Το κλειδί του παραδείσου (Κεφάλαιο 8) "Ποιος διάολος με έχει μουντζώσει;"

 Όταν η Εύα στέγνωσε το σώμα της, φόρεσε τα καινούρια της εσώρουχα και τη μεταξωτή της ρόμπα και παίρνοντας μαζί της τον φάκελο με τα λεφτά και το λάπτοπ, πήγε να τον βρει στο δωμάτιό του. Ο Μάρβεϊν κάνοντας ζάπινγκ προσπάθησε να βρει ένα κανάλι για να απασχολήσει τη σκέψη του με κάποια ταινία αλλά έτσι όπως γυρνούσε τα κανάλια, δεν κατάφερνε να δει καν τι έπαιζαν εκείνη τη στιγμή. Η Εύα άφησε το κουτί με το καινούργιο της λάπτοπ, που ήταν τόσο μικρό ώστε και να κάνει την δουλειά της αλλά και να χωράει μέσα στον χαρτοφύλακά της για να μπορεί να το παίρνει μαζί της παντού, και πάτησε το κουμπί που απενεργοποιούσε την τηλεόραση. Έπειτα, πήγε κοντά του. Ο Μάρβεϊν, νευριασμένος καθώς ήταν ακόμα, της γύρισε την πλάτη και σκεπάστηκε επιδεικτικά μέχρι πάνω από το κεφάλι.
«Θες να φύγω;» τον ρώτησε απαλά, ενώ κατεβάζοντας το πάπλωμα μέχρι τα μπράτσα του άφηνε ένα απαλό φιλί πάνω στον ώμο του.
«Ξέρεις τι μου έχεις κάνει αυτή τη στιγμή;» της είπε αγανακτισμένα.
«Το ξέρω και σου ζητώ συγγνώμη αλλά θέλω να μάθω αν είσαι ακόμα σύμμαχός μου. Δεν έχω κανέναν άλλον να στηριχτώ. Και σου το ορκίζομαι, δεν το ζητώ για μένα.» του είπε το ίδιο απαλά με παρακλητικό ύφος. Ο Μάρβεϊν γυρίζοντας προς τη μεριά της ζάρωσε τα φρύδια του με περιέργεια και έμεινε για λίγο να την κοιτά ενώ επεξεργαζόταν τα λόγια της μέσα στο κεφάλι του.
«Μήπως όλα αυτά έχουν να κάνουν με την εξαφάνιση του αφεντικού σου;» τη ρώτησε τελικά και η Εύα έμεινε σοκαρισμένη να τον κοιτά.
«Πώς διάολο…;»
«Εύα, δεν είμαι ηλίθιος, άλλωστε δεν είναι τυχαίο που τον επόμενο μήνα θα γίνω ντετέκτιβ και για ποιον άλλον λόγο έχεις τόση πρεμούρα να μάθεις όποιο καινούργιο στοιχείο έρχεται στο τμήμα για την υπόθεσή του; Όμως δεν μπορώ να καταλάβω πού κολλάνε οι άστεγοι. Μήπως αυτός που βρήκες το πρωί…» συνέχισε σκεπτικός.
«Ε, αν είμαι ΤΟΣΟ γκαντέμω πια, τότε σίγουρα θα ανέβω στην ταράτσα του νοσοκομείου και θα πέσω από κάτω» του είπε τελείως καταβεβλημένη.
«Τότε γιατί τέτοιο πείσμα να τον σώσεις;» Πραγματικά ακόμα δεν μπορούσε να το καταλάβει.
«Δεν έχουν καμία σχέση οι άστεγοι, απλά δεν θέλω να τον παρατήσω Μάρβεϊν, τόσο παράξενο σου φαίνεται αυτό;»
«Είναι, δεν μπορείς να το αρνηθείς» της είπε με νόημα.
«Εντάξει, μπορεί για σένα να είναι, όχι όμως για μένα» του είπε πεισματικά εκείνη.
«Γιατί;» επέμενε να του πει.
«Γιατί άφησα στο παρελθόν κάποιον και εξαιτίας μου τώρα μπορεί να είναι και νεκρός. Δεν θέλω να κάνω το ίδιο λάθος δύο φορές». Τα μάτια του Μάρβεϊν την σκάναραν λες και την περνούσαν από ακτινογραφία και η Εύα συνέχισε ηττημένη, τελείως άψυχα πια.
«Ναι, το αφεντικό μου εννοώ αλλά σου ορκίζομαι πως ήταν ατύχημα, δεν ήθελα να του κάνω κακό» του είπε και ο Μάρβεϊν γυρίζοντας προς τη μεριά της άπλωσε το χέρι του και την παρότρυνε να χωθεί μέσα στην αγκαλιά του.
«Πόσα μπορείς να μου πεις;» τη ρώτησε και η Εύα πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Προς το παρόν τίποτα αλλά θέλω να ξέρω ότι μπορώ να βασιστώ επάνω σου μόλις μπορέσω να μιλήσω» του είπε, ενώ τον κοίταζε στα μάτια περιμένοντας την ανταπόκρισή του.
«Το ξέρεις ότι μπορείς» τη διαβεβαίωσε σοβαρός και η Εύα κούνησε το κεφάλι της θετικά ενώ άφηνε την ανάσα της να βγει από μέσα της με ανακούφιση.
«Και με το αφεντικό σου; Ήταν ή είναι μπλεγμένος σε όλα αυτά;» τη ρώτησε με επιφύλαξη, χωρίς όμως να την πιέζει να πει κάτι που θα τους έμπλεκε και τους δύο.
«Εκεί είναι το πρόβλημα. Μέχρι την ημέρα που εξαφανίστηκε, αυτό πίστευα και εγώ αλλά μετά από αυτά που μου είπε εκείνο το βράδυ…» κούνησε το κεφάλι της αρνητικά χωρίς να ξέρει πώς να συνεχίσει.
«Δεν είσαι σίγουρη πια;» μάντεψε.
«Δεν ξέρω Μάρβεϊν αλλά αν έλεγε την αλήθεια, τότε πιστεύω ότι θα μπορέσω να κάνω κάτι, έστω την αρχή, για να καταφέρουμε να τους σταματήσουμε. Όσο όμως εκείνος είναι εξαφανισμένος, δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Χωρίς εκείνον δεν έχω τίποτα!» του είπε απολογητικά.
«Και δεν έχεις ιδέα τι του συνέβη; Ή αν τον απήγαγαν;» Η Εύα για απάντηση κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Είπες ότι ήταν ατύχημα» της χτύπησε με νόημα και η Εύα αναστέναξε κατάκοπη.
