Girl Can you Keep my Secret? (Κεφάλαιο 12)

«Αίματα, αίματα παντού. Δεν θυμάμαι πολλά. Υπάρχουν σίγουρα 6 τραυματίες, το τροχαίο δυστύχημα έκανε μεγάλο κακό. Μέσα από ένα κοντινό αυτοκίνητο πέφτει ένας άντρας νεκρός. Περπατάω μπροστά. Νιώθω χαμένη ανάμεσα σε τόσους άγνωστους. Που είναι; Κάπου εδώ πρέπει να είναι. Είμαι ταραγμένη. Είναι ζωντανή, ξέρω ότι είναι ζωντανή. Με ψάχνει, φωνάζει ξέρω. Ακούω την φωνή της, ουρλιάζει. Τρέχω ανάμεσα από τα τρακαρισμένα αυτοκίνητα. Η μηχανή του Elliot είναι πολύ κοντά μου. Μπορώ να δω έναν άντρα παρατημένο κοντά στην μηχανή φορώντας ένα κράνος και προσπαθώντας να αναπνεύσει. Πλησιάζω, θεέ μου ο Elliot, o Elliot είναι αυτός ο άντρας. Λίγο πιο πέρα φαίνεται ένα κεφάλι. Τα ξανθά της μαλλιά είναι γεμάτα ξεραμένο αίμα και ακούω ένα σιγανό κλάμα. Βρίσκομαι όλο και πιο κοντά της. Στρέφω το κεφάλι μου ξανά στον Elliot και ευτυχώς τώρα τον μεταφέρουν. Είναι χτυπημένος, πολύ και άσχημα. Γυρίζω την ματιά μου σε αυτήν. Όταν βλέπω την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, παγώνω. Το σώμα μου έχει μουδιάσει και μόνο όταν πέφτω δίπλα της ουρλιάζοντας καταλαβαίνω πως οι παλμοί της έχουν σταματήσει να χτυπούν από ώρα. Και το μόνο που μπορώ να ακούσω, είναι το όνομα μου από μακριά και ουρλιαχτά συνοδευόμενα από σπαρακτικό κλάμα.»
Ο ήχος κλήσης του κινητού μου ακούγεται σε όλο το δωμάτιο. Περιστρέφομαι γύρω, γύρω στο κρεβάτι θέλοντας να το αποφύγω. Ο σπαστικός ήχος ενοχλεί τα αυτιά μου.
«Λίγο ακόμα μαμά.» Φωνάζω και ακούω ένα πνιχτό γέλιο.
Ανοίγω τα μάτια μου και καταλαβαίνω ότι δεν βρίσκομαι στο δωμάτιο μου και πόσο μάλλον στο κρεβάτι μου. Μεταφέρω τις σκέψεις μου στο χθεσινό βράδυ και τώρα ξέρω που βρίσκομαι. Στο δωμάτιο του Stefan. Κοιμάμαι στο κρεβάτι του και δεν μπορώ να σκεφτώ πως έγινε αυτό αφού εγώ θυμάμαι πως ξάπλωσα στον καναπέ του. Το κινητό μου πλέον έχει σταματήσει και δίπλα μου έχει κουρνιάσει ο Stefan. Δεν έχουμε καμία επαφή και μπορώ επιτέλους να αναπνεύσω ελεύθερα. Τον κοιτάω που μου χαμογελάει και το θέαμα είναι αρκετά δελεαστικό. Αγουροξυπνημένα μάτια, ατημέλητα μαλλιά και κοκκινισμένα μάγουλα. Το χαμόγελο δεν φεύγει λεπτό από το στόμα του. Γυρίζω από την άλλη μεριά ώστε ο Stefan να βλέπει την πλάτη μου και κοιτάω την ώρα. Είναι περίπου 8 και μισή το πρωί μα δεν θέλω να σηκωθώ ακόμα.


Κλείνω τα μάτια μου και όταν είμαι έτοιμη να αποκοιμηθώ νομίζω ακούω την φωνή του να με καλημερίζει. Και ύστερα ένα σώμα να απομακρύνεται από το κρεβάτι το οποίο έχω αγαπήσει.






