νομίζει ότι είναι στην τελική; Περνάω ανάμεσα από τραπέζια και απομακρύνομαι φτάνοντας έξω από το bar. Παίρνω μία μεγάλη αναπνοή και νιώθω ήδη καλύτερα.


Είμαι πλάτη προς την πόρτα και δεν καταλαβαίνω ότι βρίσκεται πίσω μου. Μου πιάνει το χέρι και με γυρίζει προς το μέρος του. Προσπαθώ να μην πω τίποτα βιαστικά και μετράω μέχρι το 10 για να μου φύγουν τα νεύρα.


«Τι άκουσες Olivia;» Μου λέει ήρεμα και στα μάτια του βλέπω την μετάνοια.


«Ότι με θεωρείς σπασμένη, απροστάτευτη. Τι ξέρεις εσύ για μένα;» Φωνάζω στο τέλος της πρότασης.


Πάει να μιλήσει μα τον σταματώ.


«Δεν ξέρεις τίποτα, δεν ξέρεις ποια είμαι, δεν ξέρεις τι θέλω. Δεν με έχεις γνωρίσει, δεν μπορείς να έχεις γνώμη για μένα. Δεν μπορείς να βγάλεις συμπεράσματα για μένα. Κι όμως το έκανες λες και είχες το δικαίωμα αυτό.» Συνεχίζω να φωνάζω μέσα στα μούτρα του.


Είμαι έτοιμη να πω πολλά ακόμα αλλά το χέρι του με σταματάει την στιγμή που βρίσκεται στο στόμα μου.


«Βγάλε το σκασμό να σου εξηγήσω.» Μου λέει και το δολοφονικό μου βλέμμα καρφώνεται πάνω του.


«Olivia, είσαι σπασμένη. Κρύβεσαι μέσα στο τόσο μαύρο και αποφεύγεις να μιλάς για το παρελθόν. Δεν μιλάς πολύ για την ζωή σου και φοβάσαι να αποκαλύψεις πράγματα.» Μου λέει πιο ήρεμα.


«Και εσύ τι είσαι ο ψυχολόγος μου; Μήπως θες να έρθω επίσκεψη στο γραφείο σου να με κοιτάξεις;» Του λέω ενώ προσπαθώ να κρατηθώ σε ήπιους τόνους.


«Μπορείς να το σταματήσεις; Συγνώμη εντάξει;» Φωνάζει τώρα αυτός και παίρνω το χέρι μου μακριά από το δικό του.


«Ναι τώρα καλύτερα και την επόμενη φορά μην βιάζεσαι να κρίνεις.» Του λέω και του γυρίζω την πλάτη.


Αρχίζω να περπατάω χωρίς να με ενδιαφέρει εάν με ακολουθεί. Θέλω να ηρεμίσω και με αυτόν κοντά μου είναι αδύνατον.


«Που πας ;»Φωνάζει όταν απομακρύνομαι από δίπλα του.


«Κάπου μακριά σου.» Λέω μέσα στα νεύρα μου.


Περπατάω με γρήγορο βήμα θέλοντας να τον κάνω να με χάσεο. Μα αυτός είναι τόσο εγωιστής. Ξαφνικά βρίσκεται δίπλα μου κοιτώντας με θυμωμένα. Το βλέμμα μου πέφτει πάνω του. Λοιπόν το παραδέχομαι είναι όμορφος. Φοράει ένα σκισμένο μαύρο τζιν,μία άσπρη μπλούζα και τέλος το μαύρο δερμάτινο τζάκετ. Τα μαλλιά του ανακατεμένα και το πρόσωπο του σκυθρωπό.


Στρίβω σε ένα στενό και λίγα λεπτά αργότερα βάζει το χέρι του μέσα στο δικό μου. Το κοιτάζω επίμονα δίχως να είμαι νευριασμένη. Το κοιτάζω λες και έχει περάσει πολύς καιρός που κάποιος κάνει μία τέτοια τρυφερή κίνηση σε εμένα. Αυτός προχωράει ρυθμικά χωρίς να μιλάει. Η σιγή ξαφνικά δεν με τρομάζει. Δεν είναι αμήχανη. Είναι σαν να ξέρουμε ότι δεν χρειάζονται τα λόγια. Βγαίνουμε στον κεντρικό δρόμο. Σφίγγει το χέρι μου στο δικό του όταν προσπαθώ να τον αφήσω για να περάσω απέναντι. Κατεβαίνουμε τα σκαλιά . Το βλέμμα του περιπλανιέται γύρω στους ανθρώπους και στα φώτα. Φτάνουμε γρήγορα στον σταθμό.