«Ναι ήταν…»
Καθώς την κοίταξε επίμονα, εκείνη συνέχισε. «Τον χτύπησα στο κεφάλι και έπεσε λιπόθυμος, όμως σου το ορκίζομαι, κάλεσα ασθενοφόρο, τους έδωσα τα στοιχεία του και περίμενα μέχρι να έρθουν αλλά πριν φτάσουν, κάποιος με είδε από πάνω του και τρόμαξα τόσο πολύ που τελικά το έσκασα πριν δει το πρόσωπό μου».
«Δεν είναι ότι δεν θέλω να σε πιστέψω αλλά η ιστορία σου έχει πολλά κενά και κατά πρώτο, γιατί να τον βαρέσεις;» προσπάθησε σαν γνήσιος ντετέκτιβ να λύσει το μυστήριο.
«Δεν θα σου πω λεπτομέρειες. Το μόνο που χρειάζεται να ξέρεις είναι ότι για ό,τι έγινε έφταιγα εγώ, όχι εκείνος».
«Τι θες να μου πεις;» ρώτησε πονηρεμένος.
«Ότι είναι αργά και είναι ώρα για ύπνο» του είπε χωρίς να δέχεται αντίρρηση ενώ άφηνε ένα απαλό φιλί πάνω στα χείλια του.
«Δεν είσαι εντάξει…» προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί αλλά η Εύα του σφράγισε τα χείλια με το χέρι της πριν συνεχίσει.
«Μια μέρα θα τα μάθεις όλα, αλλά όχι πριν σιγουρευτώ ότι δεν κινδυνεύεις. Μπορείς να μου υποσχεθείς ότι θα περιμένεις;» τον ρώτησε και καθώς ο Μάρβεϊν άφησε την ανάσα του να βγει από μέσα του βαριά, τελικά κούνησε το κεφάλι του θετικά.
«Με μισείς πολύ;» τον ρώτησε παραπονιάρικα χαϊδεύοντας απαλά το μάγουλό του και ο Μάρβεϊν κούνησε το κεφάλι του αρνητικά και την έκλεισε στην αγκαλιά του αφήνοντας ένα απαλό φιλί πάνω στην κορυφή του κεφαλιού της.
«Απλά πες μου, γιατί τα έκανες όλα αυτά;» την παρακάλεσε.
«Γιατί είμαι ηλίθια, Μάρβεϊν, γιατί είμαι τελείως ηλίθια…»

~*~*~*~*~*~

Με την πολύτιμη βοήθεια του Μάρβεϊν και της μεγάλου κυβισμού μηχανής του, η Εύα όχι μόνο κατάφερε να έχει έτοιμα τα απαραίτητα έντυπα που χρειαζόταν ώστε να δικαιολογήσει την παρουσία της στο νοσοκομείο, αλλά και να πάει από το σπίτι της για να αλλάξει και να παραγγείλει όλα τα απαραίτητα ώστε να διευκολύνει τη δουλειά που είχε να φέρει εις πέρας. Φτάνοντας στο νοσοκομείο στις 10:00 π.μ. ακριβώς, πήγε κατευθείαν στο γραφείο των νοσοκόμων και χτύπησε την πόρτα.
«Καλημέρα, πώς θα μπορούσα να σας βοηθήσω;» τη ρώτησε μια γλυκύτατη, κοκκινομάλλα με πράσινα μάτια νοσοκόμα.
«Καλημέρα, έχω ραντεβού με τον δόκτορα Φρανς» της είπε και εκείνη ζάρωσε τα μάτια της με απορία.
«Ποια να του πω ότι τον ζητεί;» τη ρώτησε πιο θερμά.
«Η Εύα Κύλιαν» της απάντησε αμέσως και η νοσοκόμα κατένευσε.
«Μισό λεπτό παρακαλώ» της ζήτησε και εξαφανίστηκε για λίγο μέσα στο δωμάτιο νοσηλείας.
«Ακολουθήστε με, παρακαλώ» της είπε ευγενικά όταν βγήκε ξανά και μόλις η Εύα το έκανε, εκείνη την οδήγησε στο γραφείο του, όπου ήταν μέσα στο γραφείο των νοσοκόμων.
«Κυρία Κύλιαν» είπε αυτόματα ο δόκτωρ Φρανς, ενώ σηκώθηκε όρθιος για να τη χαιρετήσει.
«Ελπίζω να μην ενοχλώ» του είπε με ένα ζεστό χαμόγελο καθώς του ανταπέδιδε τη χειραψία.
«Εγώ πάλι ελπίζω η επίσκεψή σας να είναι σύντομη» της είπε με νόημα και το χαμόγελο της Εύας έγινε πιο πλατύ.
«Κάθε άλλο» του ανταπέδωσε και ανοίγοντας τον χαρτοφύλακά της έβγαλε τα απαραίτητα έντυπα που χρειαζόταν και τα έτεινε προς το μέρος του.
Ο γιατρός πιάνοντας τα χαρτιά στα χέρια του άρχισε να τα ξεφυλλίζει αναστενάζοντας βαριά.
«Έλσα, άφησε μας για λίγο μόνους» ζήτησε από την κοκκινομάλλα νοσοκόμα και καθώς εκείνη έκλεισε την πόρτα πίσω της, ο δόκτωρ Φρανς κοίταξε την Εύα κατάματα.
«Όχι απλά δεν άλλαξες γνώμη αλλά βλέπω ότι έχεις κάνει πάρα πολύ καλή δουλειά εδώ» σχολίασε και η Εύα ανασήκωσε τους ώμους της αδιάφορα.
«Όταν αναλαμβάνω κάτι, φροντίζω να το κάνω σωστά. Όπως θα δείτε η ‘‘εργοδότριά’’ μου, που επιμένει να παραμείνει ανώνυμη και αν αυτό δεν τηρηθεί θα κινηθεί εναντίον σας δικαστικά, θα δυσαρεστηθεί πάρα πολύ αν δεν ικανοποιηθεί το αίτημά της» του απάντησε εκείνη και πριν προλάβει ο δόκτωρ Φρανς να της απαντήσει, το τηλέφωνό του χτύπησε και έσπευσε να το σηκώσει ζητώντας της συγγνώμη.
«Κύριε διευθυντά, τι μπορώ να κάνω για σας;» ρώτησε με επαγγελματικό ύφος απαντώντας στη γραμμή. Ακούγοντας όσα του έλεγε ο συνομιλητής του, κοίταξε με ενδιαφέρον την Εύα ανασηκώνοντας τα φρύδια του με απορία.