Μερικές ώρες αργότερα νιώθω χορτασμένη από ύπνο και επιλέγω να σηκωθώ από το πιο άνετο κρεβάτι που έχω κοιμηθεί ποτέ στην ζωή μου. Ο Stefan δεν είναι στο δωμάτιο του και έτσι τον ψάχνω στο μικρό διαμέρισμα. Βρίσκεται στην κουζίνα καθισμένος σε ένα σκαμπό σκύβοντας μπροστά στο τραπέζι. Είμαι ακουμπισμένη στην κάσα την πόρτας παρατηρώντας αυτόν τον άνθρωπο που εισέβαλλε με το έτσι θέλω στην ζωή μου. Τον κοιτάω προσεκτικά και φαίνεται χαμένος στα άπειρα χαρτιά που τον περικυκλώνουν. Φοράει μία στενή μακριά φόρμα και μία κοντομάνικη μαύρη μπλούζα. Έχει φτιάξει καφέ πίνοντας γρήγορες γουλιές. Δείχνει κουρασμένος και απορροφημένος από αυτό που διαβάζει.


«Θα συνεχίσεις να με κοιτάς έτσι;» Υψώνει το κεφάλι του και με κοιτάει με ένα από τα πιο λαμπερά του χαμόγελα.


«Δεν ήθελα να ενοχλήσω.» Του λέω .


Μεταφέρομαι στην άδεια καρέκλα δίπλα του και τον κοιτάω διστακτικά.


«Έχει καφέ;» Τον ρωτάω και με ένα νεύμα μου δείχνει την καφετιέρα πάνω στον πάγκο της κουζίνας.


Σηκώνομαι και πιάνω μία κούπα που βρίσκεται στα πλυμένα πιάτα. Ξέρει να κάνει και δουλειές. Σκέφτομαι ενώ μου βάζω λίγο καφέ για να ανοίξει το μάτι μου.


Όταν ξανά κάθομαι δίπλα του έχω την ανάγκη να απολογηθώ.


«Συγνώμη που σε έβαλα σε κόπο χθες. Σε αναστάτωσα και άσε που κοιμήθηκα και στο κρεβάτι σου.» Του αναφέρω και πίνω μία γουλιά από τον υπέροχο αυτό σκέτο γαλλικό καφέ.


« Δεν με έβαλες σε κόπο. Χάρηκα που κοιμήθηκες εδώ.» Μου λέει και κοντεύω να πνιγώ με τον καφέ αλλά προλαβαίνω και καταπίνω.


«Ντρέπομαι λίγο δεν με ξέρεις σχεδόν καθόλου.» Του λέω και κατσουφιάζω γιατί δείχνει τόσο άνετος λες και έχει ξανασυμβεί ενώ εγώ βρίσκομαι τελείως έξω από τα νερά μου.


« Θέλω να σε μάθω Olivia, είσαι ένας πανέμορφος λαβύρινθος χωρίς τελειωμό. « Μου απαντάει και νομίζω ότι βρίσκομαι σε όνειρο.


Τον τσιμπάω θέλοντας να δω αν είναι όντως αληθινός και όταν βγαίνει ένα επιφώνημα από το στόμα του νιώθω τόσο ανακουφισμένη.


« Κι εγώ θέλω να σε γνωρίσω. Είσαι ο περίεργος και αλλόκοτος μουσικός μου.» Χαμογελάω και ξαφνικά σωπαίνω.


Η εσωτερική μου θεά είναι εκνευρισμένη μαζί μου όπως κι εγώ η ίδια από την απερισκεψία μου. Είπα κάτι το οποίο ήταν εντελώς λάθος μα ο ίδιος δεν θέλησε να με διορθώσει κι αυτό με ενοχλεί ακόμα περισσότερο.


Olivia is back. Το υποσυνείδητο μου ουρλιάζει από χαρά κι εγώ κοιτάω το καστανομάλλικο αγόρι που έχει επικεντρωθεί ξανά στα χαρτιά του.


