Η μάχη του έρωτα (Κεφάλαιο 37)

«Είσαι σίγουρος γι’ αυτό;» ρώτησε ο Αλέξανδρος έντρομος τον Ντίνο, ο οποίος είχε περάσει όλα τα φανάρια με κόκκινο.
«Αν εννοείς για τα κόκκινα φανάρια, αστυνομικός είμαι», του χαμογέλασε καθησυχαστικά.
«Δεν εννοώ αυτό», τον αγριοκοίταξε ο Αλέξανδρος.
«Ή όλα ή τίποτα», μούγκρισε κορνάροντας.

Κοίταξε γύρω του να βρει διέξοδο για να φτάσει πιο γρήγορα. Η μοναδική λύση ήταν παράνομη αλλά πότε είχε φερθεί εντελώς νόμιμα για να το κάνει κι τώρα; Παραβίασε όλους τους κανόνες, έβρισε όσους τον φώναζαν για το τι ακριβώς ήθελε να κάνει και οδήγησε την μεγάλη κυβικών μηχανή του πάνω στο πεζοδρόμιο. Οι περαστικοί τον κοιτούσαν αποσβολωμένοι και οι μαμάδες μάζευαν τα παιδιά τους στην άκρη. Ο Ντίνος δεν λογάριαζε τίποτα, παρά μόνο ήθελε να φτάσει όσο πιο γρήγορα γινόταν στην Νεφέλη του.
Το σχέδιο του μόλις είχε μπει σε δράση και δεν θα άφηνε ούτε καν την κίνηση να του σταθεί εμπόδιο. Την ήθελε και την ήθελε ζωντανή. Έριξε μια ματιά στο ρολόι του.
«Τρία λεπτά», φώναξε στον Αλέξανδρο. Άφησε με το ένα του χέρι το τιμόνι, το ανέβασε ψηλά και άρχισε να μετράει. Χαμήλωσε ταχύτητα και με το κατέβασμα του χεριού του ο Αλέξανδρος πήδηξε κάτω από την μηχανή.
Κουτρουβαλιάστηκε δύο με τρεις φορές αλλά κατάφερε να βρει την ισορροπία του. Έφυγε κουτσαίνοντας προς ένα μεγάλο χτίριο. Ίσιωσε την γραβάτα του και προσπάθησε να μην δείξει τον πόνο που σφάδαζε τα πλευρά του από την πτώση. Ο Αλέξανδρος Δούκας για πρώτη φορά στην ζωή του πονούσε και ο λόγος ήταν πιο σημαντικός κι από την ίδια του την ζωή, την υπερηφάνεια του, την αναπνοή του.
«Θα μπορούσαμε να σας εξυπηρετήσουμε;» μια γλυκιά κοπέλα γύρω στα εικοσιπέντε της χρόνια, τον κοιτούσε με ένα πλατύ χαμόγελο.
«Χμ, ναι! Θα ήθελα ένα δωμάτιο», της απάντησε με τον ίδιο τόνο ευγένειας ο Αλέξανδρος και η κοπέλα αναζήτησε στον υπολογιστή ένα δωμάτιο.
«Μην κουράζεσαι Μιράντα, ο κύριος είναι φίλος μου! Θα τον εξυπηρετήσω εγώ», ακούστηκε μια βραχνή φωνή πίσω από τον Αλέξανδρο.
Ο Δούκας γύρισε απότομα προς το μέρος του αγνώστου που υποστήριζε ότι είναι γνωστός του. Ήταν ένας νεαρός άντρας, περιποιημένος και καλοντυμένος. Του έριξε ένα στραβό χαμόγελο και με αυτοπεποίθηση του απηύθυνε τον λόγο.
«Μάλλον κάποιο λάθος κάνετε», του είπε και γύρισε ξανά στην κοπέλα.
«Αλέξανδρε, δεν με θυμάσαι;» η φωνή του νεαρού ακούστηκε θερμή αλλά με μια δόση ειρωνείας.
«Δεν σας γνωρίζω κύριε», επέμεινε στην διατύπωσή του.
«Έλα μαζί μου στο γραφείο να σου φρεσκάρω την μνήμη. Δεν γίνεται να μην με θυμάσαι!» αναφώνησε και τον έπιασε βιαστικά από το μπράτσο. Έσκυψε προς το αυτί του και του ψιθύρισε χαμογελαστά: «Δεν φωνάζεις, δεν μιλάς, δεν αναπνέεις καν. Με ακολουθείς χωρίς αντιρρήσεις»
Ο Δούκας πάγωσε και υπάκουσε σχεδόν μηχανικά στην εντολή του νεαρού που δεν έδειχνε να αστειεύεται. Το σχέδιο του Ντίνου φυσικά δεν ήταν ακριβώς αυτό. Ήλπιζε να εμφανιστεί γρήγορα γιατί τα πράγματα μάλλον δεν πήγαιναν όπως τα είχαν σχεδιάσει. 

Βασιλική Κυργιαφίνη