«Μάλιστα, καταλαβαίνω. Ναι, φυσικά και θα φροντίσω εγώ προσωπικά η επιθυμία της κυρίας Βανέσα Μέι να εκπληρωθεί και να τηρηθεί απόλυτη εχεμύθεια» τον διαβεβαίωσε και μόλις άκουσε ό,τι άλλο είχε να του πει ο διευθυντής του, έκλεισε τη γραμμή.
«Βανέσα Μέι;» τη ρώτησε τελείως σοκαρισμένος και η Εύα ανασήκωσε ξανά τους ώμους της αδιάφορα.
«Λοιπόν; Πότε πιάνω δουλειά;» τον ρώτησε μπαίνοντας κατευθείαν στο ψητό.
«Σου έκανα ρητό ότι δεν μπορώ να σε αφήσω να εισέλθεις στους θαλάμους πριν εμβολιαστείς πρώτα» της είπε κατηγορηματικά και η Εύα έβγαλε ένα βιβλιάριο εμβολιασμών από τον χαρτοφύλακα της.
«Όπως θα δείτε στο προσωπικό μου βιβλιάριο, έχω κάνει όλα τα απαραίτητα εμβόλια…»
«Δεν ξέρω πώς διάολο τα έκανες όλα αυτά αλλά δεν πρόκειται να σου επιτρέψω την είσοδο στους θαλάμους χωρίς να εμβολιαστείς πραγματικά» της είπε κατηγορηματικά εντελώς εκτός εαυτού πια.
«Και εγώ δεν μπορώ να περιμένω πέντε μέρες μέχρι τα εμβόλια να ενεργοποιηθούν στον οργανισμό μου» του γύρισε πίσω με ψιθυριστή αλλά έντονη φωνή. «Κάνε τον απαραίτητο εμβολιασμό αν θες, αλλά εγώ σήμερα θα ξεκινήσω τη δουλειά μου» του είπε χωρίς να του αφήνει περιθώριο διαπραγμάτευσης και πριν προλάβει ο δόκτωρ Φρανς να επιμείνει περισσότερο, η πόρτα του γραφείου του άνοιξε και η Έλσα μπήκε μέσα φουριόζα.
«Δόκτωρ Φρανς, αυτό πρέπει να το δείτε οπωσδήποτε» του είπε με γουρλωμένα μάτια και χωρίς να περιμένει απάντηση, άφησε την πόρτα ανοιχτή και πήγε ξανά προς την πόρτα που οδηγούσε στον διάδρομο.
Καθώς ο δόκτωρ Φρανς ακολούθησε την Έλσα, η Εύα πήγε μαζί του και βλέποντας τα συσκευασμένα πακέτα χαμογέλασε. Προσπερνώντας τον, πήγε μπροστά από τον υπάλληλο που τα είχε φέρει και κοίταξε τον πίνακα που κράταγε.
«Ωραία τα φέρατε» του είπε και μόλις έπιασε τον πίνακα από τα χέρια του, άρχισε να διαβάζει την παραγγελία.
«Θα τσεκάρω τι έχει έρθει και αν χρειαστώ τίποτα παραπάνω θα σας καλέσω να μου φέρετε και τα υπόλοιπα» τον ενημέρωσε και καθώς υπέγραψε το έντυπο, κράτησε το πρωτότυπο και του έδωσε πίσω τον πίνακα με το αντίγραφο.
«Φυσικά, ό,τι θέλετε» είπε αυτόματα ο υπάλληλος χαρίζοντας της ένα ζωηρό χαμόγελο και χωρίς κάτι άλλο τους άφησε μόνους.
«Τι είναι όλα αυτά;» ρώτησε ο δόκτωρ Φρανς, χωρίς να είναι ικανός ακόμα να πιστέψει τι γινόταν.
«Ό,τι χρειάζομαι για να κάνω τη δουλειά μου πιο εύκολη» τον ενημέρωσε η Εύα αλλά δεν σταμάτησε εκεί. «Θα χρειαστώ την πλήρη κατάσταση των ασθενών καθώς και τις ελλείψεις σας, για να παραγγείλω μέσα στην επόμενη ώρα και τα υπόλοιπα που δεν μπορούσα να υπολογίσω ότι θα χρειαστείτε, γιατί το κατάστημα μας κάνει χάρη που άνοιξε μια τέτοια μέρα» του είπε με απόλυτα επαγγελματικό ύφος και γυρίζοντάς τους την πλάτη άρχισε να ανοίγει το ένα κουτί μετά το άλλο για να τσεκάρει το περιεχόμενο.
Η Έλσα με τον δόκτωρ Φρανς αντάλλαξαν μια ματιά και έμειναν παγωμένοι, χωρίς να ξέρουν πώς να αντιδράσουν μπροστά σε αυτό το θέαμα.
«Να υπολογίζω στη βοήθειά σας ή μου δίνετε την άδεια να ανακαλύψω μόνη μου όσα χρειάζομαι;» τους ρώτησε πειραχτικά αλλά εννοώντας το απόλυτα.
«Ναι, φυσικά» βιάστηκε ο δόκτωρ Φρανς να πει και έδωσε εντολή στην Έλσα να την κατατοπίσει και να την ενημερώσει για τις απαραίτητες ελλείψεις.
Τακτοποιώντας τα πράγματα στη θέση τους, η Εύα φόρεσε την ενισχυμένη της στολή, που ήταν μια ολόσωμη φόρμα με κουκούλα που σκέπαζε ακόμα και τα παπούτσια της, φόρεσε τη διπλή μάσκα που είχε φροντίσει να την αρωματίσει για να αντέξει την μπόχα που είχε να αντιμετωπίσει στο πρόσωπο, τα γυαλιά από πλεξιγκλάς καθώς και τα λαστιχένια της χοντρά γάντια, που δεν μπορούσε ούτε βελόνα να τα τρυπήσει και αμέσως έπιασε δουλειά. Ο δόκτωρ Φρανς δεν μπορούσε να κάνει τίποτα πια για να τη σταματήσει καθώς ο διευθυντής του τού είχε τονίσει να εκτελεί κάθε της εντολή. Παρόλα αυτά, δεν ήταν διατεθειμένος να το αφήσει έτσι. Αν επρόκειτο για απάτη, εκείνος πρώτος θα έβρισκε τον μπελά του, οπότε έπρεπε να το ερευνήσει με όποιον τρόπο μπορούσε αλλά διακριτικά.