«Πες μου ότι δεν είσαι ακόμα θυμωμένη μαζί μου;» Με ρωτάει ενώ αφήνω το χέρι του και κάθομαι σε ένα παγκάκι.


«Είμαι και στην τελική εσύ δεν θα έπρεπε να βρίσκεσαι στο bar τώρα;’ Τον ρωτάω ενώ βγάζω τον καπνό για να στρίψω.


«Όχι, οι ώρες που παίζουμε μουσική τελείωσαν για σήμερα.» Μου αναφέρει.


Νεύω και ανάβω το τσιγάρο. Με το που εισχωρεί ο καπνός μέσα μου οι σκέψεις μου ηρεμούν. Νιώθω επιτέλους καλύτερα και δεν ξέρω ακριβώς τον λόγο. Είναι λυτρωτικό.


«Είσαι εθισμένη.» Μου λέει ενώ προσέχει τα χαρακτηριστικά μου την ώρα που εισπνέω τον καπνό.


«Μπορεί και να είμαι. Εθισμένη στο τσιγάρο, εθισμένη στους ανθρώπους ακόμα κι αν δεν έχω δίπλα μου πολλούς.» Του λέω σιγανά έτσι ώστε να με ακούσει μόνο αυτός.


Η σιωπή επανέρχεται. Δεν με ενοχλεί. Μου αρέσει. Μπορώ να χαθώ στις σκέψεις μου μόνο κοιτάζοντας τον. Κοιτάζοντας έναν άνθρωπο που γνωρίζω σχετικά τώρα. Κοιτάζοντας έναν γνωστό, έναν φίλο. Κοιτάζοντας τον, αυτόν τον άνθρωπο που ήρθε από το πουθενά.


«Γιατί ήρθαμε στον σταθμό;» Με ρωτάει ενώ συνεχίζω να κατεβάζω τζούρες από το τσιγάρο.


«Ο σταθμός είναι το σημείο που υπομένεις και περιμένεις. Είναι αυτό το σημείο που θα κλάψεις ή θα χαρείς, που θα δακρύσεις και θα ερωτευτείς. Είναι το σημείο ένωσης και αποχωρισμού την ίδια στιγμή.» Του απαντάω ενώ το σκέφτομαι καλά.


Αυτά τα λόγια τα θυμάμαι καλά. Όχι επειδή είχαν κάτι το διαφορετικό. Αυτά τα λόγια ήταν λόγια ενός ανθρώπου που δεν περίμενα ποτέ ότι θα μπορούσε να τα ξεστομίσει. Μου έχουν μείνει στην μνήμη σαν να μην θέλουν να ξεχαστούν, σαν να θέλουν να μείνουν εκεί, στο μικρό κουτάκι των αναμνήσεων.


«Για σένα τι είναι αυτό το μέρος;» Με ρωτάει ξαφνικά θέλοντας να μάθει περισσότερα πράγματα για μένα.


«Είναι το μέρος που θα ξανασμίξω με ανθρώπους που έφυγαν, το μέρος που οι σκέψεις μου ηρεμούν. Κοιτώντας αυτούς τους ανθρώπους που φεύγουν και έρχονται καταλαβαίνω πως η ζωή μπορεί να σε ανεβάσει και να σε κατεβάσει. Εσύ διαλέγεις αν θα φύγεις ή αν θα μείνεις.» Του λέω αργότερα όταν το τσιγάρο έχει σβήσει και τα φώτα έχουν πέσει.


«Είσαι μαγεία.» Μου αναφέρει ενώ κοιτάει τα μάτια μου.


«Εγώ;» Γελάω λίγο. Δεν υπάρχει μαγεία μέσα μου. Μόνο πόνος και σκοτάδι.


«Ναι, με κάνεις να θέλω να σε ακούω, με κάνεις να νιώθω άνετα δίπλα σου. Κανείς δεν το έχει καταφέρει αυτό.» Μου λέει.