«Τι διαβάζεις;» Τον ρωτάω αφηρημένη ενώ κοιτάω τις καρικατούρες του.


«Κάποιες μελωδίες για μία εργασία στην σχολή.» Μου αναφέρει και γράφει κάτι σε ένα μικρό μπλοκάκι που βρίσκεται ακριβώς μπροστά του.


«Δεν νομίζεις ότι είσαι λίγο ξενέρωτος; Είναι Σάββατο, δεν έχεις πολλές ημέρες να είσαι ελεύθερος.» Του λέω.


«Με βρίσκεις ξενέρωτο,Olivia;» Με ρωτάει με το πιο παιχνιδιάρικο βλέμμα που μπορούσε να έχει.


«Λίγο, όσο πατάει ο ελέφαντας.» Του λέω και γελάει.


Συνεχίζω την πρόταση μου από εκεί που την είχα αφήσει.


«Τέλος το διάβασμα για σένα, φίλε μου. Θα βγεις μία βόλτα μαζί μου στο κέντρο. Και θα φάμε πρωινό γιατί πεινάω σαν λύκος.» Του λέω γρήγορα και του τραβάω μακριά τις σημειώσεις.


«Μπορείς να σταματήσεις τις παρομοιώσεις με τα ζώα; Είναι πολύ αστείο.» Μου λέει και σηκώνεται από την καρέκλα.


«Γίνεσαι ρατσιστής τώρα.» Γελάω και τον ακολουθώ στο μικρό καθιστικό.


Είναι ένας πολύ ωραίος χώρος με γκρι αποχρώσεις και με έναν τεράστιο μαύρο καναπέ. Ένα τραπεζάκι γυάλινο είναι τοποθετημένο μπροστά από τον καναπέ. Γύρω υπάρχουν διάφορα μικρά σκαμπό δηλώνοντας τον φοιτητικό χαρακτήρα του σπιτιού. Τα μόνα έπιπλα είναι αυτά και λείπει μία τηλεόραση από το όλο σύνολο. Το πρωί που σηκώθηκα παρατήρησα πως υπάρχει τηλεόραση στο δωμάτιο του κι αυτό με παραξένεψε λιγάκι μα δεν τόλμησα να το αναφέρω.


Έχει καθίσει σε ένα σκαμπό φορώντας τα παπούτσια του. Έχει ήδη βάλει μία ζακέτα και εγώ τον κοιτάω.


«Θες μήπως να περάσουμε από το σπίτι σου να αλλάξεις; Θυμάμαι που μένεις.» Μου λέει. Μα φυσικά σιγά μην τον ξεχνούσε.


«Όχι είμαι εντάξει. Το μόνο που θέλω αν γίνεται, είναι να μου δώσεις ένα φούτερ σου γιατί έχει λίγη ψύχρα.» Του απαντάω και με κοιτάει παράξενα.


Τώρα σίγουρα ξέρει ότι είμαι τρελή. Χάνεται μέσα στο δωμάτιο μου κι όταν έχει επιστρέψει έχω φορέσει ήδη τα άσπρα μου παπούτσια. Μου δίνει το φούτερ και εγώ το φοράω πάνω από το γκρι φόρεμα. Νιώθω καλύτερα γιατί είμαι ζεστή. Τα πρωινά στο Phoenix έχει παγωνιά. Με κοιτάει και χαχανίζει γιατί δείχνω πολύ αστεία με το καλό φόρεμα και το χοντρό φούτερ.


Λίγο αργότερα όταν έχω πλύνει το πρόσωπο μου και έχω πάρει τα πράγματα μου κατεβαίνουμε μαζί κάτω.


« Πες μου ότι δεν θα περπατήσουμε μέχρι το κέντρο.» Τον παρακαλάω και γελάει ξανά.


«Θα πάμε με το μετρό.» Μου λέει και ανακουφίζομαι γιατί ξέρω ότι το μετρό δεν είναι μακριά από εδώ.