Είχε πάει κιόλας μεσημέρι και η Εύα βρισκόταν ακόμα στον πρώτο θάλαμο, των βαριών περιστατικών, όπου μέσα βρισκόταν και ο προστατευόμενός της άστεγος. Όσο τους κοιτούσε έτσι άπλυτους και μαραζωμένους όπως ήταν με τις μάσκες οξυγόνου στα πρόσωπά τους, έμοιαζαν όλοι ίδιοι, έτσι ακόμα δεν είχε ανακαλύψει ποιος από όλους ήταν αλλά μόλις κατάφερνε να τους ανακουφίσει από όλη τη βρωμιά που είχαν επάνω τους, τότε σίγουρα θα ρωτούσε τον δόκτωρ Φρανς να της τον υποδείξει. Πάνω στον πανικό της δεν είχε δει το πρόσωπό του αλλά από όσο θυμόταν δεν της είχε φανεί να ήταν μεγάλος σε ηλικία και μέχρι τώρα δεν είχε βρει κανέναν κάτω των πενήντα.
Απολυμαίνοντας και γεμίζοντας με καυτό νερό τις δύο λεκάνες που έπαιρνε μαζί της -τη μία για το πρόσωπο και το σώμα και την άλλη για απόκρυφα σημεία του σώματός τους- γέμισε και την κανάτα της με κρύο νερό για να κρυώσει το νερό μέσα στις λεκάνες όταν θα ερχόταν η ώρα, άνοιξε δύο νέα σφουγγάρια και πετώντας τα μέσα στο νερό, πήρε το καροτσάκι της για να πάει στον επόμενο ασθενή που χρειαζόταν καθάρισμα. Περνώντας πίσω από τα κρεβάτια των ασθενών, όπου τώρα βρίσκονταν στο κέντρο του θαλάμου για να μπορεί η καθαρίστρια -σύμφωνα με τις δικές της οδηγίες- να καθαρίσει και να απολυμάνει τους τοίχους και τις ειδικές κορνίζες που υπήρχαν πάνω από τα κρεβάτια για τον κρυφό φωτισμό, το οξυγόνο καθώς και τις πρίζες για τον απαραίτητο ιατρικό εξοπλισμό, πήγε και στάθηκε ανάμεσα στα δύο τελευταία κρεβάτια που της είχαν απομείνει.
«Λοιπόν, παππούληδες; Ποιος από τους δύο είναι ο επόμενος;» ρώτησε ρητορικά ενώ βγάζοντας από το χαρτόκουτο ένα υποσέντονο, ετοιμαζόταν να πάει προς τον παππού που ήταν στα αριστερά της.
 Καθώς ο παππούς στα δεξιά της άρχισε να βήχει και να γυρίζει το σώμα του στο πλάι παλεύοντας για μια ανάσα, άφησε το υποσέντονο πάνω στο καρότσι και πήγε κοντά του.
«Εντάξει, κέρδισες, αν και δεν είναι δίκαιο να κλέβεις την σειρά του φίλου σου» τον πείραξε ενώ πλαγιάζοντας τον του έκανε μαλάξεις στην πλάτη για να τον βοηθήσει να αναπνεύσει.
Η μεγάλη, αμφιβόλου χρώματος βλέννα που βγήκε από το στόμα του, γέμισε τη μάσκα οξυγόνου του και η Εύα βγάζοντας την από το πρόσωπο του πήρε ένα μωρομάντηλο και άρχισε να του καθαρίζει τη μύτη και το λιγδιασμένο του μούσι, για να μπορέσει να του αλλάξει τη μάσκα με μια καθαρή μέχρι να καταφέρει να τον καθαρίσει. Τη στιγμή που έβγαζε από το λάστιχο την παλιά λερωμένη μάσκα, ο ασθενής γύρισε ανάσκελα και ανοίγοντας το στόμα του διάπλατα προσπάθησε με μεγάλο κόπο να πάρει μερικές ανάσες αποκαλύπτοντας μια σειρά από κιτρινισμένα αλλά τέλεια δόντια. Η Εύα, για να μην τον ταλαιπωρήσει, έβγαλε γρήγορα τον σωλήνα από την παλιά μάσκα και τον έβαλε στην καινούργια αλλά τη στιγμή που πήγε να του την φορέσει, το χέρι της πάγωσε πάνω από το πρόσωπο του.
«Όχι…» είπε κατευθείαν στον εαυτό της. «Παραλογίζεσαι…» σκέφτηκε και μόλις του έβαλε την καινούργια μάσκα, έπιασε ξανά το υποσέντονο.
Καθώς του ανασήκωσε το κεφάλι, το έστρωσε κάτω από τα μαλλιά του και πιάνοντας την ξυριστική μηχανή που είχε ήδη απολυμάνει, άρχισε να του το ξυρίζει,  όπως είχε κάνει και σε όλους τους άλλους ασθενείς,  προκειμένου να τον απαλλάξει από όλη τη βρωμιά και τα παράσιτα που κυκλοφορούσαν πάνω στο δέρμα του μολύνοντας τον περισσότερο. Αυτή η πτέρυγα ήταν η πτέρυγα των μελλοθάνατων (όπως χαρακτηριστικά την έλεγε το προσωπικό) γι’ αυτό και ήταν η πιο ήσυχη αλλά και η μοναδική που βρισκόταν δίπλα ακριβώς από το νεκροτομείο· έτσι, με όλους όσους είχε περιποιηθεί μέχρι στιγμής δεν είχε κανένα πρόβλημα,  γιατί πάνω κάτω ήταν όλοι σε κωματώδη κατάσταση, αλλά αυτός... Αυτός ο ασθενής πραγματικά είχε τον ασύχαστο.
«Ήσυχα, παππούλη» τον μάλωσε απαλά η Εύα ενώ κράτησε το κεφάλι του πιο γερά ώστε να το ακινητοποιήσει πριν τον τραυματίσει κατά λάθος με την ξυριστική μηχανή.
«Μη φοβάσαι για τα μαλλιά σου, θα μεγαλώσουν ξανά και μάλιστα πιο καθαρά από πριν» συνέχισε να του μιλάει προκειμένου να τον χαλαρώσει αλλά εκείνος δεν σταματούσε με τίποτα.
Βλέποντας τον να μην χαλαρώνει με τίποτα, η Εύα αναγκάστηκε να του ανασηκώσει το κεφάλι περισσότερο, με σκοπό να τον ακινητοποιήσει πάνω στο στήθος της. Έχοντας τη μάσκα οξυγόνου στο πρόσωπό του δεν είχε πρόβλημα να πάθει ασφυξία αλλά όσο περισσότερο τον κρατούσε από τον αυχένα τόσο περισσότερο εκείνος έσκουζε, ενώ ο βήχας του γινόταν ακόμα πιο έντονος. Αφήνοντας τον να πάρει μια ανάσα η Εύα έφερε σε μια πιο σωστή θερμοκρασία το καυτό νερό με το κρύο που είχε μέσα στην κανάτα και βάζοντας μπόλικο αντισηπτικό μέσα στο νερό, με το καθαρό σφουγγάρι άρχισε να του καθαρίζει το πρόσωπο για να του απομακρύνει τον ιδρώτα που είχε κάνει τις μαυρίλες του προσώπου του να κατρακυλούν προς τον λαιμό του.