«Ξέρεις τι; Καλύτερα να φεύγω.» Λέω και σηκώνομαι από το παγκάκι. Είναι όλα καλά Olivia. Θα επιβιώσεις.


Βαθιές Ανάσες.


«Πάλι;» Με ρωτάει ενώ απομακρύνομαι.


Ακούω τα βήματα του. Γυρίζω προς αυτόν.


«Σταμάτα να με ακολουθείς. Απλά σταμάτα το.» Ουρλιάζω.


Δεν ξέρω τι με έπιασε. Δεν ξέρω αν φταίει η Lexi ή είμαι εγώ η προβληματική. Γαμώτο είμαι τόσο άχρηστη. Είμαι άχρηστη και κανείς δεν νοιάζεται, κανείς δεν με χρειάζεται. Τον κοιτάω ενώ έχει γουρλώσει τα μάτια του. Τα πρώτα δάκρυα βγαίνουν και νιώθω ακόμα χειρότερα. Είσαι ένα σκουπίδι Olivia. Ένα ηλίθιο σκουπίδι που κάνεις τους ανθρώπους γύρω σου χάλια. Φταις γι’ όλα, ακόμα και για τον γαμημένο θάνατο της εσύ φταις. Παραδέξου το.


Το σώμα του συγκρούεται με το δικό μου και όσο με σφίγγει τόσο τα δάκρυα κυλούν και χάνονται πάνω στο μπουφάν του.


«Την σκότωσα, εγώ φταίω, την σκότωσα.» Ουρλιάζω ενώ με κρατάει πάνω του.


«Σσς όλα θα πάνε καλά, Olivia, ότι κι αν είναι αυτό.» Μου λέει και εγώ με εγκαταλείπω. Αλήθεια δεν έχω άλλες δυνάμεις. Κλαίω γοερά προσπαθώντας να καταλάβω γιατί είμαι έτσι; ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΙ ΕΤΣΙ; Ουρλιάζω μέσα μου, φωνάζω, πεθαίνω μα κανείς δεν με ακούει. Χρειάζομαι τόσο πολύ κάποιον να μου πει ότι δεν είμαι αυτή που νομίζω ότι είμαι. Χρειάζομαι κάποιον που να με κάνει να βγω απ’ αυτό το σκοτάδι.


Βάζει τα χέρια του στο κεφάλι μου και το τραβάει μακριά από το στέρνο του. Με κοιτάει προσεκτικά. Θέλοντας να αποτυπώσει τα πάντα. Τα μάτια μου, τα κοκκινισμένα μαγουλά μου και το πρόσωπο μου.


«Άκουσε με,πρέπει να το κάνεις. Πάρε βαθιές ανάσες και ηρέμησε.» Μου λέει δυνατά.


Αναπνέω. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι…


Μετράω τα δευτερόλεπτα αργά και αυτό ηρεμεί τις σκέψεις μου. Olivia όλα είναι καλά. Έτσι; Όλα είναι καλά.


Όταν με βλέπει καλύτερα μπορεί να αναπνεύσει ελεύθερα.


«Έπαθες κρίση πανικού. Θεέ μου, σου έχει ξανασυμβεί ποτέ αυτό;» Με ρωτάει ανήσυχος. Και που να ήξερες.


«Ναι, πολλές φορές.» Του αναφέρω και απλά στέκομαι μακριά του. Ξανά κάθομαι στο παγκάκι και απλά περιμένω μέχρι να σταματήσει η καρδιά μου να χτυπά σε τόσο γρήγορους ρυθμούς.


«Θες να έρθεις σπίτι μου; Δεν μπορείς να γυρίσεις έτσι.» Μου αναφέρει και το σκέφτομαι. Θέλω;


Σηκώνω τα μάτια μου και τον κοιτάω. Αν με δει έτσι η μάνα μου θα φρικάρει.


«Εντάξει, αλλά θα κοιμηθώ στον καναπέ.» Του λέω και πηγαίνω δίπλα του.


«Θα δούμε.» Μου χαμογελάει και απλά κρατάει το χέρι μου όσο περπατάμε μακριά από τον σταθμό χωρίς να μιλάμε.

It always gets worse before it gets better.


Vas A.