Περπατάμε δίπλα, δίπλα ο καθένας χαμένος στις δικές του σκέψεις. Δεν ακουμπάει το χέρι μου και νιώθω ξαφνικά κενή. Η Olivia Savanoh αυτή που δεν ενδιαφέρεται για κανέναν τώρα νιώθει κενή επειδή δεν της κρατούν το χέρι. Χτυπάω τον εαυτό μου από μέσα μου και κοιτάω τριγύρω τον κόσμο.


Όλοι περπατούν γρήγορα στα πεζοδρόμια χαμένοι στις ηλίθιες συσκευές τους χωρίς να πουν μία καλημέρα. Ο Stefan με κοιτάει την ώρα που κατσουφιάζω γιατί οι άνθρωποι έχουν χάσει πλέον την επικοινωνία μεταξύ τους. Βάζει το χέρι του στους ώμους μου δείχνοντας έτσι πως καταλαβαίνει. Γρήγορα φτάνουμε στο μετρό και κατεβαίνουμε τα σκαλιά με ρυθμό.






Όταν οι πόρτες κλείνουν και βρισκόμαστε στο εσωτερικό νιώθω την αναπνοή να μου κόβεται. Ο κόσμος είναι πολύς και όλοι είναι κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλον. O Stefan κάνει στην άκρη και παρασέρνει και μένα πιάνοντας τους ώμους μου θέλοντας έτσι να με προστατεύσει. Μου φαίνεται ατέλειωτη η διαδρομή και περισσότερο με ενοχλεί ότι ο κόσμος αντί να φεύγει, πληθαίνει όλο και πιο πολύ. Έχω βολευτεί στην προστατευτική αγκαλιά του Stefan του φίλου μου και περιμένω μέχρι την δική μας στάση.


Περίπου μισή ώρα αργότερα έχουμε φτάσει στον προορισμό μας και βγαίνουμε προσεκτικά από το μετρό που είναι απερίγραπτα αποπνικτικό. Περπατάμε στο κέντρο ανάμεσα σε διάφορα μαγαζιά και πάλι χωριστά ο ένας από τον άλλον. Αποφασίζουμε να κάτσουμε σε μία καφετέρια που φαίνεται ότι είναι καλή.


Με το που μπαίνεις μέσα βλέπεις τις ατέλειωτες φωτογραφίες γνωστών ανθρώπων. Τα τραπέζια είναι ξύλινα και αυτό που σου τραβάει περισσότερο την προσοχή είναι αυτή η απαλή μελωδική μουσική που παίζει χαμηλά θέλοντας να χαλαρώσει τους πελάτες.


Καθόμαστε σε ένα απομακρυσμένο τραπέζι κοντά στο τζάμι. Ο Stefan έχει να μιλήσει ώρα και φοβάμαι ότι μπορεί να έχει μετανιώσει γι’ αυτό το πρωινό που θα περάσουμε μαζί. Είσαι μόνο 17 Olivia τι να θέλει από εσένα ένας 22χρονός μουσικός; Βρίζω τον εαυτό μου. Παρασύρθηκα τόσο εύκολα. Ο σερβιτόρος φτάνει λίγο αργότερα στο τραπέζι μας.


«Καλημέρα, τι θα πάρετε;» Μας ρωτάει μα τα μάτια του πέφτουν πάνω σε εμένα. Είναι ένας νέος με κατσαρά ξανθά μαλλιά που έχει όρεξη για να φλερτάρει.


Λιγούρη. Βρίζω από μέσα μου αυτόν τον ηλίθιο νέο που νομίζει με κάποιες ματιές ότι θα με ρίξει. Θέλω να τον χτυπήσω μα μένω ακίνητη παραγγέλνοντας αυτό που θέλω.


«Θα ήθελα ένα γαλλικό σκέτο και μία κρέπα με μπισκότο και άσπρη σοκολάτα.» Του λέω και παίρνω το βλέμμα μου από πάνω του γρήγορα.


Ο Stefan διασταυρώνει πρώτα το βλέμμα του με το δικό μου και μετά κοιτάει ξανά τον σερβιτόρο.