«Ξέρω ότι είναι δύσκολο αλλά πρέπει να κάνεις λίγη υπομονή. Όταν τελειώσω, όλα θα είναι καλύτερα» του είπε για να τον κατευνάσει και ο κακόμοιρος ο άστεγος άρχισε να κουνάει το κεφάλι του μια από την μια πλευρά, μια από την άλλη.
«Το μισό κεφάλι έχει γίνει, κάνε λίγο κουράγιο και θα τελειώσω γρήγορα, σου το υπόσχομαι. Εντάξει;» του είπε ενώ πιάνοντας ένα στεγνό καθαρό πανί άρχισε να του στεγνώνει το μέτωπο αλλά εκείνος σφίγγοντας τα δόντια, ζάρωσε το μέτωπο του και συνέχισε να κουνάει το κεφάλι του.
«Εντάξει, δεν θες, αλλά αν δεις σε τι κατάσταση είναι αυτή τη στιγμή το δέρμα σου στο κεφάλι, θα καταλάβεις ότι έχω δίκιο. Γι’ αυτό σταμάτα τα πείσματα και δώσε μου άλλο ένα λεπτό. Αν καθίσεις ακίνητος, δεν θα χρειαστώ παραπάνω» του υποσχέθηκε και χωρίς να περιμένει απάντηση, βάζοντας το χέρι της πάνω στο ήδη ξυρισμένο σημείο του κεφαλιού του, τον ακούμπησε ξανά πάνω στο στήθος της και συνέχισε να τον ξυρίζει μέχρι που η ξυριστική μηχανή βρήκε κάπου και αυτόματα ένας πίδακας αίμα με πύον άρχισε να πετάγετε πάνω στο υποσέντονο που ήταν γεμάτο με τα μαλλιά που είχε ήδη κουρέψει.
«Ω! Γαμώτο… Έλσααααααα» φώναξε με όλη της την δύναμη ενώ κοιτώντας την καθαρίστρια συνέχισε πιο αγχωμένα.
«Τρέχα να φωνάξεις τον γιατρό και πες τους να φέρουν γάζες» της φώναξε και εκείνη, κοιτώντας την το ίδιο σοκαρισμένη όσο ήταν και η Εύα παράτησε κάτω τα πανιά που κράταγε και έτρεξε να πάει να τους φωνάξει.
Ο ασθενής που κρατούσε ακόμα στην αγκαλιά της, με το σώμα του να τρέμει, τώρα πια χτυπιόταν με χέρια και με πόδια ενώ οι πνιχτές του κραυγές έκαναν την καρδιά της Εύας κομμάτια.
«Συγγνώμη, συγγνώμη, συγγνώμη…» έλεγε απανωτά η Εύα ενώ πάλευε να τον κρατήσει στην αγκαλιά της για να μην πέσει κάτω από το κρεβάτι.
«Τι συμβαίνει εδώ;» ρώτησε ο γιατρός ταραγμένος καθώς έφτασε δίπλα της φορώντας το δεύτερο ζευγάρι γάντια πάνω από τα γάντια που ήδη φορούσε.
«Δεν ξέρω…» είπε με ειλικρίνεια η Εύα. «Η μηχανή βρήκε κάπου και…» δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την φράση της.
Μόλις με τη βοήθεια του γιατρού, πλάγιασαν τον ασθενή, η Έλσα έριξε ένα λευκό υγρό πάνω στην πληγή του που αιμορραγούσε ακόμα και βοήθησε τον γιατρό να δει την έκταση της ζημιάς.
«Πρέπει να το καθαρίσω. Φέρε ό,τι χρειάζεται» είπε στην Έλσα αμέσως και μόλις εκείνη έτρεξε για να εκτελέσει τα καθήκοντά της,  ο γιατρός γύρισε προς το μέρος της Εύας.
«Βρήκαμε την πηγή της μόλυνσης. Τώρα μπορεί και να γίνει κάτι» της είπε κλείνοντας της το μάτι.
«Τι εννοούσε με αυτό;» αναρωτήθηκε η Εύα αλλά δεν πρόλαβε να τον ρωτήσει.
«Βοήθησε με να αποστειρώσουμε την περιοχή» συνέχισε με επαγγελματικό ύφος και η Εύα, ακολουθώντας τις οδηγίες του, αφού αφαίρεσε και το υπόλοιπο μαλλί που υπήρχε γύρω από το μολυσμένο τραύμα, τους άφησε να κάνουν την δουλειά τους μένοντας λίγο πιο πίσω.
Όταν η πληγή είχε καθαριστεί από όλο το πύον, ο γιατρός την έκλεισε με καθαρές και αποστειρωμένες γάζες και παίρνοντας μια ανακουφιστική ανάσα γύρισε προς την Εύα.
«Θα σε βοηθήσει η Έλσα να τον καθαρίσεις. Προσέξτε να μη βραχεί το τραύμα» Καθώς η Έλσα και η Εύα κατένευσαν ταυτόχρονα, ο γιατρός απευθύνθηκε και πάλι προς την Εύα. 
«Μόλις τελειώσεις από τον θάλαμο, θέλω να σε δω στο γραφείο μου» της έδωσε εντολή και η Εύα, αν και παραξενεύτηκε από αυτό, το δέχτηκε αδιαμαρτύρητα.
Όταν με την βοήθεια της Έλσας κατάφεραν να αλλάξουν τα βρόμικα σεντόνια με καθαρά, να στρώσουν σε όλο το κρεβάτι αδιάβροχα υποσέντονα, ώστε να μην λερώσουν τα καθαρά σεντόνια, η Έλσα του αφαίρεσε το νοσοκομειακό ρομπάκι για να τη βοηθήσει να του πλύνει το υπόλοιπο σώμα.
«Ουάου, αυτό δεν είναι κάτι που βλέπεις κάθε μέρα» σχολίασε σοκαρισμένη από το θέαμα.
Η Εύα παραξενεμένη, κρατώντας το σφουγγάρι στο χέρι, γύρισε να δει αυτό που έκανε τόση εντύπωση στην Έλσα. Το καλοσχηματισμένο σώμα του ασθενή δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο, πώς της έκανε τόσο εντύπωση τώρα; Δεν το είχε δει πιο πριν;
«Δεν ήσουν εδώ όταν τον έφεραν» διαπίστωσε και η Έλσα πιάνοντας το άλλο καθαρό σφουγγάρι για να του καθαρίσει το σώμα όσο η Εύα τελείωνε με το κεφάλι, κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
«Τέτοιο σώμα σίγουρα σε κάνει να αναρωτιέσαι τι τον έφτασε σε αυτήν την κατάσταση» μουρμούρισε σκεπτική ενώ του καθάριζε το χέρι προσέχοντας να μη βρέξει την πεταλούδα που είχε στο χέρι του.
«Πράγματι» σχολίασε το ίδιο σκεπτική η Εύα και προσέχοντας να μην πειράξει την πληγή του συνέχισε να του καθαρίζει το κρανίο επιμένοντας περισσότερο στις αμυχές που είχε πάνω στο δέρμα του, ώστε να καθαριστούν καλά πριν τους βάλει την επουλωτική κρέμα που της είχε δώσει η Έλσα.
«Λες να είναι ο πλούσιος που ψάχνουν;» πέταξε χαριτολογώντας η Έλσα και το χέρι της Εύας πάγωσε, ενώ η καρδιά της άρχισε να χτυπάει τόσο γρήγορα που ένιωθε να της κόβει την ανάσα.
‘Το τραύμα στον αυχένα, δεξιός του κυνόδοντας που είναι μακρύτερος από όλα τα υπόλοιπα μπροστινά πάνω του δόντια…’ έκανε μια σύντομη καταγραφή μέσα της και η ανάσα της άρχισε να επιταχύνεται περισσότερο.
«Ξέρεις κάτι; Τώρα είμαι οκ. Αν έχεις να κάνεις κάτι πιο σημαντικό, μπορώ να συνεχίσω και μόνη μου» είπε με άνεση, σαν να μην είχε ακούσει τα προηγούμενα της λόγια.
«Να σου πω, ακόμα και τώρα που είναι πιο ανεχτή η μυρωδιά τους, δεν αντέχω και πολύ εδώ μέσα. Αν χρειαστείς κάτι, βάλε μια φωνή εντάξει;» της είπε ανακουφισμένη και καθώς η Εύα κατένευσε, η Έλσα παράτησε ξανά το σφουγγάρι μέσα στο νερό και έφυγε χωρίς δεύτερη σκέψη.
Η Εύα μόλις την είδε με την άκρη του ματιού της να βγαίνει από το δωμάτιο, σταμάτησε αυτό που έκανε και ξεσκεπάζοντας τον άνοιξε κατευθείαν την πάνα του. Αν ήταν πράγματι ο κύριος Ντίλαν Γουέρλες, ένας τρόπος υπήρχε να το επιβεβαιώσει. Πιάνοντας το σωληνάκι του καθετήρα του, τέντωσε το πέος του και μόλις βρήκε αυτό που έψαχνε έβαλε απότομα την πάνα στη θέση της και πετάχτηκε από το κρεβάτι.
“Ποιος διάολος την είχε μουντζώσει πια;” σκεφτόταν με τα μάτια της να βουρκώνουν, ενώ ενστικτωδώς είχε βάλει το χέρι της πάνω στη μάσκα, λες και αυτό έφτανε να σταματήσει την κραυγή που απειλούσε να βγει από τα βάθη της ψυχής της.
«Εύα, είσαι καλά;» άκουσε τη φωνή της Έλσας να έρχεται από κάπου κοντά και παλεύοντας πολύ σκληρά να βρει ξανά λίγο από την ψυχραιμία της, γύρισε να την αντικρίσει.
«Μάλλον πήρα υπερβολική δόση βρώμας» προσπάθησε να το γυρίσει στην πλάκα και η Έλσα κούνησε το κεφάλι της θετικά με κατανόηση.
«Κάνε ένα διάλειμμα, θα τον συνεχίσω εγώ αν θες». Η Εύα μόνο με την ιδέα ότι θα μπορούσε να τον αναγνωρίσει άρχισε να κουνάει το κεφάλι της αρνητικά με πείσμα.
«Όχι, είμαι εντάξει… η μπόρα πέρασε. Θα τους τελειώσω γρήγορα για να σε αφήσω να κάνεις τη δουλειά σου» της υποσχέθηκε και η Έλσα ανασηκώνοντας τους ώμους της άφησε τη συσκευή αναρρόφησης που κρατούσε στο χέρι πάνω στο καρότσι νοσηλείας, που ήταν αφημένο δίπλα της και έφυγε να τακτοποιήσει και τα υπόλοιπα πράγματα που είχαν έρθει μετά την τελευταία παραγγελία της Εύας.
Μετά από αυτό η Εύα έμεινε αναποφάσιστη να κοιτά το αφεντικό της χωρίς να έχει ιδέα τι να κάνει τώρα. Δεν υπήρχε περίπτωση να καλέσει την αστυνομία, αν συνέδεαν το όνομά της μαζί του πήγαινε σίγουρα χαμένη, αν το έλεγε όμως στον Μάρβεϊν;… Και πάλι δεν θα μπορούσε να κάνει πολλά χωρίς να μπλέξει την υπηρεσία του. Αν καλούσε την κυρία Ελεονόρα; Σίγουρα αυτή ήταν η μοναδική της λύση αλλά και πάλι αν το κάνει τώρα, τότε δεν θα κατάφερναν να μην τον συνδέσουν με το όνομά της. Ο δόκτωρ Φρανς ήξερε ότι εκείνη τον είχε βρει, αν του έλεγε να μην το πει σε κανέναν τότε θα του κινούσε υποψίες.
Σκατά… σκατά… σκατά… πως κατάφερε να μπλεχτεί έτσι; Και τώρα τι θα έκανε; Ο δόκτωρ Φρανς ήταν κάθετος, αν δεν τον πήγαιναν σε καλύτερη θέση, δεν υπήρχε πιθανότητα να σωθεί.
Με αυτή τη σκέψη χωρίς να σταματά να αναλογίζεται τις επιλογές της, η Εύα συνέχισε να τον καθαρίζει και μόλις τελείωσε κάλυψε ξανά το σώμα του με ένα καθαρό νοσοκομειακό ρομπάκι και βάλθηκε να του αλλάξει την πάνα. Τα ούρα του φαίνονταν τουλάχιστον καθαρά αλλά τα οπίσθιά του ήταν πραγματικά σε άσχημη κατάσταση. Δεν ήταν κάτι που αντιμετώπιζε για πρώτη φορά αλλά για κάποιον που είναι μόλις ένα εικοσιτετράωρο κλινήρης, δεν δικαιολογούνταν. Γνωρίζοντας ήδη τι να κάνει για να αντιμετωπίσει τις πληγές πάνω στους γλουτούς του, τον καθάρισε γρήγορα και του έβγαλε τον καθετήρα τελείως. Είχε ήδη αρκετά προβλήματα υγείας να αντιμετωπίσει αυτή τη στιγμή, μια ουρολοίμωξη σίγουρα θα τον αποτελείωνε.