«Εγώ θέλω ένα cappuccino μέτριο και ένα κρουασάν με σοκολάτα.» Του λέει γρήγορα και ο λιγούρης φεύγει.


«Νομίζω πως ο μικρός σε φλέρταρε ελαφρώς.» Μου λέει γελώντας.


«Αν θέλεις να ξεράσω πάνω σου, συνέχισε.» Του απαντάω εκνευρισμένη.


Δεν λέμε τίποτα άλλο για λίγο λες και δεν υπάρχει τίποτα για να συζητήσουμε. Ο σερβιτόρος επιστρέφει με την παραγγελία μας και εμείς τον ευχαριστούμε. Ο Stefan έχει ήδη ξεκινήσει να τρώει μα εγώ κάθομαι κοιτώντας την κρέπα μπροστά μου ανέκφραστη.


«Δεν πεινάς;» Με ρωτάει.


«Όχι, όχι δεν είναι αυτό.» Του απαντάω γρήγορα καρφώνοντας το βλέμμα μου πάνω του.


«Τότε;» Αναρωτιέται.


«Κάτι σκεφτόμουν.» Αποκρίνομαι και αρχίζω να καταβροχθίζω την λαχταριστή κρέπα.


Τρώμε χωρίς να μιλάμε ενώ κοιταζόμαστε. Βλέμματα κενά με λίγο χαμόγελο, συμπόνια και λίγη γλύκα για περίσσευμα. Μάτια χαμένα σε μία παραζάλη αλλιώτικη. Χρώματα, μουσική, πάθος και φαγητό. Όλα όσα ζητάω τόσο καιρό.


«Δεν μπορώ άλλο, έσκασα.» Λέω ενώ πιάνω το στομάχι μου.


«Κοντεύω να φάω όλο το πιάτο μου και εσύ δεν έχεις φάει ούτε την μισή κρέπα.» Παραπονιέται ενώ με κοιτάζει.


«Θα πιω λίγο χυμό.»


«Είσαι σίγουρη ότι δεν θα το φας αυτό;»


Νεύω και αυτός αρπάζει το πιάτο μου. Γελάω όταν τον βλέπω να μπουκώνει το στόμα του με ότι βρει. Είναι αστείος και είμαι σίγουρη ότι το κάνει επίτηδες. Μου κλείνει το μάτι πολλές φορές ενώ συνεχίζει το πρωινό του. Τον κοιτάζω. Παρατηρώ κάθε εκατοστό το προσώπου του. Κάθε έκφραση, κάθε αντίδραση. Μ’ αρέσει να το κάνω αυτό. Γεμίζω το άλμπουμ των αναμνήσεων μου. Δείχνει τόσο γοητευτικός όπως τα χείλη του συσπώνται και το βλέμμα του πέφτει πάνω μου. Δείχνει τόσο διαφορετικός. Όχι σαν τους άλλους. Δείχνει σαν εκείνους τους ήρωες στις ερωτικές νουβέλες που πάντα προσπερνάω.


«Γιατί δεν χαμογελάς ποτέ;» Ρωτάει αιφνιδιάζοντας με.


«Για εμένα το χαμόγελο σημαίνει ότι είσαι χαρούμενος. Εγώ δεν είμαι χαρούμενη και δεν μ’ αρέσει να παριστάνω ότι είμαι.»


«΄ Ξέρεις κάτι; Ότι κι αν σου συμβαίνει εσύ πρέπει να βρίσκεις εκείνο το μαγικό παραθυράκι και να ξεφεύγεις από το κακό.»


«Η ειρωνεία, Stefan σε αυτό είναι πως το δικό μου παραθυράκι με βγάζει σε άσχημα μονοπάτια και όχι σε όμορφα.»


Σκύβω το κεφάλι. Νιώθω ξανά την λύπη να εισβάλλει μέσα μου. Η συζήτηση αυτή είναι ακόμα πιο δύσκολη απ’ ότι νόμιζα στην αρχή. Ο Stefan δεν ξανά αναφέρει αυτό το γεγονός και συνεχίζει το πρωινό του. Και κατάλαβα πως η σιωπή δεν είναι βίαιη μόνο οι σκέψεις που την ακολουθούν πιστά.