Πριν κλείσει την καθαρή του πάνα, κοιτώντας για λίγο γύρω της για να σιγουρευτεί ότι δεν υπήρχε κανείς εκεί για να τη δει, έριξε άλλη μια ματιά στο σημάδι που είχε πάνω στο πέος του. Όχι, δεν είχε κάνει λάθος. Το σημάδι καθώς και η ελαφριά κλίση που είχε το πέος του, που έμοιαζε λες και σε εκείνο το σημείο είχε σπάσει κάποιο κόκκαλο που είχε κολληθεί ξανά στραβά, δεν ήταν ένα σημάδι που θα μπορούσε να το έχει ο οποιοσδήποτε. Ήταν σίγουρα το αφεντικό της, ο κύριος Ντίλαν Γουέρλες, που με το ένα εκατομμύριο δολάρια που έδινε η κυρία Ελεονόρα έμοιαζε το τυχερό λαχείο για το οποίο ο οποιοσδήποτε θα έκανε τα πάντα να το αποκτήσει, όχι όμως εκείνη.
Δεν την ένοιαζε να πάρει τα λεφτά, ήταν η αιτία που βρέθηκε εδώ και τώρα έπρεπε όχι μόνο να τον σώσει αλλά να προσπαθήσει και να τον πάρει από εδώ πριν τον αναγνωρίσει κανείς. Με κλειστά τα μάτια, καθόλου μαλλί, τη μάσκα του οξυγόνου να του καλύπτει το πρόσωπο καθώς και τις ρυτίδες που είχε αποκτήσει μέσα σε αυτούς τους τέσσερις μήνες μαζί με το λιγοστό μούσι που του είχε αφήσει -μιας και δεν μπορούσε να τον ξυρίσει ακόμα λόγω του βήχα που τον τάραζε πολύ συχνά- ήταν εύκολη υπόθεση να τον καλύψει για λίγο, τι θα γινόταν όμως όταν θα ξυπνούσε και όλοι θα αντίκριζαν τα μάτια του; Εκείνα τα σμαραγδένια του μάτια που σε καθήλωναν μόλις σε αιχμαλώτιζαν;
Τελειώνοντας και με τον τελευταίο ασθενή, έναν κακόμοιρο γεροντάκο που φαινόταν να ήταν η καλύτερη περίπτωση από όλες μέσα σε αυτόν τον θάλαμο και που κάθε φορά που του μιλούσε εκείνος άνοιγε τα μάτια του και της χαμογελούσε, έβαλε όλα τα κρεβάτια στη θέση τους με τη βοήθεια της καθαρίστριας και κίνησε να πάει να βρει τον δόκτορα Φρανς. Είχε πάρει ήδη την απόφασή της και δεν μπορούσε να κάνει πίσω. Θα έμενε εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, όσο και να χρειαζόταν, μέχρι να σιγουρευτεί όχι μόνο ότι θα ξεπερνούσε τον κίνδυνο αλλά ότι θα ήταν και σε θέση να τον μεταφέρει στο σπίτι της, ώστε να μπορέσει να καλέσει την κυρία Ελεονόρα να έρθει να τον πάρει.
«Κυρία Κύλιαν, τελειώσατε;» τη ρώτησε ο δόκτωρ Φρανς μόλις εκείνη μπήκε στο γραφείο του αφού είχε πρώτα βγάλει από πάνω της τη στολή, τα γάντια, τα γυαλιά και τις μάσκες της.
«Δυστυχώς μόνο τον πρώτο θάλαμο. Σας ενημερώνω ότι έχω βάλει ήδη τους υγραντήρες με τον ευκάλυπτο σε λειτουργία και θα ήθελα να ελέγξετε τον χώρο αν είναι ασφαλής για τους ασθενείς σας» τον ενημέρωσε εκείνη με αυστηρό επαγγελματικό ύφος και εκείνος της χαμογέλασε.
«Υγραντήρες με ευκάλυπτο;» ρώτησε εξαγριωμένα ένας γιατρός που όλη αυτήν την ώρα αδιαφορούσε για την παρουσία της.
«Η κυρία Κύλιαν, πήρε την πρωτοβουλία…» προσπάθησε να την υπερασπιστεί ο δόκτωρ Φρανς αλλά ο κατά πολύ μεγαλύτερος του γιατρός δεν άκουγε κουβέντα.
«Η κυρία Κύλιαν το καλό που της θέλω είναι να κοιτάει τη δουλειά της. Εδώ είναι νοσοκομείο, όχι κανένα κέντρο εναλλακτικών θεραπειών» τον διέκοψε με αυστηρό ύφος και η Εύα ένιωσε την ανάγκη να επέμβει.
«Αυτό ακριβώς κάνω δόκτωρ…;» κάνοντας μια παύση κοίταξε το καρτελάκι πάνω στη λευκή του ποδιά και συμπλήρωσε το όνομα του. «Τρίστιαν».
«Πάω να κάνω την πρώτη επίσκεψη. Μέχρι να γυρίσω θέλω να είναι όλα όπως ορίζει το καταστατικό» τόνισε ο δόκτωρ Τρίστιαν προς τον δόκτωρα Φρανς και εκείνος αφήνοντας μια βαριά ανάσα να βγει από μέσα του κατένευσε. 
«Μην του δίνεις σημασία, δεν του αρέσει να κάνει άλλος κουμάντο στο τμήμα του» της εξήγησε τη στιγμή που ο δόκτωρ Τρίστιαν έφυγε από το δωμάτιο και της Εύας της ξέφυγε ένα γελάκι.
«Το κατάλαβα» τον διαβεβαίωσε.
«Λοιπόν, πώς τα είδες; Σε έπεισαν να γυρίσεις πίσω στην ασφάλεια του σπιτιού σου;» τη ρώτησε με ελπίδα.
«Αντίθετα, με έκαναν να υπερασπιστώ την πρώτη μου σκέψη. Θα με ανεχτείτε μέρα νύχτα, μέχρι ο προστατευόμενός μου να είναι σε θέση να πάρει εξιτήριο» του είπε κατηγορηματικά και ο δόκτωρ Φρανς μαράζωσε για λίγο μετανιωμένος. 
«Πάνω σε αυτό…» είπε διστακτικά ενώ άρχισε να ψάχνει τα χαρτιά του αποφεύγοντας τη ματιά της. «Πρέπει να παραδεχτώ ότι ήμουν τελείως απερίσκεπτος» της είπε και τον κοίταξε παραξενεμένη. «Αν δεν είχες βρει εκείνη την ουλή, τότε δεν υπήρχε καμία περίπτωση να τα καταφέρει…» παραδέχτηκε ανοιχτά και η καρδιά της Εύας άρχισε να χτυπάει με περισσότερη ελπίδα.
«Και τώρα;» τον ρώτησε ανυπόμονα με την ανάσα της να πνίγεται μέσα της.
«Σύμφωνα με τα αποτελέσματα από το δείγμα που έστειλα στο εργαστήριο για ανάλυση, τώρα μπορώ να του δώσω τη σωστή αγωγή και να αυξήσουμε τις πιθανότητες ώστε να καταφέρει να το ξεπεράσει αλλά χρειάζεται πολλή δουλειά» την προειδοποίησε.
«Όπως;» τον προέτρεψε να συνεχίσει.
«Είναι τρομερά υποσιτισμένος…» τόνισε. «Και από εδώ και πέρα πρέπει να τον βλέπουμε εκτός από ασθενή και σαν νεογέννητο… με απλά λόγια πρέπει κάποιος να τον ταΐζει ανά τρεις ώρες πολύ μικρές ποσότητες φαγητού σε υγρή μορφή, μέχρι να καταφέρει να ανακάμψει και να αρχίσει να τρώει στέρεα τροφή».
«Άστο επάνω μου» τον διαβεβαίωσε εκείνη. «Πες μου τι ακριβώς χρειάζεται να κάνω και θα αναλάβω τα πάντα εγώ… φυσικά δεν θα σταματήσω να σας προσφέρω και τις υπόλοιπες υπηρεσίες που σας έχω υποσχεθεί».
«Ξέρεις, με προβληματίζεις λίγο» είπε ανοιχτά τη σκέψη του ενώ την κοίταζε σκεπτικός.
«Ελπίζω να μην έχει να κάνει με την χαζομάρα που πέταξε η Έλσα» του είπε ενώ γέλασε δύσπιστα.
«Πρέπει να το δω με τα μάτια μου για να διαπιστώσω αν είναι πράγματι χαζομάρα» της είπε κατηγορηματικά δηλώνοντας ανοιχτά ότι δεν θα άφηνε το θέμα έτσι απλά χωρίς πρώτα να το ερευνήσει.
«Σε διαβεβαιώνω ότι ο συγκεκριμένος ασθενής δεν έχει καμία σχέση με τον πλούσιο κύριο που ψάχνουνε» του είπε με σιγουριά.
«Πώς είσαι τόσο σίγουρη;» θέλησε να μάθει με περιέργεια.
«Γιατί είναι αδελφός μου» του είπε και την κοίταξε τελείως ξαφνιασμένος.
«Τι…;»
«Το ίδιο σοκ έπαθα και εγώ πριν λίγο, πίστεψε με, τέτοια τύχη πια… δεν ξέρω τι να πω» τον πρόλαβε πριν εκφράσει την απορία του.
«Είσαι σίγουρη γι’ αυτό που λες;» ήθελε να σιγουρευτεί και ο ίδιος.
«Ο αδελφός μου έχει μια μικρή ουλή σε σημείο που δεν είναι εμφανές και πίστεψε με τέτοια ουλή είναι σπάνια να την έχουν δύο άτομα ταυτόχρονα» τον διαβεβαίωσε.
«Πώς δεν τον αναγνώρισες από την αρχή;» η περιέργεια του γιατρού πια είχε εκτοξευτεί τα ύψη.
«Γιατί είχα να τον δω δύο χρόνια και έχει αλλάξει δραματικά πάρα πολύ. Για να καταλάβεις, είχε φύγει για ένα επαγγελματικό ταξίδι και από τότε χάσαμε τελείως τα ίχνη του. Η μητέρα μου ακόμα ελπίζει να γυρίσει αλλά βλέποντας τον τώρα σε αυτήν την κατάσταση δεν έχω ιδέα τι να σκεφτώ. Δεν μπορώ να φανταστώ τι μπορεί να πέρασε και θέλω να κάνω τα πάντα για να τον βοηθήσω να συνέλθει όμως πρέπει να μου ορκιστείς ότι θα το κρατήσεις κρυφό…»
«Και γιατί αυτό;» ρώτησε με ύφος που δήλωνε ξεκάθαρα ότι δεν είχε πιστέψει λέξη από όσα έλεγε.
«Γιατί σίγουρα αν ακουστεί παραέξω, τα κανάλια θα κάνουν ουρά για να το κάνουν το θέμα του μήνα και δεν θέλω η μητέρα μου να το μάθει με αυτόν τον τρόπο. Η ψυχική της υγεία δεν είναι στα καλύτερά της, αν μάθει ότι μπορεί να τον χάσει για δεύτερη φορά και μάλιστα οριστικά, δεν θα το αντέξει η καρδιά της» του εξήγησε ενώ με τη ματιά της του ζητούσε την κατανόησή του.
«Δεν μπορώ να πω ότι έχεις άδικο. Υπόσχομαι να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για εκείνον αλλά και πάλι η κατάστασή του είναι πάρα πολύ δύσκολη. Αν θέλεις η μητέρα σου να έχει μια ευκαιρία να τον αποχαιρετήσει,  καλύτερα να το κάνεις σύντομα» τη συμβούλευσε με μια επιμονή που έκανε την Εύα να καταλάβει ότι απλά ζητούσε επιβεβαίωση στα λόγια της, αλλά η Εύα δεν κατέθετε τα όπλα.
«Δώσε μου τέσσερις μέρες και αν δεν έχει ανοίξει τα μάτια του μέχρι τη Δευτέρα, τότε θα την προετοιμάσω και θα τη φέρω να τον αποχαιρετήσει» του είπε με τέτοιο πείσμα που ο γιατρός το σκέφτηκε για λίγο.
«Εντάξει, μέχρι τη Δευτέρα» της έδωσε τον λόγο του αλλά μέσα του είχε ήδη σκεφτεί να βρει περισσότερα στοιχεία για τον άνθρωπο που έψαχναν, ώστε να διαπιστώσει μόνος του αν πρόκειται για το ίδιο άτομο ή όχι.



Χρυσάνθη Καλαφάτη