Περπατούσαμε στο κέντρο στην απόλυτη ηρεμία πιασμένοι χέρι, χέρι χαμένοι σε έναν άλλο κόσμο. Ο κόσμος δείχνει τόσο βιαστικός και εμείς ανάμεσα του τόσο γαλήνιοι. Παρατηρώ την κίνηση, τους ανθρώπους την ίδια την ζωή που περνάει από μπροστά μου. Δίχως λόγια, περιττούς διαλόγους και ανούσιες συζητήσεις.


« Εύχομαι να σε είχα γνωρίσει νωρίτερα.» Λέω σιγανά.


« Γιατί;»


«Να ξέρεις, θα είχα γλιτώσει από όλο αυτό το δράμα που ζω.»


«Μου φάνηκε ή αυτό ήταν κάποιο είδος κομπλιμέντου ;» Μου χαμογελάει παιχνιδιάρικα.


«Ναι νομίζω πως ήταν.» Αρχίζει τους πανηγυρισμούς και εγώ δεν μπορώ να σταματήσω να γελάω.


Λίγο λεπτά μετά συνεχίζουμε τον περίπατο μας πιο ήρεμοι και χαμογελαστοί.


«Κατάφερα να σε κάνω να γελάσεις.» Αποκρίνεται ενθουσιασμένος.


«Και που ξέρεις πως δεν το έκανα στα ψέματα;»


«Μα είχες ξεκαρδιστεί με το πόσο γελοίος έδειχνα.»


« Με το δεύτερο μπορώ να συμφωνήσω κι εγώ.»


Και κάπως έτσι αρχίζει ένας νέος γύρος από γέλια, γαργαλητά και πειράγματα. Καθόμαστε σε ένα παγκάκι και μιλάμε για άσχετα θέματα. Ο Stefan κοιτάει ξανά και ξανά το κινητό του λες και έχει κάποιο σημαντικό ραντεβού. Προσπαθώ να το αγνοήσω αλλά κάθε φορά που το κάνει νευριάζω όλο και πιο πολύ.


« Έχεις κάπου να πας;» Ρωτάω.


«Ναι, συγνώμη γι’ αυτό Olivia. Σε πειράζει να χωριστούμε;»


Νεύω αρνητικά και σηκώνομαι γρήγορα από το παγκάκι. Τον αποχαιρετώ χωρίς να τον αγκαλιάσω φοβούμενη μήπως καταλάβει την ταραχή μου. Απομακρύνομαι αφηρημένη με τα ακουστικά στα αυτιά μου. Φοράω ακόμα το ζεστό του φούτερ και νιώθω παντού την αύρα του.


Μπαίνω στο μετρό μόνη μου αυτή την φορά χωρίς κανέναν να θέλει να με κρατήσει. Μα νιώθω πως πέφτω, νιώθω και πάλι μόνη. Είναι αυτό το συναίσθημα κάθε φορά που φεύγω από τον μουσικό. Κάθομαι σε μία θέση κοντά στο παράθυρο και κλείνω τα μάτια μου περιμένοντας να φτάσω σπίτι. Η μουσική είναι σιγανή, μελωδική, θλιμμένη. Όπως κι εγώ.


Μετά από ώρα και όταν είμαι πίσω στο δωμάτιο μου στο μόνο μέρος που δεν μπορεί να με πονέσει κανείς, γράφω για την σημερινή μέρα. Και κάπου εκεί κολλάω το εισιτήριο από το μετρό. Να μου θυμίζει αυτό το πρωινό και οι αναμνήσεις να μην τελειώνουν.





« Έλα να με πάρεις μια αγκαλιά, είμαι κουρασμένη και με βαραίνει η ψυχή μου, έλα να την ακουμπήσω λίγο πάνω σου να ξαλαφρώσω.»


Vas A.